Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σκακιστής
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
σκακιστ
ής
οι
σκακιστ
ές
γενική
του
σκακιστ
ή
των
σκακιστ
ών
αιτιατική
τον
σκακιστ
ή
τους
σκακιστ
ές
κλητική
σκακιστ
ή
σκακιστ
ές
Κατηγορία
όπως «
ποιητής
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
σκακιστές
σε δρόμο του Μιλάνου
Ετυμολογία
επεξεργασία
σκακιστής
<
σκάκι
+
-ιστής
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σκακιστής
αρσενικό
(
θηλυκό
σκακίστρια
)
ο
παίκτης
του
σκακιού
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σκακιστής
αγγλικά
:
chess
(en)
γαλλικά
:
échecs
(fr)
ισπανικά
:
ajedrecista
(es)
πολωνικά
:
szachista
(pl)
ρωσικά
:
шахматист
(ru)