Δείτε επίσης: Bath
      ενικός         πληθυντικός  
bath baths

  Ετυμολογία

επεξεργασία
bath < μέση αγγλική bath < αγγλοσαξονική bæþ < πρωτογερμανική *baþą < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰeh₁- (ζεσταίνω)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /bɑːθ/ (ΗΒ)
ΔΦΑ : /bæθ/ (ΗΠΑ)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

bath (en)

  1. η μπανιέρα
  2. το αποχωρητήριο, η τουαλέτα
    Where's the bath?
    Πού είναι το μπάνιο;
     συνώνυμα: bathroom
  3. η διαδικασία του κάνω μπάνιο, το λούσιμο
    I am taking a bath.
    κάνω μπάνιο.
     συνώνυμα: bathing, shower
  4. το λουτρό, το βαλανείο
    Public bath, Roman bath, etc
    δημόσιο λουτρό, ρωμαϊκό λουτρό, κτλ

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • Bath στην αγγλική Βικιπαίδεια  
ενεστώτας bath
γ΄ ενικό ενεστώτα baths
αόριστος bathed
παθητική μετοχή bathed
ενεργητική μετοχή bathing

bath (en)

  1. κάνω κάποιον μπάνιο, λούζω
    I bath my daughter.
    πλένω τη κόρη μου.

Δείτε επίσης

επεξεργασία