Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Rahner. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Rahner. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 23 Μαΐου 2025

Karl Rahner: Οι εμπειρίες ενός καθολικού θεολόγου

 

Karl Rahner: Οι εμπειρίες ενός καθολικού θεολόγου

https://www.youtube.com/watch?v=Vthweqb97I4&t=3314s


Η διάλεξη δόθηκε το 1984, έξι εβδομάδες πριν από τον θάνατο του Rahner, σε μια εκδήλωση του Πανεπιστημίου του Freiburg για τα ογδοηκοστά γενέθλια του.

Μετά από τόσους επαίνους, άμεσους ή έμμεσους, αισθάνομαι κάπως αμήχανα τώρα που πρέπει να πάρω κι εγώ τον λόγο. Αλλά θα προσπαθήσω. Το πρόγραμμα αυτού του συνεδρίου ανακοινώνει ως θέμα μου: Εμπειρίες ενός καθολικού θεολόγου.

Δεν εννοώ με αυτό ούτε πολύ προσωπικές και οικείες εμπειρίες, οι οποίες ανήκουν σε μια πραγματική βιογραφία —την οποία ποτέ δεν θα γράψω— ούτε κατά κύριο λόγο εκκλησιαστικές, εκκλησιαστικοπολιτικές ή κληρικές εμπειρίες, που τις θεωρώ πολύ ασήμαντες για να τις αναφέρω σήμερα. Εννοώ εμπειρίες ενός θεολόγου —ή καλύτερα, ενός ανθρώπου που είχε αναλάβει την εντολή να είναι θεολόγος, αλλά δεν είναι βέβαιος αν στάθηκε αντάξιος αυτής της εντολής.

Ο προβληματισμός μου δεν απορρέει τόσο από την ανθρώπινη αδυναμία γενικά —αν και φυσικά και αυτό παίζει ρόλο— όσο από την υπερβολική απαίτηση που ενυπάρχει σε κάθε θεολογική προσπάθεια, επειδή αυτή πρέπει να μιλά για τον απερίγραπτο Θεό. Αν πρόκειται λοιπόν εδώ να μιλήσουμε για εμπειρίες, πρέπει εξ αρχής να τονιστεί ότι πρόκειται μεν για θεολογικές τοποθετήσεις, που επιδιώκουν κατά κάποιον τρόπο να έχουν και αντικειμενικό χαρακτήρα, αλλά στην επιλογή και την επεξεργασία τους δεν θέλουν να αρνηθούν την υποκειμενικότητα· αντίθετα, την αναγνωρίζουν και την αποδέχονται ανοιχτά.

Η πρώτη εμπειρία για την οποία θέλω να μιλήσω είναι η εξής: όλες οι θεολογικές διατυπώσεις, αν και με διάφορους τρόπους και σε διαφορετικό βαθμό, είναι αναλογικές διατυπώσεις.

Αυτό, καθεαυτό, είναι αυτονόητο για κάθε καθολική θεολογία· διατυπώνεται ρητά σε κάθε πλευρά της καθολικής θεολογίας, και ίσως από την εποχή του Erich Przywara να έχει καταστεί ακόμα πιο αυτονόητο για έναν θεολόγο. Αλλά πιστεύω ότι αυτή η αρχή στην πράξη ξεχνιέται ξανά και ξανά σε επιμέρους θεολογικές διατυπώσεις. Και το σοκ από αυτή τη λήθη είναι η εμπειρία για την οποία θέλω να προσπαθήσω να μιλήσω.

Θα ξεκινήσω με απλά λόγια. Μια πρωτόγονη, σχολική κατανόηση της έννοιας της αναλογίας είναι ότι ένας αναλογικός όρος χαρακτηρίζεται —πολύ απλοϊκά το λέω— από το γεγονός ότι μια διατύπωση για μια συγκεκριμένη πραγματικότητα, μέσω αυτού του όρου, είναι μεν νόμιμη και αναπόφευκτη, αλλά ταυτόχρονα πρέπει κατά κάποιον τρόπο να αναιρεθεί, επειδή η απλή απόδοση του όρου στο πράγμα που υπονοείται, από μόνη της, χωρίς αυτή την ταυτόχρονη άρση, χωρίς αυτή την περίεργη και μυστηριώδη αιώρηση ανάμεσα στο «ναι» και το «όχι», θα παρερμήνευε το αληθινό αντικείμενο και, τελικά, θα οδηγούσε σε σφάλμα. Αλλά αυτή η μυστική και μυστηριώδης άρση, που είναι απαραίτητη για την αλήθεια μιας αναλογικής διατύπωσης, συνήθως δεν εκφράζεται καθαρά και ξεχνιέται.

Δεν είναι δυνατόν εδώ να αναπτυχθεί μια ολοκληρωμένη γνωσιοθεωρητική μεταφυσική των αναλογικών διατυπώσεων και ταυτόχρονα να αντικρουστεί η σχολικά αφελής άποψη, ότι ένας αναλογικός όρος είναι ένα υβριδικό μείγμα ανάμεσα σε έναν κανονικά μονοσήμαντο (univok) και έναν διφορούμενο (äquivok) όρο· ενώ στην πραγματικότητα, για μια αληθινή κατανόηση της αναλογίας, αυτή συνιστά μια θεμελιώδη βασική δομή της ανθρώπινης γνώσης. Αυτό που με ενδιαφέρει εδώ είναι η υποχώρηση της έννοιας, που ανήκει στην ουσία της αναλογίας, και η οποία ξεχνιέται πολύ συχνά —και ακόμη πιο συχνά δεν λαμβάνεται υπόψη στην κάθε επιμέρους περίπτωση—, δηλαδή η άρνηση της απόλυτης κατοχύρωσης ενός εννοιολογικού περιεχομένου, ακόμη κι όταν αυτός εξακολουθεί να προβάλλεται.[Ο ΓΝΩΣΤΟΣ ΑΠΟΦΑΤΙΣΜΟΣ ΣΗΜΑΙΝΟΝΤΟΣ ΣΗΜΑΙΝΟΜΕΝΟΥ ΚΑΙ Η ΑΠΟΦΑΤΙΚΗ ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ]

Η Τέταρτη  Σύνοδος 
Λατερανού διακηρύσσει ρητά πως δεν μπορούμε να πούμε τίποτα για τον Θεό από την πλευρά του κόσμου, δηλαδή από οποιοδήποτε δυνατό σημείο εκκίνησης της γνώσης μας, χωρίς να σημειώσουμε ταυτόχρονα τη ριζική αναντιστοιχία αυτής της θετικής διατύπωσης με την πραγματικότητα την οποία εννοεί. Όμως, στην πρακτική λειτουργία της θεολογίας το ξεχνάμε αυτό ξανά και ξανά. Μιλάμε για τον Θεό, για την ύπαρξή Του, για την προσωπικότητά Του, για τις τρεις υποστάσεις του Θεού, για την ελευθερία Του, για το θέλημά Του που μας δεσμεύει, και ούτω καθεξής.

Πρέπει βέβαια να το κάνουμε αυτό —δεν μπορούμε απλώς να σιωπούμε για τον Θεό—, αλλά δεν μπορούμε και απλώς να σιωπούμε, γιατί αυτό μπορούμε πραγματικά να το κάνουμε μόνο εφόσον πρώτα έχουμε μιλήσει. Όμως, όταν μιλάμε, ξεχνάμε συνήθως ότι κάθε τέτοια διατύπωση μπορεί να γίνει κάπως νόμιμα μόνο όταν ταυτόχρονα την αναιρούμε ξανά και ξανά. Πρέπει να αντέξουμε αυτή τη μυστηριώδη αιώρηση ανάμεσα στο "ναι" και στο "όχι", ως το αληθινό και μοναδικό σταθερό σημείο της γνώσης μας, και έτσι να αφήνουμε τις διατυπώσεις μας να βυθίζονται ξανά μέσα στην σιωπηλή απερίγραπτη φύση του ίδιου του Θεού.

Ακόμη κι αν οι θεωρητικές μας διατυπώσεις συμμερίζονται μαζί μας το υπαρξιακό μας πεπρωμένο: το πεπρωμένο της αγαπώσας και εμπιστευτικής παράδοσης του εαυτού μας στη μη-ανιχνεύσιμη διάθεση του Θεού, στην κρίση της χάρης Του, στη θεία Του ακαταληψία. Νομίζω, ελπίζω, ότι κανένας θεολόγος δεν θα αντιταχθεί σοβαρά σε όσα μόλις ειπώθηκαν ή σε ό,τι εννοείται με αυτά.

Όμως, πόσο λίγο αυτό —ακόμη κι αν υπάρχει— παραμένει απλώς μια τυπική πρόταση κάπου μέσα στη θεολογία μας! Πόσο λίγο αυτή η θεολογική αυτονόητη αρχή είναι κάτι που, όπως ένα πνευματικό ρεύμα, διαπερνά ριζικά και αμείλικτα ολόκληρη τη θεολογία μας με όλες τις διατυπώσεις της!

Πόσο συχνά οι διατυπώσεις μας —από τις πανεπιστημιακές έδρες, από τους άμβωνες, ακόμη και από τα ιερά δικαστήρια της Εκκλησίας— ηχούν με τέτοιον τρόπο, ώστε δεν γίνεται σαφές ότι διαποτίζονται από την τελική ταπεινότητα των πλασμάτων, η οποία γνωρίζει ότι μόνον Αυτός που μπορεί πραγματικά να μιλήσει για τον Θεό είναι Εκείνος που γνωρίζει πως κάθε λόγος είναι μόνο η τελευταία στιγμή πριν από εκείνη την μακαρία σιγή, η οποία ακόμη και τους ουρανούς της καθαρής θέασης του Θεού πρόσωπο με πρόσωπο γεμίζει.

Σίγουρα δεν είναι δυνατόν να προσθέτουμε κάθε φορά ρητά σε κάθε θεολογική διατύπωση ότι νοείται απλώς αναλογικά, και ότι μέσα σε αυτή τη διατύπωση υπάρχει στην πραγματικότητα μεγαλύτερη ανισότητα απ’ ό,τι η ρητά διατυπωμένη ισότητα. Αλλά θα έπρεπε στη θεολογία να γίνεται πιο αισθητό ότι δεν επιτρέπεται στις επιμέρους διατυπώσεις να ξεχνιέται αυτό που σε άλλο σημείο δηλώνεται γενικά και αφηρημένα: ότι δηλαδή όλοι οι θεολογικοί όροι είναι αναλογικοί. Αν επρόκειτο πραγματικά να εφαρμοστεί ριζικά αυτή η θεμελιώδης θεολογική αρχή, τότε θα έπρεπε να γίνεται φανερό στον ακροατή των θεολογικών διατυπώσεων πόσες τεράστιες διαστάσεις της θείας και κτιστής πραγματικότητας δεν εκπληρώνονται ουσιαστικά από αυτές τις διατυπώσεις, αλλά παραμένουν σιωπηλές, κενές.

Λέμε, για παράδειγμα: με τον θάνατο, ο άνθρωπος εισέρχεται στην οριστική του κατάσταση — στην ηθική του συγκρότηση, στη σχέση του με τον Θεό, παρουσιάζεται στο δικαστήριο του Θεού. Όλα αυτά είναι αληθινά. Αλλά μιλούν για την εννοούμενη πραγματικότητα είτε με τρόπο τυπικά αφηρημένο, είτε με συγκινητικά αφελείς εικόνες, και λένε απείρως λίγα για τη συγκεκριμένη της φύση. Σίγουρα δεν πρέπει να γεμίζουμε αυτά τα κενά της γνώσης και της πίστης μας με τις αφέλειες ενός σύγχρονου πνευματισμού.

Ούτως ή άλλως, διότι τέτοιες "συμπληρώσεις" καταλήγουν στην πράξη να είναι εξαιρετικά ανιαρές. Αλλά πρέπει να έχουμε επίγνωση ότι μέσω τέτοιων θεολογικών διατυπώσεων καθιστούμε φανερό και ταυτόχρονα αποκρύπτουμε ότι σε πολλά σημεία ανοίγουν για εμάς κενά που δεν γεμίζονται, παρόλο που οι ίδιες οι διατυπώσεις φαίνεται να είναι πλήρεις και να παραμένουν για εμάς άγνωστες.

Τι σημαίνει, για παράδειγμα, ουσιαστικά, ότι «ο Υιός του Ανθρώπου θα έρθει πάνω στα σύννεφα του ουρανού»; Τι σημαίνει ότι στην Ευχαριστία μας δίδεται αληθινά με σάρκα και αίμα; Τι σημαίνει ότι ο Πάπας είναι αλάνθαστος στις αποφάσεις εκ τής έδρας (ex cathedra); Τι σημαίνει ότι υπάρχει αιώνια κόλαση; Και γενικότερα: τι σημαίνει πραγματικά ότι, όντας απλώς ένα μικροσκοπικό κτιστό ον, ο άνθρωπος μπορεί να έχει ουσιαστική σχέση με την απέραντη, άρρητη πραγματικότητα του Θεού, πέρα από κάθε άπειρη απόσταση;[ΔΕΝ ΕΝΑΝΘΡΩΠΗΣΕ!]

Στη θεολογία λέμε πολλά και μετά σταματάμε — και πιστεύουμε, σε αντίθεση με τις ίδιες μας τις θεμελιώδεις πεποιθήσεις, ότι τώρα πράγματι φτάσαμε στο τέλος και μπορούμε να σταματήσουμε· ότι οι λίγες διατυπώσεις που κάναμε είναι οι δηλώσεις που ικανοποιούν όλη τη μεταφυσική και υπαρξιακά ριζική δίψα — και όχι, όπως συμβαίνει στην πραγματικότητα, μια υπενθύμιση ότι με όλες αυτές τις διατυπώσεις δεν κάναμε τίποτα άλλο παρά να οδηγηθούμε σε εκείνη την άλυτη απορία, που σύμφωνα με τον Απόστολο Παύλο στη Β΄ Κορινθίους 4,8 χαρακτηρίζει την ίδια την ύπαρξη του ανθρώπου.

Δεν θέλω, ούτε μπορώ, εδώ να μιλήσω εκτενέστερα για την ακαταληψία του Θεού και επομένως για το αληθινό αντικείμενο της θεολογίας. Θέλω απλώς να καταθέσω την εμπειρία, ότι ο θεολόγος γίνεται πραγματικά θεολόγος μόνο εκεί όπου δεν εφησυχάζει νομίζοντας ότι μιλά καθαρά και διαφανώς, αλλά όπου βιώνει και μαρτυρεί, συγχρόνως έντρομος και μακάριος, την αναλογική αιώρηση ανάμεσα στο "ναι" και στο "όχι" απέναντι στην ακατανόητη φύση του Θεού.

Και θέλω απλώς να ομολογήσω ότι εγώ, ως ένας φτωχός, μεμονωμένος θεολόγος, μέσα σε όλη μου τη θεολογική εργασία, σκέφτομαι πολύ λίγο αυτή την αναλογικότητα όλων των διατυπώσεών μου. Μένουμε υπερβολικά προσκολλημένοι στο να μιλάμε "για το αντικείμενο" και ξεχνάμε, μέσα σε όλο αυτόν τον λόγο, το ίδιο το αντικείμενο για το οποίο μιλάμε.

Μια δεύτερη εμπειρία, που προκύπτει αυτονόητα από την προηγούμενη, είναι η εξής: ότι μέσα στη θεολογία μας, στην πράξη, συχνά ή σχεδόν πάντα ξεχνάμε το ίδιο το κέντρο του πράγματος για το οποίο θα έπρεπε να μιλάμε.

Από τη Δεύτερη Σύνοδο του Βατικανού και μετά, πράγματι, γίνεται συχνά λόγος για την ιεραρχία των αληθειών του χριστιανικού μηνύματος. Τεμπέληδες και κοντόφθαλμοι θεολόγοι καταφεύγουν εύκολα σε αυτήν, όταν έρχονται σε δύσκολη θέση σε κάποια επί μέρους θεολογικά ζητήματα. Τότε λένε —για να ξεφύγουν— πως σε αυτό ή εκείνο το επιμέρους ζήτημα δεν έχει και τόση σημασία τι είναι αληθινό και τι όχι.

Αλλά τι είναι πραγματικά το κέντρο του χριστιανικού μηνύματος, δεν είναι ότι δεν το σκεφτόμαστε καθόλου – αλλά το σκεφτόμαστε πολύ λιγότερο απ’ όσο θα έπρεπε. Φυσικά, και δικαίως, μπορεί να ειπωθεί πως το κέντρο είναι ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ, ο εσταυρωμένος και αναστημένος, από τον οποίο άλλωστε προερχόμαστε και φέρουμε το όνομά μας ως Χριστιανοί. Αλλά αν αυτό είναι αληθινό και πρόκειται όντως να λειτουργήσει σωστά, τότε πρέπει να ειπωθεί με ακρίβεια γιατί και πώς αυτός ο Ιησούς είναι Εκείνος στον οποίο μπορεί κανείς και πρέπει να εμπιστευθεί αποκλειστικά — στη ζωή και στον θάνατο.

Αλλά τι πρέπει να απαντήσει κανείς σε αυτήν την ερώτηση, αν η απάντηση δεν είναι η εξομολόγηση ότι η ουσιαστική αυτοεπικοινωνία του άπειρου Θεού, πέρα από κάθε κτιστή πραγματικότητα και πέρα από κάθε πεπερασμένο θεϊκό δώρο, είναι αυτό που μας προσφέρεται, υποσχέθηκε και εγγυήθηκε μέσω του Ιησού — και μόνο μέσω αυτού; Αν δεν συμβαίνει αυτό, τότε η πραγματικότητα του Ιησού, επειδή παραμένει, όπως και το μήνυμά του, εντός του πεπερασμένου και του ενδεχομενικού, μπορεί ίσως να θεμελιώσει μία θρησκεία —ίσως και την καλύτερη—, δηλαδή τη θρησκεία του Ιησού, αλλά δεν μπορεί να είναι η απόλυτη θρησκεία, που μπορεί να θεωρηθεί στα σοβαρά ως πρόταση για κάθε άνθρωπο.

Για μένα, λοιπόν, το αληθινό και μοναδικό κέντρο του Χριστιανισμού και του μηνύματός του είναι η πραγματική αυτοεπικοινωνία του Θεού, στη δική Του πιο αυθεντική πραγματικότητα και δόξα, προς το κτιστό ον· είναι η ομολογία στην πιο απίθανη αλήθεια, ότι ο ίδιος ο Θεός —με την άπειρη πραγματικότητα, δόξα, αγιότητα, ελευθερία και αγάπη Του— μπορεί πραγματικά, χωρίς μείωση, να φτάσει μέσα στην ίδια την κτιστότητα της ύπαρξής μας. Και όλα τα υπόλοιπα που προσφέρει ή απαιτεί ο Χριστιανισμός είναι, σε σύγκριση με αυτό, απλώς προσωρινά ή δευτερεύουσες συνέπειες.

Φυσικά, αυτό που εννοώ μπορεί να εκφραστεί και με άλλον τρόπο.


Αν το αρνιόμουν, θα αντέφασκα σε όσα μόλις είπα για την αναλογικότητα όλων των θεολογικών διατυπώσεων. Όμως για μένα, κάθε ακόμη και ο πιο ευσεβής "Ιησουανισμός" —ως δέσμευση για τη δικαιοσύνη και την αγάπη στον κόσμο—, κάθε ανθρωπισμός που προσπαθεί να "χρησιμοποιήσει" τον Θεό για τον άνθρωπο και δεν ρίχνει τον άνθρωπο μέσα στην άβυσσο του ίδιου του Θεού, είναι μια θρησκεία ενός ανεξήγητα μετριοπαθούς ανθρωπισμού, η οποία μάς είναι απλώς απαγορευμένη μπροστά στην τρομακτική δύναμη της αγάπης του Θεού, με την οποία ο ίδιος ο Θεός εκτίθεται από τον εαυτό του. Είτε θέλουμε τα πάντα —τον ίδιο τον Θεό στην καθαρή Του θεότητα— είτε είμαστε καταδικασμένοι, δηλαδή θαμμένοι στο κελί της δικής μας περατότητας.

