Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Karl Rahner. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Karl Rahner. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2025

Η Εκκλησία .... Είναι «τρόπος υπάρξεως», ένας τρόπος του είναι - Μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης

Η Εκκλησία δεν είναι απλώς ένα καθίδρυμα. Είναι «τρόπος υπάρξεως», ένας τρόπος του είναι. Το μυστήριο της Εκκλησίας, ακόμη και στην ιδρυματική-θεσμική του διάσταση, συνδέεται βαθιά με το είναι του ανθρώπου, με το είναι του κόσμου και με αυτό το είναι του Θεού. Δυνάμει του δεσμού αυτού, τόσο χαρακτηριστικού της πατερικής σκέψης, η Εκκλησιολογία αποκτά ιδιαίτερη σημασία, όχι μόνο για όλες τις πλευρές της θεολογίας, αλλά και για τις υπαρξιακές ανάγκες του ανθρώπου σε κάθε εποχή.

Κατ' αρχάς, η εκκλησιολογική υπόσταση συνδέεται άρρηκτα με το ίδιο το είναι του Θεού. Ως μέλος της Εκκλησίας, ένας άνθρωπος γίνεται αυτόχρημα «εικόνα του Θεού», υπάρχει κατά τον τρόπο που υπάρχει ο ίδιος ο Θεός, προσλαμβάνει τον «τρόπο τού είναι» του Θεού. Ο τρόπος αυτός του είναι δεν αποτελεί ηθικό επίτευγμα, κάτι που ο άνθρωπος κατορθώνει. Είναι ένας τρόπος σχέσης με τον κόσμο, με τους άλλους ανθρώπους και με τον Θεό, γεγονός κοινωνίας και για τον λόγο τούτο δεν δύναται να πραγματοποιηθεί ως μία ατομική κατάκτηση, παρά μόνο ως ένα εκκλησιατικό γεγονός.[ΕΙΣ ΤΥΠΟΝ ΚΑΙ ΤΟΠΟΝ ΘΕΟΥ.ΟΤΑΝ ΕΙΣΒΑΛΛΕΙ Η ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΒΑΠΤΙΖΕΙ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑ, ΤΑΥΤΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΙΔΙΟ ΤΡΙΑΔΑ ΜΕ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΝΩΜΑΛΟ ΡΑΝΕΡ]

Για να εμφανίσει, ωστόσο, η Εκκλησία τον τρόπο τούτο υπάρξεως, πρέπει και η ίδια να είναι μια εικόνα του τρόπου κατά τον οποίο ο Θεός υπάρχει. Σύνολη η δομή της, τα λειτουργήματά της, κ.λπ. οφείλουν να εκφράζουν τον τρόπο τούτο υπάρξεως. Κι αυτό σημαίνει πάνω απ' όλα, ότι η Εκκλησία οφείλει να έχει ορθή πίστη, σωστή θεώρηση όσον αφορά το είναι του Θεού. [ΘΕΩΡΙΑ Η ΠΙΣΤΗ!!] ορθοδοξία εν σχέσει με το είναι του Θεού δεν συνιστά πολυτέλεια για την Εκκλησία και για τον άνθρωπο: είναι μια υπαρξιακή ανάγκη.

Κατά την πατερική περίοδο, δεν γίνεται σχεδόν καμμία μνεία στο είναι της Εκκλησίας, ενώ πολλά έχουν γραφεί για το είναι του Θεού. Το ζήτημα που απασχολούσε τους Πατέρες δεν ήταν να γνωρίσουν αν ο Θεός υπήρχε ή όχι - η ύπαρξη του Θεού ήταν ένα «δεδομένο» για όλους σχεδόν τους ανθρώπους της εποχής, χριστιανούς ή ειδωλολάτρες. Το ερώτημα που βασάνιζε ολόκληρες γενεές ήταν μάλλον: «πώς» υπάρχει ο Θεός. Κι ένα τέτοιο ερώτημα είχε άμεσες συνέπειες τόσο για την Εκκλησία όσο και για τον άνθρωπο, αφού αμφότερα θεωρούνταν «εικόνες του Θεού».[ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΔΥΣΤΥΧΩΣ ΕΠΙΤΗΔΕΙΟΙ ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΟΝΟΜΑΖΟΥΝ ΑΥΤΕΣ ΤΙΣ ΚΕΝΟΛΟΓΙΕΣ ΝΕΑ ΟΝΤΟΛΟΓΙΑ]

Η απάντηση στο ερώτημα για το είναι του Θεού, κατά την πατερική περίοδο, δεν ήταν εύκολη [ΕΝΩ ΤΩΡΑ ΣΤΗΝ ΜΕΤΑ ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΕIΝΑΙ...]

Μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης


Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΜΑΣ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙ ΣΤΑ ΕΣΧΑΤΑ. ΠΕΡΑΣΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΑΣ ΕΙΠΕ ΕΝΑ ΓΕΙΑ ΚΑΙ ΜΑΣ ΕΔΩΣΕ ΡΑΝΤΕΒΟΥ ΣΤΑ ΕΣΧΑΤΑ. ΑΝΕΛΗΦΘΗ ΚΑΙ ΑΦΗΣΕ ΣΤΟ ΠΟΔΙ ΤΟΥ ΤΟΥΣ ΔΙΑΔΟΧΟΥΣ ΤΟΥ.. Ο ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΜΕΝΟΣ. ΧΩΡΙΣ ΤΗ ΧΑΡΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΟΤΙ ΚΑΙ ΝΑ ΠΕΙ Ο ΚΑΘΕ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΟΣ ΕΙΝΑΙ ΜΩΡΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΠΑΓΑΛΟΙ ΕΙΝΑΙ ΜΑΛΑΚΙΑ. ΠΑΡΤΕ ΕΝΑΝ ΑΚΙΝΑΤΗ ΑΦΡΟΝΕΣ ΚΑΙ ΣΩΘΕΙΤΕ.

Ανώνυμος είπε...

Ο καθείς στο είδος του και ο Καλαϊτζίδης στους μπουφέδες της πολιτικής θεολογίας... Άφησε κληρονομιά ο Ζηζιούλας σ' όλα τα πόστα.
https://www.protothema.gr/greece/article/1597876/parousiasi-tou-vivliou-tou-euaggelou-venizelou-politiki-theologia-kai-sudagmatiki-ithiki/
Δείτε τα περιεχόμενα του βιβλίου του Βενιζέλου και θαυμάστε την επιρροή του Ζηζιούλα (& του Βαρθολομαίου) στον πόλεμο της Ουκρανίας, στον οικουμενισμό, στις σχέσεις Εκκλησίας-κράτους, στην οικολογία, στην ανθρωπολογία, στην αγαπολογία... Το να διαλύεις την θεολογία έχει επιπτώσεις παντού τελικά...
ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Οι δύο όψεις της πολιτικής θεολογίας
Βίβλος και Σύνταγμα: Σκέψεις για την πολιτική θεολογία
Το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα και το θρησκευτικό φαινόμενο
Υπάρχει "συνταγματική ηθική";
Ηθική της πολιτικής, ηθικής των θεσμών, ηθική της Ιστορίας: από τις νεωτερικές βεβαιότητες στις μετανεωτερικές ανατροπές
Η πολιτική θεολογία και η σχέση χριστιανικής και συνταγματικής ηθικής
Χριστιανική και συνταγματική αντίληψη ως προς της Βιοηθική
Η τριγωνική σχέση Θεολογίας, Ιατρικής και έννομης τάξης απέναντι στις προκλήσεις της πανδημίας
Η κοινωνία ως κοινό πεδίο Εκκλησίας και πολιτικής
Θεολογία, Ιστορία, Βιολογία
Τα κείμενα της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου του 2016 υπό το φως του πολέμου στην Ουκρανία - Υπάρχει μια επαρκής και ενιαία ορθόδοξη αντίληψη για τον πόλεμο;
Η εποχή Βαρθολομαίου και το κεκτημένο του ουκρανικού αυτοκεφάλου
Η υπεράσπιση της δημοκρατίας, του κράτους δικαίου και των ανθρώπινων δικαιωμάτων και οι άρχοντες του Οικουμενικού Θρόνου ως συγκυρηναίοι
Η ευχαριστιακή εκκλησιολογία του Ιωάννη Ζηζιούλα και οι σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας
Η οικολογική θεολογία και οι δυο όψεις της πολιτικής θεολογίας
Για την πολιτική θεολογία του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ
Δαμασκηνός Παπανδρέου: από τη θεολογία της δράσης στη θεολογία της σιωπής
Μικρό δοκίμιο για την συγχώρεση
Μικρό δοκίμιο για την πρόσληψη της ανάστασης
ΕΠΙΜΕΤΡΟ - Για τις σχέσεις κράτους και εκκλησίας
Ένα έμμεσο της Πατριαρχικής Βαρθολομαίου του Α': Η ανάδειξη της κανονικής και νομικής θέσης του Οικουμενικού Πατριαρχείου κατά το άρθρο 3 του ελληνικού Συντάγματος
Το συνταγματικό πλαίσιο των σχέσεων Κράτους και Εκκλησίας μετά την αναθεώρηση του 2019

Σάββατο 7 Δεκεμβρίου 2024

Η Γνώση μπαίνει στην Εκκλησία με τον Χάιντεγκερ και τον Rahner

 

του Φραντσέσκο Λαμεντόλα

Τι άλλο είναι η γνώση,
 όχι αυτό ή εκείνο το γνωστικό σύστημα, αλλά η αιώνια γνώση, αν όχι η ανθρώπινη προσπάθεια να κατακτήσει μια απόλυτη αλήθεια με έναν μυστικό, μυητικό τρόπο, με τρόπο που δεν επιτρέπεται στους κοινούς θνητούς, αλλά μόνο σε εξαιρετικά άτομα, μόνο και μόνο για να ανακαλύψουμε στη συνέχεια ότι, τελικά, ο Θεός δεν είναι αυτός που είναι, αλλά Αυτός που γίνεται, επειδή είμαστε μέρος του, και καθώς το συνειδητοποιούμε σταδιακά, ανάβουμε, ας πούμε, τη θεϊκή μας φύση και σηκωνόμαστε στα πιο υπέροχα μυστήρια της ύπαρξης;

Και ο μηδενισμός, από την άλλη, τι είναι αν όχι η ριζική άρνηση οποιουδήποτε λόγου, οποιουδήποτε τέλους, οποιουδήποτε σκοπού ή νοήματος της εκδηλωμένης πραγματικότητας; Με άλλα λόγια: η άρνηση να αναζητήσει κανείς στον Λόγο, και στη ζωή μας, έναν επαρκή λόγο ύπαρξης και να στεφανώσει την ύπαρξη του με νόημα; Δεν είναι ίσως η ιδέα ότι τα πάντα προέρχονται από το τίποτα, τυχαία, και ότι τυχαία ολισθαίνουν πίσω στο τίποτα, χωρίς να αφήνουν κανένα ίχνος πίσω τους, όπως η άμμος στην ακρογιαλιά αφού την έχει σκεπάσει η υψηλή παλίρροια, σβήνοντας τα ονόματα που γράφτηκαν με το δάχτυλο πάνω της, σαν να μην είχαν πάει ποτέ εκεί, σαν να μην υπήρχαν ποτέ;

Φαίνεται, επομένως, ότι η γνώση και ο μηδενισμός βρίσκονται στον αντίποδα η μιά του άλλου. Ότι τίποτα δεν μπορούσαμε να φανταστούμε πιο μακρινό, πιο ξένο, πιο ανθεκτικό σε φιλοσοφικό επίπεδο. Κι όμως δεν είναι έτσι, αφού και το ένα και το άλλο είναι οι αιώνιοι πειρασμοί της ανθρώπινης σκέψης όταν χάνει την αίσθηση της αναλογίας και το δικό της οντολογικό όριο και αποτελούν, ας πούμε, τα δύο άκρα μιας ανάκαμψης που περνά συνεχώς, από εποχή σε εποχή, από μια υπερβολή της αυτοπεποίθησης σε μια εξίσου αδικαιολόγητη υπερβολή αυτοκαταστροφής και απαισιοδοξίας. Αυτό, τουλάχιστον, σύμφωνα με τα φαινόμενα.

Είναι όμως όντως έτσι; Η Γνώση εκφράζει τη σταθερή ανθρώπινη θέληση να γνωρίσει, να ξεπεράσει τα όρια, να υπερβεί τους εσωτερικούς Στύλους του Ηρακλή και να αρπάξει τη φωτιά των θεών, όπως ο Προμηθέας: είναι ο άνθρωπος που θέλει να γνωρίσει, να γνωρίσει τα πάντα, χωρίς υπολείμματα. Ακόμα και αυτό που δεν φαίνεται, ακόμα και αυτό που κρύβεται από το κοινό βλέμμα των θνητών. Θέλει να μάθει για να αντλήσει τη σωτηρία που έρχεται από τη γνώση. Με άλλα λόγια, μέσω της μυστικής γνώσης, που είναι ακριβώς η γνώση, ο άνθρωπος φιλοδοξεί να αυτοφωτιστεί και να λυτρωθεί: δεν περιμένει τη σωτηρία από κανέναν άλλο εκτός από τον εαυτό του. Πιστεύει ότι είναι ικανός να στοχεύει τόσο ψηλά, γιατί είναι πεπεισμένος ότι έχει όλα τα απαραίτητα εργαλεία μέσα του, μόνο που ξέρει να τα χρησιμοποιεί κατάλληλα. Υπάρχει επομένως μια μυστικιστική, ή τουλάχιστον πνευματική, έμπνευση στην ένταση του προς την αληθινή γνώση: περισσότερο από μια προσπάθεια διανοητικής και κερδοσκοπικής φύσης, είναι μια γενική ώθηση για πρόσβαση στην ολότητα του είναι, με έμμεσο και άμεσο τρόπο.

