Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈbɨwɨ/
 

  Ετυμολογία

επεξεργασία

były (pl) < από το τρίτο πληθυντικό πρόσωπο (μη αρρενοπροσωπικό) του ρήματος być (pl)

  Επίθετο

επεξεργασία

były (pl)