prude
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαprude (en)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
prude | prudes |
Επίθετο
επεξεργασίαprude (fr) αρσενικό ή θηλυκό
prude (en)
ενικός | πληθυντικός |
prude | prudes |
prude (fr) αρσενικό ή θηλυκό