μα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μα (σύνδεσμος) < (άμεσο δάνειο) ιταλική ma
- μα (μόριο) < αρχαία ελληνική μά
Σύνδεσμος
επεξεργασίαμα
Μόριο
επεξεργασίαμα
- ως ορκωτικό μόριο
- Mα το Θεό, δεν πέρασε από το μυαλό μου αυτό.
- Μα το Δία είπε.