Συνέχεια από: Tετάρτη 12 Φεβρουαρίου 2025
PAUL FRIEDLȀNDER
ΠΛΑΤΩΝ
ΤΡΙΤΟΣ ΤΟΜΟΣ
ΤΑ ΠΛΑΤΩΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ –
ΔΕΥΤΕΡΗ ΚΑΙ ΤΡΙΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
ΤΡΙΤΗ ΜΕΣΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ: ΤΟ ΟΨΙΜΟ ΕΡΓΟ
ΠΡΩΤΗ ΟΜΑΔΑ ΔΙΑΛΟΓΩΝ : Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ
28. Φίληβος Φίληβος
ΠΛΑΤΩΝ
ΤΡΙΤΟΣ ΤΟΜΟΣ
ΤΑ ΠΛΑΤΩΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ –
ΔΕΥΤΕΡΗ ΚΑΙ ΤΡΙΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
ΤΡΙΤΗ ΜΕΣΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ: ΤΟ ΟΨΙΜΟ ΕΡΓΟ
ΠΡΩΤΗ ΟΜΑΔΑ ΔΙΑΛΟΓΩΝ : Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ
28. Φίληβος Φίληβος
(Ή περί ηδονής, Ηθικός)
Μέρος δεύτερο. Πρώτη ενότητα. 31 B - 55 C.
Είμαστε ακόμα μακριά από το τέλος του δύσβατου μονοπατιού, από το τέλος της δαιδαλώδους πορείας. Δεν επέμεινε άραγε ο ίδιος ο Σωκράτης από την αρχή στο γεγονός ότι υπάρχουν καλές και κακές ηδονές, ευγενείς και χυδαίες ηδονές, με σκοπό να αντικρούσει τη θέση ότι κάθε ηδονή είναι ίση με κάθε άλλη; Κι όμως, τώρα ο ίδιος ο Σωκράτης έχει ταξινομήσει (και συνεπώς υποβαθμίσει) την ηδονή στο σύνολό της μέσα στο δικό του σύστημα των γενών του είναι. Δεν πρέπει, λοιπόν, να πούμε ότι αυτή η ταξινόμηση, όσο σημαντική κι αν είναι, αποτελεί απλώς ένα προκαταρκτικό βήμα;
Ας θυμηθούμε, επίσης, ότι λίγο νωρίτερα (28 A) ο Σωκράτης απέρριψε για άλλη μια φορά τη θέση του Φιλήβου, σύμφωνα με την οποία η απεριόριστη ηδονή είναι ταυτόσημη με το αγαθό, και κάνοντάς το αυτό, δεν υπονόησε άραγε ότι πρέπει να βρούμε κάτι διαφορετικό από το άπειρο προκειμένου να δούμε πώς οι ηδονές μετέχουν στο αγαθό (μέρος τοῦ ἀγαθοῦ); Άρα, η ηδονή μετέχει του αγαθού.
Πώς μπορεί, όμως, αυτή η θέση να συμφιλιωθεί με την ένταξη της ηδονής στο σύνολό της στην κατηγορία του απείρου, το οποίο αποκτά αξία μόνο μέσω της «μείξης» του με το «όριο» και μέσω του «περιορισμού»; Στην αρχή του πρώτου μέρους του διαλόγου, η έμφαση δινόταν στις διαφορές μεταξύ των ηδονών ή των κατηγοριών τους. Αυτές οι διαφορές στη συνέχεια τέθηκαν σκόπιμα στην άκρη, ώστε να αντιληφθούμε τη συνολική φύση της ηδονής. Τώρα, το ζήτημα αυτών των διαφορών, που είχε μείνει σε εκκρεμότητα, για να το πούμε έτσι, από την πρώτη κιόλας αντιπαράθεση μεταξύ Σωκράτη και Πρωταρχου, αναδεικνύεται σε κεντρικό πρόβλημα.
