Ετυμολογία

επεξεργασία
annus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂et-nos- < *h₂et- (πηγαίνω). Συγγενές με τα (γοτθικά) 𐌰𐌸𐌽 (aþn, χρόνος), (σανσκριτικά) अटति (aṭati, πηγαίνει)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈan.nus/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

annus αρσενικό

  1. χρόνος, έτος
  2. χρόνος, καιρός, εποχή
αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική annus annī
γενική annī annōrum
δοτική annō annīs
αιτιατική annum annōs
κλητική anne annī
αφαιρετική annō annīs
(β' κλίση)

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία