cut
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαcut (en)
- κομμένος, δρεπτός
- cut flowers trade - εμπόριο δρεπτών ανθέων
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
cut | cuts |
cut (en)
- κόψιμο, τομή
- (μεταφορικά) μερίδιο
- η περικοπή, η ενέργεια του να περικόπτω μέρος ταινίας, θεατρικού έργου, γραφής κτλ.
- ↪ The article was published in its entirety and without cuts.
- Το άρθρο δημοσιεύτηκε ολόκληρο και χωρίς περικοπές.
- ↪ The article was published in its entirety and without cuts.
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | cut |
γ΄ ενικό ενεστώτα | cuts |
αόριστος | cut |
παθητική μετοχή | cut |
ενεργητική μετοχή | cutting |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
cut (en)
- κόβω
- ↪ I cut myself while shaving.
- Κόπηκα καθώς ξυριζόμουν.
- ↪ My hair has grown out again and I need to cut it.
- Μάκρυναν πάλι τα μαλλιά μου και πρέπει να τα κόψω.
- ↪ I cut myself while shaving.
- (μεταβατικό) κόβω, μειώνω