31 B - 32 B. Μας λέγεται ρητά ότι πρέπει να υπάρξει μια πλήρης αλλαγή κατεύθυνσης. Σε σχέση με καθένα από τα δύο αντικείμενα της έρευνας, την ηδονή και τη γνώση, πρέπει τώρα να δούμε (ἐν ᾧ) σε ποιο πεδίο ή χώρο βρίσκονται και υπό ποιες συνθήκες (πάθος) υπόκεινται. Μας λέγεται επίσης ρητά (31 B 5) ότι δεν μπορούμε να εξετάσουμε την ηδονή χωρίς να εξετάσουμε και τον πόνο. Θυμόμαστε ότι προηγουμένως (27 E 5) ο Σωκράτης, αντιπαρατιθέμενος στον Φίληβο, είχε αυθόρμητα τοποθετήσει την ηδονή δίπλα στον πόνο, ένας παραλληλισμός που είναι μεγάλης σημασίας για όλη την έρευνα που ακολουθεί. Με αυτόν τον τρόπο, οι διάφορες ποικιλίες της ηδονής και της γνώσης πρέπει να εξεταστούν αφού πρώτα προσδιοριστεί η ουσιαστική φύση της καθεμιάς. Πρώτα θα εξεταστεί η ηδονή, ενώ η ανάλυση της γνώσης θα ακολουθήσει αργότερα (55 C).
Το αρχικό ερώτημα, που σύντομα επαναλαμβάνεται (32 D), καθοδηγεί την έρευνα σχετικά με την ηδονή. Όλα όσα ονομάζονται ηδονή πρέπει να θεωρούνται ως Αγαθό ή υπάρχουν ηδονές και πόνοι που άλλοτε είναι καλοί και άλλοτε κακοί; Με άλλα λόγια, δεδομένου ότι η ενότητα της ηδονής έχει απορριφθεί εδώ και καιρό, το τρέχον καθήκον είναι να δείξουμε τις διαφορές μεταξύ των ηδονών και των αντίστοιχων βαθμών τους.
Για αρχή, υπάρχει μια θεωρία σχετικά με την ηδονή και τον πόνο, και τα δύο νοούμενα με ψυχοφυσιολογική έννοια, στην οποία θα παραπέμπουμε συνεχώς στη συνέχεια. Ωστόσο, ενώ σε αυτό το δεύτερο μέρος του διαλόγου τίθενται και εξετάζονται νέα προβλήματα, ο βασικός προσανατολισμός παραμένει ο ίδιος με την προηγούμενη ενότητα και το πρόβλημα που αφορά τον τόπο (ἐν ᾧ, 31 B) στον οποίο πρέπει να τοποθετηθούν η ηδονή και ο πόνος προέρχεται απευθείας από το πρώτο μέρος. Όμως, ενώ η ηδονή και ο πόνος, όπως τους αντιλαμβάνεται ο Φίληβος, τοποθετούνται στην κατηγορία του πεπερασμένου και του ορίου και επομένως, κατά κάποιο τρόπο, εγκαταλείπονται, η ηδονή και ο πόνος εντάσσονται τώρα στο βασίλειο του «μεικτού». Αυτό, ωστόσο, σε πλήρη αντίθεση με το βασίλειο του απείρου, δεν πρέπει να θεωρείται ως ένα χάος χωρίς τάξη. Συνεπώς, περιγράφεται τώρα, όπως και προηγουμένως (25 E), μέσω ορατών χαρακτηριστικών, όπως η υγεία και η αρμονία, η δομή ή η ισορροπία. Ανατρέχοντας στη διαμάχη για το όνομα της θεότητας, μπορεί κανείς να θυμηθεί ότι η Αρμονία ήταν «θυγατέρα της χρυσαφένιας Αφροδίτης», όπως γνώριζαν ο Πλάτωνας και οι αναγνώστες του από τη Θεογονία του Ησιόδου.
Τα πολύ απλά παραδείγματα της δίψας, της πείνας και του ψύχους αναφέρονται για να δείξουν ότι ο πόνος οφείλεται σε μια διατάραξη της αρμονίας ή της ισορροπίας του οργανισμού, ενώ η ηδονή οφείλεται στην αποκατάσταση αυτής της αρμονίας. Αντίθετα από αυτές τις καταστάσεις, που προκύπτουν από οργανικές διεργασίες, υπάρχει μια άλλη μορφή ηδονής, η οποία γεννιέται απλώς από την προσδοκία (προσδόκημα) του μέλλοντος και έχει τη θέση της στην ψυχή και όχι στο σώμα. Η διαφορά μεταξύ αυτών των καταστάσεων του σώματος και της ψυχής έγκειται στο γεγονός ότι στις σωματικές καταστάσεις η ηδονή και ο πόνος είναι αναγκαστικά αλληλένδετα, ενώ στην ψυχή μπορούν να είναι καθαρά (εἰλικρινής) και αμιγή (ἄμεικτος).