Φυσικά, στην καθολική θεολογία μπορεί να γίνει η εικασία κατά πόσο μια "καθαρή φύση" θα μπορούσε να είναι ευτυχισμένη και ολοκληρωμένη από μόνη της, υπό την μακρινή κυριαρχία του Θεού. Αλλά στην πραγματικότητα, η κατάσταση είναι τέτοια λόγω της αμείλικτης φύσης της χάρης, ώστε είτε ασφυκτιούμε μέσα στην περατότητά μας, είτε φτάνουμε εκεί όπου είναι ο ίδιος ο Θεός.

Μπορεί βέβαια κάποιος να ισχυριστεί με νηφαλιότητα ότι —εκτός ίσως από μερικούς αγίους— αυτή η δίψα για το απόλυτο, η αμείλικτη επιταγή του απόλυτου, η έκσταση του πεπερασμένου πνεύματος προς τον Θεό δεν βρίσκεται στους απλούς, καθημερινούς ανθρώπους.[ΔΕΝ ΤΟΥ ΦΤΑΝΕΙ Ο ΚΥΡΙΟΣ, ΕΙΝΑΙ ΑΠΟΛΥΤΟΣ]

Αλλά ακόμη κι αν η θεολογία, όπως την ασκούμε, σκέφτεται συνήθως μόνο το πώς θα φτάσουν οι εκκλησιαστικά και μυστηριακά "φροντισμένοι" άνθρωποι ενώπιον του ίδιου του Θεού, θα έπρεπε αυτή η θεολογία να στοχάζεται πολύ περισσότερο πάνω στο πώς μπορεί κανείς να φανταστεί, έστω κατά προσέγγιση, την οδύσσεια όλων των ανθρώπων — ακόμα και των πιο πρωτόγονων πριν από ένα εκατομμύριο χρόνια, ακόμα και των μη χριστιανών και των άθεων — κατά τρόπον ώστε αυτή η οδύσσεια να καταλήγει στον ίδιο τον Θεό.

Μπορεί κανείς φυσικά να πει —και το νιώθω αυτό κάπως φτηνό και βολικό— ότι αυτό το θείο και αληθινό σωτήριο γεγονός, το οποίο είναι δυνατό για όλους τους ανθρώπους, σε κάθε εποχή και τόπο, πραγματώνεται μέσω δρόμων που μόνο ο Θεός γνωρίζει. Αυτό είναι τόσο αληθινό, ώστε κι εγώ ο ίδιος, σύμφωνα με όλη τη χριστιανική θεολογία, οφείλω να το αφήσω τελικά στην ανεξιχνίαστη ελευθερία του Θεού, από ποιες ρωγμές μέσα στο τρομακτικό μπετόν του εγωισμού μας καταφέρνει να εισχωρήσει η λυτρωτική Του αγάπη.

Όμως σε μια εποχή, όπου το Χριστιανισμό πρέπει και μπορεί κανείς πραγματικά να τον διαμορφώσει με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να προσφερθεί σε όλους τους ανθρώπους, σε όλες τις κουλτούρες και σε όλους τους καιρούς, και να μπορεί να γίνει στα σοβαρά η δική τους θρησκεία, τότε πρέπει πράγματι να στοχαστούμε πάνω στο λεγόμενο "ανώνυμο χριστιανισμό", όπου κι αν εμφανίζεται και σε κάθε εποχή — ακόμη κι αν προσωπικά δεν με ενδιαφέρει ο ίδιος ο όρος, που είναι τόσο αμφισβητήσιμος.

Ίσως να είναι —ποιος ξέρει— μια τρομακτική αλαζονεία του κτιστού ανθρώπου, όταν ένα άτομο δεν θέλει να σωθεί, εκτός αν δει και τον πλησίον του να σώζεται. Αλλά μπορεί επίσης να είναι μια εξευγενισμένη και, τελικά, απαιτούμενη από κάθε χριστιανό πράξη αγάπης προς τον πλησίον, όταν ελπίζει για τον εαυτό του μόνο μέσα στην ελπίδα για όλους, και γι’ αυτό σκέφτεται επίσης πώς η χάρη του Θεού —που τελικά είναι ο ίδιος ο Θεός στην αυτοεπικοινωνία Του— έχει πραγματικά εκχυθεί σε κάθε σάρκα, και όχι μόνο σε μερικούς που φέρουν τα μυστήρια ως σφραγίδα.

Πιστεύω πως δεν είναι απαγορευμένο σε έναν χριστιανό θεολόγο να αισθάνεται, με μια ορισμένη έννοια, δευτερεύον το θέμα της αμαρτωλότητας του ανθρώπου και της συγχώρησης από καθαρή χάρη, σε σύγκριση με το θέμα της ριζικής αυτοεπικοινωνίας του Θεού. Όχι βέβαια σαν να μην είμαστε διαρκώς εγκλωβισμένοι αμαρτωλοί στον εγωισμό μας. Ούτε σαν να μη χρειαζόμαστε τη συγχωρητική χάρη του Θεού, την οποία πρέπει να δεχτούμε χωρίς κανενός είδους αξίωση, ως καθαρή χάρη.

Ούτε φυσικά σαν να μην είναι αυτονόητο ότι η αυτοεπικοινωνία του Θεού συμβαίνει πάντοτε, στην πράξη, με τρόπο συγχωρητικό. Ούτε ότι η ριζική εμπειρία της —από τη δική μας πλευρά— απελπιστικά αμαρτωλής ύπαρξης, μέσα στην οποία αρχικά βιώνουμε και την ελευθερία μας, δεν είναι η συγκεκριμένη κατάσταση από την οποία ο άνθρωπος, σύμφωνα με τη χριστιανική εμπειρία όλων των εποχών, αρχίζει να αναζητά αληθινά τον Θεό.

Αλλά όταν σήμερα βλέπουμε πόσο δύσκολα γίνεται κατανοητή από τους ανθρώπους η δικαίωση ως συγχώρηση των αμαρτιών, και εφόσον, για έναν καθολικό θεολόγο, ο Θεός και η υπόσχεσή Του προς τον άνθρωπο είναι —όπως κι αν το κατανοήσει κανείς πιο αναλυτικά— καθαρή χάρη ήδη πριν από κάθε αμαρτία, καθαρό, απρόσμενο θαύμα του Θεού, ο οποίος ξοδεύει τον εαυτό Του και μετατρέπει την περιπέτεια αυτής της αγάπης σε ίδια Του ιστορία, τότε νομίζω ότι είναι απολύτως θεμιτό να θεωρείται η αυτοεπικοινωνία του Θεού προς το κτιστό όν ως πιο κεντρικό θεολογικό θέμα από την αμαρτία και τη συγχώρηση.

Ξέρω ότι μια τέτοια φράση είναι βαθιά προβληματική, ιδιαίτερα αν κριθεί υπό το πρίσμα της Αγίας Γραφής. Όμως εφόσον δεν μπορούμε να σκεφτούμε για την αμαρτία παρά μόνο εντός της διάστασης της θεϊκής αγάπης προς τον αμαρτωλό, υπάρχει τουλάχιστον ο κίνδυνος της ύβρεως, δηλαδή να πάρουμε πολύ στα σοβαρά την αμαρτία και να ξεχάσουμε ότι ίσως αυτό που μάς τρομάζει περισσότερο στη φρίκη της ανθρώπινης ιστορίας δεν είναι τόσο η ίδια η αμαρτία υπό την έννοια της ενοχής ενώπιον του Θεού, αλλά περισσότερο το αποτέλεσμα της ανθρώπινης κτιστότητας: της αθώας του βλακείας, της αδυναμίας και της παρορμητικότητάς του.

Και γι’ αυτό, νομίζω πως —από καθαρά χριστιανική σκοπιά και όχι από κάποιον φαντασμένο ουμανισμό— είναι θεμιτό η πίστη στην αυτοεπικοινωνία του Θεού μέσα από ελεύθερη χάρη να προηγείται κάπως της ομολογίας της αμαρτωλότητας του ανθρώπου.

Η ιστορία της συνείδησης της πίστης αποδεικνύει ξεκάθαρα ότι μέσα σε αυτή τη συνείδηση λαμβάνουν χώρα ιστορικές εξελίξεις, αλλαγές και μετατοπίσεις έμφασης. Από την εποχή του ιστορισμού και μετά, αυτό δεν είναι μόνο κάτι που απλώς συμβαίνει ή υφίσταται κανείς παθητικά· είναι πλέον και ρητά συνειδητοποιημένο. Συνεπώς, μπορεί κανείς σήμερα να διεκδικήσει με επίγνωση το δικαίωμα για τέτοιες μετατοπίσεις έμφασης, χωρίς να αφήνεται να αποπροσανατολίζεται από μια στείρα επίκληση της λεγόμενης "παράδοσης".

Μπορεί δηλαδή κανείς να υποστηρίξει βάσιμα ότι μέσω τέτοιων μετατοπίσεων καθίσταται το χριστιανικό μήνυμα πιο πειστικό και αποτελεσματικό στη σημερινή εποχή.

Στο πλαίσιο των σημερινών μας σκέψεων, το ζήτημα δεν είναι πρωτίστως να περιγράψουμε "αντικειμενικά" τη χριστιανική πραγματικότητα, αλλά να μιλήσουμε για κάποια εμπειρία — η οποία, φυσικά, είναι πολύ υποκειμενική — που κάποιος έχει κάνει από αυτήν την πραγματικότητα.

Έτσι, ας ομολογηθεί εδώ, έστω και με κάποια επιφυλακτικότητα, ότι στη δική μου θεολογία, με έναν τρόπο που είναι ασφαλώς πολύ προβληματικός, το θέμα της αμαρτίας και της συγχώρησης των αμαρτιών βρίσκεται λίγο στο παρασκήνιο σε σχέση με το θέμα της αυτοεπικοινωνίας του Θεού. Αλλά αν το παραδεχτεί κανείς αυτό, και δεχτεί επίσης ότι δεν είναι δυνατόν να βιώσει στην προσωπική του, περιορισμένη υποκειμενικότητα όλες τις εμπειρίες που είναι δυνατές για έναν χριστιανό, τότε μπορεί κάλλιστα να ρωτήσει αυτόν που τον επικρίνει, αν και ο ίδιος, στη δική του αναπόφευκτα υποκειμενική θεολογία, δεν πρέπει να αποδεχθεί κάποια κενά, προκειμένου να μπορέσει να διατυπώσει με σαφήνεια αυτό που θεωρεί ουσιώδες.

Ας προστεθεί και μια τρίτη εμπειρία, εξίσου αυθαίρετα επιλεγμένη: Όταν ένας θεολόγος ήταν παλαιότερα μοναχός, δηλαδή μέλος μιας πνευματικά διαμορφωμένης οικογένειας, η θεολογία του ήταν πολύ άμεσα και απτά διαποτισμένη από μια συγκεκριμένη "θεολογία του τάγματός του". Τα μεγάλα μοναχικά τάγματα — όπως οι Βενεδικτίνοι, οι Δομινικανοί, οι Φραγκισκανοί και οι Ιησουίτες — είχαν το καθένα τη δική του θεολογία, διαμορφωμένη και στοχαστικά συνειδητοποιημένη ως τέτοια.

Καλλιεργούσαν αυτή τη θεολογία, τη διέκριναν από τις άλλες. Είχαν εγκριθεί από την Εκκλησία, είχαν τους δικούς τους μεγάλους δασκάλους και "σχολάρχες" της Εκκλησίας. Και ήταν υπερήφανοι για τη δική τους, ιδιαίτερη θεολογική παράδοση.

Κατ’ αρχήν δεν υπάρχει τίποτα το επιλήψιμο σε αυτή την ποικιλομορφία, υπό την προϋπόθεση ότι αυτές οι διαφορές δεν οδηγούν —όπως συνέβαινε συχνά παλαιότερα— σε πεισματάρικες και παραταξιακές σχολαστικές διαμάχες, όπου προσφέρονταν περισσότερα λόγια παρά νόημα. Σήμερα, πιστεύω, αυτό δεν είναι πλέον δυνατό όπως παλιά.

Από την πλευρά του τάγματός μου, θα έπρεπε, θεωρητικά, να είμαι υποστηρικτής της λεγόμενης Scientia Media (μέση γνώση), και από αυτήν τη σκοπιά να απορρίπτω και να πολεμώ τη διδασκαλία περί χάρης του θωμισμού, όπως αυτή εκπροσωπήθηκε στην εποχή του Μπαρόκ.

Όμως τέτοιες σαφώς διαμορφωμένες "θεολογίες ταγμάτων" σήμερα πια μάλλον δεν υπάρχουν, ούτε είναι πλέον δυνατόν να υπάρχουν. Οι σημερινές θεολογικές ερωτήσεις, το υλικό με το οποίο οφείλουμε να εργαζόμαστε, το βάρος της σύγχρονης βιβλικής θεολογίας, τα αποτελέσματα μιας πιο αντικειμενικής ιστορίας των δογμάτων και της θεολογίας, καθιστούν απλώς αδύνατο για έναν λογικό άνθρωπο να είναι, ως μοναχός, απλός οπαδός μιας παλαιάς και παραδεδομένης σχολικής θεολογίας του τάγματός του.

Οι πραγματικές διαφορές που υπάρχουν σήμερα στη θεολογία —και που πράγματι υπάρχουν, ίσως περισσότερο από ποτέ— δεν ακολουθούν πλέον τα παραδοσιακά "τάγματα" ή "σχολές", αλλά τις διασχίζουν οριζόντια.

Αυτό όμως, όσο αυτονόητο κι αν είναι, δεν σημαίνει καθόλου ότι η θεολογία ενός μοναχού δεν έχει να κάνει με την ιδιοτυπία της ζωής και της πνευματικότητας του τάγματός του. Εγώ, για παράδειγμα, ελπίζω ότι ο μεγάλος μου πατέρας Ιγνάτιος Λογιόλα θα αναγνωρίζει ότι μέσα στη θεολογία μου διακρίνεται, έστω και ελάχιστα, κάτι από το πνεύμα του και τη δική του πνευματικότητα. Τουλάχιστον, το ελπίζω.

Μάλιστα, είμαι της —ίσως λίγο αλαζονικής— άποψης ότι σε ορισμένα σημεία βρίσκομαι πιο κοντά στον Ιγνάτιο, απ’ ό,τι η μεγάλη ιησουίτικη θεολογία της εποχής του Μπαρόκ, η οποία δεν απέδωσε πάντα επαρκώς —ούτε καν σε ουσιώδη σημεία— αυτό που θα μπορούσε κανείς να ονομάσει "υπαρξιστική νομιμότητα" της σκέψης του Ιγνατίου.

Όταν ο κομμουνιστής Ιγνάτιος Σιλόνε, σε μια παλαιότερη επέτειο των γενεθλίων μου, μου αφιέρωσε ένα από τα βιβλία του με τη χειρόγραφη αφιέρωση: Unum in Unas Be: Libertas (Ένα σε πολλές ευλογίες: Ελευθερία), τότε ως Ιησουίτης μπορώ ίσως να σκεφτώ ότι στο νηφάλιο και μεγαλοπρεπές τελικό προσευχητάριο των Πνευματικών Ασκήσεων του Ιγνατίου, εκεί όπου παραδίδεται ολοκληρωτικά και ανεπιφύλακτα στον Θεό, η ελευθερία προηγείται της "αυγουστίνειας" τριάδος: μνήμη, νόηση, θέληση. Δεν πιστεύω ότι αυτό είναι απλώς τυχαία επιλογή λέξεων ή ρητορικό σχήμα.

Δεν πιστεύω, πάντως, ότι η παραδοσιακή ιησουίτικη θεολογία το (δηλ. το πνεύμα του Ιγνατίου) έλαβε ποτέ πραγματικά στα σοβαρά. Ούτε γνωρίζω αν στη δική μου θεολογία τα πράγματα έχουν πάει έστω και λίγο καλύτερα — αλλά ίσως το προσπάθησα τουλάχιστον κάπως. Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και ως Ιησουίτης, δεν αισθάνομαι δεσμευμένος από κάποια στενή σχολαστική θεολογία, και ακόμη λιγότερο από κάποια συγκεκριμένη σχολή φιλοσοφίας.

Ωστόσο, γενικά πάντα εκτιμούσα περισσότερο τη θωμιστική φιλοσοφία όπως ερμηνεύθηκε από τον Maréchal από ό,τι τον "Ζοαρεσιανισμό" (Zoaresianismus), μέσα στον οποίο ανατράφηκα αρχικά. Φυσικά, μπορεί κανείς να προσάψει σε μια τέτοια σύγχρονη φιλοσοφία και θεολογία —όπως προσπάθησα να την ασκήσω— ότι δεν ξεπέρασε ποτέ τον εκλεκτικισμό. Αλλά πού υπάρχει στον κόσμο μια συστηματική φιλοσοφία ή θεολογία, που να μην μπορεί να κατηγορηθεί για εκλεκτικισμό, αφού αποδεδειγμένα αντλεί από ποικίλες πηγές;

Και πώς θα μπορούσε κανείς σήμερα να ασκήσει θεολογία διαφορετικά, παρά μόνο μέσα από τη μεγαλύτερη δυνατή αντιπαραβολή και διάλογο με όλη την αδιανόητα διαφοροποιημένη πολυμορφία των ανθρωπιστικών επιστημών; Πώς λοιπόν μπορεί μια τέτοια θεολογία, που προσπαθεί να ακούει παντού και να μαθαίνει από παντού, να αποφύγει την κατηγορία του εκλεκτικισμού;

Φυσικά, γνωρίζω ότι στη θεολογία μου πιθανόν πολλά από όσα έχω πει δεν συνδυάζονται καθαρά και με συνοχή. Γιατί ο άνθρωπος, μέσα στον αρχικό πλουραλισμό των πηγών της γνώσης του, δεν είναι σε θέση να εξασφαλίσει διαρκώς μια επαρκή και συνεπή αναστοχαστική συνοχή των θεωρητικών του διατυπώσεων.

Ένας θεολόγος λοιπόν δεν μπορεί παρά να ζητήσει από τους φίλους και τους επικριτές του να προσεγγίσουν τη θεολογία του με ευγενική επιείκεια, να λαμβάνουν περισσότερο υπόψη τις προθέσεις, τις τάσεις και τα ερωτήματα, παρά τα λεγόμενα "αποτελέσματα", τα οποία δεν μπορούν ποτέ να είναι πραγματικά οριστικά.

Μια τέταρτη και τελευταία εμπειρία, αν και ίσως περιέχεται ήδη στις προηγούμενες, και σίγουρα δεν είναι η σημαντικότερη για τη θεολογία, είναι η αναντιστοιχία της θεολογίας με τις άλλες επιστήμες.

Δεν εννοώ εδώ κάποιο λεπτό ερώτημα της θεολογικής γνωσιολογίας ή επιστημολογίας γενικά. Εννοώ το απλό γεγονός ότι εγώ ο ίδιος, από όλα όσα υπάρχουν ως γνώση και εμπειρία του ανθρώπου στις επιστήμες, στην ποίηση, στη μουσική, στις καλές τέχνες και ακόμη και στην ίδια την ιστορία της ανθρωπότητας, έχω βιώσει στην πραγματικότητα μόνο ένα απελπιστικά μικρό μέρος.

Και το ξέρω αυτό —παρόλο που ως θεολόγος, στην ουσία, θα έπρεπε να τα γνωρίζω όλα αυτά. Γιατί αν δεν εργάζομαι απλώς με έναν αφηρημένο όρο "Θεός", αλλά θέλω να Τον προσεγγίσω τον ίδιο, τότε δεν θα έπρεπε τίποτα από όσα μαρτυρούν την αποκάλυψή Του ως Δημιουργού και Κυρίου της Ιστορίας να μου είναι αδιάφορο.