Από την άλλη πλευρά, είναι ένας μυστικισμός, αν μπορούμε να το πούμε, που είναι ριζικά ενυπάρχον: δεν είναι το ζήτημα, για την ψυχή, να ανοίξει το δρόμο της προς το Είναι, το οποίο κατοικεί στις ανώτερες διαστάσεις, αλλά να γίνει θεϊκή η ίδια, χάρη ακριβώς στην ακριβή γνώση της μυητικής οδού και την ευλαβική τήρησή της. Υπάρχουν διάφορες αποκρυφιστικές αναμνήσεις εδώ, από το Θιβετιανό Βιβλίο των Νεκρών μέχρι τους αιγυπτιακούς πάπυρους της απαγορευμένης επιστήμης. Υπάρχει η πεποίθηση ότι η ψυχή, εκπαιδευμένη στη ζωή σχετικά με το τι πρέπει να κάνει αφού περάσει το κατώφλι του θανάτου, μπορεί να διατηρήσει τις ικανότητες λήψης αποφάσεων και να κατευθυνθεί ελεύθερα προς μια κατεύθυνση αντί για άλλη, ασκώντας ακόμη και μεταθανάτια μια αληθινή και σωστή κυριαρχία πάνω στο πεπρωμένο της. Από την άλλη πλευρά, η σύλληψη της διαδικασίας σωτηρίας της ψυχής ως συνειδητής και ενδόμυχης λειτουργίας, αποκλείει από μόνη της την ύπαρξη ενός υπερβατικού, στοργικού και προνοητικού Θεού, δημιουργού και συντηρητή των πάντων. Υπό αυτή την έννοια, μπορεί κανείς να μιλήσει για μηδενισμό ή τουλάχιστον για αθεϊστικό μυστικισμό: η μυστικιστική κατάνυξη δεν στρέφεται στην πραγματικότητα προς ένα ον που στέκεται πάνω από τη φύση, αλλά προς τη φυσική διάσταση, και πιο συγκεκριμένα προς κάποια μυστική γνώση της, άγνωστη στους περισσότερους ανθρώπους: η οποία μοιάζει πολύ με το μαγικό σύμπαν του μάγου ή του σαμάνου.

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της αναλογίας, για να μην πούμε αυτής της γειτνίασης, μεταξύ γνώσης και μαγείας, είναι η πίστη στη δυνατότητα του μυημένου να πραγματοποιεί αστρικές πτήσεις, μια πεποίθηση που είναι πράγματι κοινή στους σαμανικούς και γνωστικούς πολιτισμούς. Είναι γνωστό ότι, σύμφωνα με ορισμένες παραδόσεις, ο Σίμων ο Μάγος, που θεωρείται ο πρώτος από τους Γνωστικούς δασκάλους κατά σειρά χρόνου, ήθελε να επιδείξει δημόσια τις δυνάμεις του πετώντας στη Ρωμαϊκή Αγορά, παρουσία του αυτοκράτορα Νέρωνα, αλλά στη συνέχεια, ακολουθώντας τις προσευχές των Αποστόλων, έπεσε στο έδαφος, στα πόδια του Αγίου Πέτρου, με σπασμένα τα πόδια του και στη συνέχεια κατέληξε λιθοβολημένος από το πλήθος. Φυσικά, η μυητική «φυγή» γίνεται κατανοητή από όλες σχεδόν τις παραδόσεις με εσωτερική έννοια, ως η ικανότητα να μεταβούμε από τη διάσταση της ακαθάριστης ύλης σε αυτή της λεπτής ύλης. Θα ήταν επομένως μια αστρική πτήση στην οποία αυτό που έχει σημασία δεν είναι να σηκωθείς από το έδαφος, αλλά να βγεις από τη φυλακή του σώματος και να κυριαρχήσεις στα αιθερικά στοιχεία και στα ενδοδιάστατα κατώφλια της πραγματικότητας.

Λοιπόν, αν υπάρχει μια σύγχρονη φιλοσοφία που προσφέρεται για την εκτέλεση αυτής της λειτουργίας της σύνδεσης δύο στάσεων που φαίνονται αντίθετες, αλλά δεν είναι, η μία υπερήφανης εμπιστοσύνης στην ικανότητα αυτολύτρωσης, η άλλη ριζικής άρνησης σε έναν υπερβατικό Θεό, και ως εκ τούτου ενωμένοι με την ιδέα ότι τα πράγματα προέρχονται από το τίποτα και πάνε προς το τίποτα, αυτή είναι η φιλοσοφία του Χάιντεγκερ, με το είναι-ρίχνεται-στον-κόσμο και το είναι-για-τον-θάνατο, η μόνη απόλυτη βεβαιότητα που παρέχεται στους ανθρώπους· και με τις διφορούμενες σκέψεις του μεταξύ της υπαρξιακής οντολογίας του Είναι και του Χρόνου και της θέλησης για εξουσία, του amor fati, του ποιμένα του είναι και της αρνητικής θεολογίας των τελευταίων έργων τουΕφόσον τα πάντα ή σχεδόν όλα βρίσκονται στη σκέψη του Χάιντεγκερ, συμπεριλαμβανομένου και του αντιθέτου της, μπορεί κάλλιστα να ειπωθεί ότι σε αυτήν ο κύκλος μεταξύ γνώσης και μηδενισμού κλείνει και αφήνει τους μελετητές του με το επίπονο έργο της αναζήτησης, αν όχι της συνάφειας, τουλάχιστον ενός κατανοητού νοήματος...

Ο Franco Volpi γράφει στο κλασικό πλέον δοκίμιό του Il nihilismo (Bari, Laterza, 2005, σσ.121-12):


Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το έργο του Χάιντεγκερ παρέχει μια θεμελιώδη συμβολή στην ανάλυση του ευρωπαϊκού μηδενισμού. Ωστόσο, στα τελικά του αποτελέσματα, αναδεικνύει ένα μοναδικό παράδοξο, που είναι ταυτόχρονα και το παράδοξο ενός σημαντικού μέρους της σύγχρονης σκέψης. Πρόκειται για το γεγονός ότι σε αυτό φαίνονται να αγγίζουν και να συνυπάρχουν δύο ασυμβίβαστα άκρα: ένας ριζοσπαστικός μηδενισμός, από τη μια, και ένας εμπνευσμένος από το όραμα, αν όχι από τον μυστικισμό, από την άλλη. Για το λόγο αυτό, όσο περισσότερο εμμένουμε στη μία οπτική στη μεταφορά της διδασκαλίας του Χάιντεγκερ, τόσο περισσότερο βλέπουμε τον εαυτό μας αντιμέτωπο με τα προβλήματα που ανοίγει η άλλη. Η ριζοσπαστικοποίηση της φιλοσοφικής αμφισβήτησης, που επενδύει τα πάντα και καταναλώνει τα πάντα, παράγει αφενός μια επιτάχυνση διάλυσης, μια ενίσχυση του μηδενισμού. Από την άλλη πλευρά, στην εκπλήρωση αυτής της διάλυσης, η σκέψη ανοίγεται στην προοπτική του εντελώς άλλου, σε αυτό που βρίσκεται ριζικά πέρα ​​από αυτό που έχει διαλυθεί. Η αποδόμηση των εννοιών και των θεωρημάτων της παραδοσιακής φιλοσοφίας έχει ως αποτέλεσμα ένα άνοιγμα στην προβληματική του ιερού και του θείου. Η αμφισβήτηση που ο Χάιντεγκερ θεωρεί «το κρίμα της σκέψης» συνεπάγεται αμφισβήτηση και διάλυση, αλλά ταυτόχρονα και έρευνα και αναμονή (προσδοκία): οδηγεί σε αυτό το Τίποτα που είναι η ακραία κάθαρση του πεπερασμένου και το απογυμνώνει από τα πάντα για να του επιτρέψει να έχει πρόσβαση στο θείο. Οδηγεί σε εκείνο το ακραίο σημείο που ο Μάιστερ Έκχαρτ αποκάλεσε με σχεδόν βλάσφημα λόγια (...) το σημείο «όπου ο άγγελος, η μύγα και η ψυχή είναι το ίδιο πράγμα». Είναι ένα ερώτημα που ισοπεδώνει τη μεταφυσική για να προετοιμαστεί για την έλευση της «νέας αρχής».

Το κλειδί που έφερε καλύτερα από κάθε άλλο στο φως αυτή τη δυνατότητα συνύπαρξης μηδενισμού και μυστικισμού είναι αυτό της αντιπαράθεσης της Χαϊντεγκεριανής σκέψης με τη γνώση. Αυτή η σύγκριση είναι μια παραλλαγή της γενικότερης αναβίωσης του Γνωστικού παραδείγματος - χωρισμένο από την ιστορική του θέση στην ύστερη αρχαιότητα - ως παλίμψηστο για μια ερμηνεία της νεωτερικότητας. Ένα μονοπάτι που είχε ήδη πατήσει τον δέκατο ένατο αιώνα ο Ferdinand Christian Baur. Τον περασμένο αιώνα, τα εύσημα για την εκ νέου ανακάλυψη της γνώσης πρέπει να αποδοθούν στον Carl Gustav Jung και στις συναντήσεις που προώθησε ξεκινώντας από τη δεκαετία του 1930 στην Ascona, για τις οποίες το "Eranos Jahrbuch" παρέχει τεκμηρίωση. Αλλά ήταν ιδιαίτερα στη δεκαετία του 1950 που η καρποφορία του Γνωστικού παραδείγματος ήρθε στο φως και συζητήθηκε σε μεγαλύτερη κλίμακα. Η συζήτηση θερμάνθηκε γύρω από τις θέσεις που υποστήριξαν αντίστοιχα οι Eric Voegelin και Hans Blumenberg.

Ο πρώτος επιτέθηκε μετωπικά στη νομιμότητα της σύγχρονης εποχής, υποστηρίζοντας ότι η ανάπτυξή της πρέπει να ερμηνευθεί ως θρίαμβος της γνώσης. Φιλόσοφοι που ήταν καθοριστικοί για τη νεωτερικότητα όπως ο Χέγκελ, ο Μαρξ και ο Νίτσε θα θεωρούνταν «Γνωστικοί», καθώς ένα θεωρητικό σύστημα Γνωστικής προέλευσης θα λειτουργούσε στη σκέψη τους. Στον Χέγκελ, η διαδικασία κατά την οποία το πνεύμα έρχεται να βρεθεί από μια κατάσταση αλλοτρίωσης είναι για τον Voegelin ανάλογη με το προσκύνημα μέσω του οποίου η αλλοτριωμένη σπίθα ("πνεύμα") των Γνωστικών επιστρέφει από την εξορία του στον κόσμο στην πληρότητα μιάς αναπόσπαστης ανθρώπινης ύπαρξης. Στον Νίτσε η φυσική αρχή της θέλησης για εξουσία μεταμορφώνει τον άνθρωπο, ασφυκτιώντας από εχθρικές προς τη ζωή αξίες και τώρα αναίμακτα, σε υπεράνθρωπο. Και στις τρεις περιπτώσεις λειτουργεί η ιδέα της αυτοσωτηρίας του ανθρώπου μέσω της «γνώσης» της δικής του κατάστασης αιχμαλωσίας και αποξένωσης, η οποία γίνεται το όργανο της λύτρωσης. Δυνάμει αυτής της «γνώσεως», άρα χάρη στον εαυτό του, το υποβαθμισμένο ον αποκαθιστά την αρχική του πληρότητα. Ο σύγχρονος θρίαμβος της γνώσης σημαίνει για τον Voegelin την εμμενοποίηση της χριστιανικής εσχατολογίας, η οποία τελικά οδηγεί στον μηδενισμό: ο Θεός και η πνευματική ζωή του ανθρώπου θυσιάζονται στον πολιτισμό με την αφιέρωση όλων των ανθρώπινων ενεργειών στην ανάληψη της σωτηρίας μέσω της εμμενούς δράσης που υπάρχει στον κόσμο.

Ο Blumenberg
 αντιτάχθηκε σθεναρά σε αυτές τις θέσεις. Υπερασπίστηκε τη νεωτερικότητα, υποστηρίζοντας ότι δεν είναι τόσο η εκκοσμίκευση του Χριστιανισμού, αλλά μάλλον η διαδικασία της αυτόνομης επιβεβαίωσης του ανθρώπου στον κόσμο. Με την απολυτοποίηση της γήινης διάστασης, η νεωτερικότητα αρνείται τον Γνωστικό δυϊσμό, που εξακολουθεί να υπάρχει στην ύστερη μεσαιωνική θεολογική εικασία που χωρίζει ριζικά τον Θεό και τον κόσμο. Η νεωτερικότητα, λοιπόν, δεν είναι ο θρίαμβος, αλλά η δεύτερη, οριστική ήττα της γνώσης. (…)

Εάν η γνώση, που θεωρείται όχι ως ιστορικό φαινόμενο αλλά ως πρότυπο σκέψης, μπορεί να ερμηνευθεί ως ένας «ante litteram» υπαρξιστικός μηδενισμός, ο οποίος μέσω του «annihilatio mundi» επιφέρει μια ριζική απομόνωση της ψυχής για να αποκτήσει τη σωτηρία της και τήν επανένωση με τον Θεό, τότε ο σύγχρονος μηδενισμός μπορεί με τη σειρά του να διαβαστεί ως ένας σύγχρονος αθεϊστικός Γνωστικισμός: τυφλός σε κάθε υπερβατικότητα, συγκεντρώνεται σε μια τραγική περιγραφή του ξεριζωμού και του αποπροσανατολισμού της θνητής ύπαρξης. Στην κοσμική της μοναξιά, η ύπαρξη επαναλαμβάνει το Γνωστικό ερώτημα, γνωρίζοντας ότι θα μείνει αναπάντητο: ποιοι είμαστε; Από πού ερχόμαστε; Πού πάμε;