Ήδη εδώ διακρίνεται μια ιεραρχική τάξη μεταξύ των ηδονών: το γεγονός ότι υπάρχουν σωματικές και ψυχικές, μικτές και καθαρές. Όλα αυτά παραμένουν ακόμα σε επίπεδο υπόθεσης ή, όπως σημειώνει ρητά ο Σωκράτης, αποτελούν απλώς μια σύντομη και γρήγορη αναφορά σε ένα σημαντικό ζήτημα (31 D 9). Σύντομα η ανάλυση θα επεκταθεί και θα γίνει πιο λεπτομερής.
32 D - 33 C. Προς το παρόν, ωστόσο, η συζήτηση διασπάται ξανά. Η φυσιολογική βάση, θα λέγαμε, διευρύνεται πέρα από τα όρια της ηδονής και του πόνου. Εάν ο πόνος αντανακλά μια διατάραξη μιας κατάστασης ισορροπίας και η ηδονή την αποκατάστασή της, τότε πρέπει να υπάρχει μια κατάσταση πέρα από τη διατάραξη και την αποκατάσταση της ισορροπίας, μια ουδέτερη συνθήκη ανάμεσα στην ηδονή και τον πόνο. Σε αυτήν την κατάσταση ανήκει η ζωή της καθαρής γνώσης, όπως είχε φανεί προηγουμένως στη θεμελιώδη σύγκριση μεταξύ των δύο τρόπων ζωής (21 D).
Πρόκειται για τη θεϊκή ζωή, μια ζωή στην οποία θα ήταν ακατάλληλο να αποδώσουμε καταστάσεις όπως η διατάραξη και η αποκατάσταση, ο πόνος και η ηδονή. Ακολουθώντας αυτήν τη θέση, το επιχείρημα εγκαταλείπεται προσωρινά, με την επισήμανση ότι μπορεί πάντα να επανέλθει στη συζήτηση όταν αυτό είναι σχετικό (πρὸς λόγον). Και πράγματι, αργότερα (44 C κ.ε.), η συζήτηση θα επανέλθει σε αυτό το σημείο, όπως και στο κεφάλαιο για την ηδονή στην Πολιτεία, προκειμένου να καθοριστεί η θετική ύπαρξη της ηδονής σε αντίθεση με την ενδιάμεση κατάσταση, η οποία από μόνη της είναι ουδέτερη. Η φυσιολογία εδώ προετοιμάζει το έδαφος για τη μεταγενέστερη διαμάχη, αλλά όχι μόνο αυτό.
Από το εκ προθέσεως χαμηλό επίπεδο της φυσιολογίας, η συζήτηση ανυψώνεται σε μια σύλληψη όπου, έστω και για μια στιγμή, αναβοσβήνει η εικόνα της καθαρής ζωής σε μια κατάσταση αταραξίας. Στις στιγμές που προηγούνται και ακολουθούν άμεσα αυτό το σημείο, το αντικείμενο της συζήτησης είναι η ηδονή. Ωστόσο, την κατάλληλη στιγμή, μας υπενθυμίζεται ότι υπάρχει κάτι όπως το πνεύμα, το οποίο είναι αντίθετο -αλλά όχι μόνο αυτό- στην ηδονή.
Μόλις πρωτοπαρουσιάζεται η ύπαρξη μιας τάξης μεταξύ των ηδονών, το θεϊκό πνεύμα αναδύεται ως κάτι που βρίσκεται πέρα από την ηδονή, ακόμα και στις πιο ευγενείς εκφάνσεις της. Έτσι, η αποστασιοποίηση από την ηδονή καθίσταται ακόμη πιο σημαντική, προκειμένου να επιτευχθεί μια θεματική απόφαση (κρίσις, 33 A 4) σχετικά με αυτήν. Αυτό πρέπει να έχουμε κατά νου σε ό,τι ακολουθεί, καθώς η συζήτηση, με νέες κινήσεις, κατευθύνεται προς το εγχείρημα της οικοδόμησης ενός συστηματικού πλαισίου στον χώρο της ηδονής.