Φυσικά, κάποιος μπορεί να πει ευσεβώς ότι όλα όσα είναι αναγκαία για τη σωτηρία μου βρίσκονται στη Γραφή, και ότι δεν χρειάζομαι να γνωρίζω τίποτε πέραν αυτής. Αλλά αν πρέπει να αγαπώ τον Θεό για τον ίδιο και όχι απλώς για τη σωτηρία μου, για να Τον βρω αληθινά, τότε δεν μπορώ να περιορίσω το ενδιαφέρον μου μόνο στη Γραφή.

Τότε ό,τι στην κτιστή πραγματικότητα μαρτυρεί τον Θεό είναι ουσιαστικό και για τον ίδιο τον θεολόγο, ο οποίος καλείται διανοητικά να "σπάσει" τον ψευδή εγωισμό της σωτηριολογίας.

Όμως από όλα αυτά που θα ήθελα να ξέρω, δεν γνωρίζω σχεδόν τίποτα.

Όλες οι ανθρώπινες εμπειρίες στις επιστήμες, στις τέχνες, στα ιστορικά γεγονότα μιλούν για τον Θεό, και ο μεμονωμένος θεολόγος δεν γνωρίζει σχεδόν τίποτε από αυτές. Γι’ αυτό και η θεολογία του, παρά το υπαρξιακό πάθος που τόσο συχνά επικαλείται, είναι τόσο αφηρημένη, τόσο άχρωμη, τόσο αποκομμένη από αυτό που δείχνει τι είναι ο κόσμος και τι είναι ο άνθρωπος.

Βέβαια, ο θεολόγος έχει τελικά μόνο ένα πράγμα να πει. Αλλά αυτό το ένα πράγμα θα έπρεπε να είναι γεμάτο από την κρυφή ουσία όλης της πραγματικότητας.

Κι όμως, κάθε φορά που ανοίγω ένα βιβλίο από κάποια από τις σύγχρονες επιστήμες, με κυριεύει ως θεολόγο ένας ατελής πανικός. Δεν γνωρίζω τα περισσότερα από όσα γράφονται εκεί. Και συνήθως δεν μπορώ καν να καταλάβω με ακρίβεια τι διαβάζω.

Και έτσι, αισθάνομαι ως θεολόγος κάπως εκτεθειμένος. Η χλωμή αφαιρετικότητα και το κενό των θεολογικών μου όρων μού γίνεται τρομακτικά αισθητή. Λέω: ο κόσμος δημιουργήθηκε από τον Θεό — αλλά τι είναι ο κόσμος, σχεδόν δεν ξέρω.

Και γι’ αυτό ο όρος "δημιουργία" μένει και αυτός παράξενα κενός.

Λέω ως θεολόγος: ο Ιησούς είναι, ακόμη και ως άνθρωπος, ο Κύριος της Δημιουργίας. Και μετά διαβάζω ότι το σύμπαν εκτείνεται σε δισεκατομμύρια έτη φωτός — και αναρωτιέμαι έντρομος: τι σημαίνει στ’ αλήθεια αυτή η θεολογική διατύπωση;

Ο Παύλος ήξερε ακόμη σε ποια σφαίρα ήθελε να τοποθετήσει τους αγγέλους. Εγώ δεν το ξέρω. Αναρωτιέμαι με τρόμο μήπως η αιώνια βασιλεία του Θεού είναι σε μεγάλο μέρος της —ίσως κατά το ήμισυ— γεμάτη από ψυχές που δεν έφτασαν ποτέ σε μια προσωπική ιστορία ζωής, επειδή, σύμφωνα με τη συνήθη εκκλησιαστική διδασκαλία, η προσωπική, πνευματική και αθάνατη ψυχή δίδεται ήδη με τη γονιμοποίηση του ωαρίου από το σπερματοζωάριο, ενώ από την άλλη είναι αδιανόητο να φανταστεί κανείς πώς οι αναρίθμητες φυσικές αποβολές εναρμονίζονται με μια —έστω και στοιχειώδη— προσωπική ιστορία ελευθερίας.

Αναρωτιέμαι επίσης πώς θα μπορούσε κανείς να φανταστεί με μεγαλύτερη σαφήνεια την πρωταρχική ανθρωπότητα, πριν από δύο εκατομμύρια χρόνια, ως τα πρώτα υποκείμενα μιας ιστορίας σωτηρίας και αποκάλυψης — και δεν έχω κάποια ξεκάθαρη απάντηση.

Αφήνω τον εαυτό μου να διδαχθεί από την κοσμική ανθρωπολογία, η οποία επισημαίνει ότι η διάκριση σώματος και ψυχής πρέπει να γίνεται με μεγαλύτερη επιφύλαξη και παραμένει προβληματική· και για αυτό δεν μπορώ πλέον να ερμηνεύσω τόσο δυϊστικά τη διδασκαλία της Humani Generis, ότι δηλαδή το ανθρώπινο σώμα προέρχεται από το ζωικό βασίλειο, αλλά η ψυχή δημιουργείται από τον Θεό — όπως αυτή η διδασκαλία ακούγεται εκ πρώτης όψεως.

Αναρωτιέμαι τι πραγματικό νόημα έχει το αν ένας Πάπας μπορεί να πάψει να είναι Πάπας λόγω μιας αρρώστιας που τον καθιστά ανίκανο προς διάκριση και απόφαση. Και θα μπορούσα να συνεχίσω για πολύ ακόμη με παρόμοια προβλήματα, τα οποία οι σύγχρονες επιστήμες θέτουν ενώπιον της θεολογίας, χωρίς η τελευταία να έχει ήδη δώσει ξεκάθαρες απαντήσεις — ή ίσως καν να μπορεί να τις δώσει ποτέ.

Αλλά, τουλάχιστον, η θεολογία θα έπρεπε να στοχαστεί γιατί, και με ποιο δίκιο, μπορεί να μιλά ταπεινά, λέγοντας ότι δεν είναι σε θέση να λύσει όλες τις ερωτήσεις που έχει ένας άνθρωπος στο πνεύμα και την καρδιά του.

Για παράδειγμα: τι γίνεται με τη σταθερότητα της ανθρώπινης φύσης, την οποία προϋποθέτει η εκκλησιαστική διδασκαλία για τον φυσικό ηθικό νόμο, όταν εντάξουμε την ανθρώπινη ύπαρξη με την εξελικτικά διαμορφωμένη και μεταβαλλόμενη γενετική της υπόσταση μέσα στην εξελικτική ιστορία;

Δεν τρομάζει κανείς μερικές φορές από τον τόνο της εκκλησιαστικής ηθικής διδασκαλίας, με την απόλυτη σαφήνεια και αμεταβλητότητά της, που όμως δεν βρίσκει εύκολα κανείς στο ίδιο το ανθρώπινο ον;

Ο θεολόγος μπορεί και πρέπει, μέσα σε αυτήν την κατάσταση, να είναι προσεκτικός και ταπεινός. Αλλά πρέπει παρά ταύτα να έχει το θάρρος να εκφράσει το μήνυμά του και να σταθεί στη δική του πεποίθηση.

Ίσως ο θεολόγος να μπορεί να παρηγορηθεί κάπως με την παρατήρηση ότι ούτε στους ίδιους τους φυσικούς επιστήμονες επιτυγχάνεται μια σαφής σύνθεση ανάμεσα σε όσα αυτοί μεθοδολογικά προϋποθέτουν ως επιστήμονες και σε εκείνα που, παρά τον επιστημονικό μονισμό τους, βιώνουν εντός τους —όπως την ελευθερία, την ευθύνη και το αίσθημα ερωτήματος που υπερβαίνει τα επιμέρους.

Έτσι, όταν ο θεολόγος βιώνει πικρά την εμπειρία της άγνοιάς του, τότε θα μπορούσε, αν αποδεχτεί αυτή την εμπειρία με θάρρος και ειλικρίνεια, να αποτελέσει παράδειγμα και κίνητρο και για τις άλλες επιστήμες, ώστε κι αυτές να ασκηθούν μέσα από την ίδια στάση ταπεινότητας και αυτοπεριορισμού. Τότε, οι εντάσεις ανάμεσα στις επιστήμες, όχι μόνο δεν θα καταργηθούν, αλλά — ακριβώς επειδή θα αναγνωριστούν — ίσως και να οξυνθούν, όμως ο αναπόφευκτος διάλογος ή ακόμη και η αντιπαράθεση μεταξύ των επιστημών και με τη θεολογία θα μπορούσε να περικλείεται από εκείνη την ειρήνη που μπορεί να επικρατεί ανάμεσα σε εκείνους που όλοι τους, καθένας με τον τρόπο του, διαισθάνεται και υποφέρει το Μυστήριο, αυτό που ονομάζουμε Θεό.

Θα υπήρχαν φυσικά πολλές ακόμη εμπειρίες να διηγηθώ, και αυτές που ανέφερα σίγουρα δεν είναι οι πιο σημαντικές.

Θα μπορούσα να μιλήσω για τις εμπειρίες μου με συναδέλφους μου στα Πανεπιστήμια του Ίνσμπρουκ, του Μονάχου και του Μύνστερ. Θα μπορούσα να διηγηθώ εμπειρίες από τα 62 χρόνια μου στο Τάγμα των Ιησουιτών. Θα μπορούσα να ξεθάψω ευχάριστες και λιγότερο ευχάριστες αναμνήσεις από ρωμαϊκές εμπειρίες — και ούτω καθεξής.

Η ζωή είναι πλούσια, ακόμη κι αν με την ηλικία χάνεται πίσω από την ομίχλη της λήθης.

Αλλά τώρα θα ήθελα να δοκιμάσω να πω κάτι για μια εμπειρία που βρίσκεται πέρα ή ενάντια σε όλες όσες ανέφερα ως τώρα — και γι’ αυτό δεν μπορεί να συνυπολογιστεί μαζί τους.

Θα ήθελα να πω κάτι για την εμπειρία της αναμονής του Επερχόμενου.

Όταν εμείς οι Χριστιανοί ομολογούμε την αιώνια ζωή, που θα μας δοθεί, τότε αυτή η αναμονή του Επερχόμενου είναι αρχικά ένα ιδιαίτερα παράδοξο πράγμα.

Συνήθως, μιλά κανείς για την ελπίδα της αιώνιας ζωής με έναν τόνο λιβανωτού και ευσεβούς στόμφου — και είναι μακριά από μένα κάθε διάθεση να το επικρίνω αυτό, όταν λέγεται με ειλικρίνεια.

Αλλά εμένα με κυριεύει ένα παράξενο αίσθημα όταν ακούω τέτοιες ομιλίες.

Μου φαίνεται ότι τα νοητικά σχήματα με τα οποία προσπαθούμε να αποσαφηνίσουμε την αιώνια ζωή, ταιριάζουν ελάχιστα με τη ριζική τομή που συνεπάγεται ο θάνατος. Συχνά τη φανταζόμαστε την αιώνια ζωή —την οποία ήδη περιγράφουμε περίεργα ως «το επέκεινα», ως «συνέχεια μετά τον θάνατο»— πολύ στολισμένη με πραγματικότητες που μας είναι οικείες εδώ: ως συνέχιση της ζωής, ως συνάντηση με προσφιλή πρόσωπα, ως χαρά και ειρήνη, ως δείπνο και αγαλλίαση, και όλα αυτά ατελείωτα και προοδευτικά, διαρκώς και για πάντα.

Φοβάμαι ότι η ριζική ακαταληψία αυτού που πραγματικά εννοούμε όταν μιλάμε για αιώνια ζωή, εκχυδαΐζεται, και ότι η άμεση θέα του Θεού, αυτό που ονομάζουμε μακαρία όραση του Θεού, υποβιβάζεται σε μια ακόμη ευχάριστη δραστηριότητα ανάμεσα σε άλλες που "γεμίζουν" αυτή τη ζωή.

Η ανείπωτη φρίκη και δόξα ότι η απόλυτη θεότητα —γυμνή και απροκάλυπτη— εισβάλλει στην περιορισμένη μας κτιστότητα, δεν λαμβάνεται σοβαρά υπόψη.

Ομολογώ ότι μου φαίνεται ένα από τα πιο επώδυνα και άλυτα καθήκοντα ενός θεολόγου σήμερα το να ανακαλύψει ένα καλύτερο πρότυπο κατανόησης αυτής της αιώνιας ζωής, το οποίο να αποκλείει εξαρχής όλες αυτές τις υποβαθμίσεις και απλουστεύσεις.

Αλλά πώς; Αλλά πώς;

Όταν οι άγγελοι του θανάτου θα έχουν απομακρύνει όλο τον ανόητο σωρό που αποκαλούμε «ιστορία μας» από τα δωμάτια του πνεύματός μας, αν και θα παραμείνει η ουσία της ελεύθερης πράξης,
όταν όλα τα ιδανικά μας, με τα οποία στολίσαμε αυθαίρετα τον ουρανό της ύπαρξής μας, θα έχουν σβήσει και χαθεί,
όταν ο θάνατος θα έχει εγκαθιδρύσει μια φρικτά σιωπηλή κενότητα
και εμείς —με πίστη και ελπίδα— την αποδεχτούμε ως το αληθινό μας Είναι,
όταν ολόκληρη η μέχρι τώρα ζωή μας, όσο μακριά κι αν κράτησε, θα φανεί ως μία και μόνη έκρηξη ελευθερίας,
μια έκρηξη που μας φάνηκε επιβραδυμένη σαν σε αργή κίνηση,
στην οποία η ερώτηση γίνεται απάντηση, η δυνατότητα γίνεται πραγματικότητα, ο χρόνος γίνεται αιωνιότητα, η προσφερόμενη ελευθερία γίνεται πραγματοποιημένη ελευθερία —

και αν τότε, μέσα στον τρομερό τρόμο μιας άρρητης αγαλλίασης, φανερωθεί ότι αυτή η σιωπηλή απερίγραπτη κενότητα, που βιώσαμε ως θάνατο, είναι στην αλήθεια γεμάτη από το αρχέγονο Μυστήριο που ονομάζουμε Θεό,
γεμάτη με το καθαρό Του φως και την αγάπη Του που τα πάντα αφαιρεί και τα πάντα χαρίζει,

και αν τότε, μέσα από αυτό το μυστήριο χωρίς χαρακτηριστικά, μας αποκαλυφθεί το πρόσωπο του Ευλογημένου Ιησού,
που μας κοιτάζει — και αυτή η συγκεκριμένη μορφή είναι η θεϊκή υπέρβαση κάθε αληθινής αποδοχής του ακατανόητου Θεού —

τότε, τότε — όχι για να περιγράψω πραγματικά τι έρχεται, αλλά για να ψελλίσω κάπως πώς μπορεί κανείς προς το παρόν να προσδοκά το Επερχόμενο — θα έλεγα: ότι ο ίδιος ο αφανισμός του θανάτου μπορεί ήδη να βιώνεται ως η ανατολή αυτού που έρχεται.

80 χρόνια είναι πολύς καιρός, αλλά για τον καθένα ο βίος που του δόθηκε είναι ο σύντομος εκείνος στιγμιαίος καιρός, μέσα στον οποίο γίνεται ό,τι είναι να γίνει.

Και τώρα, αξιότιμοι ακροατές, δεν θα ήθελα να ξαναμιλήσω μετά το τέλος της τελετής, παρά μόνο για μία μικρή εξαίρεση στο τέλος, και γι’ αυτό θα ήθελα από τώρα να σας ευχαριστήσω θερμά, για τη συμμετοχή σας σε αυτή τη μικρή προσωπική αφήγηση, που συνδέεται με έναν εορτασμό ογδοηκοστού έτους ζωής.

Σας ευχαριστώ εγκάρδια, και παρακαλώ να μη χρειαστεί να επεκτείνω ρητορικά αυτό το ευχαριστώ.

Σας ευχαριστώ εγκάρδια, και σας παρακαλώ, ως ένας απλός χριστιανός που ξέρει ποιο είναι το ουσιώδες, ίσως κάποτε να φέρετε ενώπιον του Θεού μια μικρή προσευχή, ώστε η αγάπη και το έλεός Του να μου δοθούν τελικά.

ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΥ ΓΝΩΣΤΟ, ΤΟ ΣΥΝΑΝΤΗΣΑΜΕ ΗΔΗ. ΙΣΩΣ Ο ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ ΕΧΕΙ ΚΑΠΟΙΑ ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ ΜΕ ΤΟΣΟΥΣ ΑΓΙΟΥΣ ΓΥΡΩ ΤΟΥ. ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟ. Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΠΙΣΤΕΥΕΙ ΣΤΟΝ ΘΕΟ ΚΑΙ ΟΧΙ ΣΤΟΝ ΚΥΡΙΟ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟ.

Τρίτη 29 Απριλίου 2025

Η Γνώση μπαίνει στην Εκκλησία με τον Χάιντεγκερ και τον Rahner

 

του Φραντσέσκο Λαμεντόλα

Τι άλλο είναι η γνώση,
 όχι αυτό ή εκείνο το γνωστικό σύστημα, αλλά η αιώνια γνώση, αν όχι η ανθρώπινη προσπάθεια να κατακτήσει μια απόλυτη αλήθεια με έναν μυστικό, μυητικό τρόπο, με τρόπο που δεν επιτρέπεται στους κοινούς θνητούς, αλλά μόνο σε εξαιρετικά άτομα, μόνο και μόνο για να ανακαλύψουμε στη συνέχεια ότι, τελικά, ο Θεός δεν είναι αυτός που είναι, αλλά Αυτός που γίνεται, επειδή είμαστε μέρος του, και καθώς το συνειδητοποιούμε σταδιακά, ανάβουμε, ας πούμε, τη θεϊκή μας φύση και σηκωνόμαστε στα πιο υπέροχα μυστήρια της ύπαρξης;

Και ο μηδενισμός, από την άλλη, τι είναι αν όχι η ριζική άρνηση οποιουδήποτε λόγου, οποιουδήποτε τέλους, οποιουδήποτε σκοπού ή νοήματος της εκδηλωμένης πραγματικότητας; Με άλλα λόγια: η άρνηση να αναζητήσει κανείς στον Λόγο, και στη ζωή μας, έναν επαρκή λόγο ύπαρξης και να στεφανώσει την ύπαρξη του με νόημα; Δεν είναι ίσως η ιδέα ότι τα πάντα προέρχονται από το τίποτα, τυχαία, και ότι τυχαία ολισθαίνουν πίσω στο τίποτα, χωρίς να αφήνουν κανένα ίχνος πίσω τους, όπως η άμμος στην ακρογιαλιά αφού την έχει σκεπάσει η υψηλή παλίρροια, σβήνοντας τα ονόματα που γράφτηκαν με το δάχτυλο πάνω της, σαν να μην είχαν πάει ποτέ εκεί, σαν να μην υπήρχαν ποτέ;

Φαίνεται, επομένως, ότι η γνώση και ο μηδενισμός βρίσκονται στον αντίποδα η μιά του άλλου. Ότι τίποτα δεν μπορούσαμε να φανταστούμε πιο μακρινό, πιο ξένο, πιο ανθεκτικό σε φιλοσοφικό επίπεδο. Κι όμως δεν είναι έτσι, αφού και το ένα και το άλλο είναι οι αιώνιοι πειρασμοί της ανθρώπινης σκέψης όταν χάνει την αίσθηση της αναλογίας και το δικό της οντολογικό όριο και αποτελούν, ας πούμε, τα δύο άκρα μιας ανάκαμψης που περνά συνεχώς, από εποχή σε εποχή, από μια υπερβολή της αυτοπεποίθησης σε μια εξίσου αδικαιολόγητη υπερβολή αυτοκαταστροφής και απαισιοδοξίας. Αυτό, τουλάχιστον, σύμφωνα με τα φαινόμενα.

