ταγεία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ταγεία | οι | ταγείες |
γενική | της | ταγείας | των | ταγειών |
αιτιατική | την | ταγεία | τις | ταγείες |
κλητική | ταγεία | ταγείες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ταγεία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ταγεία < ταγεύω < ταγός < τάσσω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαταγεία θηλυκό
- (ιστορία, πολιτική) το αξίωμα του ταγού ή το χρονικό διάστημα που κατέχει το αξίωμα αυτό, η διοίκηση, η αρχηγία
- ※ Θανόντος δε του Ιάσονος περιήλθεν ο θρόνος των Φερών και η ταγεία εις τους αδελφούς αυτού Πολύδωρον και Πολύφρονα, (Νέος Ελληνομνήμων, τόμος 15, Σπυρίδων Παύλου Λάμπρος, Β. Γρηγοριάδης, 1969)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ταγεία
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ταγείᾱ | αἱ | ταγεῖαι |
γενική | τῆς | ταγείᾱς | τῶν | ταγειῶν |
δοτική | τῇ | ταγείᾳ | ταῖς | ταγείαις |
αιτιατική | τὴν | ταγείᾱν | τὰς | ταγείᾱς |
κλητική ὦ! | ταγείᾱ | ταγεῖαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ταγείᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ταγείαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαταγεία θηλυκό
- (ιστορία, πολιτική) ταγεία
- ※ ὁ δ' αὖ Πολύφρων ἦρξε μὲν ἐνιαυτόν, κατεσκευάσατο δὲ τὴν ταγείαν τυραννίδι ὁμοίαν. (Ξενοφών, Ελληνικά, 6.4.34.1-2)
Άλλες γραφές
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ταγεία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ταγεία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.