Ετυμολογία

επεξεργασία
statua < λατινική statua

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
statua statue

statua (it) θηλυκό


  Ουσιαστικό

επεξεργασία

statua (la) θηλυκό