Στο τέλος αυτής της έρευνας, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με όλες τις αμφιβολίες και τις αμηχανίες-απορίες που είχαμε από την αρχή. Εάν η γνώση, λέει ο Φράνκο Βόλπι, μπορεί να ερμηνευθεί ως ένας υπαρξιστικός μηδενισμός «ante litteram», ο οποίος μέσω του «annihilatio mundi» επιφέρει μια ριζική απομόνωση της ψυχής για να επιτευχθεί σωτηρία και επανένωση με τον Θεό, τότε ο σύγχρονος μηδενισμός μπορεί με τη σειρά του να διαβαστεί ως ένας σύγχρονος αθεϊστικός Γνωστικισμός. Ωστόσο, μας φαίνεται ότι αυτή η ερμηνεία παρουσιάζει περισσότερες δυσκολίες από αυτές που ισχυρίζεται ότι επιλύει. Η Γνώση είναι κάτι πολύ διαφορετικό από τον υπαρξιστικό μηδενισμό: προβάλλεται μάλλον προς την αναζήτηση μιας ανώτερης αλήθειας και, ενώ ουσιαστικά αρνείται την οντολογική διαφορά μεταξύ πλασμάτων και δημιουργού (εμανατισμός), δεν αρνείται καθόλου την ύπαρξη μιας πρώτης αρχής. ούτε μιας τελικής αιτίας, για την οποία ο μηδενισμός φαίνεται ξένος και ασυμβίβαστος με αυτόν. Εάν η ύπαρξη του κόσμου και των οντοτήτων δεν είχε σκοπό, γιατί να αγωνίζεται ο Γνωστικός στην αναζήτησή του για μια ανώτερη γνώση που θα του αποκάλυπτε το μυστήριο της ύπαρξης; Θα ήταν μια αντίφαση από άποψη όρων. Από την άλλη, αν ο μηδενισμός ήταν η εκδοχή, ας πούμε έτσι, του αθεϊστικού γνωστικισμού, θα μπορούσαμε να μιλάμε για γνώση γι' αυτόν; Η γνώση δεν συνεπάγεται απαραίτητα, εξ ορισμού, μια μυητική πορεία προς το θείο; Τώρα, ανεξάρτητα από τον ορισμό του θείου στη Γνωστική σύλληψη, είναι βιώσιμη η θέση ότι η σύγχρονη γνώση μπορεί να βασίζεται στον αθεϊσμό, στο όραμα μιας ολοκληρωτικά έμφυτης πραγματικότητας, χωρίς να πέφτει, αν μη τι άλλο, σε μια περισσότερο ή λιγότερο ρητή μορφή πανθεϊσμού; Ωστόσο, από τόσο αβέβαιες και αντιφατικές βάσεις, δεν έλειψαν οι ερμηνευτές και οι οπαδοί του Χάιντεγκερ που ήθελαν να κάνουν τη φιλοσοφία του τη σύγχρονη εκδοχή της αιώνιας γνώσης. Το πιο θανατηφόρο είναι ότι ανάμεσα σε αυτούς τους θαυμαστές και οπαδούς υπάρχει ο Ιησουίτης θεολόγος Karl Rahner, ο οποίος άσκησε αποφασιστική επιρροή στη λεγόμενη ανθρωπολογική καμπή-στροφή της Δεύτερης Συνόδου του Βατικανού.

Τρίτη 5 Νοεμβρίου 2024

Τι σημαίνει να είσαι χριστιανός για τον Karl Rahner

 

του Φραντσέσκο Λαμεντόλα

Ο Karl Rahner (Freiburg im Breisgau, 5 Μαρτίου 1904-Ίνσμπρουκ, 30 Μαρτίου 1984) ήταν, ειδικά για τον ρόλο του ως «ειδικού», δηλαδή θεολογικού συμβούλου, στη Β' Σύνοδο του Βατικανού, μετά από πρόσκληση του Ιωάννη XXIII, μία από τίς πιο θανατηφόρες φιγούρες όλων των εποχών για το δόγμα και για την καθολική πίστη.

Έγραψε, μεταξύ άλλων, στο Nuovi Saggi (μετάφραση από τα γερμανικά E. Martinelli, Ρώμη, Edizioni Paoline, 1968, τ. Ι, σ. 760):

Ο χριστιανός έχει την πεποίθηση ότι ο άνθρωπος, για να πετύχει τη σωτηρία του, πρέπει να πιστεύει όχι μόνο σε έναν Θεό, αλλά και στον Χριστό. Είναι ακράδαντα πεπεισμένος ότι αυτή η πίστη δεν είναι απλώς μια θετική αρχή από την οποία μπορεί κανείς να εξαιρεθεί για οποιοδήποτε λόγο. Πιστεύει ότι το να ανήκεις στην αληθινή εκκλησία δεν περιλαμβάνει μόνο έναν εξωτερικό περιορισμό, ο οποίος δεν μπορεί να επιβληθεί σε κάποιον απλώς και μόνο επειδή δεν γνωρίζει τίποτα γι 'αυτό ή την αναγκαιότητά του. Αυτή η πίστη είναι αντίθετα απαραίτητη από μόνη της, και επομένως απαιτείται άνευ όρων: όχι μόνο ως προϋπόθεση, αλλά ως η μόνη βιώσιμη οδός. Ναι, γιατί η σωτηρία του ανθρώπου δεν είναι τίποτε άλλο από την πληρότητα, την ωριμότητα και το τελικό στάδιο ΑΥΤΗΣ της αρχής , που επομένως δεν μπορεί να αντικατασταθεί με τίποτα άλλο.

Υπό αυτή την έννοια, έξω από την Εκκλησία ουσιαστικά δεν υπάρχει σωτηρία, όπως έλεγε ο αρχαίος θεολογικός τύπος.

Ωστόσο, μπορεί ο Χριστιανός να πιστέψει, έστω και για μια στιγμή, ότι θα χαθεί ένα αναρίθμητο πλήθος των αδελφών του; Μπορεί ίσως να παραδεχτεί ότι το τεράστιο πλήθος των πλασμάτων, που όχι μόνο ζουσαν πριν από την έλευση του Χριστού από την πιο μακρινή αρχαιότητα (των οποίων οι ορίζοντες ωθούνται όλο και περισσότερο πίσω από την παλαιοντολογία), αλλά και που ζουν στο παρόν και προορίζονται να έρθουν στον κόσμο στο μέλλον, είναι κατ' αρχήν αναπόφευκτα αποκλεισμένος από την πληρότητα της ζωής και ανελέητα καταδικασμένος στον αιώνιο παραλογισμό;

Φυσικά και όχι. Πρέπει να απορρίψει μια τέτοια ιδέα. Και η δική του πίστη του αποδεικνύει ότι έχει δίκιο. Μάλιστα, στη Γραφή λέγεται ρητά: Ο Θεός θέλει να σωθούν όλοι οι άνθρωποι (Α' Τιμ. 2.4). Η Διαθήκη ειρήνης που όρισε ο Θεός με τον Νώε μετά τον κατακλυσμό δεν έχει ποτέ ανακληθεί, πράγματι ο ίδιος ο Υιός του Θεού ήθελε να τη σφραγίσει με την αδιαμφισβήτητη εξουσία της αγάπης του που προσφέρεται σε θυσία, η οποία αγκαλιάζει τους πάντες.[ΠΟΥ ΘΕΛΟΥΝ ΝΑ ΤΟΝ ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΟΥΝ]

Τώρα, εφόσον πρέπει να έχουμε υπόψη μας και τις δύο αρχές μαζί: την αναγκαιότητα της χριστιανικής πίστης και την καθολική σωτηριολογική θέληση της θείας αγάπης και παντοδυναμίας, μπορούμε να το κάνουμε μόνο με έναν τρόπο. Ο τρόπος είναι ο εξής: όλοι οι άνθρωποι πρέπει από κάποια άποψη να μπορούν να ανήκουν στην εκκλησία. Και αυτή τους η ικανότητα δεν μπορεί να κατανοηθεί με την έννοια μιας απλώς λογικής και αφηρημένης πιθανότητας, αλλά μάλλον μιας πραγματικής και ιστορικά συγκεκριμένης.

Με τη σειρά του, αυτό σημαίνει ότι πρέπει να υπάρχουν διαφορετικοί βαθμοί συμμετοχής στην εκκλησία. Πρέπει να υπάρχουν με μια ΑΝΩΔΙΚΗ έννοια , ξεκινώντας από το βάπτισμα, προχωρώντας στην πλήρη επαγγελία της χριστιανικής πίστης και στην αναγνώριση της ορατής κυβέρνησης της εκκλησίας, για να φτάσουν στη συνέχεια στην κοινωνία της ζωής στην Ευχαριστία, η οποία οδηγεί τελικά στην πραγματοποίηση τής  αγιότητος.

ΟΧΙ μονο. Πρέπει όμως να υπάρχουν και με τήν ΑΠΑΓΩΓΙΚΗ έννοια , ξεκινώντας πάλι από το ρητό γεγονός της βάπτισης, για να καταλήξουμε σε έναν μη επίσημο Χριστιανισμό, ακριβώς ανώνυμο, ο οποίος όμως παρά τα πάντα μπορεί ή θα έπρεπε ακόμη και να χαρακτηριστεί νόμιμα με το όνομα του Χριστιανισμού. ακόμα κι αν δεν μπορεί ή δεν θέλει να λέγεται έτσι.

Είναι γεγονός ότι ο άνθρωπος στον οποίο απευθύνεται η ιεραποστολική έμπνευση της εκκλησίας εξακολουθεί να είναι προηγουμένως, ή τουλάχιστον θα μπορούσε να είναι, ένας άνθρωπος που ήδη κινείται προς τη σωτηρία και σε ορισμένες περιπτώσεις ίσως την έχει ήδη πετύχει ακόμη και χωρίς τόν ευαγγελισμό της εκκλησίας. Ταυτόχρονα όμως, είναι εξίσου καλά τεκμηριωμένο ότι η σωτηρία που πέτυχε είναι η σωτηρία που μας έφερε ο Χριστός, γιατί δεν υπάρχει άλλη σωτηρία. Τώρα, αν όλα αυτά είναι αλήθεια, πρέπει να είναι δυνατό να υπάρχει όχι μόνο ένας ανώνυμος «θεϊστής», αλλά και ένας ανώνυμος ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ . Και πρέπει να υπάρχει (δεδομένου ότι η εκκλησία του Χριστού δεν είναι μια απλή εσωτερική πραγματικότητα) όχι μόνο ως ένα μοναδικά εσωτερικό γεγονός, άπιαστο απ' έξω, αλλά μάλλον ως γεγονός που παρουσιάζει ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟ ΔΕΙΚΤΗ ορατότητας και αντιληπτότητας σχέσεων.

Επομένως, ο Ράνερ, η καλοσύνη του, παραδέχεται ότι, για να επιτευχθεί η σωτηρία, δεν αρκεί η γενική πίστη σε οποιονδήποτε θεό, και ίσως στην Παχαμάμα, αλλά μάλλον ειδική πίστη στον Ιησού Χριστό, ο οποίος λέει για τον εαυτό του: Εγώ είμαι η οδός, αλήθεια και η ζωή . Στην πραγματικότητα, όμως, αυτή η απαιτητική και αποφασιστική δήλωση είναι εξαιρετικά αποδυναμωμένη, και θα λέγαμε εξουδετερωμένη, από τον πολύ προσωπικό ορισμό που δίνει για την έννοια της σωτηρίας: η σωτηρία του ανθρώπου δεν είναι τίποτα άλλο από την πληρότητα, την ωριμότητα και το τελικό στάδιο ακριβώς ΑΥΤΗΣ τής αρχής , δηλαδή η πίστη στον Ιησού Χριστό, έστω και ανεξάρτητα -το λέει ρητά- από την Εκκλησία που ίδρυσε Αυτός, και από την οποία ο μεμονωμένος «πιστός» μπορεί να μην γνωρίζει καν τίποτα, ούτε για την ύπαρξή της, ούτε για την αναγκαιότητά της. Μια περίεργη κατάσταση: ότι κάποιος, παρόλο που δεν γνώριζε ποτέ τίποτα για την Εκκλησία, θα μπορούσε να γνωρίσει τον Ιησού Χριστό και να καταλάβει ότι η σωτηρία περνάει μόνο από Αυτόν, αλλά ας παραδεχτούμε για μια στιγμή ότι αυτό είναι δυνατό, αν και εξαιρετικά απίθανο: μέ ποιά  διαίσθηση μπορείς να καταλάβεις κάτι τέτοιο; Σημειώνουμε, παρεμπιπτόντως, ότι εδώ υπάρχει ήδη η προτεσταντική ιδέα της καθολικής ιερωσύνης των πιστών: η Εκκλησία δεν είναι πλέον ο απαραίτητος ενδιάμεσος μεταξύ ανθρώπου και Θεού, αλλά είναι μόνο ένας παράγοντας διευκόλυνσης, ένας επιπλέον εξοπλισμός της μηχανής.[ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ. ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ Η ΟΔΟΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΠΑΡΕΚΤΟΣ ΤΟΥ ΘΕΛΗΜΑΤΟΣ ΜΑΣ]Σε κάθε περίπτωση, η σωτηρία δεν συνίσταται πλέον, όπως πάντα δίδασκε η Εκκλησία, σε μια ευλογημένη καί μακάρια ζωή με τον Θεό μετά θάνατον. όχι!! Η σωτηρία είναι κάτι εντελώς έμφυτο(immanente) και συνίσταται στην «πληρότητα», στην ωριμότητα και στο «τελικό στάδιο» (αυτή η τελευταία έκφραση είναι ιδιαίτερα κρυπτική) της ίδιας της πίστης.[κ. Γιανναρά κάντε ένα βήμα μπρός] Είτε πρόκειται για ένα φαύλο κύκλωμα, είτε για λογοπαίγνιο: δεν μπορούμε να δούμε άλλο νόημα, όσο κι αν προσπαθούμε να το βρούμε. [ΞΕΧΑΣΑΜΕ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ ΤΟΝ ΕΞΟΡΚΙΣΜΟ ΠΡΙΝ ΤΟ ΒΑΠΤΙΣΜΑ, ΣΑΝ ΑΠΟΛΥΤΗ ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΗ, ΚΑΘΟΤΙ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΕΙΝΑΙ ΚΥΡΙΕΥΜΕΝΟΣ ΚΑΙ ΣΚΛΑΒΟΣ ΤΟΥ ΣΑΤΑΝΑ. ΞΕΧΑΣΑΜΕ ΤΟ ΕΝΔΥΜΑ ΦΩΤΟΣ ΜΕ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΘΑ ΟΔΗΓΗΣΕΙ ΣΤΗΝ ΠΛΑΝΗ ΤΟΥΣ ΘΡΗΣΚΕΥΟΜΕΝΟΥΣ ΤΗΣ ΓΗΣ. ΞΕΧΑΣΑΜΕ ΤΟΝ ΑΟΡΑΤΟ ΠΟΛΕΜΟ ΤΩΝ ΛΟΓΙΣΜΩΝ ΚΑΙ ΞΕΓΕΛΙΟΜΑΣΤΕ ΜΕ ΜΕΣΑΖΟΝΤΕΣ. ΗΘΟΠΟΙΟΙ ΤΗΣ ΠΙΟ ΜΑΚΑΒΡΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ]