Είναι όμως όντως έτσι; Η Γνώση εκφράζει τη σταθερή ανθρώπινη θέληση να γνωρίσει, να ξεπεράσει τα όρια, να υπερβεί τους εσωτερικούς Στύλους του Ηρακλή και να αρπάξει τη φωτιά των θεών, όπως ο Προμηθέας: είναι ο άνθρωπος που θέλει να γνωρίσει, να γνωρίσει τα πάντα, χωρίς υπολείμματα. Ακόμα και αυτό που δεν φαίνεται, ακόμα και αυτό που κρύβεται από το κοινό βλέμμα των θνητών. Θέλει να μάθει για να αντλήσει τη σωτηρία που έρχεται από τη γνώση. Με άλλα λόγια, μέσω της μυστικής γνώσης, που είναι ακριβώς η γνώση, ο άνθρωπος φιλοδοξεί να αυτοφωτιστεί και να λυτρωθεί: δεν περιμένει τη σωτηρία από κανέναν άλλο εκτός από τον εαυτό του. Πιστεύει ότι είναι ικανός να στοχεύει τόσο ψηλά, γιατί είναι πεπεισμένος ότι έχει όλα τα απαραίτητα εργαλεία μέσα του, μόνο που ξέρει να τα χρησιμοποιεί κατάλληλα. Υπάρχει επομένως μια μυστικιστική, ή τουλάχιστον πνευματική, έμπνευση στην ένταση του προς την αληθινή γνώση: περισσότερο από μια προσπάθεια διανοητικής και κερδοσκοπικής φύσης, είναι μια γενική ώθηση για πρόσβαση στην ολότητα του είναι, με έμμεσο και άμεσο τρόπο.

Από την άλλη πλευρά, είναι ένας μυστικισμός, αν μπορούμε να το πούμε, που είναι ριζικά ενυπάρχον: δεν είναι το ζήτημα, για την ψυχή, να ανοίξει το δρόμο της προς το Είναι, το οποίο κατοικεί στις ανώτερες διαστάσεις, αλλά να γίνει θεϊκή η ίδια, χάρη ακριβώς στην ακριβή γνώση της μυητικής οδού και την ευλαβική τήρησή της. Υπάρχουν διάφορες αποκρυφιστικές αναμνήσεις εδώ, από το Θιβετιανό Βιβλίο των Νεκρών μέχρι τους αιγυπτιακούς πάπυρους της απαγορευμένης επιστήμης. Υπάρχει η πεποίθηση ότι η ψυχή, εκπαιδευμένη στη ζωή σχετικά με το τι πρέπει να κάνει αφού περάσει το κατώφλι του θανάτου, μπορεί να διατηρήσει τις ικανότητες λήψης αποφάσεων και να κατευθυνθεί ελεύθερα προς μια κατεύθυνση αντί για άλλη, ασκώντας ακόμη και μεταθανάτια μια αληθινή και σωστή κυριαρχία πάνω στο πεπρωμένο της. Από την άλλη πλευρά, η σύλληψη της διαδικασίας σωτηρίας της ψυχής ως συνειδητής και ενδόμυχης λειτουργίας, αποκλείει από μόνη της την ύπαρξη ενός υπερβατικού, στοργικού και προνοητικού Θεού, δημιουργού και συντηρητή των πάντων. Υπό αυτή την έννοια, μπορεί κανείς να μιλήσει για μηδενισμό ή τουλάχιστον για αθεϊστικό μυστικισμό: η μυστικιστική κατάνυξη δεν στρέφεται στην πραγματικότητα προς ένα ον που στέκεται πάνω από τη φύση, αλλά προς τη φυσική διάσταση, και πιο συγκεκριμένα προς κάποια μυστική γνώση της, άγνωστη στους περισσότερους ανθρώπους: η οποία μοιάζει πολύ με το μαγικό σύμπαν του μάγου ή του σαμάνου.

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της αναλογίας, για να μην πούμε αυτής της γειτνίασης, μεταξύ γνώσης και μαγείας, είναι η πίστη στη δυνατότητα του μυημένου να πραγματοποιεί αστρικές πτήσεις, μια πεποίθηση που είναι πράγματι κοινή στους σαμανικούς και γνωστικούς πολιτισμούς. Είναι γνωστό ότι, σύμφωνα με ορισμένες παραδόσεις, ο Σίμων ο Μάγος, που θεωρείται ο πρώτος από τους Γνωστικούς δασκάλους κατά σειρά χρόνου, ήθελε να επιδείξει δημόσια τις δυνάμεις του πετώντας στη Ρωμαϊκή Αγορά, παρουσία του αυτοκράτορα Νέρωνα, αλλά στη συνέχεια, ακολουθώντας τις προσευχές των Αποστόλων, έπεσε στο έδαφος, στα πόδια του Αγίου Πέτρου, με σπασμένα τα πόδια του και στη συνέχεια κατέληξε λιθοβολημένος από το πλήθος. Φυσικά, η μυητική «φυγή» γίνεται κατανοητή από όλες σχεδόν τις παραδόσεις με εσωτερική έννοια, ως η ικανότητα να μεταβούμε από τη διάσταση της ακαθάριστης ύλης σε αυτή της λεπτής ύλης. Θα ήταν επομένως μια αστρική πτήση στην οποία αυτό που έχει σημασία δεν είναι να σηκωθείς από το έδαφος, αλλά να βγεις από τη φυλακή του σώματος και να κυριαρχήσεις στα αιθερικά στοιχεία και στα ενδοδιάστατα κατώφλια της πραγματικότητας.

Λοιπόν, αν υπάρχει μια σύγχρονη φιλοσοφία που προσφέρεται για την εκτέλεση αυτής της λειτουργίας της σύνδεσης δύο στάσεων που φαίνονται αντίθετες, αλλά δεν είναι, η μία υπερήφανης εμπιστοσύνης στην ικανότητα αυτολύτρωσης, η άλλη ριζικής άρνησης σε έναν υπερβατικό Θεό, και ως εκ τούτου ενωμένοι με την ιδέα ότι τα πράγματα προέρχονται από το τίποτα και πάνε προς το τίποτα, αυτή είναι η φιλοσοφία του Χάιντεγκερ, με το είναι-ρίχνεται-στον-κόσμο και το είναι-για-τον-θάνατο, η μόνη απόλυτη βεβαιότητα που παρέχεται στους ανθρώπους· και με τις διφορούμενες σκέψεις του μεταξύ της υπαρξιακής οντολογίας του Είναι και του Χρόνου και της θέλησης για εξουσία, του amor fati, του ποιμένα του είναι και της αρνητικής θεολογίας των τελευταίων έργων τουΕφόσον τα πάντα ή σχεδόν όλα βρίσκονται στη σκέψη του Χάιντεγκερ, συμπεριλαμβανομένου και του αντιθέτου της, μπορεί κάλλιστα να ειπωθεί ότι σε αυτήν ο κύκλος μεταξύ γνώσης και μηδενισμού κλείνει και αφήνει τους μελετητές του με το επίπονο έργο της αναζήτησης, αν όχι της συνάφειας, τουλάχιστον ενός κατανοητού νοήματος...

Ο Franco Volpi γράφει στο κλασικό πλέον δοκίμιό του Il nihilismo (Bari, Laterza, 2005, σσ.121-12):


Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το έργο του Χάιντεγκερ παρέχει μια θεμελιώδη συμβολή στην ανάλυση του ευρωπαϊκού μηδενισμού. Ωστόσο, στα τελικά του αποτελέσματα, αναδεικνύει ένα μοναδικό παράδοξο, που είναι ταυτόχρονα και το παράδοξο ενός σημαντικού μέρους της σύγχρονης σκέψης. Πρόκειται για το γεγονός ότι σε αυτό φαίνονται να αγγίζουν και να συνυπάρχουν δύο ασυμβίβαστα άκρα: ένας ριζοσπαστικός μηδενισμός, από τη μια, και ένας εμπνευσμένος από το όραμα, αν όχι από τον μυστικισμό, από την άλλη. Για το λόγο αυτό, όσο περισσότερο εμμένουμε στη μία οπτική στη μεταφορά της διδασκαλίας του Χάιντεγκερ, τόσο περισσότερο βλέπουμε τον εαυτό μας αντιμέτωπο με τα προβλήματα που ανοίγει η άλλη. Η ριζοσπαστικοποίηση της φιλοσοφικής αμφισβήτησης, που επενδύει τα πάντα και καταναλώνει τα πάντα, παράγει αφενός μια επιτάχυνση διάλυσης, μια ενίσχυση του μηδενισμού. Από την άλλη πλευρά, στην εκπλήρωση αυτής της διάλυσης, η σκέψη ανοίγεται στην προοπτική του εντελώς άλλου, σε αυτό που βρίσκεται ριζικά πέρα ​​από αυτό που έχει διαλυθεί. Η αποδόμηση των εννοιών και των θεωρημάτων της παραδοσιακής φιλοσοφίας έχει ως αποτέλεσμα ένα άνοιγμα στην προβληματική του ιερού και του θείου. Η αμφισβήτηση που ο Χάιντεγκερ θεωρεί «το κρίμα της σκέψης» συνεπάγεται αμφισβήτηση και διάλυση, αλλά ταυτόχρονα και έρευνα και αναμονή (προσδοκία): οδηγεί σε αυτό το Τίποτα που είναι η ακραία κάθαρση του πεπερασμένου και το απογυμνώνει από τα πάντα για να του επιτρέψει να έχει πρόσβαση στο θείο. Οδηγεί σε εκείνο το ακραίο σημείο που ο Μάιστερ Έκχαρτ αποκάλεσε με σχεδόν βλάσφημα λόγια (...) το σημείο «όπου ο άγγελος, η μύγα και η ψυχή είναι το ίδιο πράγμα». Είναι ένα ερώτημα που ισοπεδώνει τη μεταφυσική για να προετοιμαστεί για την έλευση της «νέας αρχής».

Το κλειδί που έφερε καλύτερα από κάθε άλλο στο φως αυτή τη δυνατότητα συνύπαρξης μηδενισμού και μυστικισμού είναι αυτό της αντιπαράθεσης της Χαϊντεγκεριανής σκέψης με τη γνώση. Αυτή η σύγκριση είναι μια παραλλαγή της γενικότερης αναβίωσης του Γνωστικού παραδείγματος - χωρισμένο από την ιστορική του θέση στην ύστερη αρχαιότητα - ως παλίμψηστο για μια ερμηνεία της νεωτερικότητας. Ένα μονοπάτι που είχε ήδη πατήσει τον δέκατο ένατο αιώνα ο Ferdinand Christian Baur. Τον περασμένο αιώνα, τα εύσημα για την εκ νέου ανακάλυψη της γνώσης πρέπει να αποδοθούν στον Carl Gustav Jung και στις συναντήσεις που προώθησε ξεκινώντας από τη δεκαετία του 1930 στην Ascona, για τις οποίες το "Eranos Jahrbuch" παρέχει τεκμηρίωση. Αλλά ήταν ιδιαίτερα στη δεκαετία του 1950 που η καρποφορία του Γνωστικού παραδείγματος ήρθε στο φως και συζητήθηκε σε μεγαλύτερη κλίμακα. Η συζήτηση θερμάνθηκε γύρω από τις θέσεις που υποστήριξαν αντίστοιχα οι Eric Voegelin και Hans Blumenberg.

Ο πρώτος επιτέθηκε μετωπικά στη νομιμότητα της σύγχρονης εποχής, υποστηρίζοντας ότι η ανάπτυξή της πρέπει να ερμηνευθεί ως θρίαμβος της γνώσης. Φιλόσοφοι που ήταν καθοριστικοί για τη νεωτερικότητα όπως ο Χέγκελ, ο Μαρξ και ο Νίτσε θα θεωρούνταν «Γνωστικοί», καθώς ένα θεωρητικό σύστημα Γνωστικής προέλευσης θα λειτουργούσε στη σκέψη τους. Στον Χέγκελ, η διαδικασία κατά την οποία το πνεύμα έρχεται να βρεθεί από μια κατάσταση αλλοτρίωσης είναι για τον Voegelin ανάλογη με το προσκύνημα μέσω του οποίου η αλλοτριωμένη σπίθα ("πνεύμα") των Γνωστικών επιστρέφει από την εξορία του στον κόσμο στην πληρότητα μιάς αναπόσπαστης ανθρώπινης ύπαρξης. Στον Νίτσε η φυσική αρχή της θέλησης για εξουσία μεταμορφώνει τον άνθρωπο, ασφυκτιώντας από εχθρικές προς τη ζωή αξίες και τώρα αναίμακτα, σε υπεράνθρωπο. Και στις τρεις περιπτώσεις λειτουργεί η ιδέα της αυτοσωτηρίας του ανθρώπου μέσω της «γνώσης» της δικής του κατάστασης αιχμαλωσίας και αποξένωσης, η οποία γίνεται το όργανο της λύτρωσης. Δυνάμει αυτής της «γνώσεως», άρα χάρη στον εαυτό του, το υποβαθμισμένο ον αποκαθιστά την αρχική του πληρότητα. Ο σύγχρονος θρίαμβος της γνώσης σημαίνει για τον Voegelin την εμμενοποίηση της χριστιανικής εσχατολογίας, η οποία τελικά οδηγεί στον μηδενισμό: ο Θεός και η πνευματική ζωή του ανθρώπου θυσιάζονται στον πολιτισμό με την αφιέρωση όλων των ανθρώπινων ενεργειών στην ανάληψη της σωτηρίας μέσω της εμμενούς δράσης που υπάρχει στον κόσμο.

Ο Blumenberg
 αντιτάχθηκε σθεναρά σε αυτές τις θέσεις. Υπερασπίστηκε τη νεωτερικότητα, υποστηρίζοντας ότι δεν είναι τόσο η εκκοσμίκευση του Χριστιανισμού, αλλά μάλλον η διαδικασία της αυτόνομης επιβεβαίωσης του ανθρώπου στον κόσμο. Με την απολυτοποίηση της γήινης διάστασης, η νεωτερικότητα αρνείται τον Γνωστικό δυϊσμό, που εξακολουθεί να υπάρχει στην ύστερη μεσαιωνική θεολογική εικασία που χωρίζει ριζικά τον Θεό και τον κόσμο. Η νεωτερικότητα, λοιπόν, δεν είναι ο θρίαμβος, αλλά η δεύτερη, οριστική ήττα της γνώσης. (…)

Εάν η γνώση, που θεωρείται όχι ως ιστορικό φαινόμενο αλλά ως πρότυπο σκέψης, μπορεί να ερμηνευθεί ως ένας «ante litteram» υπαρξιστικός μηδενισμός, ο οποίος μέσω του «annihilatio mundi» επιφέρει μια ριζική απομόνωση της ψυχής για να αποκτήσει τη σωτηρία της και τήν επανένωση με τον Θεό, τότε ο σύγχρονος μηδενισμός μπορεί με τη σειρά του να διαβαστεί ως ένας σύγχρονος αθεϊστικός Γνωστικισμός: τυφλός σε κάθε υπερβατικότητα, συγκεντρώνεται σε μια τραγική περιγραφή του ξεριζωμού και του αποπροσανατολισμού της θνητής ύπαρξης. Στην κοσμική της μοναξιά, η ύπαρξη επαναλαμβάνει το Γνωστικό ερώτημα, γνωρίζοντας ότι θα μείνει αναπάντητο: ποιοι είμαστε; Από πού ερχόμαστε; Πού πάμε;

Στο τέλος αυτής της έρευνας, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με όλες τις αμφιβολίες και τις αμηχανίες-απορίες που είχαμε από την αρχή. Εάν η γνώση, λέει ο Φράνκο Βόλπι, μπορεί να ερμηνευθεί ως ένας υπαρξιστικός μηδενισμός «ante litteram», ο οποίος μέσω του «annihilatio mundi» επιφέρει μια ριζική απομόνωση της ψυχής για να επιτευχθεί σωτηρία και επανένωση με τον Θεό, τότε ο σύγχρονος μηδενισμός μπορεί με τη σειρά του να διαβαστεί ως ένας σύγχρονος αθεϊστικός Γνωστικισμός. Ωστόσο, μας φαίνεται ότι αυτή η ερμηνεία παρουσιάζει περισσότερες δυσκολίες από αυτές που ισχυρίζεται ότι επιλύει. Η Γνώση είναι κάτι πολύ διαφορετικό από τον υπαρξιστικό μηδενισμό: προβάλλεται μάλλον προς την αναζήτηση μιας ανώτερης αλήθειας και, ενώ ουσιαστικά αρνείται την οντολογική διαφορά μεταξύ πλασμάτων και δημιουργού (εμανατισμός), δεν αρνείται καθόλου την ύπαρξη μιας πρώτης αρχής. ούτε μιας τελικής αιτίας, για την οποία ο μηδενισμός φαίνεται ξένος και ασυμβίβαστος με αυτόν. Εάν η ύπαρξη του κόσμου και των οντοτήτων δεν είχε σκοπό, γιατί να αγωνίζεται ο Γνωστικός στην αναζήτησή του για μια ανώτερη γνώση που θα του αποκάλυπτε το μυστήριο της ύπαρξης; Θα ήταν μια αντίφαση από άποψη όρων. Από την άλλη, αν ο μηδενισμός ήταν η εκδοχή, ας πούμε έτσι, του αθεϊστικού γνωστικισμού, θα μπορούσαμε να μιλάμε για γνώση γι' αυτόν; Η γνώση δεν συνεπάγεται απαραίτητα, εξ ορισμού, μια μυητική πορεία προς το θείο; Τώρα, ανεξάρτητα από τον ορισμό του θείου στη Γνωστική σύλληψη, είναι βιώσιμη η θέση ότι η σύγχρονη γνώση μπορεί να βασίζεται στον αθεϊσμό, στο όραμα μιας ολοκληρωτικά έμφυτης πραγματικότητας, χωρίς να πέφτει, αν μη τι άλλο, σε μια περισσότερο ή λιγότερο ρητή μορφή πανθεϊσμού; Ωστόσο, από τόσο αβέβαιες και αντιφατικές βάσεις, δεν έλειψαν οι ερμηνευτές και οι οπαδοί του Χάιντεγκερ που ήθελαν να κάνουν τη φιλοσοφία του τη σύγχρονη εκδοχή της αιώνιας γνώσης. Το πιο θανατηφόρο είναι ότι ανάμεσα σε αυτούς τους θαυμαστές και οπαδούς υπάρχει ο Ιησουίτης θεολόγος Karl Rahner, ο οποίος άσκησε αποφασιστική επιρροή στη λεγόμενη ανθρωπολογική καμπή-στροφή της Δεύτερης Συνόδου του Βατικανού.

Τρίτη 5 Νοεμβρίου 2024

Η Γνώση μπαίνει στην Εκκλησία με τον Χάιντεγκερ και τον Rahner

 

του Φραντσέσκο Λαμεντόλα

Τι άλλο είναι η γνώση,
 όχι αυτό ή εκείνο το γνωστικό σύστημα, αλλά η αιώνια γνώση, αν όχι η ανθρώπινη προσπάθεια να κατακτήσει μια απόλυτη αλήθεια με έναν μυστικό, μυητικό τρόπο, με τρόπο που δεν επιτρέπεται στους κοινούς θνητούς, αλλά μόνο σε εξαιρετικά άτομα, μόνο και μόνο για να ανακαλύψουμε στη συνέχεια ότι, τελικά, ο Θεός δεν είναι αυτός που είναι, αλλά Αυτός που γίνεται, επειδή είμαστε μέρος του, και καθώς το συνειδητοποιούμε σταδιακά, ανάβουμε, ας πούμε, τη θεϊκή μας φύση και σηκωνόμαστε στα πιο υπέροχα μυστήρια της ύπαρξης;

Και ο μηδενισμός, από την άλλη, τι είναι αν όχι η ριζική άρνηση οποιουδήποτε λόγου, οποιουδήποτε τέλους, οποιουδήποτε σκοπού ή νοήματος της εκδηλωμένης πραγματικότητας; Με άλλα λόγια: η άρνηση να αναζητήσει κανείς στον Λόγο, και στη ζωή μας, έναν επαρκή λόγο ύπαρξης και να στεφανώσει την ύπαρξη του με νόημα; Δεν είναι ίσως η ιδέα ότι τα πάντα προέρχονται από το τίποτα, τυχαία, και ότι τυχαία ολισθαίνουν πίσω στο τίποτα, χωρίς να αφήνουν κανένα ίχνος πίσω τους, όπως η άμμος στην ακρογιαλιά αφού την έχει σκεπάσει η υψηλή παλίρροια, σβήνοντας τα ονόματα που γράφτηκαν με το δάχτυλο πάνω της, σαν να μην είχαν πάει ποτέ εκεί, σαν να μην υπήρχαν ποτέ;

Φαίνεται, επομένως, ότι η γνώση και ο μηδενισμός βρίσκονται στον αντίποδα η μιά του άλλου. Ότι τίποτα δεν μπορούσαμε να φανταστούμε πιο μακρινό, πιο ξένο, πιο ανθεκτικό σε φιλοσοφικό επίπεδο. Κι όμως δεν είναι έτσι, αφού και το ένα και το άλλο είναι οι αιώνιοι πειρασμοί της ανθρώπινης σκέψης όταν χάνει την αίσθηση της αναλογίας και το δικό της οντολογικό όριο και αποτελούν, ας πούμε, τα δύο άκρα μιας ανάκαμψης που περνά συνεχώς, από εποχή σε εποχή, από μια υπερβολή της αυτοπεποίθησης σε μια εξίσου αδικαιολόγητη υπερβολή αυτοκαταστροφής και απαισιοδοξίας. Αυτό, τουλάχιστον, σύμφωνα με τα φαινόμενα.

