show off
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | show off |
γ΄ ενικό ενεστώτα | shows off |
αόριστος | showed off |
παθητική μετοχή | shown off |
ενεργητική μετοχή | showing off |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαshow off (en)
- (ανεπίσημο, κακόσημο) επιδεικνύω, η επίδειξη, προσπαθώ να εντυπωσιάσω τους άλλους με τις ικανότητές μου, τα υπάρχοντά μου κτλ. με βασικό κίνητρο τη ματαιοδοξία
- ↪ Someone is showing off their wealth/knowledge/skills.
- Επιδεικνύει κάποιος τα πλούτη/τις γνώσεις/τις ικανότητές του.
- ↪ They go to the theater not to see the show but to show off the clothes they’re wearing.
- Πηγαίνουν στο θέατρο όχι για να δουν την παράσταση αλλά για να επιδείξουν τα ρούχα που φορούν.
- ↪ I don’t like to show off.
- Δεν μου αρέσει να επιδεικνύομαι.
- ↪ He/she likes showing off.
- Του/της αρέσει η επίδειξη.
- ↪ The house is furnished not for comfort but to show off.
- Το σπίτι είναι επιπλωμένο με κριτήριο όχι την άνεση αλλά την επίδειξη.
- ↪ Someone is showing off their wealth/knowledge/skills.
- επιδεικνύω, κάνω επίδειξη, δείχνω στους ανθρώπους κάποιον ή κάτι για το οποίο είμαι περήφανος
- ↪ Two very beautiful models showed the new models off.
- Δύο ωραιότατα μανεκέν επέδειξαν τα νέα μοντέλα.
- ↪ She’s showing off her skills.
- Κάνει επίδειξη των ικανοτήτων της.
- ↪ Two very beautiful models showed the new models off.
Πηγές
επεξεργασία- show off - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 319. ISBN 9780194325684., λήμμα: επιδεικνύω