Επομένως, μπροστά σε μια τέτοια «σωτηρία», η επανάληψη ότι δεν υπάρχει άλλη, εκτός της Εκκλησίας (της οποίας η τελευταία μόλις δήλωσε το μη ουσιώδες) φαίνεται να είναι ένα είδος αστείου, ένας δόλος που αποσκοπεί να ρίχνουν καπνό στα μάτια των καλόπιστων αλλά αφελών Καθολικών. Ακόμη περισσότερο αφού, αμέσως μετά, ο Rahner προσπαθεί να προκαλέσει στους αναγνώστες του ένα ρίγος τρόμου στην ιδέα ότι ένα τεράστιο μέρος της ανθρωπότητας θα μπορούσε να παραμείνει αποκλεισμένο από την πληρότητα, δηλαδή, θέλαμε να πούμε, από τη σωτηρία: μπορεί ίσως ο χριστιανός να πιστέψει , έστω και για μια στιγμή, να χαθεί ένα αναρίθμητο πλήθος από τα αδέρφια του; Εν ολίγοις, η σωτηρία είναι για όλους και ο καθένας έχει το ιερό δικαίωμα να σώσει τον εαυτό του. ακόμα κι αν δεν πιστεύουν στην Εκκλησία (τα λόγια του) και ακόμα κι αν δεν πιστεύουν στον Ιησού Χριστό (γιατί ο Χριστιανός δεν μπορεί να δεχτεί ούτε για μια στιγμή την ιδέα ότι οι μη Χριστιανοί παραμένουν αποκλεισμένοι: και προφανώς αυτό που πιστεύουν οι πιστοί είναι νόμος για τον Κύριό μας, έτοιμος αποδέκτης και εκτελεστής των αποφάσεων της δημοκρατικής πλειοψηφίας). Τότε, όμως, πώς συμβιβάζετε τα δύο αξιώματα ότι μόνο μέσω της πίστης στον Ιησού Χριστό μπορεί κανείς να «σωθεί» και ότι όλοι οι άνθρωποι, χωρίς εξαίρεση, πρέπει να μπορούν να σωθούν, προφανώς ακόμα κι αν δεν θέλουν να το μάθουν; Απλό: επινοώντας το αθώο τέχνασμα σύμφωνα με το οποίο υπάρχουν διάφοροι τρόποι να ανήκει κανείς στην Εκκλησία (αναγκαιότητα που σε αυτό το σημείο μπαίνει στο παιχνίδι, ακόμα κι αν είχε αρνηθεί μερικές γραμμές παραπάνω), και υπάρχει τουλάχιστον ένας που επιτρέπει να σώσουμε και τις κατσίκες και τα λάχανα: Χριστιανοί ναι, αλλά και στην πραγματικότητα χωρίς να είμαστε ένα, ή τουλάχιστον χωρίς να γνωρίζουμε ότι είναι ένα: όλοι οι άνθρωποι πρέπει από μια άποψη να μπορούν να ανήκουν στην εκκλησία . Γιατί αν δεν συνέβαινε αυτό, δεν θα σώζονταν όλοι: και το σημαντικό δεν είναι να αποδείξουμε τι είναι αληθινό και τι είναι ψέμα, αλλά μάλλον να μην απογοητεύσουμε τις υποθέσεις του Karl Rahner και όλων των μοντερνιστών μεταμφιεσμένων σε καθολικούς, για τους οποίους είναι απαράδεκτο να παραμένει κάποιος αποκλεισμένος, κάτι που θα αντέβαινε στις πεποιθήσεις του όσον αφορά τον οικουμενισμό και τον διαθρησκειακό διάλογο.

Έτσι, με μια άψογη λογική, δεδομένων των υποθέσεων, παρατηρεί με συναίσθηση: αυτό σημαίνει ότι πρέπει να υπάρχουν διάφοροι βαθμοί νά ανήκεις στην εκκλησία. Είναι σαφές; Η αναγκαιότητα ενός πράγματος δεν εξαρτάται από την εσωτερική λογική αυτού του πράγματος (δεν είναι γραμμένο πουθενά ότι ο καθένας πρέπει να σώσει τον εαυτό του) αλλά από την εσωτερική λογική της ευεργετικής και οικουμενιστικής ιδεολογίας του θεολόγου Karl Rahner: αυτός στον οποίο κάθε θέληση πρέπει να κάμπτεται, αυτές των συνοδικών πατέρων στο Βατικανό, όπως και η Πραγματικότητα του Θεού του, υπάκουη, λυγίζει στις επιθυμίες του: και εφόσον το επιθυμεί, έπεται ότι πρέπει να είναι έτσι, ότι πρέπει να υπάρχει. να είναι διαφόρων βαθμών νά ανήκεις στην Εκκλησία . Και αυτοί οι διαφορετικοί βαθμοί (πραγματικά μια πολύ νέα έννοια, για την οποία το Magisterium, στα σχεδόν δύο χιλιάδες χρόνια της ιστορίας της Εκκλησίας, δεν είχε ποτέ ξεστομίσει λέξη, ούτε έκανε τον πιο αόριστο υπαινιγμό) που λέει - να λασπώσουν λίγο τα νερά - ανερχόμενοι και απόγονοι , στην πράξη μπορούν απλώς να ονομαστούν συνειδητοί ή ανώνυμοι. Το νέο και καθοριστικό στοιχείο που εμφανίζεται σε αυτό το σημείο είναι στην πραγματικότητα η έννοια του ανώνυμου Χριστιανισμού , ένα «λαμπρό» οξύμωρο που δημιουργήθηκε με στόχο να επαναφέρει από το παράθυρο ό,τι είχε βγει από την πόρτα. Είναι αξιοπερίεργο, στην πραγματικότητα, ότι τόσο για τους βαθμούς των «ανερχόμενων» όσο και για τους «απογόνους» ο Ιησουίτης μας καθιερώνει ένα φαινομενικά αντικειμενικό και αδιαμφισβήτητο σταθερό σημείο: το γεγονός ότι έλαβε το μυστήριο του Βαπτίσματος, ένα σαπάκι που δόθηκε στους βαρετούς «παραδοσιακούς». "; μόνο για να το αδειάσει από το νόημα, δηλώνοντας ότι ένας μη Χριστιανός ή ένας άθεος, «εκ φύσεως» με κλίση προς τη Χριστιανική Αλήθεια και επομένως χωρίς δόγμα ή Εκκλησία, είναι επίσης Χριστιανοί με τον τρόπο τους.

Μάλιστα, σε όλη τη συλλογιστική του αιωρείται η ιδέα, η οποία γίνεται σαφής σε άλλα κείμενά του , ότι για να είναι κανείς Χριστιανός αυτού του είδους, δηλαδή «ανώνυμοι Χριστιανοί», αρκεί μια φυσική κλίση προς τις αλήθειες του Ευαγγελίου (σαν αυτά νά ήταν φυσικά και όχι υπερφυσικά), ή κάτι παρόμοιο με την Αμβροσιακή έννοια (ευρέως αναθεωρημένη και διορθωμένη, για να μην πω παραποιημένη) του «βαπτίσματος της επιθυμίας», που σε εκείνο το σημείο θα αντικαθιστούσε επάξια το πραγματικό Βάπτισμα. Στην πραγματικότητα, όλοι οι άνθρωποι, σύμφωνα με τον Rahner, που εδώ δεν αναφέρεται σε κανέναν άλλον εκτός από τον Kant, τείνουν φυσικά προς τον Θεό και ζουν μια τέτοια υπερβατική εμπειρία (και εδώ ο δικός μας υιοθετεί και καντιανή ορολογία). Και κάπως έτσι καταφέρνει να ανατρέψει τη φόρμουλα του Αγίου Κυπριανού Extra Ecclesiam nulla salus στο ακριβώς αντίθετό της, αλλά χωρίς επίσημα ρήξη με το Magisterium και μάλιστα να αναφέρεται, απίστευτα , στη Σύνοδο του Τρεντ, στην οποία το δόγμα του Αγίου Αμβροσίου του Βαπτίσματος του πόθου είχε ανακληθεί. Αυτό, με τον τρόπο του, είναι ένα αριστούργημα - ένα αριστούργημα του διαβόλου, αν θέλετε: να δείξετε ότι ο καθένας μπορεί να αυτοαποκαλείται ή να θεωρείται Χριστιανός και επομένως έχει περισσότερα από επαρκή προσόντα για να επιδιώκει, ή μάλλον να απαιτεί τη σωτηρία, οτιδήποτε με αυτό γίνεται κατανοητό

Και για να μην υπάρχει αμφιβολία για την αληθινή θεολογική σκέψη του Karl Rahner, καλό θα ήταν να παραθέσουμε ένα άλλο απόσπασμα, βγαλμένο από τη διάσημη, ή μάλλον διαβόητη, συνέντευξη βιβλίου του, του οποίου ο τίτλος είναι ήδη ένα ολόκληρο πρόγραμμα, The Fatigue of Believing ( Ο Karl Rahner σε συνομιλία με τον Meinold Krauss, Edizioni Paoline, 1986, σελ.

Ανώνυμος Χριστιανισμός σημαίνει αυτό: όποιος ακολουθεί τη συνείδησή του, είτε πιστεύει ότι πρέπει να είναι Χριστιανός είτε μη Χριστιανός, είτε πιστεύει ότι πρέπει να είναι άθεος είτε πιστός, ένα τέτοιο άτομο γίνεται αποδεκτό και είναι αποδεκτό από τον Θεό και μπορεί να επιτύχει αυτήν την αιώνια ζωή που στη χριστιανική μας πίστη ομολογούμε ως στόχο όλων των ανθρώπωνΜε άλλα λόγια: χάρη και δικαίωση, ένωση και κοινωνία με τον Θεό, δυνατότητα επίτευξης αιώνιας ζωής, όλα αυτά συναντούν εμπόδιο μόνο στην κακή συνείδηση ​​του ανθρώπου.

Τώρα, οποιοσδήποτε ποντίφικας ενώπιον της Β' Συνόδου του Βατικανού, οποιοσδήποτε επίσκοπος , οποιοσδήποτε ιερέας θα είχε χαρακτηρίσει αυτές τις δηλώσεις ως απερίσκεπτες, βαθύτατα εσφαλμένες, αιρετικές. κανένα εδάφιο της Γραφής, καμία συνοδική δήλωση (των είκοσι συνόδων πριν από το Βατικανό Β'), κανένας Πατέρας ή Γιατρός της Εκκλησίας δεν θα τα είχε υπογράψει ποτέ, ούτε μπορούν να τους προσφέρουν την παραμικρή δογματική υποστήριξη. Αυτή είναι μια ιδέα του Χριστιανισμού που δεν έχει καμία σχέση με αυτό που πάντα δίδασκε η Εκκλησία και που όλοι, εντός και εκτός της Εκκλησίας, πάντα θεωρούσαν τον παράγοντα διάκρισης στο να αποκαλείται κανείς Χριστιανός, μη Χριστιανός ή άθεος. Αλλά τώρα, χάρη σε αυτόν τον λαμπρό και αδίστακτο Ιησουίτη, ο οποίος προσδοκά περίπου τριάντα χρόνια αυτό που ο κ. Bergoglio δηλώνει ήρεμα στον κ. Scalfari, δηλαδή ότι αρκεί να ρωτήσει κανείς τη συνείδησή του για να μάθει τι πρέπει να γίνει και ότι ο Θεός είναι πλήρως ικανοποιημένος, μαθαίνουμε ότι το να είμαστε και να δηλώνουμε Καθολικοί ή Προτεστάντες, Εβραίοι ή Μουσουλμάνοι, άθεοι ή Βουδιστές, είναι λίγο πολύ το ίδιο πράγμα, εφόσον η υποκειμενική συνείδηση ​​δεν θέτει το εμπόδιο της «κακής θέλησης». . Διότι όλοι, τελικά, αποδεικνύονται χριστιανοί, άλλοι ρητά, άλλοι ανώνυμα: άρα κανείς δεν αποκλείεται από τα οφέλη της σωτηρίας και όλοι είναι ευτυχισμένοι και ευχαριστημένοι. Και ο διάβολος σε ευχαριστεί από καρδιάς.

 https://www.brigataperladifesadellovvio.com/blog/che-vuol-dire-essere-cristiano-per-karl-rahner

ΠΟΙΟΣ ΘΑ ΜΑΣ ΠΕΙ ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΓΙΑΝΝΑΡΑ;

ΓΙΑ ΤΟΝ ΖΗΖΙΟΥΛΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥΣ ΤΟΥ ΕΙΝΑΙ ΕΥΝΟΗΤΟ. ΝΑ ΑΓΑΠΑΣ ΤΗΝ ΕΤΕΡΟΤΗΤΑ ΣΑΝ ΟΜΟΙΟΤΗΤΑ. ΤΗΝ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟΤΗΤΑ Η ΟΠΟΙΑ ΑΝΑΣΤΑΙΝΕΙ ΤΟ ΟΜΟΟΥΣΙΟ.

Ανώνυμος είπε...

