ενικός         πληθυντικός  
lens lenses

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

lens (en)

  1. (οπτική) φακός
    corrective lens - διορθωτικός φακός
    contact lens - φακός επαφής
  2. (ανατομία) ο φακός του ματιού
  3. γένος οσπρίων που περιλαμβάνει και τη φακή



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

lens (it)

  • (φυτό) γένος οσπρίων που περιλαμβάνει και τη φακή

  Ετυμολογία

επεξεργασία
lens < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα, συγγενές με το (γερμανικά) Linse και το (αρχαία ελληνική) λάθυρος

  Ουσιαστικό 1

επεξεργασία

lens (la) θηλυκό

  1. (φυτό) φακή
  2. φακές

Συγγενικά

επεξεργασία
αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική lens lentēs
γενική lentis lentium
δοτική lentī lentibus
αιτιατική lentem lentēs
κλητική lens lentēs
αφαιρετική lente lentibus
(γ' κλίση)

  Ουσιαστικό 2

επεξεργασία

lens (la) θηλυκό

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική lens lendēs
γενική lendis lendium
δοτική lendī lendibus
αιτιατική lendem lendēs
κλητική lens lendēs
αφαιρετική lende lendibus
(γ' κλίση)