farto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- farto < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | farto | fartoj |
αιτιατική | farton | fartojn |
farto (eo)
Πορτογαλικά (pt)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | farto | fartos |
θηλυκό | farta | fartas |
farto (pt)