note
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
note | notes |
note (en)
- το σημείωμα (περιληπτικές πληροφορίες)
- (μουσική) η νότα, το φθογγόσημο
- ↪ Each note was wonderful.
- Κάθε νότα ήταν υπέροχη.
- ↪ The notes were all wrong.
- Οι νότες ήταν όλες λάθος.
- ↪ Each note was wonderful.
- η προσοχή
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | note |
γ΄ ενικό ενεστώτα | notes |
αόριστος | noted |
παθητική μετοχή | noted |
ενεργητική μετοχή | noting |
note (en)
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
note | notes |
note (fr) θηλυκό
Εκφράσεις
επεξεργασία- chasse aux notes - βαθμοθηρία
Συγγενικά
επεξεργασία
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
nota | note |
note (it)