Πραξ 9:10 – 19

Ἐν ταῖς ἡμεραῖς ἐκείναις, ἦν τις μαθητὴς ἐν Δαμασκῷ ὀνόματι Ἀνανίας, καὶ εἶπε πρὸς αὐτὸν ὁ Κύριος ἐν ὁράματι· Ἀνανία. ὁ δὲ εἶπεν· ἰδοὺ ἐγώ, Κύριε. ὁ δὲ Κύριος πρὸς αὐτόν· ἀναστὰς πορεύθητι ἐπὶ τὴν ῥύμην τὴν καλουμένην εὐθεῖαν καὶ ζήτησον ἐν οἰκίᾳ Ἰούδα Σαῦλον ὀνόματι Ταρσέα· ἰδοὺ γὰρ προσεύχεται, καὶ εἶδεν ἐν ὁράματι ἄνδρα ὀνόματι Ἀνανίαν εἰσελθόντα καὶ ἐπιθέντα αὐτῷ χεῖρα, ὅπως ἀναβλέψῃ. ἀπεκρίθη δὲ Ἀνανίας· Κύριε, ἀκήκοα ἀπὸ πολλῶν περὶ τοῦ ἀνδρὸς τούτου, ὅσα κακὰ ἐποίησε τοῖς ἁγίοις σου ἐν Ἱερουσαλήμ· καὶ ὧδε ἔχει ἐξουσίαν παρὰ τῶν ἀρχιερέων δῆσαι πάντας τοὺς ἐπικαλουμένους τὸ ὄνομά σου. 
εἶπε δὲ πρὸς αὐτὸν ὁ Κύριος· πορεύου, ὅτι σκεῦος ἐκλογῆς μοί ἐστιν οὗτος τοῦ βαστάσαι τὸ ὄνομά μου ἐνώπιον ἐθνῶν καὶ βασιλέων υἱῶν τε Ἰσραήλ· ἐγὼ γὰρ ὑποδείξω αὐτῷ ὅσα δεῖ αὐτὸν ὑπὲρ τοῦ ὀνόματός μου παθεῖν. Ἀπῆλθε δὲ Ἀνανίας καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὴν οἰκίαν, καὶ ἐπιθεὶς ἐπ᾿ αὐτὸν τὰς χεῖρας εἶπε· Σαοὺλ ἀδελφέ, ὁ Κύριος ἀπέσταλκέ με, Ἰησοῦς ὁ ὀφθείς σοι ἐν τῇ ὁδῷ ᾗ ἤρχου, ὅπως ἀναβλέψῃς καὶ πλησθῇς Πνεύματος Ἁγίου. καὶ εὐθέως ἀπέπεσον ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτοῦ ὡσεὶ λεπίδες, ἀνέβλεψέ τε, καὶ ἀναστὰς ἐβαπτίσθη, καὶ λαβὼν τροφὴν ἐνίσχυσεν. Ἐγένετο δὲ ὁ Σαῦλος μετὰ τῶν ἐν Δαμασκῷ μαθητῶν ἡμέρας τινάς.

Η Γνώση μπαίνει στην Εκκλησία με τον Χάιντεγκερ και τον Rahner

 

του Φραντσέσκο Λαμεντόλα

Τι άλλο είναι η γνώση,
 όχι αυτό ή εκείνο το γνωστικό σύστημα, αλλά η αιώνια γνώση, αν όχι η ανθρώπινη προσπάθεια να κατακτήσει μια απόλυτη αλήθεια με έναν μυστικό, μυητικό τρόπο, με τρόπο που δεν επιτρέπεται στους κοινούς θνητούς, αλλά μόνο σε εξαιρετικά άτομα, μόνο και μόνο για να ανακαλύψουμε στη συνέχεια ότι, τελικά, ο Θεός δεν είναι αυτός που είναι, αλλά Αυτός που γίνεται, επειδή είμαστε μέρος του, και καθώς το συνειδητοποιούμε σταδιακά, ανάβουμε, ας πούμε, τη θεϊκή μας φύση και σηκωνόμαστε στα πιο υπέροχα μυστήρια της ύπαρξης;

Και ο μηδενισμός, από την άλλη, τι είναι αν όχι η ριζική άρνηση οποιουδήποτε λόγου, οποιουδήποτε τέλους, οποιουδήποτε σκοπού ή νοήματος της εκδηλωμένης πραγματικότητας; Με άλλα λόγια: η άρνηση να αναζητήσει κανείς στον Λόγο, και στη ζωή μας, έναν επαρκή λόγο ύπαρξης και να στεφανώσει την ύπαρξη του με νόημα; Δεν είναι ίσως η ιδέα ότι τα πάντα προέρχονται από το τίποτα, τυχαία, και ότι τυχαία ολισθαίνουν πίσω στο τίποτα, χωρίς να αφήνουν κανένα ίχνος πίσω τους, όπως η άμμος στην ακρογιαλιά αφού την έχει σκεπάσει η υψηλή παλίρροια, σβήνοντας τα ονόματα που γράφτηκαν με το δάχτυλο πάνω της, σαν να μην είχαν πάει ποτέ εκεί, σαν να μην υπήρχαν ποτέ;

Φαίνεται, επομένως, ότι η γνώση και ο μηδενισμός βρίσκονται στον αντίποδα η μιά του άλλου. Ότι τίποτα δεν μπορούσαμε να φανταστούμε πιο μακρινό, πιο ξένο, πιο ανθεκτικό σε φιλοσοφικό επίπεδο. Κι όμως δεν είναι έτσι, αφού και το ένα και το άλλο είναι οι αιώνιοι πειρασμοί της ανθρώπινης σκέψης όταν χάνει την αίσθηση της αναλογίας και το δικό της οντολογικό όριο και αποτελούν, ας πούμε, τα δύο άκρα μιας ανάκαμψης που περνά συνεχώς, από εποχή σε εποχή, από μια υπερβολή της αυτοπεποίθησης σε μια εξίσου αδικαιολόγητη υπερβολή αυτοκαταστροφής και απαισιοδοξίας. Αυτό, τουλάχιστον, σύμφωνα με τα φαινόμενα.

Είναι όμως όντως έτσι; Η Γνώση εκφράζει τη σταθερή ανθρώπινη θέληση να γνωρίσει, να ξεπεράσει τα όρια, να υπερβεί τους εσωτερικούς Στύλους του Ηρακλή και να αρπάξει τη φωτιά των θεών, όπως ο Προμηθέας: είναι ο άνθρωπος που θέλει να γνωρίσει, να γνωρίσει τα πάντα, χωρίς υπολείμματα. Ακόμα και αυτό που δεν φαίνεται, ακόμα και αυτό που κρύβεται από το κοινό βλέμμα των θνητών. Θέλει να μάθει για να αντλήσει τη σωτηρία που έρχεται από τη γνώση. Με άλλα λόγια, μέσω της μυστικής γνώσης, που είναι ακριβώς η γνώση, ο άνθρωπος φιλοδοξεί να αυτοφωτιστεί και να λυτρωθεί: δεν περιμένει τη σωτηρία από κανέναν άλλο εκτός από τον εαυτό του. Πιστεύει ότι είναι ικανός να στοχεύει τόσο ψηλά, γιατί είναι πεπεισμένος ότι έχει όλα τα απαραίτητα εργαλεία μέσα του, μόνο που ξέρει να τα χρησιμοποιεί κατάλληλα. Υπάρχει επομένως μια μυστικιστική, ή τουλάχιστον πνευματική, έμπνευση στην ένταση του προς την αληθινή γνώση: περισσότερο από μια προσπάθεια διανοητικής και κερδοσκοπικής φύσης, είναι μια γενική ώθηση για πρόσβαση στην ολότητα του είναι, με έμμεσο και άμεσο τρόπο.

Από την άλλη πλευρά, είναι ένας μυστικισμός, αν μπορούμε να το πούμε, που είναι ριζικά ενυπάρχον: δεν είναι το ζήτημα, για την ψυχή, να ανοίξει το δρόμο της προς το Είναι, το οποίο κατοικεί στις ανώτερες διαστάσεις, αλλά να γίνει θεϊκή η ίδια, χάρη ακριβώς στην ακριβή γνώση της μυητικής οδού και την ευλαβική τήρησή της. Υπάρχουν διάφορες αποκρυφιστικές αναμνήσεις εδώ, από το Θιβετιανό Βιβλίο των Νεκρών μέχρι τους αιγυπτιακούς πάπυρους της απαγορευμένης επιστήμης. Υπάρχει η πεποίθηση ότι η ψυχή, εκπαιδευμένη στη ζωή σχετικά με το τι πρέπει να κάνει αφού περάσει το κατώφλι του θανάτου, μπορεί να διατηρήσει τις ικανότητες λήψης αποφάσεων και να κατευθυνθεί ελεύθερα προς μια κατεύθυνση αντί για άλλη, ασκώντας ακόμη και μεταθανάτια μια αληθινή και σωστή κυριαρχία πάνω στο πεπρωμένο της. Από την άλλη πλευρά, η σύλληψη της διαδικασίας σωτηρίας της ψυχής ως συνειδητής και ενδόμυχης λειτουργίας, αποκλείει από μόνη της την ύπαρξη ενός υπερβατικού, στοργικού και προνοητικού Θεού, δημιουργού και συντηρητή των πάντων. Υπό αυτή την έννοια, μπορεί κανείς να μιλήσει για μηδενισμό ή τουλάχιστον για αθεϊστικό μυστικισμό: η μυστικιστική κατάνυξη δεν στρέφεται στην πραγματικότητα προς ένα ον που στέκεται πάνω από τη φύση, αλλά προς τη φυσική διάσταση, και πιο συγκεκριμένα προς κάποια μυστική γνώση της, άγνωστη στους περισσότερους ανθρώπους: η οποία μοιάζει πολύ με το μαγικό σύμπαν του μάγου ή του σαμάνου.

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της αναλογίας, για να μην πούμε αυτής της γειτνίασης, μεταξύ γνώσης και μαγείας, είναι η πίστη στη δυνατότητα του μυημένου να πραγματοποιεί αστρικές πτήσεις, μια πεποίθηση που είναι πράγματι κοινή στους σαμανικούς και γνωστικούς πολιτισμούς. Είναι γνωστό ότι, σύμφωνα με ορισμένες παραδόσεις, ο Σίμων ο Μάγος, που θεωρείται ο πρώτος από τους Γνωστικούς δασκάλους κατά σειρά χρόνου, ήθελε να επιδείξει δημόσια τις δυνάμεις του πετώντας στη Ρωμαϊκή Αγορά, παρουσία του αυτοκράτορα Νέρωνα, αλλά στη συνέχεια, ακολουθώντας τις προσευχές των Αποστόλων, έπεσε στο έδαφος, στα πόδια του Αγίου Πέτρου, με σπασμένα τα πόδια του και στη συνέχεια κατέληξε λιθοβολημένος από το πλήθος. Φυσικά, η μυητική «φυγή» γίνεται κατανοητή από όλες σχεδόν τις παραδόσεις με εσωτερική έννοια, ως η ικανότητα να μεταβούμε από τη διάσταση της ακαθάριστης ύλης σε αυτή της λεπτής ύλης. Θα ήταν επομένως μια αστρική πτήση στην οποία αυτό που έχει σημασία δεν είναι να σηκωθείς από το έδαφος, αλλά να βγεις από τη φυλακή του σώματος και να κυριαρχήσεις στα αιθερικά στοιχεία και στα ενδοδιάστατα κατώφλια της πραγματικότητας.

Λοιπόν, αν υπάρχει μια σύγχρονη φιλοσοφία που προσφέρεται για την εκτέλεση αυτής της λειτουργίας της σύνδεσης δύο στάσεων που φαίνονται αντίθετες, αλλά δεν είναι, η μία υπερήφανης εμπιστοσύνης στην ικανότητα αυτολύτρωσης, η άλλη ριζικής άρνησης σε έναν υπερβατικό Θεό, και ως εκ τούτου ενωμένοι με την ιδέα ότι τα πράγματα προέρχονται από το τίποτα και πάνε προς το τίποτα, αυτή είναι η φιλοσοφία του Χάιντεγκερ, με το είναι-ρίχνεται-στον-κόσμο και το είναι-για-τον-θάνατο, η μόνη απόλυτη βεβαιότητα που παρέχεται στους ανθρώπους· και με τις διφορούμενες σκέψεις του μεταξύ της υπαρξιακής οντολογίας του Είναι και του Χρόνου και της θέλησης για εξουσία, του amor fati, του ποιμένα του είναι και της αρνητικής θεολογίας των τελευταίων έργων τουΕφόσον τα πάντα ή σχεδόν όλα βρίσκονται στη σκέψη του Χάιντεγκερ, συμπεριλαμβανομένου και του αντιθέτου της, μπορεί κάλλιστα να ειπωθεί ότι σε αυτήν ο κύκλος μεταξύ γνώσης και μηδενισμού κλείνει και αφήνει τους μελετητές του με το επίπονο έργο της αναζήτησης, αν όχι της συνάφειας, τουλάχιστον ενός κατανοητού νοήματος...

Ο Franco Volpi γράφει στο κλασικό πλέον δοκίμιό του Il nihilismo (Bari, Laterza, 2005, σσ.121-12):


Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το έργο του Χάιντεγκερ παρέχει μια θεμελιώδη συμβολή στην ανάλυση του ευρωπαϊκού μηδενισμού. Ωστόσο, στα τελικά του αποτελέσματα, αναδεικνύει ένα μοναδικό παράδοξο, που είναι ταυτόχρονα και το παράδοξο ενός σημαντικού μέρους της σύγχρονης σκέψης. Πρόκειται για το γεγονός ότι σε αυτό φαίνονται να αγγίζουν και να συνυπάρχουν δύο ασυμβίβαστα άκρα: ένας ριζοσπαστικός μηδενισμός, από τη μια, και ένας εμπνευσμένος από το όραμα, αν όχι από τον μυστικισμό, από την άλλη. Για το λόγο αυτό, όσο περισσότερο εμμένουμε στη μία οπτική στη μεταφορά της διδασκαλίας του Χάιντεγκερ, τόσο περισσότερο βλέπουμε τον εαυτό μας αντιμέτωπο με τα προβλήματα που ανοίγει η άλλη. Η ριζοσπαστικοποίηση της φιλοσοφικής αμφισβήτησης, που επενδύει τα πάντα και καταναλώνει τα πάντα, παράγει αφενός μια επιτάχυνση διάλυσης, μια ενίσχυση του μηδενισμού. Από την άλλη πλευρά, στην εκπλήρωση αυτής της διάλυσης, η σκέψη ανοίγεται στην προοπτική του εντελώς άλλου, σε αυτό που βρίσκεται ριζικά πέρα ​​από αυτό που έχει διαλυθεί. Η αποδόμηση των εννοιών και των θεωρημάτων της παραδοσιακής φιλοσοφίας έχει ως αποτέλεσμα ένα άνοιγμα στην προβληματική του ιερού και του θείου. Η αμφισβήτηση που ο Χάιντεγκερ θεωρεί «το κρίμα της σκέψης» συνεπάγεται αμφισβήτηση και διάλυση, αλλά ταυτόχρονα και έρευνα και αναμονή (προσδοκία): οδηγεί σε αυτό το Τίποτα που είναι η ακραία κάθαρση του πεπερασμένου και το απογυμνώνει από τα πάντα για να του επιτρέψει να έχει πρόσβαση στο θείο. Οδηγεί σε εκείνο το ακραίο σημείο που ο Μάιστερ Έκχαρτ αποκάλεσε με σχεδόν βλάσφημα λόγια (...) το σημείο «όπου ο άγγελος, η μύγα και η ψυχή είναι το ίδιο πράγμα». Είναι ένα ερώτημα που ισοπεδώνει τη μεταφυσική για να προετοιμαστεί για την έλευση της «νέας αρχής».

