Ετυμολογία

επεξεργασία
imbroglio < ιταλική imbroglio

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

imbroglio (en)

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɛ̃.bʁɔ.ljo/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
imbroglio imbroglios

imbroglio (fr) αρσενικό