παξιμάδι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | παξιμάδι | τα | παξιμάδια |
γενική | του | παξιμαδιού | των | παξιμαδιών |
αιτιατική | το | παξιμάδι | τα | παξιμάδια |
κλητική | παξιμάδι | παξιμάδια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- παξιμάδι ήδη σε έγγραφο του 16ου αιώνα κε < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική παξιμάδιον < ελληνιστική κοινή παξαμάδιον, υποκοριστικό του παξαμᾶς < Πάξαμος, αρτοποιός και μάγειρας του 1ου αιώνα κε
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pa.ksiˈma.ði/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαξιμάδι ουδέτερο
- (τρόφιμο) κομμάτι ψωμιού που έχει ψηθεί δύο φορές, ώστε να αποβάλει όλα τα υγρά του και να γίνει σκληρό, για να διατηρείται περισσότερο χρονικό διάστημα
- άφησες έξω το ψωμί και έγινε παξιμάδι
- μεταλλικό εξάρτημα που βιδώνει γύρω από μια βίδα και συνδέει αντικείμενα μεταξύ τους
- αυτό το παξιμάδι δεν εφαρμόζει, γιατί δεν ταιριάζουν οι βόλτες του
- ≈ συνώνυμα: περικόχλιο
Εκφράσεις
επεξεργασία- θέλω βρεγμένο το παξιμάδι: είμαι τεμπέλης
- κάνω το σκατό μου παξιμάδι: έχω μεγάλη έλλειψη χρημάτων
- κάλλιο να ‘χω στον τόπο μου ελιές και παξιμάδι παρά στα ξένα ζάχαρη και να ορίζουν άλλοι
Συγγενικά
επεξεργασία- παξιμάδα
- παξιμαδάκι
- Παξιμάδι (τοπωνύμιο)
- παξιμαδιάζω
- παξιμάδιασμα
Δείτε επίσης
επεξεργασία- παξιμάδι στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία αρτοσκεύασμα
παξιμάδι βίδας
Πηγές
επεξεργασία- παξιμάδι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- παξιμάδι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)