Το κλειδί που έφερε καλύτερα από κάθε άλλο στο φως αυτή τη δυνατότητα συνύπαρξης μηδενισμού και μυστικισμού είναι αυτό της αντιπαράθεσης της Χαϊντεγκεριανής σκέψης με τη γνώση. Αυτή η σύγκριση είναι μια παραλλαγή της γενικότερης αναβίωσης του Γνωστικού παραδείγματος - χωρισμένο από την ιστορική του θέση στην ύστερη αρχαιότητα - ως παλίμψηστο για μια ερμηνεία της νεωτερικότητας. Ένα μονοπάτι που είχε ήδη πατήσει τον δέκατο ένατο αιώνα ο Ferdinand Christian Baur. Τον περασμένο αιώνα, τα εύσημα για την εκ νέου ανακάλυψη της γνώσης πρέπει να αποδοθούν στον Carl Gustav Jung και στις συναντήσεις που προώθησε ξεκινώντας από τη δεκαετία του 1930 στην Ascona, για τις οποίες το "Eranos Jahrbuch" παρέχει τεκμηρίωση. Αλλά ήταν ιδιαίτερα στη δεκαετία του 1950 που η καρποφορία του Γνωστικού παραδείγματος ήρθε στο φως και συζητήθηκε σε μεγαλύτερη κλίμακα. Η συζήτηση θερμάνθηκε γύρω από τις θέσεις που υποστήριξαν αντίστοιχα οι Eric Voegelin και Hans Blumenberg.

Ο πρώτος επιτέθηκε μετωπικά στη νομιμότητα της σύγχρονης εποχής, υποστηρίζοντας ότι η ανάπτυξή της πρέπει να ερμηνευθεί ως θρίαμβος της γνώσης. Φιλόσοφοι που ήταν καθοριστικοί για τη νεωτερικότητα όπως ο Χέγκελ, ο Μαρξ και ο Νίτσε θα θεωρούνταν «Γνωστικοί», καθώς ένα θεωρητικό σύστημα Γνωστικής προέλευσης θα λειτουργούσε στη σκέψη τους. Στον Χέγκελ, η διαδικασία κατά την οποία το πνεύμα έρχεται να βρεθεί από μια κατάσταση αλλοτρίωσης είναι για τον Voegelin ανάλογη με το προσκύνημα μέσω του οποίου η αλλοτριωμένη σπίθα ("πνεύμα") των Γνωστικών επιστρέφει από την εξορία του στον κόσμο στην πληρότητα μιάς αναπόσπαστης ανθρώπινης ύπαρξης. Στον Νίτσε η φυσική αρχή της θέλησης για εξουσία μεταμορφώνει τον άνθρωπο, ασφυκτιώντας από εχθρικές προς τη ζωή αξίες και τώρα αναίμακτα, σε υπεράνθρωπο. Και στις τρεις περιπτώσεις λειτουργεί η ιδέα της αυτοσωτηρίας του ανθρώπου μέσω της «γνώσης» της δικής του κατάστασης αιχμαλωσίας και αποξένωσης, η οποία γίνεται το όργανο της λύτρωσης. Δυνάμει αυτής της «γνώσεως», άρα χάρη στον εαυτό του, το υποβαθμισμένο ον αποκαθιστά την αρχική του πληρότητα. Ο σύγχρονος θρίαμβος της γνώσης σημαίνει για τον Voegelin την εμμενοποίηση της χριστιανικής εσχατολογίας, η οποία τελικά οδηγεί στον μηδενισμό: ο Θεός και η πνευματική ζωή του ανθρώπου θυσιάζονται στον πολιτισμό με την αφιέρωση όλων των ανθρώπινων ενεργειών στην ανάληψη της σωτηρίας μέσω της εμμενούς δράσης που υπάρχει στον κόσμο.

Ο Blumenberg
 αντιτάχθηκε σθεναρά σε αυτές τις θέσεις. Υπερασπίστηκε τη νεωτερικότητα, υποστηρίζοντας ότι δεν είναι τόσο η εκκοσμίκευση του Χριστιανισμού, αλλά μάλλον η διαδικασία της αυτόνομης επιβεβαίωσης του ανθρώπου στον κόσμο. Με την απολυτοποίηση της γήινης διάστασης, η νεωτερικότητα αρνείται τον Γνωστικό δυϊσμό, που εξακολουθεί να υπάρχει στην ύστερη μεσαιωνική θεολογική εικασία που χωρίζει ριζικά τον Θεό και τον κόσμο. Η νεωτερικότητα, λοιπόν, δεν είναι ο θρίαμβος, αλλά η δεύτερη, οριστική ήττα της γνώσης. (…)

Εάν η γνώση, που θεωρείται όχι ως ιστορικό φαινόμενο αλλά ως πρότυπο σκέψης, μπορεί να ερμηνευθεί ως ένας «ante litteram» υπαρξιστικός μηδενισμός, ο οποίος μέσω του «annihilatio mundi» επιφέρει μια ριζική απομόνωση της ψυχής για να αποκτήσει τη σωτηρία της και τήν επανένωση με τον Θεό, τότε ο σύγχρονος μηδενισμός μπορεί με τη σειρά του να διαβαστεί ως ένας σύγχρονος αθεϊστικός Γνωστικισμός: τυφλός σε κάθε υπερβατικότητα, συγκεντρώνεται σε μια τραγική περιγραφή του ξεριζωμού και του αποπροσανατολισμού της θνητής ύπαρξης. Στην κοσμική της μοναξιά, η ύπαρξη επαναλαμβάνει το Γνωστικό ερώτημα, γνωρίζοντας ότι θα μείνει αναπάντητο: ποιοι είμαστε; Από πού ερχόμαστε; Πού πάμε;

Στο τέλος αυτής της έρευνας, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με όλες τις αμφιβολίες και τις αμηχανίες-απορίες που είχαμε από την αρχή. Εάν η γνώση, λέει ο Φράνκο Βόλπι, μπορεί να ερμηνευθεί ως ένας υπαρξιστικός μηδενισμός «ante litteram», ο οποίος μέσω του «annihilatio mundi» επιφέρει μια ριζική απομόνωση της ψυχής για να επιτευχθεί σωτηρία και επανένωση με τον Θεό, τότε ο σύγχρονος μηδενισμός μπορεί με τη σειρά του να διαβαστεί ως ένας σύγχρονος αθεϊστικός Γνωστικισμός. Ωστόσο, μας φαίνεται ότι αυτή η ερμηνεία παρουσιάζει περισσότερες δυσκολίες από αυτές που ισχυρίζεται ότι επιλύει. Η Γνώση είναι κάτι πολύ διαφορετικό από τον υπαρξιστικό μηδενισμό: προβάλλεται μάλλον προς την αναζήτηση μιας ανώτερης αλήθειας και, ενώ ουσιαστικά αρνείται την οντολογική διαφορά μεταξύ πλασμάτων και δημιουργού (εμανατισμός), δεν αρνείται καθόλου την ύπαρξη μιας πρώτης αρχής. ούτε μιας τελικής αιτίας, για την οποία ο μηδενισμός φαίνεται ξένος και ασυμβίβαστος με αυτόν. Εάν η ύπαρξη του κόσμου και των οντοτήτων δεν είχε σκοπό, γιατί να αγωνίζεται ο Γνωστικός στην αναζήτησή του για μια ανώτερη γνώση που θα του αποκάλυπτε το μυστήριο της ύπαρξης; Θα ήταν μια αντίφαση από άποψη όρων. Από την άλλη, αν ο μηδενισμός ήταν η εκδοχή, ας πούμε έτσι, του αθεϊστικού γνωστικισμού, θα μπορούσαμε να μιλάμε για γνώση γι' αυτόν; Η γνώση δεν συνεπάγεται απαραίτητα, εξ ορισμού, μια μυητική πορεία προς το θείο; Τώρα, ανεξάρτητα από τον ορισμό του θείου στη Γνωστική σύλληψη, είναι βιώσιμη η θέση ότι η σύγχρονη γνώση μπορεί να βασίζεται στον αθεϊσμό, στο όραμα μιας ολοκληρωτικά έμφυτης πραγματικότητας, χωρίς να πέφτει, αν μη τι άλλο, σε μια περισσότερο ή λιγότερο ρητή μορφή πανθεϊσμού; Ωστόσο, από τόσο αβέβαιες και αντιφατικές βάσεις, δεν έλειψαν οι ερμηνευτές και οι οπαδοί του Χάιντεγκερ που ήθελαν να κάνουν τη φιλοσοφία του τη σύγχρονη εκδοχή της αιώνιας γνώσης. Το πιο θανατηφόρο είναι ότι ανάμεσα σε αυτούς τους θαυμαστές και οπαδούς υπάρχει ο Ιησουίτης θεολόγος Karl Rahner, ο οποίος άσκησε αποφασιστική επιρροή στη λεγόμενη ανθρωπολογική καμπή-στροφή της Δεύτερης Συνόδου του Βατικανού.

Τρίτη 1 Οκτωβρίου 2024

Τι σημαίνει να είσαι χριστιανός για τον Karl Rahner

 

του Φραντσέσκο Λαμεντόλα

Ο Karl Rahner (Freiburg im Breisgau, 5 Μαρτίου 1904-Ίνσμπρουκ, 30 Μαρτίου 1984) ήταν, ειδικά για τον ρόλο του ως «ειδικού», δηλαδή θεολογικού συμβούλου, στη Β' Σύνοδο του Βατικανού, μετά από πρόσκληση του Ιωάννη XXIII, μία από τίς πιο θανατηφόρες φιγούρες όλων των εποχών για το δόγμα και για την καθολική πίστη.

Έγραψε, μεταξύ άλλων, στο Nuovi Saggi (μετάφραση από τα γερμανικά E. Martinelli, Ρώμη, Edizioni Paoline, 1968, τ. Ι, σ. 760):

Ο χριστιανός έχει την πεποίθηση ότι ο άνθρωπος, για να πετύχει τη σωτηρία του, πρέπει να πιστεύει όχι μόνο σε έναν Θεό, αλλά και στον Χριστό. Είναι ακράδαντα πεπεισμένος ότι αυτή η πίστη δεν είναι απλώς μια θετική αρχή από την οποία μπορεί κανείς να εξαιρεθεί για οποιοδήποτε λόγο. Πιστεύει ότι το να ανήκεις στην αληθινή εκκλησία δεν περιλαμβάνει μόνο έναν εξωτερικό περιορισμό, ο οποίος δεν μπορεί να επιβληθεί σε κάποιον απλώς και μόνο επειδή δεν γνωρίζει τίποτα γι 'αυτό ή την αναγκαιότητά του. Αυτή η πίστη είναι αντίθετα απαραίτητη από μόνη της, και επομένως απαιτείται άνευ όρων: όχι μόνο ως προϋπόθεση, αλλά ως η μόνη βιώσιμη οδός. Ναι, γιατί η σωτηρία του ανθρώπου δεν είναι τίποτε άλλο από την πληρότητα, την ωριμότητα και το τελικό στάδιο ΑΥΤΗΣ της αρχής , που επομένως δεν μπορεί να αντικατασταθεί με τίποτα άλλο.

Υπό αυτή την έννοια, έξω από την Εκκλησία ουσιαστικά δεν υπάρχει σωτηρία, όπως έλεγε ο αρχαίος θεολογικός τύπος.

Ωστόσο, μπορεί ο Χριστιανός να πιστέψει, έστω και για μια στιγμή, ότι θα χαθεί ένα αναρίθμητο πλήθος των αδελφών του; Μπορεί ίσως να παραδεχτεί ότι το τεράστιο πλήθος των πλασμάτων, που όχι μόνο ζουσαν πριν από την έλευση του Χριστού από την πιο μακρινή αρχαιότητα (των οποίων οι ορίζοντες ωθούνται όλο και περισσότερο πίσω από την παλαιοντολογία), αλλά και που ζουν στο παρόν και προορίζονται να έρθουν στον κόσμο στο μέλλον, είναι κατ' αρχήν αναπόφευκτα αποκλεισμένος από την πληρότητα της ζωής και ανελέητα καταδικασμένος στον αιώνιο παραλογισμό;

Φυσικά και όχι. Πρέπει να απορρίψει μια τέτοια ιδέα. Και η δική του πίστη του αποδεικνύει ότι έχει δίκιο. Μάλιστα, στη Γραφή λέγεται ρητά: Ο Θεός θέλει να σωθούν όλοι οι άνθρωποι (Α' Τιμ. 2.4). Η Διαθήκη ειρήνης που όρισε ο Θεός με τον Νώε μετά τον κατακλυσμό δεν έχει ποτέ ανακληθεί, πράγματι ο ίδιος ο Υιός του Θεού ήθελε να τη σφραγίσει με την αδιαμφισβήτητη εξουσία της αγάπης του που προσφέρεται σε θυσία, η οποία αγκαλιάζει τους πάντες.[ΠΟΥ ΘΕΛΟΥΝ ΝΑ ΤΟΝ ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΟΥΝ]

Τώρα, εφόσον πρέπει να έχουμε υπόψη μας και τις δύο αρχές μαζί: την αναγκαιότητα της χριστιανικής πίστης και την καθολική σωτηριολογική θέληση της θείας αγάπης και παντοδυναμίας, μπορούμε να το κάνουμε μόνο με έναν τρόπο. Ο τρόπος είναι ο εξής: όλοι οι άνθρωποι πρέπει από κάποια άποψη να μπορούν να ανήκουν στην εκκλησία. Και αυτή τους η ικανότητα δεν μπορεί να κατανοηθεί με την έννοια μιας απλώς λογικής και αφηρημένης πιθανότητας, αλλά μάλλον μιας πραγματικής και ιστορικά συγκεκριμένης.

