ravage
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαravage (en)
Ρήμα
επεξεργασίαravage (en)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
ravage | ravages |
ravage (fr) αρσενικό
- η καταστροφή
- η λεηλασία
- o χαλασμός
- o όλεθρος