orphelin
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | orphelin | orphelins |
θηλυκό | orpheline | orphelines |
orphelin (fr)
- o ορφανός
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | orphelin | orphelins |
θηλυκό | orpheline | orphelines |
orphelin (fr)