Με τη σειρά του, αυτό σημαίνει ότι πρέπει να υπάρχουν διαφορετικοί βαθμοί συμμετοχής στην εκκλησία. Πρέπει να υπάρχουν με μια ΑΝΩΔΙΚΗ έννοια , ξεκινώντας από το βάπτισμα, προχωρώντας στην πλήρη επαγγελία της χριστιανικής πίστης και στην αναγνώριση της ορατής κυβέρνησης της εκκλησίας, για να φτάσουν στη συνέχεια στην κοινωνία της ζωής στην Ευχαριστία, η οποία οδηγεί τελικά στην πραγματοποίηση τής  αγιότητος.

ΟΧΙ μονο. Πρέπει όμως να υπάρχουν και με τήν ΑΠΑΓΩΓΙΚΗ έννοια , ξεκινώντας πάλι από το ρητό γεγονός της βάπτισης, για να καταλήξουμε σε έναν μη επίσημο Χριστιανισμό, ακριβώς ανώνυμο, ο οποίος όμως παρά τα πάντα μπορεί ή θα έπρεπε ακόμη και να χαρακτηριστεί νόμιμα με το όνομα του Χριστιανισμού. ακόμα κι αν δεν μπορεί ή δεν θέλει να λέγεται έτσι.

Είναι γεγονός ότι ο άνθρωπος στον οποίο απευθύνεται η ιεραποστολική έμπνευση της εκκλησίας εξακολουθεί να είναι προηγουμένως, ή τουλάχιστον θα μπορούσε να είναι, ένας άνθρωπος που ήδη κινείται προς τη σωτηρία και σε ορισμένες περιπτώσεις ίσως την έχει ήδη πετύχει ακόμη και χωρίς τόν ευαγγελισμό της εκκλησίας. Ταυτόχρονα όμως, είναι εξίσου καλά τεκμηριωμένο ότι η σωτηρία που πέτυχε είναι η σωτηρία που μας έφερε ο Χριστός, γιατί δεν υπάρχει άλλη σωτηρία. Τώρα, αν όλα αυτά είναι αλήθεια, πρέπει να είναι δυνατό να υπάρχει όχι μόνο ένας ανώνυμος «θεϊστής», αλλά και ένας ανώνυμος ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ . Και πρέπει να υπάρχει (δεδομένου ότι η εκκλησία του Χριστού δεν είναι μια απλή εσωτερική πραγματικότητα) όχι μόνο ως ένα μοναδικά εσωτερικό γεγονός, άπιαστο απ' έξω, αλλά μάλλον ως γεγονός που παρουσιάζει ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟ ΔΕΙΚΤΗ ορατότητας και αντιληπτότητας σχέσεων.

Επομένως, ο Ράνερ, η καλοσύνη του, παραδέχεται ότι, για να επιτευχθεί η σωτηρία, δεν αρκεί η γενική πίστη σε οποιονδήποτε θεό, και ίσως στην Παχαμάμα, αλλά μάλλον ειδική πίστη στον Ιησού Χριστό, ο οποίος λέει για τον εαυτό του: Εγώ είμαι η οδός, αλήθεια και η ζωή . Στην πραγματικότητα, όμως, αυτή η απαιτητική και αποφασιστική δήλωση είναι εξαιρετικά αποδυναμωμένη, και θα λέγαμε εξουδετερωμένη, από τον πολύ προσωπικό ορισμό που δίνει για την έννοια της σωτηρίας: η σωτηρία του ανθρώπου δεν είναι τίποτα άλλο από την πληρότητα, την ωριμότητα και το τελικό στάδιο ακριβώς ΑΥΤΗΣ τής αρχής , δηλαδή η πίστη στον Ιησού Χριστό, έστω και ανεξάρτητα -το λέει ρητά- από την Εκκλησία που ίδρυσε Αυτός, και από την οποία ο μεμονωμένος «πιστός» μπορεί να μην γνωρίζει καν τίποτα, ούτε για την ύπαρξή της, ούτε για την αναγκαιότητά της. Μια περίεργη κατάσταση: ότι κάποιος, παρόλο που δεν γνώριζε ποτέ τίποτα για την Εκκλησία, θα μπορούσε να γνωρίσει τον Ιησού Χριστό και να καταλάβει ότι η σωτηρία περνάει μόνο από Αυτόν, αλλά ας παραδεχτούμε για μια στιγμή ότι αυτό είναι δυνατό, αν και εξαιρετικά απίθανο: μέ ποιά  διαίσθηση μπορείς να καταλάβεις κάτι τέτοιο; Σημειώνουμε, παρεμπιπτόντως, ότι εδώ υπάρχει ήδη η προτεσταντική ιδέα της καθολικής ιερωσύνης των πιστών: η Εκκλησία δεν είναι πλέον ο απαραίτητος ενδιάμεσος μεταξύ ανθρώπου και Θεού, αλλά είναι μόνο ένας παράγοντας διευκόλυνσης, ένας επιπλέον εξοπλισμός της μηχανής.[ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ. ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ Η ΟΔΟΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΠΑΡΕΚΤΟΣ ΤΟΥ ΘΕΛΗΜΑΤΟΣ ΜΑΣ]. Σε κάθε περίπτωση, η σωτηρία δεν συνίσταται πλέον, όπως πάντα δίδασκε η Εκκλησία, σε μια ευλογημένη καί μακάρια ζωή με τον Θεό μετά θάνατον. όχι!! Η σωτηρία είναι κάτι εντελώς έμφυτο(immanente) και συνίσταται στην «πληρότητα», στην ωριμότητα και στο «τελικό στάδιο» (αυτή η τελευταία έκφραση είναι ιδιαίτερα κρυπτική) της ίδιας της πίστης.[κ. Γιανναρά κάντε ένα βήμα μπρός] Είτε πρόκειται για ένα φαύλο κύκλωμα, είτε για λογοπαίγνιο: δεν μπορούμε να δούμε άλλο νόημα, όσο κι αν προσπαθούμε να το βρούμε. [ΞΕΧΑΣΑΜΕ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ ΤΟΝ ΕΞΟΡΚΙΣΜΟ ΠΡΙΝ ΤΟ ΒΑΠΤΙΣΜΑ, ΣΑΝ ΑΠΟΛΥΤΗ ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΗ, ΚΑΘΟΤΙ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΕΙΝΑΙ ΚΥΡΙΕΥΜΕΝΟΣ ΚΑΙ ΣΚΛΑΒΟΣ ΤΟΥ ΣΑΤΑΝΑ. ΞΕΧΑΣΑΜΕ ΤΟ ΕΝΔΥΜΑ ΦΩΤΟΣ ΜΕ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΘΑ ΟΔΗΓΗΣΕΙ ΣΤΗΝ ΠΛΑΝΗ ΤΟΥΣ ΘΡΗΣΚΕΥΟΜΕΝΟΥΣ ΤΗΣ ΓΗΣ. ΞΕΧΑΣΑΜΕ ΤΟΝ ΑΟΡΑΤΟ ΠΟΛΕΜΟ ΤΩΝ ΛΟΓΙΣΜΩΝ ΚΑΙ ΞΕΓΕΛΙΟΜΑΣΤΕ ΜΕ ΜΕΣΑΖΟΝΤΕΣ. ΗΘΟΠΟΙΟΙ ΤΗΣ ΠΙΟ ΜΑΚΑΒΡΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ]

Επομένως, μπροστά σε μια τέτοια «σωτηρία», η επανάληψη ότι δεν υπάρχει άλλη, εκτός της Εκκλησίας (της οποίας η τελευταία μόλις δήλωσε το μη ουσιώδες) φαίνεται να είναι ένα είδος αστείου, ένας δόλος που αποσκοπεί να ρίχνουν καπνό στα μάτια των καλόπιστων αλλά αφελών Καθολικών. Ακόμη περισσότερο αφού, αμέσως μετά, ο Rahner προσπαθεί να προκαλέσει στους αναγνώστες του ένα ρίγος τρόμου στην ιδέα ότι ένα τεράστιο μέρος της ανθρωπότητας θα μπορούσε να παραμείνει αποκλεισμένο από την πληρότητα, δηλαδή, θέλαμε να πούμε, από τη σωτηρία: μπορεί ίσως ο χριστιανός να πιστέψει , έστω και για μια στιγμή, να χαθεί ένα αναρίθμητο πλήθος από τα αδέρφια του; Εν ολίγοις, η σωτηρία είναι για όλους και ο καθένας έχει το ιερό δικαίωμα να σώσει τον εαυτό του. ακόμα κι αν δεν πιστεύουν στην Εκκλησία (τα λόγια του) και ακόμα κι αν δεν πιστεύουν στον Ιησού Χριστό (γιατί ο Χριστιανός δεν μπορεί να δεχτεί ούτε για μια στιγμή την ιδέα ότι οι μη Χριστιανοί παραμένουν αποκλεισμένοι: και προφανώς αυτό που πιστεύουν οι πιστοί είναι νόμος για τον Κύριό μας, έτοιμος αποδέκτης και εκτελεστής των αποφάσεων της δημοκρατικής πλειοψηφίας). Τότε, όμως, πώς συμβιβάζετε τα δύο αξιώματα ότι μόνο μέσω της πίστης στον Ιησού Χριστό μπορεί κανείς να «σωθεί» και ότι όλοι οι άνθρωποι, χωρίς εξαίρεση, πρέπει να μπορούν να σωθούν, προφανώς ακόμα κι αν δεν θέλουν να το μάθουν; Απλό: επινοώντας το αθώο τέχνασμα σύμφωνα με το οποίο υπάρχουν διάφοροι τρόποι να ανήκει κανείς στην Εκκλησία (αναγκαιότητα που σε αυτό το σημείο μπαίνει στο παιχνίδι, ακόμα κι αν είχε αρνηθεί μερικές γραμμές παραπάνω), και υπάρχει τουλάχιστον ένας που επιτρέπει να σώσουμε και τις κατσίκες και τα λάχανα: Χριστιανοί ναι, αλλά και στην πραγματικότητα χωρίς να είμαστε ένα, ή τουλάχιστον χωρίς να γνωρίζουμε ότι είναι ένα: όλοι οι άνθρωποι πρέπει από μια άποψη να μπορούν να ανήκουν στην εκκλησία . Γιατί αν δεν συνέβαινε αυτό, δεν θα σώζονταν όλοι: και το σημαντικό δεν είναι να αποδείξουμε τι είναι αληθινό και τι είναι ψέμα, αλλά μάλλον να μην απογοητεύσουμε τις υποθέσεις του Karl Rahner και όλων των μοντερνιστών μεταμφιεσμένων σε καθολικούς, για τους οποίους είναι απαράδεκτο να παραμένει κάποιος αποκλεισμένος, κάτι που θα αντέβαινε στις πεποιθήσεις του όσον αφορά τον οικουμενισμό και τον διαθρησκειακό διάλογο.

Έτσι, με μια άψογη λογική, δεδομένων των υποθέσεων, παρατηρεί με συναίσθηση: αυτό σημαίνει ότι πρέπει να υπάρχουν διάφοροι βαθμοί νά ανήκεις στην εκκλησία. Είναι σαφές; Η αναγκαιότητα ενός πράγματος δεν εξαρτάται από την εσωτερική λογική αυτού του πράγματος (δεν είναι γραμμένο πουθενά ότι ο καθένας πρέπει να σώσει τον εαυτό του) αλλά από την εσωτερική λογική της ευεργετικής και οικουμενιστικής ιδεολογίας του θεολόγου Karl Rahner: αυτός στον οποίο κάθε θέληση πρέπει να κάμπτεται, αυτές των συνοδικών πατέρων στο Βατικανό, όπως και η Πραγματικότητα του Θεού του, υπάκουη, λυγίζει στις επιθυμίες του: και εφόσον το επιθυμεί, έπεται ότι πρέπει να είναι έτσι, ότι πρέπει να υπάρχει. να είναι διαφόρων βαθμών νά ανήκεις στην Εκκλησία . Και αυτοί οι διαφορετικοί βαθμοί (πραγματικά μια πολύ νέα έννοια, για την οποία το Magisterium, στα σχεδόν δύο χιλιάδες χρόνια της ιστορίας της Εκκλησίας, δεν είχε ποτέ ξεστομίσει λέξη, ούτε έκανε τον πιο αόριστο υπαινιγμό) που λέει - να λασπώσουν λίγο τα νερά - ανερχόμενοι και απόγονοι , στην πράξη μπορούν απλώς να ονομαστούν συνειδητοί ή ανώνυμοι. Το νέο και καθοριστικό στοιχείο που εμφανίζεται σε αυτό το σημείο είναι στην πραγματικότητα η έννοια του ανώνυμου Χριστιανισμού , ένα «λαμπρό» οξύμωρο που δημιουργήθηκε με στόχο να επαναφέρει από το παράθυρο ό,τι είχε βγει από την πόρτα. Είναι αξιοπερίεργο, στην πραγματικότητα, ότι τόσο για τους βαθμούς των «ανερχόμενων» όσο και για τους «απογόνους» ο Ιησουίτης μας καθιερώνει ένα φαινομενικά αντικειμενικό και αδιαμφισβήτητο σταθερό σημείο: το γεγονός ότι έλαβε το μυστήριο του Βαπτίσματος, ένα σαπάκι που δόθηκε στους βαρετούς «παραδοσιακούς». "; μόνο για να το αδειάσει από το νόημα, δηλώνοντας ότι ένας μη Χριστιανός ή ένας άθεος, «εκ φύσεως» με κλίση προς τη Χριστιανική Αλήθεια και επομένως χωρίς δόγμα ή Εκκλησία, είναι επίσης Χριστιανοί με τον τρόπο τους.