33 C-34 C. Επανερχόμενοι στο θέμα της ηδονής, η συζήτηση επικεντρώνεται στο φαινόμενο της «μνήμης» (μνήμη) και της «ανάμνησης» (ἀνάμνησις). Συγκεκριμένα, η μνήμη είχε ήδη εμφανιστεί (32 C) όταν είχε γίνει λόγος για την προσδοκία, καθώς δεν είναι δυνατόν να προσδοκά κανείς κάτι χωρίς ανάμνηση. Από φυσιοψυχολογική άποψη, υπάρχουν καταστάσεις (παθήματα) στις οποίες επηρεάζεται μόνο το σώμα, άλλες που διεισδύουν μέσω του σώματος έως την ψυχή και άλλες που αφορούν αποκλειστικά την ψυχή.
Η πρώτη κατάσταση μπορεί να ονομαστεί «αναισθησία ή ασυνειδησία» (ἀναισθησία), εφόσον αφορά την ψυχή. Η δεύτερη κατάσταση, που σχετίζεται με διεργασίες κοινές στο σώμα και την ψυχή, μπορεί να χαρακτηριστεί ως «αίσθηση, αντίληψη» (αἴσθησις). Στην τρίτη κατάσταση, κάτι που είχε βιωθεί προηγουμένως ανασύρεται από την ψυχή έξω από τη λήθη ή το ασυνείδητο στη μνήμη, μέσω της ανάμνησης.
Έτσι, με αυστηρή έννοια, δεν υπάρχουν αμιγώς σωματικές αισθήσεις ηδονής, καθώς κάθε ηδονή είναι τουλάχιστον και ηδονή της ψυχής. Αυτό δεν σημαίνει ότι καταργούνται οι διαβαθμίσεις της ηδονής. Μια πιο προσεκτική ανάλυση απλώς δείχνει ότι υπάρχει ένας σύνδεσμος ανάμεσα στις ανώτερες ηδονές αφενός και σε εκείνες τις νοητικές/ψυχικές πράξεις, όπως η μνήμη και η ανάμνηση, αφετέρου.
(Μπορεί κανείς να προχωρήσει περαιτέρω χωρίς να υπερβάλλει σε λεπτότητα; Θα μπορούσε να ειπωθεί ότι ο Σωκράτης εδώ διατηρεί ένα επίπεδο που είναι κατανοητό στον Πρώταρχο και στους συνομιλητές του, τους νεαρούς μαθητές της Ακαδημίας – ενώ, από τη δική του πλευρά, δεν μπορεί να αναφέρεται στο πρόβλημα της «μνήμης» και της «ανάμνησης» χωρίς να σκέφτεται και να κάνει τουλάχιστον κάποιους από τους αναγνώστες του να σκεφτούν τη μεταψυχολογία και τη μεταφυσική που αναπτύσσονται στον Μένωνα και στον Φαίδωνα.)
Αφού έγινε λόγος για την προσδοκία του μέλλοντος και τώρα γίνεται λόγος για την «ανάμνηση» του παρελθόντος, μπορεί κανείς να αναρωτηθεί: είναι δυνατή η προσδοκία του μέλλοντος χωρίς ανάμνηση του παρελθόντος;
Ας θυμηθούμε, επίσης, ότι λίγο νωρίτερα (28 A) ο Σωκράτης απέρριψε για άλλη μια φορά τη θέση του Φιλήβου, σύμφωνα με την οποία η απεριόριστη ηδονή είναι ταυτόσημη με το αγαθό, και κάνοντάς το αυτό, δεν υπονόησε άραγε ότι πρέπει να βρούμε κάτι διαφορετικό από το άπειρο προκειμένου να δούμε πώς οι ηδονές μετέχουν στο αγαθό (μέρος τοῦ ἀγαθοῦ); Άρα, η ηδονή μετέχει του αγαθού.