Είναι όμως όντως έτσι; Η Γνώση εκφράζει τη σταθερή ανθρώπινη θέληση να γνωρίσει, να ξεπεράσει τα όρια, να υπερβεί τους εσωτερικούς Στύλους του Ηρακλή και να αρπάξει τη φωτιά των θεών, όπως ο Προμηθέας: είναι ο άνθρωπος που θέλει να γνωρίσει, να γνωρίσει τα πάντα, χωρίς υπολείμματα. Ακόμα και αυτό που δεν φαίνεται, ακόμα και αυτό που κρύβεται από το κοινό βλέμμα των θνητών. Θέλει να μάθει για να αντλήσει τη σωτηρία που έρχεται από τη γνώση. Με άλλα λόγια, μέσω της μυστικής γνώσης, που είναι ακριβώς η γνώση, ο άνθρωπος φιλοδοξεί να αυτοφωτιστεί και να λυτρωθεί: δεν περιμένει τη σωτηρία από κανέναν άλλο εκτός από τον εαυτό του. Πιστεύει ότι είναι ικανός να στοχεύει τόσο ψηλά, γιατί είναι πεπεισμένος ότι έχει όλα τα απαραίτητα εργαλεία μέσα του, μόνο που ξέρει να τα χρησιμοποιεί κατάλληλα. Υπάρχει επομένως μια μυστικιστική, ή τουλάχιστον πνευματική, έμπνευση στην ένταση του προς την αληθινή γνώση: περισσότερο από μια προσπάθεια διανοητικής και κερδοσκοπικής φύσης, είναι μια γενική ώθηση για πρόσβαση στην ολότητα του είναι, με έμμεσο και άμεσο τρόπο.

Από την άλλη πλευρά, είναι ένας μυστικισμός, αν μπορούμε να το πούμε, που είναι ριζικά ενυπάρχον: δεν είναι το ζήτημα, για την ψυχή, να ανοίξει το δρόμο της προς το Είναι, το οποίο κατοικεί στις ανώτερες διαστάσεις, αλλά να γίνει θεϊκή η ίδια, χάρη ακριβώς στην ακριβή γνώση της μυητικής οδού και την ευλαβική τήρησή της. Υπάρχουν διάφορες αποκρυφιστικές αναμνήσεις εδώ, από το Θιβετιανό Βιβλίο των Νεκρών μέχρι τους αιγυπτιακούς πάπυρους της απαγορευμένης επιστήμης. Υπάρχει η πεποίθηση ότι η ψυχή, εκπαιδευμένη στη ζωή σχετικά με το τι πρέπει να κάνει αφού περάσει το κατώφλι του θανάτου, μπορεί να διατηρήσει τις ικανότητες λήψης αποφάσεων και να κατευθυνθεί ελεύθερα προς μια κατεύθυνση αντί για άλλη, ασκώντας ακόμη και μεταθανάτια μια αληθινή και σωστή κυριαρχία πάνω στο πεπρωμένο της. Από την άλλη πλευρά, η σύλληψη της διαδικασίας σωτηρίας της ψυχής ως συνειδητής και ενδόμυχης λειτουργίας, αποκλείει από μόνη της την ύπαρξη ενός υπερβατικού, στοργικού και προνοητικού Θεού, δημιουργού και συντηρητή των πάντων. Υπό αυτή την έννοια, μπορεί κανείς να μιλήσει για μηδενισμό ή τουλάχιστον για αθεϊστικό μυστικισμό: η μυστικιστική κατάνυξη δεν στρέφεται στην πραγματικότητα προς ένα ον που στέκεται πάνω από τη φύση, αλλά προς τη φυσική διάσταση, και πιο συγκεκριμένα προς κάποια μυστική γνώση της, άγνωστη στους περισσότερους ανθρώπους: η οποία μοιάζει πολύ με το μαγικό σύμπαν του μάγου ή του σαμάνου.

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της αναλογίας, για να μην πούμε αυτής της γειτνίασης, μεταξύ γνώσης και μαγείας, είναι η πίστη στη δυνατότητα του μυημένου να πραγματοποιεί αστρικές πτήσεις, μια πεποίθηση που είναι πράγματι κοινή στους σαμανικούς και γνωστικούς πολιτισμούς. Είναι γνωστό ότι, σύμφωνα με ορισμένες παραδόσεις, ο Σίμων ο Μάγος, που θεωρείται ο πρώτος από τους Γνωστικούς δασκάλους κατά σειρά χρόνου, ήθελε να επιδείξει δημόσια τις δυνάμεις του πετώντας στη Ρωμαϊκή Αγορά, παρουσία του αυτοκράτορα Νέρωνα, αλλά στη συνέχεια, ακολουθώντας τις προσευχές των Αποστόλων, έπεσε στο έδαφος, στα πόδια του Αγίου Πέτρου, με σπασμένα τα πόδια του και στη συνέχεια κατέληξε λιθοβολημένος από το πλήθος. Φυσικά, η μυητική «φυγή» γίνεται κατανοητή από όλες σχεδόν τις παραδόσεις με εσωτερική έννοια, ως η ικανότητα να μεταβούμε από τη διάσταση της ακαθάριστης ύλης σε αυτή της λεπτής ύλης. Θα ήταν επομένως μια αστρική πτήση στην οποία αυτό που έχει σημασία δεν είναι να σηκωθείς από το έδαφος, αλλά να βγεις από τη φυλακή του σώματος και να κυριαρχήσεις στα αιθερικά στοιχεία και στα ενδοδιάστατα κατώφλια της πραγματικότητας.

Λοιπόν, αν υπάρχει μια σύγχρονη φιλοσοφία που προσφέρεται για την εκτέλεση αυτής της λειτουργίας της σύνδεσης δύο στάσεων που φαίνονται αντίθετες, αλλά δεν είναι, η μία υπερήφανης εμπιστοσύνης στην ικανότητα αυτολύτρωσης, η άλλη ριζικής άρνησης σε έναν υπερβατικό Θεό, και ως εκ τούτου ενωμένοι με την ιδέα ότι τα πράγματα προέρχονται από το τίποτα και πάνε προς το τίποτα, αυτή είναι η φιλοσοφία του Χάιντεγκερ, με το είναι-ρίχνεται-στον-κόσμο και το είναι-για-τον-θάνατο, η μόνη απόλυτη βεβαιότητα που παρέχεται στους ανθρώπους· και με τις διφορούμενες σκέψεις του μεταξύ της υπαρξιακής οντολογίας του Είναι και του Χρόνου και της θέλησης για εξουσία, του amor fati, του ποιμένα του είναι και της αρνητικής θεολογίας των τελευταίων έργων τουΕφόσον τα πάντα ή σχεδόν όλα βρίσκονται στη σκέψη του Χάιντεγκερ, συμπεριλαμβανομένου και του αντιθέτου της, μπορεί κάλλιστα να ειπωθεί ότι σε αυτήν ο κύκλος μεταξύ γνώσης και μηδενισμού κλείνει και αφήνει τους μελετητές του με το επίπονο έργο της αναζήτησης, αν όχι της συνάφειας, τουλάχιστον ενός κατανοητού νοήματος...

Ο Franco Volpi γράφει στο κλασικό πλέον δοκίμιό του Il nihilismo (Bari, Laterza, 2005, σσ.121-12):


Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το έργο του Χάιντεγκερ παρέχει μια θεμελιώδη συμβολή στην ανάλυση του ευρωπαϊκού μηδενισμού. Ωστόσο, στα τελικά του αποτελέσματα, αναδεικνύει ένα μοναδικό παράδοξο, που είναι ταυτόχρονα και το παράδοξο ενός σημαντικού μέρους της σύγχρονης σκέψης. Πρόκειται για το γεγονός ότι σε αυτό φαίνονται να αγγίζουν και να συνυπάρχουν δύο ασυμβίβαστα άκρα: ένας ριζοσπαστικός μηδενισμός, από τη μια, και ένας εμπνευσμένος από το όραμα, αν όχι από τον μυστικισμό, από την άλλη. Για το λόγο αυτό, όσο περισσότερο εμμένουμε στη μία οπτική στη μεταφορά της διδασκαλίας του Χάιντεγκερ, τόσο περισσότερο βλέπουμε τον εαυτό μας αντιμέτωπο με τα προβλήματα που ανοίγει η άλλη. Η ριζοσπαστικοποίηση της φιλοσοφικής αμφισβήτησης, που επενδύει τα πάντα και καταναλώνει τα πάντα, παράγει αφενός μια επιτάχυνση διάλυσης, μια ενίσχυση του μηδενισμού. Από την άλλη πλευρά, στην εκπλήρωση αυτής της διάλυσης, η σκέψη ανοίγεται στην προοπτική του εντελώς άλλου, σε αυτό που βρίσκεται ριζικά πέρα ​​από αυτό που έχει διαλυθεί. Η αποδόμηση των εννοιών και των θεωρημάτων της παραδοσιακής φιλοσοφίας έχει ως αποτέλεσμα ένα άνοιγμα στην προβληματική του ιερού και του θείου. Η αμφισβήτηση που ο Χάιντεγκερ θεωρεί «το κρίμα της σκέψης» συνεπάγεται αμφισβήτηση και διάλυση, αλλά ταυτόχρονα και έρευνα και αναμονή (προσδοκία): οδηγεί σε αυτό το Τίποτα που είναι η ακραία κάθαρση του πεπερασμένου και το απογυμνώνει από τα πάντα για να του επιτρέψει να έχει πρόσβαση στο θείο. Οδηγεί σε εκείνο το ακραίο σημείο που ο Μάιστερ Έκχαρτ αποκάλεσε με σχεδόν βλάσφημα λόγια (...) το σημείο «όπου ο άγγελος, η μύγα και η ψυχή είναι το ίδιο πράγμα». Είναι ένα ερώτημα που ισοπεδώνει τη μεταφυσική για να προετοιμαστεί για την έλευση της «νέας αρχής».

Το κλειδί που έφερε καλύτερα από κάθε άλλο στο φως αυτή τη δυνατότητα συνύπαρξης μηδενισμού και μυστικισμού είναι αυτό της αντιπαράθεσης της Χαϊντεγκεριανής σκέψης με τη γνώση. Αυτή η σύγκριση είναι μια παραλλαγή της γενικότερης αναβίωσης του Γνωστικού παραδείγματος - χωρισμένο από την ιστορική του θέση στην ύστερη αρχαιότητα - ως παλίμψηστο για μια ερμηνεία της νεωτερικότητας. Ένα μονοπάτι που είχε ήδη πατήσει τον δέκατο ένατο αιώνα ο Ferdinand Christian Baur. Τον περασμένο αιώνα, τα εύσημα για την εκ νέου ανακάλυψη της γνώσης πρέπει να αποδοθούν στον Carl Gustav Jung και στις συναντήσεις που προώθησε ξεκινώντας από τη δεκαετία του 1930 στην Ascona, για τις οποίες το "Eranos Jahrbuch" παρέχει τεκμηρίωση. Αλλά ήταν ιδιαίτερα στη δεκαετία του 1950 που η καρποφορία του Γνωστικού παραδείγματος ήρθε στο φως και συζητήθηκε σε μεγαλύτερη κλίμακα. Η συζήτηση θερμάνθηκε γύρω από τις θέσεις που υποστήριξαν αντίστοιχα οι Eric Voegelin και Hans Blumenberg.

Ο πρώτος επιτέθηκε μετωπικά στη νομιμότητα της σύγχρονης εποχής, υποστηρίζοντας ότι η ανάπτυξή της πρέπει να ερμηνευθεί ως θρίαμβος της γνώσης. Φιλόσοφοι που ήταν καθοριστικοί για τη νεωτερικότητα όπως ο Χέγκελ, ο Μαρξ και ο Νίτσε θα θεωρούνταν «Γνωστικοί», καθώς ένα θεωρητικό σύστημα Γνωστικής προέλευσης θα λειτουργούσε στη σκέψη τους. Στον Χέγκελ, η διαδικασία κατά την οποία το πνεύμα έρχεται να βρεθεί από μια κατάσταση αλλοτρίωσης είναι για τον Voegelin ανάλογη με το προσκύνημα μέσω του οποίου η αλλοτριωμένη σπίθα ("πνεύμα") των Γνωστικών επιστρέφει από την εξορία του στον κόσμο στην πληρότητα μιάς αναπόσπαστης ανθρώπινης ύπαρξης. Στον Νίτσε η φυσική αρχή της θέλησης για εξουσία μεταμορφώνει τον άνθρωπο, ασφυκτιώντας από εχθρικές προς τη ζωή αξίες και τώρα αναίμακτα, σε υπεράνθρωπο. Και στις τρεις περιπτώσεις λειτουργεί η ιδέα της αυτοσωτηρίας του ανθρώπου μέσω της «γνώσης» της δικής του κατάστασης αιχμαλωσίας και αποξένωσης, η οποία γίνεται το όργανο της λύτρωσης. Δυνάμει αυτής της «γνώσεως», άρα χάρη στον εαυτό του, το υποβαθμισμένο ον αποκαθιστά την αρχική του πληρότητα. Ο σύγχρονος θρίαμβος της γνώσης σημαίνει για τον Voegelin την εμμενοποίηση της χριστιανικής εσχατολογίας, η οποία τελικά οδηγεί στον μηδενισμό: ο Θεός και η πνευματική ζωή του ανθρώπου θυσιάζονται στον πολιτισμό με την αφιέρωση όλων των ανθρώπινων ενεργειών στην ανάληψη της σωτηρίας μέσω της εμμενούς δράσης που υπάρχει στον κόσμο.

Ο Blumenberg
 αντιτάχθηκε σθεναρά σε αυτές τις θέσεις. Υπερασπίστηκε τη νεωτερικότητα, υποστηρίζοντας ότι δεν είναι τόσο η εκκοσμίκευση του Χριστιανισμού, αλλά μάλλον η διαδικασία της αυτόνομης επιβεβαίωσης του ανθρώπου στον κόσμο. Με την απολυτοποίηση της γήινης διάστασης, η νεωτερικότητα αρνείται τον Γνωστικό δυϊσμό, που εξακολουθεί να υπάρχει στην ύστερη μεσαιωνική θεολογική εικασία που χωρίζει ριζικά τον Θεό και τον κόσμο. Η νεωτερικότητα, λοιπόν, δεν είναι ο θρίαμβος, αλλά η δεύτερη, οριστική ήττα της γνώσης. (…)

Εάν η γνώση, που θεωρείται όχι ως ιστορικό φαινόμενο αλλά ως πρότυπο σκέψης, μπορεί να ερμηνευθεί ως ένας «ante litteram» υπαρξιστικός μηδενισμός, ο οποίος μέσω του «annihilatio mundi» επιφέρει μια ριζική απομόνωση της ψυχής για να αποκτήσει τη σωτηρία της και τήν επανένωση με τον Θεό, τότε ο σύγχρονος μηδενισμός μπορεί με τη σειρά του να διαβαστεί ως ένας σύγχρονος αθεϊστικός Γνωστικισμός: τυφλός σε κάθε υπερβατικότητα, συγκεντρώνεται σε μια τραγική περιγραφή του ξεριζωμού και του αποπροσανατολισμού της θνητής ύπαρξης. Στην κοσμική της μοναξιά, η ύπαρξη επαναλαμβάνει το Γνωστικό ερώτημα, γνωρίζοντας ότι θα μείνει αναπάντητο: ποιοι είμαστε; Από πού ερχόμαστε; Πού πάμε;

Στο τέλος αυτής της έρευνας, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με όλες τις αμφιβολίες και τις αμηχανίες-απορίες που είχαμε από την αρχή. Εάν η γνώση, λέει ο Φράνκο Βόλπι, μπορεί να ερμηνευθεί ως ένας υπαρξιστικός μηδενισμός «ante litteram», ο οποίος μέσω του «annihilatio mundi» επιφέρει μια ριζική απομόνωση της ψυχής για να επιτευχθεί σωτηρία και επανένωση με τον Θεό, τότε ο σύγχρονος μηδενισμός μπορεί με τη σειρά του να διαβαστεί ως ένας σύγχρονος αθεϊστικός Γνωστικισμός. Ωστόσο, μας φαίνεται ότι αυτή η ερμηνεία παρουσιάζει περισσότερες δυσκολίες από αυτές που ισχυρίζεται ότι επιλύει. Η Γνώση είναι κάτι πολύ διαφορετικό από τον υπαρξιστικό μηδενισμό: προβάλλεται μάλλον προς την αναζήτηση μιας ανώτερης αλήθειας και, ενώ ουσιαστικά αρνείται την οντολογική διαφορά μεταξύ πλασμάτων και δημιουργού (εμανατισμός), δεν αρνείται καθόλου την ύπαρξη μιας πρώτης αρχής. ούτε μιας τελικής αιτίας, για την οποία ο μηδενισμός φαίνεται ξένος και ασυμβίβαστος με αυτόν. Εάν η ύπαρξη του κόσμου και των οντοτήτων δεν είχε σκοπό, γιατί να αγωνίζεται ο Γνωστικός στην αναζήτησή του για μια ανώτερη γνώση που θα του αποκάλυπτε το μυστήριο της ύπαρξης; Θα ήταν μια αντίφαση από άποψη όρων. Από την άλλη, αν ο μηδενισμός ήταν η εκδοχή, ας πούμε έτσι, του αθεϊστικού γνωστικισμού, θα μπορούσαμε να μιλάμε για γνώση γι' αυτόν; Η γνώση δεν συνεπάγεται απαραίτητα, εξ ορισμού, μια μυητική πορεία προς το θείο; Τώρα, ανεξάρτητα από τον ορισμό του θείου στη Γνωστική σύλληψη, είναι βιώσιμη η θέση ότι η σύγχρονη γνώση μπορεί να βασίζεται στον αθεϊσμό, στο όραμα μιας ολοκληρωτικά έμφυτης πραγματικότητας, χωρίς να πέφτει, αν μη τι άλλο, σε μια περισσότερο ή λιγότερο ρητή μορφή πανθεϊσμού; Ωστόσο, από τόσο αβέβαιες και αντιφατικές βάσεις, δεν έλειψαν οι ερμηνευτές και οι οπαδοί του Χάιντεγκερ που ήθελαν να κάνουν τη φιλοσοφία του τη σύγχρονη εκδοχή της αιώνιας γνώσης. Το πιο θανατηφόρο είναι ότι ανάμεσα σε αυτούς τους θαυμαστές και οπαδούς υπάρχει ο Ιησουίτης θεολόγος Karl Rahner, ο οποίος άσκησε αποφασιστική επιρροή στη λεγόμενη ανθρωπολογική καμπή-στροφή της Δεύτερης Συνόδου του Βατικανού.

