Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
coast coasts

coast (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

ενεστώτας coast
γ΄ ενικό ενεστώτα coasts
αόριστος coasted
παθητική μετοχή coasted
ενεργητική μετοχή coasting

coast (en)