koto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- koto < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | koto | kotoj |
αιτιατική | koton | kotojn |
koto (eo)
- η βρομιά
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | koto | kotoj |
αιτιατική | koton | kotojn |
koto (eo)