Σάββατο 31 Αυγούστου 2024

Δογματικές παρατηρήσεις στο θέμα της εκ παρθένου γεννήσεως ζ

Συνέχεια από: Παρασκευή 30 Αυγούστου 2024

Δογματικές παρατηρήσεις στο θέμα της εκ παρθένου γεννήσεως ζ

Του Karl Rahner

                                                        

Συμπεράσματα που αφορούν στην παιδαγωγική της πίστεως

Υπάρχουν «ιεραρχίες των αληθειών της πίστεως» που διαφοροποιούνται ως προς το θέμα, την εποχή και ατομικά μεταξύ τους. Περί αυτής της ιεραρχίας μίλησε η  2η Βατικάνεια Σύνοδος στην περί οικουμενισμού δήλωση (Oekumenismusdekret), στο Άρθρο 11. Αν σκεφτεί κανείς, πως το γίγνεσθαι του Ιησού λαμβάνει την σημασία του από το Πάσχα, από το τέλος Του δηλαδή, και γίνεται κατόπιν αντικείμενο της πίστεως, αν προσέξουμε επιπλέον, πως σήμερα, οι εποχικά τελευταίες ερωτήσεις περί Θεού και Ιησού ως του απόλυτου Σωτήρα, δεν είναι πλέον αυτονόητες προϋποθέσεις, αλλά αμεσότατο αντικείμενο ριζικής αμφισβήτησης και περί πίστεως απόφανσης, και μάλιστα σε γενικό, συλλογικό και ατομικό επίπεδο, τότε είναι σαφές, πως η εκ παρθένου γέννηση λαμβάνει μια δευτερεύουσα θέση στην Hierarchia veritatum. Αυτό σημαίνει επίσης, πως κατά την διεκπεραίωση της πίστεως, πρέπει να ξεκινήσει κανείς από εκεί που έρχεται αυτή η δήλωση περί της εκ παρθένου γεννήσεως, για να μπορέσει να την προσεγγίσει σωστά και στον πυρήνα της, που είναι αποφασιστικής σημασίας γι’ αυτήν. Το πόσο μακριά προχωρά ο καθένας μέσα στην ατομική εμπειρία πίστεως και την ευσέβεια, πάνω σε αυτή την οδό, είναι ένα ατομικό ερώτημα, που δεν μπορεί να απαντηθεί γενικά. Μια ίσως εμφανιζόμενη ένταση μεταξύ της συλλογικής συνείδησης πίστεως της Εκκλησίας ως όλου και της ευσέβειας της, από τη μια, και της ευσέβειας του ατόμου από την άλλη, δεν είναι κάτι που θα εμφανιζόταν ακριβώς εδώ, ούτε κάτι το οποίο δε θα ήταν επιτρεπτό να το ανεχθούμε. Μια τέτοια νόμιμη ένταση μεταξύ των δυο μεγεθών δε σημαίνει βέβαια, πως το άτομο έχει το δικαίωμα να αρνείται θετικά τη συνείδηση πίστεως ολόκληρης της Εκκλησίας. Αυτό δε θα ήταν πια μια ένταση, μια νόμιμη διαφορά, αλλά θα σήμαινε, πως κάποιος τοποθετείται εκτός της πίστεως της μιας Εκκλησίας, η οποία κανονίζει και φέρει πάντα την ατομική πίστη.

Πρέπει να το σκεφτεί κανείς παραπέρα, ότι για τον άνθρωπο, που έχει την αλήθεια πάντα μέσα στην ιστορία και την αναπαράσταση, δεν είναι ουσιαστικά ποτέ δυνατή η διάκριση μεταξύ του εννοούμενου περιεχομένου και του μοντέλου αναπαράστασης. Αν το έβλεπε κανείς ξεκάθαρα αυτό, θα μπορούσε από εκεί να προέλθει, όχι μια πραγματική λύση, αλλά τουλάχιστο ένας κάποιος καθησυχασμός για το περί της εκ παρθένου γεννήσεως ερώτημα.

Ένα τελευταίο περιεχόμενο μέσα στον πυρήνα αυτής της δήλωσης είναι οπωσδήποτε δεδομένη σε αυτόν που πιστεύει πραγματικά στον Ιησού Χριστό, που στην ενότητα του προσώπου Του είναι Θεός και άνθρωπος.

Μια τελειωτική, απόλυτα σαφής οριοθέτηση μεταξύ περιεχομένου και σχήματος αναπαράστασης είναι οπωσδήποτε άφθαστη, καθώς και μια βιολογική εκ παρθένου γέννηση μπορεί να την στοχαστεί κανείς πολλαχώς, θέμα στο οποίο δεν μπορούμε να αναφερθούμε στο σημείο αυτό. Αυτό που βρίσκεται μεταξύ των δυο αυτών συνόρων, του απόλυτου πυρήνα της δήλωσης και μιας ακριβούς αναπαράστασης (φαντασίας) της βιολογικής εκ παρθένου γέννησης, παραμένει ίσως μη διακριτό ως προς το περιεχόμενο και το μοντέλο θεώρησης, όμως αυτό δεν είναι κάποια ιδιαίτερη κατάσταση της πίστης και της σκέψης, αλλά κανονική, ιδίως για το άτομο καθ’ εαυτώ. Μπορεί κανείς, και χωρίς μια απόλυτη οριοθέτηση, να διακρίνει μεταξύ αυτού που είναι ο αναστημένος καθ’ εαυτώ, και αυτού που είναι ο αναστημένος όπως τον φαντάζεται, ώστε να φτάσει στον αληθινό πυρήνα αυτής της δήλωσης της πίστεως. Αυτό προκύπτει από την ουσία της ανθρώπινης γνώσης και διαπερνά όλες τις δηλώσεις, έστω και αν στις περισσότερες περιπτώσεις δεν το αντιλαμβανόμαστε και δεν στοχαζόμαστε πάνω σε αυτό, και για τον λόγο αυτό, πρόκειται για κάτι που δεν αποτελεί ένα σπάνιο και μόνο στο σημείο αυτό εμφανιζόμενο πράγμα. Αν το δούμε όμως, δίδεται πάλι ένας ορίζοντας κατανόησης, που μπορεί να αμβλύνει κάπως αυτή την ερώτηση.

Συνεχίζεται 

ΑΚΟΥΜΕ ΣΥΧΝΑ ΟΤΙ ΜΕ ΤΟΥΣ ΝΕΟΥΣ ΘΕΟΛΟΓΟΥΣ ΑΠΟΚΤΗΣΑΜΕ ΤΗΝ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΔΙΑΛΟΓΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΔΥΣΗ. ΑΠΕΚΤΗΣΕ ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ ΚΑΙ Η ΔΥΣΗ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ Ή ΉΤΑΝ ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ ΔΙΚΟ ΜΑΣ ΤΟ ΧΡΕΟΣ ΝΑ ΜΙΛΗΣΟΥΜΕ ΤΗΝ ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥΣ; ΣΤΟΝ ΡΑΝΕΡ ΠΟΙΟΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕ;

ΜΟΝΟ ΕΝΑ ΠΡΑΓΜΑ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙ Η ΔΥΣΗ ΑΠΟ ΜΑΣ. ΑΛΛΑ ΣΗΜΕΡΑ ΔΕΝ ΤΟ ΔΙΑΘΕΤΟΥΜΕ ΟΥΤΕ ΕΜΕΙΣ!!! 

ΤΗΝ ΨΥΧΗ ΚΑΙ ΤΟΝ ΝΟΥ. ΨΥΧΗ ΓΕΝΝΗΤΗ ΑΓΕΝΝΗΤΟΣ ΝΟΥΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΔΥΝΑΜΙΝ ΑΥΤΗΣ

ΟΠΩΣ ΘΑ ΤΟ ΔΟΥΜΕ ΣΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΕΝΟΣ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ ΤΟΥ ΓΚΑΝΤΑΜΕΡ.

Ο Νους είναι γνώση, αλλά μια γνώση που δίνει καρπούς, η ίδια η συνθήκη της γνώσεως. Γι’ αυτό ο νους πρέπει να είναι και λόγος, δεν μπορεί να διαχωριστεί από αυτόν, δεν υπάρχει ο νους χωρίς τον λόγο και αντιστρόφως, και πράγματι εξαρτάται από τον νου ότι στην συζήτηση οι λέξεις δεν είναι απλοί ήχοι, αλλά σημαίνουν κάτι.

Δευτέρα 5 Αυγούστου 2024

Η Γνώση μπαίνει στην Εκκλησία με τον Χάιντεγκερ και τον Rahner


του Φραντσέσκο Λαμεντόλα

Τι άλλο είναι η γνώση,
όχι αυτό ή εκείνο το γνωστικό σύστημα, αλλά η αιώνια γνώση, αν όχι η ανθρώπινη προσπάθεια να κατακτήσει μια απόλυτη αλήθεια με έναν μυστικό, μυητικό τρόπο, με τρόπο που δεν επιτρέπεται στους κοινούς θνητούς, αλλά μόνο σε εξαιρετικά άτομα, μόνο και μόνο για να ανακαλύψουμε στη συνέχεια ότι, τελικά, ο Θεός δεν είναι αυτός που είναι, αλλά Αυτός που γίνεται, επειδή είμαστε μέρος του, και καθώς το συνειδητοποιούμε σταδιακά, ανάβουμε, ας πούμε, τη θεϊκή μας φύση και σηκωνόμαστε στα πιο υπέροχα μυστήρια της ύπαρξης;

Και ο μηδενισμός, από την άλλη, τι είναι αν όχι η ριζική άρνηση οποιουδήποτε λόγου, οποιουδήποτε τέλους, οποιουδήποτε σκοπού ή νοήματος της εκδηλωμένης πραγματικότητας; Με άλλα λόγια: η άρνηση να αναζητήσει κανείς στον Λόγο, και στη ζωή μας, έναν επαρκή λόγο ύπαρξης και να στεφανώσει την ύπαρξη του με νόημα; Δεν είναι ίσως η ιδέα ότι τα πάντα προέρχονται από το τίποτα, τυχαία, και ότι τυχαία ολισθαίνουν πίσω στο τίποτα, χωρίς να αφήνουν κανένα ίχνος πίσω τους, όπως η άμμος στην ακρογιαλιά αφού την έχει σκεπάσει η υψηλή παλίρροια, σβήνοντας τα ονόματα που γράφτηκαν με το δάχτυλο πάνω της, σαν να μην είχαν πάει ποτέ εκεί, σαν να μην υπήρχαν ποτέ;

Φαίνεται, επομένως, ότι η γνώση και ο μηδενισμός βρίσκονται στον αντίποδα η μιά του άλλου. Ότι τίποτα δεν μπορούσαμε να φανταστούμε πιο μακρινό, πιο ξένο, πιο ανθεκτικό σε φιλοσοφικό επίπεδο. Κι όμως δεν είναι έτσι, αφού και το ένα και το άλλο είναι οι αιώνιοι πειρασμοί της ανθρώπινης σκέψης όταν χάνει την αίσθηση της αναλογίας και το δικό της οντολογικό όριο και αποτελούν, ας πούμε, τα δύο άκρα μιας ανάκαμψης που περνά συνεχώς, από εποχή σε εποχή, από μια υπερβολή της αυτοπεποίθησης σε μια εξίσου αδικαιολόγητη υπερβολή αυτοκαταστροφής και απαισιοδοξίας. Αυτό, τουλάχιστον, σύμφωνα με τα φαινόμενα.

Είναι όμως όντως έτσι; Η Γνώση εκφράζει τη σταθερή ανθρώπινη θέληση να γνωρίσει, να ξεπεράσει τα όρια, να υπερβεί τους εσωτερικούς Στύλους του Ηρακλή και να αρπάξει τη φωτιά των θεών, όπως ο Προμηθέας: είναι ο άνθρωπος που θέλει να γνωρίσει, να γνωρίσει τα πάντα, χωρίς υπολείμματα. Ακόμα και αυτό που δεν φαίνεται, ακόμα και αυτό που κρύβεται από το κοινό βλέμμα των θνητών. Θέλει να μάθει για να αντλήσει τη σωτηρία που έρχεται από τη γνώση. Με άλλα λόγια, μέσω της μυστικής γνώσης, που είναι ακριβώς η γνώση, ο άνθρωπος φιλοδοξεί να αυτοφωτιστεί και να λυτρωθεί: δεν περιμένει τη σωτηρία από κανέναν άλλο εκτός από τον εαυτό του. Πιστεύει ότι είναι ικανός να στοχεύει τόσο ψηλά, γιατί είναι πεπεισμένος ότι έχει όλα τα απαραίτητα εργαλεία μέσα του, μόνο που ξέρει να τα χρησιμοποιεί κατάλληλα. Υπάρχει επομένως μια μυστικιστική, ή τουλάχιστον πνευματική, έμπνευση στην ένταση του προς την αληθινή γνώση: περισσότερο από μια προσπάθεια διανοητικής και κερδοσκοπικής φύσης, είναι μια γενική ώθηση για πρόσβαση στην ολότητα του είναι, με έμμεσο και άμεσο τρόπο.

Από την άλλη πλευρά, είναι ένας μυστικισμός, αν μπορούμε να το πούμε, που είναι ριζικά ενυπάρχον: δεν είναι το ζήτημα, για την ψυχή, να ανοίξει το δρόμο της προς το Είναι, το οποίο κατοικεί στις ανώτερες διαστάσεις, αλλά να γίνει θεϊκή η ίδια, χάρη ακριβώς στην ακριβή γνώση της μυητικής οδού και την ευλαβική τήρησή της. Υπάρχουν διάφορες αποκρυφιστικές αναμνήσεις εδώ, από το Θιβετιανό Βιβλίο των Νεκρών μέχρι τους αιγυπτιακούς πάπυρους της απαγορευμένης επιστήμης. Υπάρχει η πεποίθηση ότι η ψυχή, εκπαιδευμένη στη ζωή σχετικά με το τι πρέπει να κάνει αφού περάσει το κατώφλι του θανάτου, μπορεί να διατηρήσει τις ικανότητες λήψης αποφάσεων και να κατευθυνθεί ελεύθερα προς μια κατεύθυνση αντί για άλλη, ασκώντας ακόμη και μεταθανάτια μια αληθινή και σωστή κυριαρχία πάνω στο πεπρωμένο της. Από την άλλη πλευρά, η σύλληψη της διαδικασίας σωτηρίας της ψυχής ως συνειδητής και ενδόμυχης λειτουργίας, αποκλείει από μόνη της την ύπαρξη ενός υπερβατικού, στοργικού και προνοητικού Θεού, δημιουργού και συντηρητή των πάντων. Υπό αυτή την έννοια, μπορεί κανείς να μιλήσει για μηδενισμό ή τουλάχιστον για αθεϊστικό μυστικισμό: η μυστικιστική κατάνυξη δεν στρέφεται στην πραγματικότητα προς ένα ον που στέκεται πάνω από τη φύση, αλλά προς τη φυσική διάσταση, και πιο συγκεκριμένα προς κάποια μυστική γνώση της, άγνωστη στους περισσότερους ανθρώπους: η οποία μοιάζει πολύ με το μαγικό σύμπαν του μάγου ή του σαμάνου.

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της αναλογίας, για να μην πούμε αυτής της γειτνίασης, μεταξύ γνώσης και μαγείας, είναι η πίστη στη δυνατότητα του μυημένου να πραγματοποιεί αστρικές πτήσεις, μια πεποίθηση που είναι πράγματι κοινή στους σαμανικούς και γνωστικούς πολιτισμούς. Είναι γνωστό ότι, σύμφωνα με ορισμένες παραδόσεις, ο Σίμων ο Μάγος, που θεωρείται ο πρώτος από τους Γνωστικούς δασκάλους κατά σειρά χρόνου, ήθελε να επιδείξει δημόσια τις δυνάμεις του πετώντας στη Ρωμαϊκή Αγορά, παρουσία του αυτοκράτορα Νέρωνα, αλλά στη συνέχεια, ακολουθώντας τις προσευχές των Αποστόλων, έπεσε στο έδαφος, στα πόδια του Αγίου Πέτρου, με σπασμένα τα πόδια του και στη συνέχεια κατέληξε λιθοβολημένος από το πλήθος. Φυσικά, η μυητική «φυγή» γίνεται κατανοητή από όλες σχεδόν τις παραδόσεις με εσωτερική έννοια, ως η ικανότητα να μεταβούμε από τη διάσταση της ακαθάριστης ύλης σε αυτή της λεπτής ύλης. Θα ήταν επομένως μια αστρική πτήση στην οποία αυτό που έχει σημασία δεν είναι να σηκωθείς από το έδαφος, αλλά να βγεις από τη φυλακή του σώματος και να κυριαρχήσεις στα αιθερικά στοιχεία και στα ενδοδιάστατα κατώφλια της πραγματικότητας.

Λοιπόν, αν υπάρχει μια σύγχρονη φιλοσοφία που προσφέρεται για την εκτέλεση αυτής της λειτουργίας της σύνδεσης δύο στάσεων που φαίνονται αντίθετες, αλλά δεν είναι, η μία υπερήφανης εμπιστοσύνης στην ικανότητα αυτολύτρωσης, η άλλη ριζικής άρνησης σε έναν υπερβατικό Θεό, και ως εκ τούτου ενωμένοι με την ιδέα ότι τα πράγματα προέρχονται από το τίποτα και πάνε προς το τίποτα, αυτή είναι η φιλοσοφία του Χάιντεγκερ, με το είναι-ρίχνεται-στον-κόσμο και το είναι-για-τον-θάνατο, η μόνη απόλυτη βεβαιότητα που παρέχεται στους ανθρώπους· και με τις διφορούμενες σκέψεις του μεταξύ της υπαρξιακής οντολογίας του Είναι και του Χρόνου και της θέλησης για εξουσία, του amor fati, του ποιμένα του είναι και της αρνητικής θεολογίας των τελευταίων έργων του. Εφόσον τα πάντα ή σχεδόν όλα βρίσκονται στη σκέψη του Χάιντεγκερ, συμπεριλαμβανομένου και του αντιθέτου της, μπορεί κάλλιστα να ειπωθεί ότι σε αυτήν ο κύκλος μεταξύ γνώσης και μηδενισμού κλείνει και αφήνει τους μελετητές του με το επίπονο έργο της αναζήτησης, αν όχι της συνάφειας, τουλάχιστον ενός κατανοητού νοήματος...

Ο Franco Volpi γράφει στο κλασικό πλέον δοκίμιό του Il nihilismo (Bari, Laterza, 2005, σσ.121-12):


Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το έργο του Χάιντεγκερ παρέχει μια θεμελιώδη συμβολή στην ανάλυση του ευρωπαϊκού μηδενισμού. Ωστόσο, στα τελικά του αποτελέσματα, αναδεικνύει ένα μοναδικό παράδοξο, που είναι ταυτόχρονα και το παράδοξο ενός σημαντικού μέρους της σύγχρονης σκέψης. Πρόκειται για το γεγονός ότι σε αυτό φαίνονται να αγγίζουν και να συνυπάρχουν δύο ασυμβίβαστα άκρα: ένας ριζοσπαστικός μηδενισμός, από τη μια, και ένας εμπνευσμένος από το όραμα, αν όχι από τον μυστικισμό, από την άλλη. Για το λόγο αυτό, όσο περισσότερο εμμένουμε στη μία οπτική στη μεταφορά της διδασκαλίας του Χάιντεγκερ, τόσο περισσότερο βλέπουμε τον εαυτό μας αντιμέτωπο με τα προβλήματα που ανοίγει η άλλη. Η ριζοσπαστικοποίηση της φιλοσοφικής αμφισβήτησης, που επενδύει τα πάντα και καταναλώνει τα πάντα, παράγει αφενός μια επιτάχυνση διάλυσης, μια ενίσχυση του μηδενισμού. Από την άλλη πλευρά, στην εκπλήρωση αυτής της διάλυσης, η σκέψη ανοίγεται στην προοπτική του εντελώς άλλου, σε αυτό που βρίσκεται ριζικά πέρα ​​από αυτό που έχει διαλυθεί. Η αποδόμηση των εννοιών και των θεωρημάτων της παραδοσιακής φιλοσοφίας έχει ως αποτέλεσμα ένα άνοιγμα στην προβληματική του ιερού και του θείου. Η αμφισβήτηση που ο Χάιντεγκερ θεωρεί «το κρίμα της σκέψης» συνεπάγεται αμφισβήτηση και διάλυση, αλλά ταυτόχρονα και έρευνα και αναμονή (προσδοκία): οδηγεί σε αυτό το Τίποτα που είναι η ακραία κάθαρση του πεπερασμένου και το απογυμνώνει από τα πάντα για να του επιτρέψει να έχει πρόσβαση στο θείο. Οδηγεί σε εκείνο το ακραίο σημείο που ο Μάιστερ Έκχαρτ αποκάλεσε με σχεδόν βλάσφημα λόγια (...) το σημείο «όπου ο άγγελος, η μύγα και η ψυχή είναι το ίδιο πράγμα». Είναι ένα ερώτημα που ισοπεδώνει τη μεταφυσική για να προετοιμαστεί για την έλευση της «νέας αρχής».

