timing
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
timing | timings |
timing (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το χρονοδιάγραμμα, ο χρόνος, η ενέργεια του να επιλέγω όταν συμβαίνει κάτι· ένα συγκεκριμένο σημείο ή χρονικό διάστημα κατά το οποίο κάτι συμβαίνει ή σχεδιάζεται
- ↪ timing of the implementation of various measures - χρονοδιάγραμμα εφαρμογής των διαφόρων μέτρων
- ↪ the timing of the transaction - ο χρόνος της συναλλαγής
- ↪ We had a problem with the timing.
- Είχαμε ένα πρόβλημα με την κατανομή του χρόνου.
- (μη μετρήσιμο) ο συγχρονισμός, ο επαναλαμβανόμενος ρυθμός κάτι· η ικανότητα παραγωγής αυτού
- ↪ The timing of the dancers’ movements was excellent.
- Ο συγχρονισμός στις κινήσεις των χορευτών ήταν άριστος.
- ↪ The timing of the dancers’ movements was excellent.
- (μη μετρήσιμο) η χρονομέτρηση, η ενέργεια του να χρονομετρώ
- ↪ timing of a sporting event/of a speech - χρονομέτρηση ενός αθλητικού αγωνίσματος/μιας ομιλίας
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη time
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαtiming (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του time