έκδηλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | έκδηλος | η | έκδηλη | το | έκδηλο |
γενική | του | έκδηλου | της | έκδηλης | του | έκδηλου |
αιτιατική | τον | έκδηλο | την | έκδηλη | το | έκδηλο |
κλητική | έκδηλε | έκδηλη | έκδηλο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | έκδηλοι | οι | έκδηλες | τα | έκδηλα |
γενική | των | έκδηλων | των | έκδηλων | των | έκδηλων |
αιτιατική | τους | έκδηλους | τις | έκδηλες | τα | έκδηλα |
κλητική | έκδηλοι | έκδηλες | έκδηλα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- έκδηλος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἔκδηλος < ἐκ + δῆλος (φανερός)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈek.ði.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έκ‐δη‐λος
Επίθετο
επεξεργασίαέκδηλος, -η, -ο