Επίθετο

επεξεργασία

better (en) (συγκριτικός βαθμός του good)

  1. καλύτερος, καλυτερεύω, σε υψηλότερο επίπεδο ή ποιότητα· καλύτερο από κάτι άλλο
    I didn’t manage to make the situation better.
    Δεν κατάφερα να καλυτερέψω την κατάσταση.
    The weather got better/became better.
    Καλυτέρεψε ο καιρός.
    His health is continually getting better.
    Η υγεία του καλυτερεύει συνεχώς.

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • better at something: καλύτερος σε κάτι

  Επίρρημα

επεξεργασία

better (en)(συγκριτικός βαθμός του well)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

better (en)

Εκφράσεις

επεξεργασία
ενεστώτας better
γ΄ ενικό ενεστώτα betters
αόριστος bettered
παθητική μετοχή bettered
ενεργητική μετοχή bettering

better (en)

  • καλυτερεύω, βελτιώνω κάτι
    It is up to the youth to better society.
    Στους νέους ανήκει το να καλυτερέψουν την κοινωνία.