ενεστώτας show off
γ΄ ενικό ενεστώτα shows off
αόριστος showed off
παθητική μετοχή shown off
ενεργητική μετοχή showing off

  Ετυμολογία

επεξεργασία
show off < → δείτε τις λέξεις show και off

show off (en)

  1. (ανεπίσημο, κακόσημο) επιδεικνύω, η επίδειξη, προσπαθώ να εντυπωσιάσω τους άλλους με τις ικανότητές μου, τα υπάρχοντά μου κτλ. με βασικό κίνητρο τη ματαιοδοξία
    Someone is showing off their wealth/knowledge/skills.
    Επιδεικνύει κάποιος τα πλούτη/τις γνώσεις/τις ικανότητές του.
    They go to the theater not to see the show but to show off the clothes they’re wearing.
    Πηγαίνουν στο θέατρο όχι για να δουν την παράσταση αλλά για να επιδείξουν τα ρούχα που φορούν.
    I don’t like to show off.
    Δεν μου αρέσει να επιδεικνύομαι.
    He/she likes showing off.
    Του/της αρέσει η επίδειξη.
    The house is furnished not for comfort but to show off.
    Το σπίτι είναι επιπλωμένο με κριτήριο όχι την άνεση αλλά την επίδειξη.
  2. επιδεικνύω, κάνω επίδειξη, δείχνω στους ανθρώπους κάποιον ή κάτι για το οποίο είμαι περήφανος
    Two very beautiful models showed the new models off.
    Δύο ωραιότατα μανεκέν επέδειξαν τα νέα μοντέλα.
    She’s showing off her skills.
    Κάνει επίδειξη των ικανοτήτων της.