Το κλειδί που έφερε καλύτερα από κάθε άλλο στο φως αυτή τη δυνατότητα συνύπαρξης μηδενισμού και μυστικισμού είναι αυτό της αντιπαράθεσης της Χαϊντεγκεριανής σκέψης με τη γνώση. Αυτή η σύγκριση είναι μια παραλλαγή της γενικότερης αναβίωσης του Γνωστικού παραδείγματος - χωρισμένο από την ιστορική του θέση στην ύστερη αρχαιότητα - ως παλίμψηστο για μια ερμηνεία της νεωτερικότητας. Ένα μονοπάτι που είχε ήδη πατήσει τον δέκατο ένατο αιώνα ο Ferdinand Christian Baur. Τον περασμένο αιώνα, τα εύσημα για την εκ νέου ανακάλυψη της γνώσης πρέπει να αποδοθούν στον Carl Gustav Jung και στις συναντήσεις που προώθησε ξεκινώντας από τη δεκαετία του 1930 στην Ascona, για τις οποίες το "Eranos Jahrbuch" παρέχει τεκμηρίωση. Αλλά ήταν ιδιαίτερα στη δεκαετία του 1950 που η καρποφορία του Γνωστικού παραδείγματος ήρθε στο φως και συζητήθηκε σε μεγαλύτερη κλίμακα. Η συζήτηση θερμάνθηκε γύρω από τις θέσεις που υποστήριξαν αντίστοιχα οι Eric Voegelin και Hans Blumenberg.

Ο πρώτος επιτέθηκε μετωπικά στη νομιμότητα της σύγχρονης εποχής, υποστηρίζοντας ότι η ανάπτυξή της πρέπει να ερμηνευθεί ως θρίαμβος της γνώσης. Φιλόσοφοι που ήταν καθοριστικοί για τη νεωτερικότητα όπως ο Χέγκελ, ο Μαρξ και ο Νίτσε θα θεωρούνταν «Γνωστικοί», καθώς ένα θεωρητικό σύστημα Γνωστικής προέλευσης θα λειτουργούσε στη σκέψη τους. Στον Χέγκελ, η διαδικασία κατά την οποία το πνεύμα έρχεται να βρεθεί από μια κατάσταση αλλοτρίωσης είναι για τον Voegelin ανάλογη με το προσκύνημα μέσω του οποίου η αλλοτριωμένη σπίθα ("πνεύμα") των Γνωστικών επιστρέφει από την εξορία του στον κόσμο στην πληρότητα μιάς αναπόσπαστης ανθρώπινης ύπαρξης. Στον Νίτσε η φυσική αρχή της θέλησης για εξουσία μεταμορφώνει τον άνθρωπο, ασφυκτιώντας από εχθρικές προς τη ζωή αξίες και τώρα αναίμακτα, σε υπεράνθρωπο. Και στις τρεις περιπτώσεις λειτουργεί η ιδέα της αυτοσωτηρίας του ανθρώπου μέσω της «γνώσης» της δικής του κατάστασης αιχμαλωσίας και αποξένωσης, η οποία γίνεται το όργανο της λύτρωσης. Δυνάμει αυτής της «γνώσεως», άρα χάρη στον εαυτό του, το υποβαθμισμένο ον αποκαθιστά την αρχική του πληρότητα. Ο σύγχρονος θρίαμβος της γνώσης σημαίνει για τον Voegelin την εμμενοποίηση της χριστιανικής εσχατολογίας, η οποία τελικά οδηγεί στον μηδενισμό: ο Θεός και η πνευματική ζωή του ανθρώπου θυσιάζονται στον πολιτισμό με την αφιέρωση όλων των ανθρώπινων ενεργειών στην ανάληψη της σωτηρίας μέσω της εμμενούς δράσης που υπάρχει στον κόσμο.

Ο Blumenberg
αντιτάχθηκε σθεναρά σε αυτές τις θέσεις. Υπερασπίστηκε τη νεωτερικότητα, υποστηρίζοντας ότι δεν είναι τόσο η εκκοσμίκευση του Χριστιανισμού, αλλά μάλλον η διαδικασία της αυτόνομης επιβεβαίωσης του ανθρώπου στον κόσμο. Με την απολυτοποίηση της γήινης διάστασης, η νεωτερικότητα αρνείται τον Γνωστικό δυϊσμό, που εξακολουθεί να υπάρχει στην ύστερη μεσαιωνική θεολογική εικασία που χωρίζει ριζικά τον Θεό και τον κόσμο. Η νεωτερικότητα, λοιπόν, δεν είναι ο θρίαμβος, αλλά η δεύτερη, οριστική ήττα της γνώσης. (…)

Εάν η γνώση, που θεωρείται όχι ως ιστορικό φαινόμενο αλλά ως πρότυπο σκέψης, μπορεί να ερμηνευθεί ως ένας «ante litteram» υπαρξιστικός μηδενισμός, ο οποίος μέσω του «annihilatio mundi» επιφέρει μια ριζική απομόνωση της ψυχής για να αποκτήσει τη σωτηρία της και τήν επανένωση με τον Θεό, τότε ο σύγχρονος μηδενισμός μπορεί με τη σειρά του να διαβαστεί ως ένας σύγχρονος αθεϊστικός Γνωστικισμός: τυφλός σε κάθε υπερβατικότητα, συγκεντρώνεται σε μια τραγική περιγραφή του ξεριζωμού και του αποπροσανατολισμού της θνητής ύπαρξης. Στην κοσμική της μοναξιά, η ύπαρξη επαναλαμβάνει το Γνωστικό ερώτημα, γνωρίζοντας ότι θα μείνει αναπάντητο: ποιοι είμαστε; Από πού ερχόμαστε; Πού πάμε;

Στο τέλος αυτής της έρευνας, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με όλες τις αμφιβολίες και τις αμηχανίες-απορίες που είχαμε από την αρχή. Εάν η γνώση, λέει ο Φράνκο Βόλπι, μπορεί να ερμηνευθεί ως ένας υπαρξιστικός μηδενισμός «ante litteram», ο οποίος μέσω του «annihilatio mundi» επιφέρει μια ριζική απομόνωση της ψυχής για να επιτευχθεί σωτηρία και επανένωση με τον Θεό, τότε ο σύγχρονος μηδενισμός μπορεί με τη σειρά του να διαβαστεί ως ένας σύγχρονος αθεϊστικός Γνωστικισμός. Ωστόσο, μας φαίνεται ότι αυτή η ερμηνεία παρουσιάζει περισσότερες δυσκολίες από αυτές που ισχυρίζεται ότι επιλύει. Η Γνώση είναι κάτι πολύ διαφορετικό από τον υπαρξιστικό μηδενισμό: προβάλλεται μάλλον προς την αναζήτηση μιας ανώτερης αλήθειας και, ενώ ουσιαστικά αρνείται την οντολογική διαφορά μεταξύ πλασμάτων και δημιουργού (εμανατισμός), δεν αρνείται καθόλου την ύπαρξη μιας πρώτης αρχής. ούτε μιας τελικής αιτίας, για την οποία ο μηδενισμός φαίνεται ξένος και ασυμβίβαστος με αυτόν. Εάν η ύπαρξη του κόσμου και των οντοτήτων δεν είχε σκοπό, γιατί να αγωνίζεται ο Γνωστικός στην αναζήτησή του για μια ανώτερη γνώση που θα του αποκάλυπτε το μυστήριο της ύπαρξης; Θα ήταν μια αντίφαση από άποψη όρων. Από την άλλη, αν ο μηδενισμός ήταν η εκδοχή, ας πούμε έτσι, του αθεϊστικού γνωστικισμού, θα μπορούσαμε να μιλάμε για γνώση γι' αυτόν; Η γνώση δεν συνεπάγεται απαραίτητα, εξ ορισμού, μια μυητική πορεία προς το θείο; Τώρα, ανεξάρτητα από τον ορισμό του θείου στη Γνωστική σύλληψη, είναι βιώσιμη η θέση ότι η σύγχρονη γνώση μπορεί να βασίζεται στον αθεϊσμό, στο όραμα μιας ολοκληρωτικά έμφυτης πραγματικότητας, χωρίς να πέφτει, αν μη τι άλλο, σε μια περισσότερο ή λιγότερο ρητή μορφή πανθεϊσμού; Ωστόσο, από τόσο αβέβαιες και αντιφατικές βάσεις, δεν έλειψαν οι ερμηνευτές και οι οπαδοί του Χάιντεγκερ που ήθελαν να κάνουν τη φιλοσοφία του τη σύγχρονη εκδοχή της αιώνιας γνώσης. Το πιο θανατηφόρο είναι ότι ανάμεσα σε αυτούς τους θαυμαστές και οπαδούς υπάρχει ο Ιησουίτης θεολόγος Karl Rahner, ο οποίος άσκησε αποφασιστική επιρροή στη λεγόμενη ανθρωπολογική καμπή-στροφή της Δεύτερης Συνόδου του Βατικανού.

Παρασκευή 17 Μαΐου 2024

Μια αιρετική Εκκλησία. Εάν η Εκκλησία δεν καταπολεμά πλέον την αίρεση, καταδικάζει τον εαυτό της να γίνει αιρετική

 του Φραντσέσκο Λαμεντόλα

                                                  Παρουσίαση

Save the seed! 

Για τους προβληματισμούς του Francesco Lamendola

Σε όσους τον ρώτησαν τι να κάνουν μπροστά στην ασταμάτητη παρακμή της Καθολικής Εκκλησίας, ο Alessandro Gnocchi, από τις στήλες της στήλης του "Fuori Moda" (στην ιστοσελίδα Riscossa Cristiana) απάντησε "Save the seed!" (Αποθηκεύστε, σώστε τον σπόρο), έτσι ώστε μπορεί να βλαστήσει ξανά στο μέλλον και να δώσει ανανεωμένη δύναμη στην Αγία Μητέρα Εκκλησία, εκείνη τη Μία, Αγία, Καθολική, Αποστολική Εκκλησία, έξω από την οποία δεν υπάρχει σωτηρία (Extra Ecclesiae Nulla Salus).
Λοιπόν, κατά τη γνώμη μας, τα άρθρα του καθηγητή Francesco Lamendola, που δημοσιεύτηκαν σε ορισμένους ιστότοπους και χρησιμοποιήθηκαν από εμάς για να τα προσφέρουμε στους αναγνώστες του ιστότοπού μας, εκπληρώνουν αυτό το καθήκον καλά.
Μας φαίνεται ότι τα γραπτά του Lamendola αποκαλύπτουν με σαφήνεια τα αίτια της κρίσης που έχει κυριεύσει την Εκκλησία του Χριστού για πάνω από πενήντα χρόνια, το σημερινό «motus in fine velocior» (στο πώς ο χρόνος φαίνεται να επιταχύνεται εν μέσω κρίσης και όταν πλησιάζει το τέλος) καθώς και οι καταστροφές που βρίσκονται στον ορίζοντα στο άμεσο μέλλον. Και όλα αυτά συνοδευόμενα και υποστηριζόμενα από το δύο χιλιάδων ετών ορθό δόγμα της Εκκλησίας, ότι το «depoisitum fidei» που εμπιστεύτηκε ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός στους μαθητές του για να το φυλάνε ζηλότυπα, χωρίς να το διαστρεβλώνουν ή να το χειραγωγούν, όπως έχει γίνει τα τελευταία 50 χρόνια, δίνοντας την εντύπωση ότι ήταν απλώς μια «ποιμαντική ενημέρωση».
Σε αυτούς τους καιρούς του σκότους, αν ο κλήρος, έχοντας γίνει ανούσιο αλάτι, δεν αφήνει πια τον σπόρο να φυτρώσει, έχοντας γίνει σχετικιστής, συγκρητιστής, εμμενιστικός και ανθρωποκεντρικός, μερικές φορές ακόμη και αποστάτης, τότε είναι αναπόφευκτο ότι εναπόκειται στους λαϊκούς να υπερασπιστούν το τελευταίο προπύργιο της καθολικότητας από τις μανιώδεις επιθέσεις του κολασμένου δράκου (η σκέψη εδώ στρέφεται στο βιβλίο "The Devil's Last Battle", του αιδεσιμότατου Paul Kramer) και αν είναι δυνατόν, με τη βοήθεια του Θεού, να εκτελέσουν το επίπονο έργο του «σώζοντας τον σπόρο» .

Η αλήθεια για την επανάσταση που εφαρμόστηκε από τον μοντερνιστικό (εκσυγχρονιστικό) κλήρο κατά τη διάρκεια της Β' Συνόδου του Βατικανού. Έτσι θα μπορούσαμε να ονομάσουμε αυτό το άρθρο του Francesco Lamendola. Μια άλλη φωνή, μετά από αυτές του Gherardini και του καθ. De Mattei, ο οποίος σηκώνεται για να διακηρύξει ξεκάθαρα την αλήθεια για τις καρμποναρο-μασονικές ίντριγκες και συνωμοσίες που προετοίμασαν και υλοποίησαν την εποχή καμπής που εντυπώθηκε στην Καθολική Εκκλησία από τη «Σύνοδο» (τη μόνη που έχει πραγματικά σημασία, για τον σημερινό κλήρο), επιβάλλοντας τη θέληση του μετριοπαθούς κλήρου και του άπιστου λαού των πιστών.
FRF





Είναι σαφές ότι ο λόγος σε αυτούς τους καιρούς -καιρούς της αγαπολογίας, ανεκτικότητας και σχετικισμού- δεν αρέσει, ούτε θα μπορούσε να αρέσει: αλλά η αλήθεια είναι ότι η Εκκλησία υπερασπίστηκε την κατάθεση της πίστης τόσο με την ιερότητα ορισμένων από τα μέλη της, τόσο με την πίστη στο Magisterium, όσο και στην Αποκάλυψη, των πιστών της, ξεκινώντας από τους διανοούμενους. Και, τέλος, με την προσεκτική επιτήρηση των αιρετικών τάσεων, που πολέμησαν αμέσως, εν μέρει με το κήρυγμα, για να αποκαταστήσουν το αληθινό δόγμα, και εν μέρει με την καταστολή, γιά να εξαλείψουν τα κακά μήλα και να τα εμποδίσουν να μολύνουν ακόμη και τα υγιή.
Αν η Εκκλησία, στο παρελθόν, είχε αδιαφορήσει, αν είχε ανεχτεί αιρετικά δόγματα να διαδίδονται μέσα της και να διαφθείρουν τη διδασκαλία της, σήμερα δεν θα είχαμε πλέον τον καθολικισμό, όπως μας έχει παραδοθεί ανά τους αιώνες, αλλά θα είχαμε, στη θέση του, κάτι άλλο: που θα μπορούσε ακόμα να καλείται καθολικισμός σε αυτόν τον κόσμο, και νά ομολογείται από μια λεγόμενη εκκλησία, αλλά, αντίθετα, θα ήταν μακριά από τις αυθεντικές της ρίζες.

Τώρα, είναι σαφές ότι ένα δόγμα παραδίδεται χάρη στην πίστη, την ελπίδα και τη φιλανθρωπία των οπαδών του. Και είναι σαφές ότι, χωρίς τη θεϊκή παρέμβαση και έμπνευση, η Εκκλησία δεν θα είχε διαρκέσει δύο χιλιάδες χρόνια και δεν θα μπορούσε να φέρει εις πέρας το καθήκον της, αυτό της διαφύλαξης και της διάδοσης της διδασκαλίας του Ιησού
Φυσικά, κανείς δεν ελπίζει Επιστροφή στις μεθόδους της παλιάς Ιεράς Εξέτασης. κανείς δεν νοσταλγεί δοκιμασίες, καψίματα και βασανιστήρια: κανένας που να είναι λογικός. Και όμως, είναι αναμφισβήτητο ότι υπάρχει ανάγκη για έναν οργανισμό να διαφυλάσσει την αγνότητα της πίστης ενάντια σε παρεκτροπές, λάθη και αιρέσεις: χωρίς αυτό, η Εκκλησία γίνεται ένα υπερδημοκρατικό φόρουμ, του τύπου της Γωνιάς των Ομιλητών στο Χάιντ Παρκ (Speaker's Corner στο Hyde Park), όπου ο καθένας μπορεί να στραφεί στο κοινό και να πει ό,τι έχει στο μυαλό του, μοιράζοντας οποιοδήποτε πλαστό χρήμα ως καλό χρήμα.

Θα ειπωθεί ότι, όσον αφορά τον κλήρο, τα σεμινάρια ή τα μοναστήρια των θρησκευτικών ταγμάτων είναι αυτά που διασφαλίζουν την ορθοδοξία του δόγματος και αποτρέπουν τον κίνδυνο διάδοσης, ακόμη και μεταξύ των πιστών, εσφαλμένων ερμηνειών του Ευαγγελίου. Ναι, αυτό ίσχυε μέχρι πριν από μερικές δεκαετίες: όχι πια.
Από το δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα, το άναρχο φοιτητικό κύμα έφτασε και στα σεμινάρια, με αποκορύφωμα το '68, στη διαμαρτυρία, στην εξέγερση ενάντια σε κάθε παράδοση και κάθε εξουσία, πρώτα απ' όλα των πατέρων της οικογένειας. Πράγματι, είχε έρθει λίγο νωρίτερα στα σεμινάρια και η Δεύτερη Σύνοδος του Βατικανού, η οποία μπορεί να θεωρηθεί ως η ίδια η προαναγγελία του '68, με μια περίεργη αντιστροφή ρόλων: Τον Μάη του '68, οι νέοι ήταν αυτοί που αμφισβήτησαν τους παλιούς. Σε αυτή τη 
Δεύτερη Σύνοδο του Βατικανού, ήταν οι καρδινάλιοι και οι επίσκοποι, άτομα ηλικίας εξήντα και άνω, που έφεραν επανάσταση στην Εκκλησία και επέβαλαν σε όλους τις απερίσκεπτες διαβουλεύσεις τους και το αυτοαποκαλούμενο «συμβιβαστικό συνοδικό πνεύμα» τους, δηλαδή μια προγραμματική και αδιάκοπη πορεία προς τα εμπρός, ενάντια στό παρελθόν και ενάντια στην παράδοση.