Πώς μπορεί, όμως, αυτή η θέση να συμφιλιωθεί με την ένταξη της ηδονής στο σύνολό της στην κατηγορία του απείρου, το οποίο αποκτά αξία μόνο μέσω της «μείξης» του με το «όριο» και μέσω του «περιορισμού»; Στην αρχή του πρώτου μέρους του διαλόγου, η έμφαση δινόταν στις διαφορές μεταξύ των ηδονών ή των κατηγοριών τους. Αυτές οι διαφορές στη συνέχεια τέθηκαν σκόπιμα στην άκρη, ώστε να αντιληφθούμε τη συνολική φύση της ηδονής. Τώρα, το ζήτημα αυτών των διαφορών, που είχε μείνει σε εκκρεμότητα, για να το πούμε έτσι, από την πρώτη κιόλας αντιπαράθεση μεταξύ Σωκράτη και Πρωταρχου, αναδεικνύεται σε κεντρικό πρόβλημα.
31 B - 32 B. Μας λέγεται ρητά ότι πρέπει να υπάρξει μια πλήρης αλλαγή κατεύθυνσης. Σε σχέση με καθένα από τα δύο αντικείμενα της έρευνας, την ηδονή και τη γνώση, πρέπει τώρα να δούμε (ἐν ᾧ) σε ποιο πεδίο ή χώρο βρίσκονται και υπό ποιες συνθήκες (πάθος) υπόκεινται. Μας λέγεται επίσης ρητά (31 B 5) ότι δεν μπορούμε να εξετάσουμε την ηδονή χωρίς να εξετάσουμε και τον πόνο. Θυμόμαστε ότι προηγουμένως (27 E 5) ο Σωκράτης, αντιπαρατιθέμενος στον Φίληβο, είχε αυθόρμητα τοποθετήσει την ηδονή δίπλα στον πόνο, ένας παραλληλισμός που είναι μεγάλης σημασίας για όλη την έρευνα που ακολουθεί. Με αυτόν τον τρόπο, οι διάφορες ποικιλίες της ηδονής και της γνώσης πρέπει να εξεταστούν αφού πρώτα προσδιοριστεί η ουσιαστική φύση της καθεμιάς. Πρώτα θα εξεταστεί η ηδονή, ενώ η ανάλυση της γνώσης θα ακολουθήσει αργότερα (55 C).
Το αρχικό ερώτημα, που σύντομα επαναλαμβάνεται (32 D), καθοδηγεί την έρευνα σχετικά με την ηδονή. Όλα όσα ονομάζονται ηδονή πρέπει να θεωρούνται ως Αγαθό ή υπάρχουν ηδονές και πόνοι που άλλοτε είναι καλοί και άλλοτε κακοί; Με άλλα λόγια, δεδομένου ότι η ενότητα της ηδονής έχει απορριφθεί εδώ και καιρό, το τρέχον καθήκον είναι να δείξουμε τις διαφορές μεταξύ των ηδονών και των αντίστοιχων βαθμών τους.
Για αρχή, υπάρχει μια θεωρία σχετικά με την ηδονή και τον πόνο, και τα δύο νοούμενα με ψυχοφυσιολογική έννοια, στην οποία θα παραπέμπουμε συνεχώς στη συνέχεια. Ωστόσο, ενώ σε αυτό το δεύτερο μέρος του διαλόγου τίθενται και εξετάζονται νέα προβλήματα, ο βασικός προσανατολισμός παραμένει ο ίδιος με την προηγούμενη ενότητα και το πρόβλημα που αφορά τον τόπο (ἐν ᾧ, 31 B) στον οποίο πρέπει να τοποθετηθούν η ηδονή και ο πόνος προέρχεται απευθείας από το πρώτο μέρος. Όμως, ενώ η ηδονή και ο πόνος, όπως τους αντιλαμβάνεται ο Φίληβος, τοποθετούνται στην κατηγορία του πεπερασμένου και του ορίου και επομένως, κατά κάποιο τρόπο, εγκαταλείπονται, η ηδονή και ο πόνος εντάσσονται τώρα στο βασίλειο του «μεικτού». Αυτό, ωστόσο, σε πλήρη αντίθεση με το βασίλειο του απείρου, δεν πρέπει να θεωρείται ως ένα χάος χωρίς τάξη. Συνεπώς, περιγράφεται τώρα, όπως και προηγουμένως (25 E), μέσω ορατών χαρακτηριστικών, όπως η υγεία και η αρμονία, η δομή ή η ισορροπία. Ανατρέχοντας στη διαμάχη για το όνομα της θεότητας, μπορεί κανείς να θυμηθεί ότι η Αρμονία ήταν «θυγατέρα της χρυσαφένιας Αφροδίτης», όπως γνώριζαν ο Πλάτωνας και οι αναγνώστες του από τη Θεογονία του Ησιόδου.
