Ετυμολογία

επεξεργασία
Adorf < παλαιά άνω γερμανική aha (νερό) + dorf (χωριό)[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈaːdɔʁf/ & /ˈaːdoɐ̯f/
 

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Adorf (de)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Everett-Heath, John (2020). Concise Oxford Dictionary of World Place Names [Συνοπτικό Λεξικό Παγκόσμιων Τοπωνυμίων της Οξφόρδης] (6η έκδοση). Oxford: Oxford University Press. 



  Ετυμολογία

επεξεργασία
Adorf < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Adorf αρσενικό ή θηλυκό

  • Pagine Bianche, ανακτήθηκε στις 22/8/2023 [1]