Πράγμα που υποδηλώνει, κατά τη γνώμη μας, ότι, την εποχή τής Συνόδου, υπήρχε ένα προκαθορισμένο σχέδιο που ξεκινούσε από το άλλο, εμπνευσμένο από τον διεθνή και εβραϊκό Τεκτονισμό, τον B'nai B'rith, χωρίς να ξεχνάμε τις σοβιετικές μυστικές υπηρεσίες, οι οποίες είχαν διεισδύσει στα σεμινάρια με μυστικούς πράκτορες μεταμφιεσμένους σε ιεροσπουδαστές, για να οδηγήσουν τη σύνοδο σε μια κατεύθυνση που δεν αντικατοπτρίζει καθόλου, όπως προσπάθησαν αργότερα να ισχυριστούν, το κοινό αίσθημα του καθολικού λαού, που περιγράφεται ως ανυπόμονος να δει την εφαρμογή αυτών των μεταρρυθμίσεων και καινοτομιών, πού είχε από καιρό στους όρκους του.
Αυτός είναι ο θρύλος που άρχισαν να χτίζουν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης , με μια έμπειρη και επίμονη, εξαιρετικά λεπτομερή δουλειά, από πριν από τη συνεδρίαση τής Συνόδου. Και την οποία, αργότερα, διαπίστευσαν ως βέβαιη και αδιαμφισβήτητη αλήθεια, για να παραδοθεί στους ιστορικούς όπως ήταν, και για την οποία δεν ήταν δυνατή καμία αμφιβολία κανενός είδους. Η αλήθεια, ωστόσο, είναι ότι η συντριπτική πλειοψηφία των Καθολικών δεν υποστήριξε τις καινοτομίες που εισήγαγε το Συμβούλιο, ούτε τις λειτουργικές ούτε τις ποιμαντικές, που τίς υποδέχτηκε συχνά με δυσπιστία και απογοήτευση. Όμως στό τέλος 
κατέληξαν να πείσουν τον εαυτό τους ότι αυτό ήταν σωστό, μόνο και μόνο επειδή δεν υπήρχε ουσιαστικά διαφορετική φωνή, ούτε έξω ούτε μέσα στην Εκκλησία, δεδομένου ότι σχεδόν όλοι οι επίσκοποι και οι καρδινάλιοι, έχοντας μυρίσει τον άνεμο πού φυσούσε, έσπευσαν να πάρουν το μέρος των νικητών και να κάνουν μια επίδειξη προοδευτισμού και μοντερνισμού, περισσότερο για να προστατεύσουν τις επισκοπικές τους καρέκλες και τα καπέλα του καρδινάλιου τους, παρά από βαθιά πεποίθηση.
Αλλά οι απλοί πιστοί, οι γυναίκες, οι άντρες του λαού, κάθε άλλο παρά ανυπομονούσαν να δουν τα λατινικά να καταργούνται, τους βωμούς να ανατρέπονται και να διακηρύσσεται το καθήκον του διαλόγου με τους Εβραίους, τους Μουσουλμάνους, τους άθεους τού κόσμου: πολλοί ήταν απογοητευμένοι, αλλά βλέποντας ότι ο κλήρος, σχεδόν χωρίς εξαίρεση, ευθυγραμμίστηκε με τις νέες θέσεις χωρίς να πει λέξη, παραιτήθηκαν και θεώρησαν ότι ήταν σωστό να προσαρμοστούν σε αυτά που έλεγαν όσοι ήξεραν περισσότερα από αυτούς.

Όπως πάντα, οι καλύτεροι ήταν και οι πιο πειθήνιοι, οι πιο ήπιοι, οι λιγότερο πολεμικοί και καβγατζήδες, οι λιγότερο ανήσυχοι για νεωτερισμούς ό,τι κι αν ήταν. Όπως πάντα, αυτοί ήταν που διατήρησαν, όσο ήταν δυνατόν, το παλιό πνεύμα της Εκκλησίας, αυτό του υγιούς και αυθεντικού καθολικισμού, αφήνοντας ορισμένους υπερπροοδευτικούς θεολόγους, τους Rahner, Schillebeeckx, Küng, να φωνάζουν στις στήλες τών εξειδικευμένων περιοδικών ή στους άμβωνες των εκκλησιών τους στη Βόρεια Ευρώπη (τις στιγμές που δεν ήταν πολύ απασχολημένοι με την πορνεία και με τους εραστές τους, όπως στην περίπτωση του Karl Rahner, του μεγάλου διευθυντή του Συμβουλίου)[ΤΟΝ ΟΠΟΙΟ ΑΝΤΕΓΡΑΨΕ Ο ΖΗΖΙΟΥΛΑΣ], και συνέχιζαν να ακολουθούν την πίστη τους στούς προγόνους τους, να κοινωνούν από τα αφιερωμένα χέρια του ιερέα, να απαγγείλουν το ιερό Ροζάριο, να δείχνουν την αφοσίωσή τους στη Παναγία, στον Άγιο Πίο της Πιετρέλτσινα ή στον Αρχάγγελο Άγιο Μιχαήλ, να διαλογίζονται τα ιερά Μυστήρια (γιατί το μυστήριο εξακολουθούσε να υπάρχει γι' αυτούς), να προσεύχονται ενάντια στις παγίδες του κακού (ο πατέρας Σόσα δεν είχε έρθει ακόμη να πει ότι ο διάβολος δεν υπάρχει), να σκέφτονται την αιώνια ζωή, την κρίση, τους αρρώστους και τον παράδεισο, ακόμα κι αν όλα αυτά τα πράγματα δεν ενδιέφεραν πολύ τους Rahners, τους Schillebeeckx και τους Küng, ακόμα κι αν τους ενοχλούσαν λίγο, ακόμη κι αν αντιπροσώπευαν, στα μάτια τους, αυτό πού στόν Καθολικισμό έπρεπε να ξεπεραστεί και να εγκαταλειφθεί, στο όνομα μιας πιο «ώριμης», πιο «ενήλικης» πίστης και πιο συνειδητοποιημένης της ανάγκης για διάλογο με τον σύγχρονο κόσμο.

Από τους επισκόπους μόνο ένας είχε το θάρρος να αντιδράσει, να σταθεί στο ύψος του, με σεμνότητα, χωρίς αλαζονεία και να πει: Δεν μπορώ να αρνηθώ τίποτα που, μέχρι τώρα, είπα και έκανα, σε πλήρη αρμονία με το Magisterium της Εκκλησίας : Monsignor Lefebvre.  Αλλά, όντας μόνος, ήταν εύκολο να τον παρουσιάσουν ως έναν επηρμένο άνθρωπο, έναν φανατικό, έναν τρελό, και να τον χτυπήσουν με τη σοβαρότερη κύρωση, τον αφορισμό, παρόλο που δεν είχε επιτεθεί στο ελάχιστο στην αγνότητα της καθολικής πίστης.
Και πόσες άθλιες συκοφαντίες διαδόθηκαν γι' αυτόν για να τον απαξιώσουν: ακόμη και ότι ήταν ρατσιστής και ότι είχε φύγει από την Αφρική για να μην χρειαστεί να σφίξει τα χέρια με τον νέο Αφρικανό επίσκοπο του Ντακάρ: τον ίδιο, που τόσο πολύ είχε αγαπήσει τήν Αφρική και τούς Αφρικανούς που τους αφιέρωσε μεγάλο μέρος της ζωής του και τις καλύτερες δυνάμεις του, και υπήρξε ποιμένας τόσο ένθερμος με φιλανθρωπία και ζήλο που πολλαπλασίασε νέες ενορίες και προσηλύτισε και βάφτισε χιλιάδες νέους πιστούς.

Είναι αναμφισβήτητο ότι η σχετικιστική παρέκκλιση και η ακραία ποιμαντική και λειτουργική, ακόμη και δογματική, σύγχυση που μαίνεται στην Εκκλησία σήμερα και που τη σαρώνει καθημερινά σαν άνεμος καταιγίδας, βρίσκει τη ρίζα της στην παραίτηση της Εκκλησίας από το δικαίωμα της να υπερασπίζεται το Καθολικό δόγμα, χρησιμοποιώντας επαρκή μέσα λογοκρισίας και καταγγελίας του λάθους.
Η τρελή θεωρία σύμφωνα με την οποία κάθε τείχος πρέπει να γκρεμιστεί και να χτιστούν μόνο γέφυρες είναι η στιγμή της άφιξης αυτής της αυθεντικής αυτοκτονίας του δόγματος : που, όπως όλα τα δόγματα, χρειάζεται να αυτοπροσδιοριστεί, να ξεχωρίσει από αυτό που δεν είναι, να αναγνωρίσει τον εαυτό του σε αυτό που είναι, και να αναγνωρίζεται για αυτό που ήταν πάντα, και να μην ταυτίζεται με κάποια μόδα ή τάση της στιγμής, που προορίζεται - ελπίζουμε - να διαρκέσει για λίγο.

Η παλιά Ιερά Εξέταση δεν άρεσε πια: έφερε μαζί της πάρα πολλές κακές αναμνήσεις. Ας αφήσουμε κατά μέρος πόσο υπερβολικό ήταν το αίσθημα ενοχής των Καθολικών και πόσο τους είχε διαπεράσει το ελευθεριακό, μασονικό, αντιχριστιανικό πνεύμα, που χρησιμοποίησε τα ονόματα Galileo, Bruno, Campanella, για να ταράξει τους αιώνια κατηγορούμενους για σκοταδιστές, μισαλλόδοξους, εχθρούς της ελευθερίας της σκέψης: οι ίδιοι, που δίδαξαν στους λαούς της Ευρώπης τι είναι η ελευθερία συνείδησης και ποια είναι η αξιοπρέπεια του ανθρώπου, όταν αυτοί αγνοούσαν και τα δύο.

Γεγονός όμως είναι ότι: τελικώς, στις 7 Δεκεμβρίου 1965, χάρη στη Β' Σύνοδο του Βατικανού και το νέο κλίμα που εγκαινίασε, η Ιερά Εξέταση διαλύθηκε και αντικαταστάθηκε από την Σύνοδο για το Δόγμα της Πίστεως. Τώρα, αυτό το νέο σώμα θα είχε νόημα αν είχε πάρει την κληρονομιά του παλιού - που δεν αποτελούταν μόνο από εγκλήματα και καταχρήσεις, αλλά θα μπορούσε να καυχηθεί, για την υποστήριξή του, για μερικά από τα καλύτερα ονόματα της καθολικής κουλτούρας και πνευματικότητας. Αν είχε κάνει δικό του αυτό το πνεύμα, αποκλείοντας φυσικά τις δοκιμασίες, τα βασανιστήρια και τους πασσάλους: το πνεύμα της υπεράσπισης του καθολικισμού ενάντια στους ύπουλους εχθρούς που θέλουν να το μολύνουν από μέσα, ενάντια στο δηλητήριο της αίρεσης που μεθάει τις ψυχές και δημιουργεί σύγχυση, αποπροσανατολισμό, ηθική και πνευματική αδιαθεσία στο λαό του Θεού
Εν ολίγοις, ήταν απαραίτητο για τους φύλακες να κάνουν το καθήκον τους: να παρακολουθούν, να πολεμούν, να αναφέρουν τον κίνδυνο, να θυμούνται το αληθινό και μοναδικό δόγμα. Γιατί ο καθολικισμός, αν χρειάζεται να θυμηθούμε, διαφέρει από τις αμέτρητες προτεσταντικές εκκλησίες και αιρέσεις ακριβώς γι' αυτό: για την ενότητα του δόγματος.

Μεταξύ των Προτεσταντών, ο καθένας διαβάζει και ερμηνεύει τις Γραφές όπως νομίζει καλύτερα. Στην Καθολική Εκκλησία, όχι: μία είναι η ερμηνεία, ένα είναι το δόγμα. Ή, τουλάχιστον, αυτό συνέβαινε έως ότου το σύμπλεγμα κατωτερότητας απέναντι στους Προτεστάντες, που αναπτύχθηκε πάνω απ' όλα στους θεολογικούς και ιστορικούς κύκλους των καθολικών πανεπιστημίων της κεντρικής Ευρώπης, έγινε βασανιστικό, αφόρητο και οι Καθολικοί θεολόγοι και βιβλικολόγοι αποφάσισαν να 
«ανακτήσουν την καθυστέρηση» δίνοντάς τους την ερμηνευτική, ιστορική και νατουραλιστική προοπτική των προτεσταντών, δηλαδή των αιρετικών, «συναδέλφων» τους.
Και θέλουμε να το πούμε, μια για πάντα, ότι οι Προτεστάντες είναι αιρετικοί, ναι ή όχι; πράγμα που δεν σημαίνει ότι είναι άσχημοι και κακοί, ότι είναι φρικτοί άνθρωποι, αλλά απλώς -και συγγνώμη αν είναι λίγο- ότι, για έναν Καθολικό, είναι εντελώς έξω από την Αλήθεια. Και τότε, δεδομένου ότι ήταν απαραίτητο να αναπληρώσουμε τον χαμένο χρόνο - τουλάχιστον δύο αιώνες, κατά τη γνώμη του μασόνου καρδινάλιου Carlo Maria Martini - μακριά τά θαύματα, που είναι μόνο σύμβολα. Μακριά το υπερφυσικό, το οποίο δεν είναι απαραίτητο για την πίστη (;). Μακριά από την αφοσίωση των αγίων, γιατί ο μόνος ιερέας είναι ο χριστιανός που στρέφεται στον Θεό, ιερέας του εαυτού του, που φυσικά απαλλάσσει τον εαυτό του από όλες τις πιθανές αμαρτίες. Μακριά από την κόλαση και τον παράδεισο, που ανήκουν, όπως θα έλεγε ο καλός πατέρας Ermes Ronchi, άξιος μαθητής του David Maria Turoldo, στην παιδαγωγική του φόβου. Μακριά από την ίδια την καταδίκη της αίρεσης, γιατί όλοι οι δρόμοι οδηγούν στον Θεό, ακόμη και σε άλλες θρησκείες, ακόμα και η απόρριψη της θρησκείας, μπορεί να οδηγήσει την ψυχή στη χάρη του Κυρίου, δεδομένου ότι οι δρόμοι του είναι μυστηριώδεις και ανεξιχνίαστοι (αληθινοί) και γι' αυτό το παλιό μότο extra ecclesiam nulla salus πρέπει τώρα να μπει στο πατάρι (σάν ψεύτικο).

[ΟΛΟ ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΟΥ ΠΡΟΔΟΤΙΚΟΥ ΚΗΡΥΓΜΑΤΟΣ ΣΗΜΕΡΑ ΤΟΥ ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΥ]

Και πότε η πίστη στην Πραγματική Παρουσία του Ιησού στο Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας θα καταργηθεί ή θα κηρυχθεί προαιρετική, και, ίσως, επίσης καί η διπλή φύση του, θεϊκή και ανθρώπινη, και όχι μόνο ανθρώπινη, όπως οι ομιλίες πολλών ιερέων και ιερέων και  επίσκοπων προοδευτικών φαίνεται να προτείνουν;

Για λίγο, το νέο σώμα προσπάθησε να κάνει το καθήκον του. Αλλά έφυγε ανάπηρο, δηλαδή άρχισε να σημαδεύεται από την απαξίωση αυτού από το οποίο καταγόταν, μια απαξίωση που είχαν κάνει δική τους οι Καθολικοί, για τον απλούστατο λόγο ότι είχαν κάνει δικό τους σχεδόν ό,τι προερχόταν από τόν βέβηλο πολιτισμό και από τον κόσμο του αισθήματος, της σκέψης και της ζωής του σύγχρονου κόσμου. Κάθε φορά που επιτρεπόταν σε κάποιον καθηγητή να οριστεί ως μη Καθολικός, να απομακρυνθεί από τη διδασκαλία σε καθολική σχολή, να επιβεβαιωθεί ότι οι διατριβές του ήταν λανθασμένες, αμέσως υψωνόταν ένα τοίχος καθολικής αποδοκιμασίας, υποκινούμενο και επιτηδεύομενο από τον Τύπο και την τηλεόραση, και καβαλημένος, με ασυνείδητη ματαιοδοξία, ή, χειρότερα, με εσκεμμένη κακία, από προοδευτικούς και νεομοντέρνους Καθολικούς, συμπεριλαμβανομένων αρκετών ιερέων και επισκόπων, πάντα έτοιμων να πάνε στα σαλόνια της τηλεόρασης, να καλωσορίσουν (και να εκμεταλλευτούν) επισκέπτες αυτού ή εκείνου τού παρουσιαστού της κρατικής τηλεόρασης, κρυφά αντικληρικού και αντιχριστιανικού (χρειάζεται να πούμε ονόματα; νομίζουμε ότι καταλαβαίνουμε πολύ καλά και, επιπλέον, έχουμε αναφέρει ονόματα ξανά και ξανά), για να μιλήσουν άσχημα για τή δική τους Εκκλησία και να αποδοκιμάζουν την επιμονή των «θυλάκων» σκοταδισμού και κλεισίματος.

Τώρα, από την 1η Ιουλίου 2017, ο Έπαρχος της Συνόδου για το Δόγμα της Πίστεως είναι ο Αρχιεπίσκοπος Λουίς Φρανσίσκο Λαδάρια Φερέρ, Ισπανός, γεννημένος το 1944, αντικαθιστώντας τον Γερμανό Καρδινάλιο Λούντβιχ Μύλερ, που στάλθηκε σε πρόωρη συνταξιοδότηση από τον Πάπα Φραγκίσκο. Τώρα μπορούμε λοιπόν να κοιμηθούμε ήσυχοι: η επιμέλεια του καθολικού δόγματος βρίσκεται σε καλά χέρια. Στον Ladaria Ferrer, στην πραγματικότητα, προηγείται η φήμη ότι είναι gay friendly, δηλαδή όχι προσωπικά ομοφυλόφιλος πρεσβύτερος, αλλά πρεσβύτερος υπέρ της απελευθέρωσης της Εκκλησίας στο θέμα της σεξουαλικότητας και κυρίως της ομοφυλοφιλίας, σύμφωνα με τις επιθυμίες του πολύ ισχυρού λόμπι των ομοφυλοφίλων που κυριαρχεί στο Βατικανό, και στο οποίο ανήκουν πολλοί μεγαλοτιτλούχοι της σημερινής Εκκλησίας (δείτε το άρθρο του Father Ariel S. Levi of Gualdo: Στην Εκκλησία των Σοδόμων και των Γομόρρων ίσως έχουμε ένα "gay friendly" σάν έπαρχο της Συνόδου για το Δόγμα της Πίστεως;, που δημοσιεύτηκε στις 15/08/2017 στο The island of Patmos).
Με τον διορισμό του, η αίρεση θα εξαλειφθεί επιτέλους από την Καθολική Εκκλησία...


ΔΥΣΤΥΧΩΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΜΑΣ ΑΓΙΟΙ ΔΕΝ ΕΙΧΑΝ ΤΗΝ ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΝΑ ΔΟΥΝ ΤΟΝ ΠΡΟΔΟΤΙΚΟ ΡΟΛΟ ΤΗΣ ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ ΒΟΛΟΥ, ΤΟΥ ΖΗΖΙΟΥΛΑ, ΤΟΥ ΙΕΡΩΝΥΜΟΥ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΜΕ ΜΠΡΟΣΤΑΡΗ ΤΟΝ ΓΙΑΓΚΑΖΟΓΛΟΥ ΔΙΕΛΥΕ ΤΗΝ ΠΑΙΔΕΙΑ, ΤΟΥ ΑΓΟΥΡΙΔΗ, ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗ ΚΑΙ ΒΕΒΑΙΩΣ ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΥΠΟΠΤΕΥΕΤΑΙ ΤΟΝ ΠΡΟΔΟΤΙΚΟ ΡΟΛΟ ΤΟΥ ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΥ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΑΦΟΥ ΠΡΟΣΚΟΛΛΗΣΕ ΤΗΝ ΜΩΡΟΦΙΛΟΔΟΞΙΑ ΤΟΥ ΣΤΟΝ ΚΑΛΛΙΣΤΟ ΓΟΥΕΑΡ ΚΑΊ ΣΤΟΝ ΣΟΡΟΣ ΚΑΤΕΛΉΞΕ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΟΥ ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΝΟΥ ΠΡΟΑΓΟΝΤΑΣ ΤΗΝ  ΑΠΟΡΡΙΦΘΕΙΣΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΠΑΛΑΜΑ ΑΝΑΛΟΓΙΑ.

ΑΣ ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΟΥΜΕ ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ ΚΟΙΜΙΣΜΕΝΟΙ ΜΟΥ ΣΥΝΑΔΕΛΦΟΙ ΤΟΝ ΥΜΝΟ ΤΗΣ ΝΙΚΗΣ ΤΩΝ ΚΑΛΟΠΑΙΔΩΝ ΤΗΣ ΨΕΥΔΟΘΕΟΛΟΓΙΑΣ.

ΑΝΑΛΟΓΙΕΣ ΤΟ ΜΥΑΛΟ ΜΟΥ ΒΑΣΑΝΙΖΟΥΝΕ ΠΟΛΛΕΣ, ΑΝΑΛΟΓΙΕΣ ΚΑΥΤΕΣ....