Τα πολύ απλά παραδείγματα της δίψας, της πείνας και του ψύχους αναφέρονται για να δείξουν ότι ο πόνος οφείλεται σε μια διατάραξη της αρμονίας ή της ισορροπίας του οργανισμού, ενώ η ηδονή οφείλεται στην αποκατάσταση αυτής της αρμονίας. Αντίθετα από αυτές τις καταστάσεις, που προκύπτουν από οργανικές διεργασίες, υπάρχει μια άλλη μορφή ηδονής, η οποία γεννιέται απλώς από την προσδοκία (προσδόκημα) του μέλλοντος και έχει τη θέση της στην ψυχή και όχι στο σώμα. Η διαφορά μεταξύ αυτών των καταστάσεων του σώματος και της ψυχής έγκειται στο γεγονός ότι στις σωματικές καταστάσεις η ηδονή και ο πόνος είναι αναγκαστικά αλληλένδετα, ενώ στην ψυχή μπορούν να είναι καθαρά (εἰλικρινής) και αμιγή (ἄμεικτος).
Ήδη εδώ διακρίνεται μια ιεραρχική τάξη μεταξύ των ηδονών: το γεγονός ότι υπάρχουν σωματικές και ψυχικές, μικτές και καθαρές. Όλα αυτά παραμένουν ακόμα σε επίπεδο υπόθεσης ή, όπως σημειώνει ρητά ο Σωκράτης, αποτελούν απλώς μια σύντομη και γρήγορη αναφορά σε ένα σημαντικό ζήτημα (31 D 9). Σύντομα η ανάλυση θα επεκταθεί και θα γίνει πιο λεπτομερής.
32 D - 33 C. Προς το παρόν, ωστόσο, η συζήτηση διασπάται ξανά. Η φυσιολογική βάση, θα λέγαμε, διευρύνεται πέρα από τα όρια της ηδονής και του πόνου. Εάν ο πόνος αντανακλά μια διατάραξη μιας κατάστασης ισορροπίας και η ηδονή την αποκατάστασή της, τότε πρέπει να υπάρχει μια κατάσταση πέρα από τη διατάραξη και την αποκατάσταση της ισορροπίας, μια ουδέτερη συνθήκη ανάμεσα στην ηδονή και τον πόνο. Σε αυτήν την κατάσταση ανήκει η ζωή της καθαρής γνώσης, όπως είχε φανεί προηγουμένως στη θεμελιώδη σύγκριση μεταξύ των δύο τρόπων ζωής (21 D).
Πρόκειται για τη θεϊκή ζωή, μια ζωή στην οποία θα ήταν ακατάλληλο να αποδώσουμε καταστάσεις όπως η διατάραξη και η αποκατάσταση, ο πόνος και η ηδονή. Ακολουθώντας αυτήν τη θέση, το επιχείρημα εγκαταλείπεται προσωρινά, με την επισήμανση ότι μπορεί πάντα να επανέλθει στη συζήτηση όταν αυτό είναι σχετικό (πρὸς λόγον). Και πράγματι, αργότερα (44 C κ.ε.), η συζήτηση θα επανέλθει σε αυτό το σημείο, όπως και στο κεφάλαιο για την ηδονή στην Πολιτεία, προκειμένου να καθοριστεί η θετική ύπαρξη της ηδονής σε αντίθεση με την ενδιάμεση κατάσταση, η οποία από μόνη της είναι ουδέτερη. Η φυσιολογία εδώ προετοιμάζει το έδαφος για τη μεταγενέστερη διαμάχη, αλλά όχι μόνο αυτό.
Από το εκ προθέσεως χαμηλό επίπεδο της φυσιολογίας, η συζήτηση ανυψώνεται σε μια σύλληψη όπου, έστω και για μια στιγμή, αναβοσβήνει η εικόνα της καθαρής ζωής σε μια κατάσταση αταραξίας. Στις στιγμές που προηγούνται και ακολουθούν άμεσα αυτό το σημείο, το αντικείμενο της συζήτησης είναι η ηδονή. Ωστόσο, την κατάλληλη στιγμή, μας υπενθυμίζεται ότι υπάρχει κάτι όπως το πνεύμα, το οποίο είναι αντίθετο -αλλά όχι μόνο αυτό- στην ηδονή.
Μόλις πρωτοπαρουσιάζεται η ύπαρξη μιας τάξης μεταξύ των ηδονών, το θεϊκό πνεύμα αναδύεται ως κάτι που βρίσκεται πέρα από την ηδονή, ακόμα και στις πιο ευγενείς εκφάνσεις της. Έτσι, η αποστασιοποίηση από την ηδονή καθίσταται ακόμη πιο σημαντική, προκειμένου να επιτευχθεί μια θεματική απόφαση (κρίσις, 33 A 4) σχετικά με αυτήν. Αυτό πρέπει να έχουμε κατά νου σε ό,τι ακολουθεί, καθώς η συζήτηση, με νέες κινήσεις, κατευθύνεται προς το εγχείρημα της οικοδόμησης ενός συστηματικού πλαισίου στον χώρο της ηδονής.
33 C-34 C. Επανερχόμενοι στο θέμα της ηδονής, η συζήτηση επικεντρώνεται στο φαινόμενο της «μνήμης» (μνήμη) και της «ανάμνησης» (ἀνάμνησις). Συγκεκριμένα, η μνήμη είχε ήδη εμφανιστεί (32 C) όταν είχε γίνει λόγος για την προσδοκία, καθώς δεν είναι δυνατόν να προσδοκά κανείς κάτι χωρίς ανάμνηση. Από φυσιοψυχολογική άποψη, υπάρχουν καταστάσεις (παθήματα) στις οποίες επηρεάζεται μόνο το σώμα, άλλες που διεισδύουν μέσω του σώματος έως την ψυχή και άλλες που αφορούν αποκλειστικά την ψυχή.
Η πρώτη κατάσταση μπορεί να ονομαστεί «αναισθησία ή ασυνειδησία» (ἀναισθησία), εφόσον αφορά την ψυχή. Η δεύτερη κατάσταση, που σχετίζεται με διεργασίες κοινές στο σώμα και την ψυχή, μπορεί να χαρακτηριστεί ως «αίσθηση, αντίληψη» (αἴσθησις). Στην τρίτη κατάσταση, κάτι που είχε βιωθεί προηγουμένως ανασύρεται από την ψυχή έξω από τη λήθη ή το ασυνείδητο στη μνήμη, μέσω της ανάμνησης.
Έτσι, με αυστηρή έννοια, δεν υπάρχουν αμιγώς σωματικές αισθήσεις ηδονής, καθώς κάθε ηδονή είναι τουλάχιστον και ηδονή της ψυχής. Αυτό δεν σημαίνει ότι καταργούνται οι διαβαθμίσεις της ηδονής. Μια πιο προσεκτική ανάλυση απλώς δείχνει ότι υπάρχει ένας σύνδεσμος ανάμεσα στις ανώτερες ηδονές αφενός και σε εκείνες τις νοητικές/ψυχικές πράξεις, όπως η μνήμη και η ανάμνηση, αφετέρου.
(Μπορεί κανείς να προχωρήσει περαιτέρω χωρίς να υπερβάλλει σε λεπτότητα; Θα μπορούσε να ειπωθεί ότι ο Σωκράτης εδώ διατηρεί ένα επίπεδο που είναι κατανοητό στον Πρώταρχο και στους συνομιλητές του, τους νεαρούς μαθητές της Ακαδημίας – ενώ, από τη δική του πλευρά, δεν μπορεί να αναφέρεται στο πρόβλημα της «μνήμης» και της «ανάμνησης» χωρίς να σκέφτεται και να κάνει τουλάχιστον κάποιους από τους αναγνώστες του να σκεφτούν τη μεταψυχολογία και τη μεταφυσική που αναπτύσσονται στον Μένωνα και στον Φαίδωνα.)
Αφού έγινε λόγος για την προσδοκία του μέλλοντος και τώρα γίνεται λόγος για την «ανάμνηση» του παρελθόντος, μπορεί κανείς να αναρωτηθεί: είναι δυνατή η προσδοκία του μέλλοντος χωρίς ανάμνηση του παρελθόντος;