Μάλιστα, σε όλη τη συλλογιστική του αιωρείται η ιδέα, η οποία γίνεται σαφής σε άλλα κείμενά του , ότι για να είναι κανείς Χριστιανός αυτού του είδους, δηλαδή «ανώνυμοι Χριστιανοί», αρκεί μια φυσική κλίση προς τις αλήθειες του Ευαγγελίου (σαν αυτά νά ήταν φυσικά και όχι υπερφυσικά), ή κάτι παρόμοιο με την Αμβροσιακή έννοια (ευρέως αναθεωρημένη και διορθωμένη, για να μην πω παραποιημένη) του «βαπτίσματος της επιθυμίας», που σε εκείνο το σημείο θα αντικαθιστούσε επάξια το πραγματικό Βάπτισμα. Στην πραγματικότητα, όλοι οι άνθρωποι, σύμφωνα με τον Rahner, που εδώ δεν αναφέρεται σε κανέναν άλλον εκτός από τον Kant, τείνουν φυσικά προς τον Θεό και ζουν μια τέτοια υπερβατική εμπειρία (και εδώ ο δικός μας υιοθετεί και καντιανή ορολογία). Και κάπως έτσι καταφέρνει να ανατρέψει τη φόρμουλα του Αγίου Κυπριανού Extra Ecclesiam nulla salus στο ακριβώς αντίθετό της, αλλά χωρίς επίσημα ρήξη με το Magisterium και μάλιστα να αναφέρεται, απίστευτα , στη Σύνοδο του Τρεντ, στην οποία το δόγμα του Αγίου Αμβροσίου του Βαπτίσματος του πόθου είχε ανακληθεί. Αυτό, με τον τρόπο του, είναι ένα αριστούργημα - ένα αριστούργημα του διαβόλου, αν θέλετε: να δείξετε ότι ο καθένας μπορεί να αυτοαποκαλείται ή να θεωρείται Χριστιανός και επομένως έχει περισσότερα από επαρκή προσόντα για να επιδιώκει, ή μάλλον να απαιτεί τη σωτηρία, οτιδήποτε με αυτό γίνεται κατανοητό

Και για να μην υπάρχει αμφιβολία για την αληθινή θεολογική σκέψη του Karl Rahner, καλό θα ήταν να παραθέσουμε ένα άλλο απόσπασμα, βγαλμένο από τη διάσημη, ή μάλλον διαβόητη, συνέντευξη βιβλίου του, του οποίου ο τίτλος είναι ήδη ένα ολόκληρο πρόγραμμα, The Fatigue of Believing ( Ο Karl Rahner σε συνομιλία με τον Meinold Krauss, Edizioni Paoline, 1986, σελ.

Ανώνυμος Χριστιανισμός σημαίνει αυτό: όποιος ακολουθεί τη συνείδησή του, είτε πιστεύει ότι πρέπει να είναι Χριστιανός είτε μη Χριστιανός, είτε πιστεύει ότι πρέπει να είναι άθεος είτε πιστός, ένα τέτοιο άτομο γίνεται αποδεκτό και είναι αποδεκτό από τον Θεό και μπορεί να επιτύχει αυτήν την αιώνια ζωή που στη χριστιανική μας πίστη ομολογούμε ως στόχο όλων των ανθρώπων. Με άλλα λόγια: χάρη και δικαίωση, ένωση και κοινωνία με τον Θεό, δυνατότητα επίτευξης αιώνιας ζωής, όλα αυτά συναντούν εμπόδιο μόνο στην κακή συνείδηση ​​του ανθρώπου.

Τώρα, οποιοσδήποτε ποντίφικας ενώπιον της Β' Συνόδου του Βατικανού, οποιοσδήποτε επίσκοπος , οποιοσδήποτε ιερέας θα είχε χαρακτηρίσει αυτές τις δηλώσεις ως απερίσκεπτες, βαθύτατα εσφαλμένες, αιρετικές. κανένα εδάφιο της Γραφής, καμία συνοδική δήλωση (των είκοσι συνόδων πριν από το Βατικανό Β'), κανένας Πατέρας ή Γιατρός της Εκκλησίας δεν θα τα είχε υπογράψει ποτέ, ούτε μπορούν να τους προσφέρουν την παραμικρή δογματική υποστήριξη. Αυτή είναι μια ιδέα του Χριστιανισμού που δεν έχει καμία σχέση με αυτό που πάντα δίδασκε η Εκκλησία και που όλοι, εντός και εκτός της Εκκλησίας, πάντα θεωρούσαν τον παράγοντα διάκρισης στο να αποκαλείται κανείς Χριστιανός, μη Χριστιανός ή άθεος. Αλλά τώρα, χάρη σε αυτόν τον λαμπρό και αδίστακτο Ιησουίτη, ο οποίος προσδοκά περίπου τριάντα χρόνια αυτό που ο κ. Bergoglio δηλώνει ήρεμα στον κ. Scalfari, δηλαδή ότι αρκεί να ρωτήσει κανείς τη συνείδησή του για να μάθει τι πρέπει να γίνει και ότι ο Θεός είναι πλήρως ικανοποιημένος, μαθαίνουμε ότι το να είμαστε και να δηλώνουμε Καθολικοί ή Προτεστάντες, Εβραίοι ή Μουσουλμάνοι, άθεοι ή Βουδιστές, είναι λίγο πολύ το ίδιο πράγμα, εφόσον η υποκειμενική συνείδηση ​​δεν θέτει το εμπόδιο της «κακής θέλησης». . Διότι όλοι, τελικά, αποδεικνύονται χριστιανοί, άλλοι ρητά, άλλοι ανώνυμα: άρα κανείς δεν αποκλείεται από τα οφέλη της σωτηρίας και όλοι είναι ευτυχισμένοι και ευχαριστημένοι. Και ο διάβολος σε ευχαριστεί από καρδιάς.

 https://www.brigataperladifesadellovvio.com/blog/che-vuol-dire-essere-cristiano-per-karl-rahner

ΠΟΙΟΣ ΘΑ ΜΑΣ ΠΕΙ ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΓΙΑΝΝΑΡΑ;

ΓΙΑ ΤΟΝ ΖΗΖΙΟΥΛΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥΣ ΤΟΥ ΕΙΝΑΙ ΕΥΝΟΗΤΟ. ΝΑ ΑΓΑΠΑΣ ΤΗΝ ΕΤΕΡΟΤΗΤΑ ΣΑΝ ΟΜΟΙΟΤΗΤΑ. ΤΗΝ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟΤΗΤΑ Η ΟΠΟΙΑ ΑΝΑΣΤΑΙΝΕΙ ΤΟ ΟΜΟΟΥΣΙΟ.

Ανώνυμος είπε...

Πραξ 9:10 – 19

Ἐν ταῖς ἡμεραῖς ἐκείναις, ἦν τις μαθητὴς ἐν Δαμασκῷ ὀνόματι Ἀνανίας, καὶ εἶπε πρὸς αὐτὸν ὁ Κύριος ἐν ὁράματι· Ἀνανία. ὁ δὲ εἶπεν· ἰδοὺ ἐγώ, Κύριε. ὁ δὲ Κύριος πρὸς αὐτόν· ἀναστὰς πορεύθητι ἐπὶ τὴν ῥύμην τὴν καλουμένην εὐθεῖαν καὶ ζήτησον ἐν οἰκίᾳ Ἰούδα Σαῦλον ὀνόματι Ταρσέα· ἰδοὺ γὰρ προσεύχεται, καὶ εἶδεν ἐν ὁράματι ἄνδρα ὀνόματι Ἀνανίαν εἰσελθόντα καὶ ἐπιθέντα αὐτῷ χεῖρα, ὅπως ἀναβλέψῃ. ἀπεκρίθη δὲ Ἀνανίας· Κύριε, ἀκήκοα ἀπὸ πολλῶν περὶ τοῦ ἀνδρὸς τούτου, ὅσα κακὰ ἐποίησε τοῖς ἁγίοις σου ἐν Ἱερουσαλήμ· καὶ ὧδε ἔχει ἐξουσίαν παρὰ τῶν ἀρχιερέων δῆσαι πάντας τοὺς ἐπικαλουμένους τὸ ὄνομά σου.
εἶπε δὲ πρὸς αὐτὸν ὁ Κύριος· πορεύου, ὅτι σκεῦος ἐκλογῆς μοί ἐστιν οὗτος τοῦ βαστάσαι τὸ ὄνομά μου ἐνώπιον ἐθνῶν καὶ βασιλέων υἱῶν τε Ἰσραήλ· ἐγὼ γὰρ ὑποδείξω αὐτῷ ὅσα δεῖ αὐτὸν ὑπὲρ τοῦ ὀνόματός μου παθεῖν. Ἀπῆλθε δὲ Ἀνανίας καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὴν οἰκίαν, καὶ ἐπιθεὶς ἐπ᾿ αὐτὸν τὰς χεῖρας εἶπε· Σαοὺλ ἀδελφέ, ὁ Κύριος ἀπέσταλκέ με, Ἰησοῦς ὁ ὀφθείς σοι ἐν τῇ ὁδῷ ᾗ ἤρχου, ὅπως ἀναβλέψῃς καὶ πλησθῇς Πνεύματος Ἁγίου. καὶ εὐθέως ἀπέπεσον ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτοῦ ὡσεὶ λεπίδες, ἀνέβλεψέ τε, καὶ ἀναστὰς ἐβαπτίσθη, καὶ λαβὼν τροφὴν ἐνίσχυσεν. Ἐγένετο δὲ ὁ Σαῦλος μετὰ τῶν ἐν Δαμασκῷ μαθητῶν ἡμέρας τινάς.

Κυριακή 8 Σεπτεμβρίου 2024

Ενάντια στη θρησκεία (Χρήστος Γιανναράς)

Κριτική εις το βιβλίον του κ. Χρήστου Γιανναρά «Ενάντια στη θρησκεία» από τον Πρεσβύτερο Σταύρο Τρικαλιώτη, εφημέριο Ι. Ν. Αγ. Παρασκευής Αττικής.

Έκπληξη και θλίψη ένιωσα κα­θώς διάβαζα το τελευταίο βιβλίο του κ. Χρήστου Γιανναρά «Ενάντια στη θρησκεία» (εκδ. Ίκαρος, Δε­κέμβριος 2006). Ο κ. Χρήστος Γιαν­ναράς (από εδώ και στο εξής κ. Γ.) είναι γνωστός από το παρελθόν για τις θέσεις του περί προγαμιαίων σχέσεων —θέσεις αντίθετες με τη διδασκαλία της Εκκλησίας μας—, καθώς και με τις μειωτικές θέσεις του για το πρόσωπο και το έργο του αγ. Νικόδημου του Αγιορείτου, θέ­σεις οι οποίες έχουν αντικρουσθεί δημοσίως από έγκριτα πρόσωπα.

Στο ως άνω βιβλίο ο κ. Γ. θέτει υπό αμφισβήτηση τους πάντες και τα πάντα. Τα βάζει με τους Ιερούς Κανόνες της Εκκλησίας μας, την Ιερά της Παράδοση, τους Πατέρες της Εκκλησίας και τα πατερικά κεί­μενα, τους ορθόδοξους κληρικούς, την Αγία Γραφή, το πλήρωμα της Εκκλησίας για δήθεν δαιμονοποίηση της σεξουαλικότητας, ακό­μα και με τη Φιλοκαλία.
Ο κ. Γ. δεν διστάζει ακόμα να εκφέρει και θέσεις που αγγίζουν τα όρια της βλασφημίας. Βλέπει ότι τα Ιερά Μυστήρια καταντούν Ιεροπραξίες, που αντί για χάρη μεταδί­δουν ένα είδος μαγικής ενέργειας(!). Στρέφεται κατά του Αειπάρθενου της Θεοτόκου, ομιλεί υποτι­μητικά για τη λαϊκή ευσέβεια, τη θεολογική γλώσσα της Εκκλησίας. Χρησιμοποιεί την Ψυχολογία και τους επιμέρους κλάδους της, για να καυτηριάσει διάφορα «θρη­σκευτικά ψυχοπαθολογικά φαινό­μενα» και άλλες «εξωφρενικές» θέσεις δίνοντάς τους «επιστημονι­κό γιανναρικό μανδύα»(!)
Ο κ. Γ. κινείται στο διπολικό σχήμα θρησκευτικότητα και εκκλη­σιαστικό γεγονός, τα οποία και αντιδιαστέλλει. Ορίζει ως θρησκευτι­κότητα «καταγωγικά έμφυτη ορμή, ανάγκη ενστικτώδη, γι’ αυτό και εξ ορισμού ατομοκεντρική». Η θρη­σκευτικότητα «αποτελεί γνώρισμα της φύσης του ανθρώπου (χαρακτη­ρίζει την ανθρώπινη φύση καθό­λου)» και «ως έκφανση του ενστί­κτου της αυτοσυντήρησης, η θρη­σκευτικότητα αποβλέπει να θωρακίσει το άτομο απέναντι στην ανασφά­λεια και στις φοβίες που γεννάει η άγνοια, στον τρόμο και στον πανικό για τον θάνατο. Θωρακίζει η θρη­σκεία το άτομο με μεταφυσικές "πε­ποιθήσεις", με "ηθικές" αρχές, με σιγουριά για αιώνια παράταση της ύπαρξής του. Τρέφει το υπερεγώ, προσφέρει αυτοπεποίθηση, ηδονι­κή αυταρέσκεια, ιεροποιημενο ναρ­κισσισμό». Και καταλήγει: «Το θρη­σκευτικό άτομο ειδωλοποιεί την νοητική του ικανότητα, λατρεύει τις δυνατότητες της λογικής».
Στον αντίποδα της θρησκευτικό­τητας βρίσκεται το "εκκλησιαστικό γεγονός", «Η πρόσκληση "έρχου και ίδε" (Ιω. α’, 48). Δηλαδή ένα κά­λεσμα να μετάσχει ο άνθρωπος σε συγκεκριμένες σχέσεις, σχέσεις κοινωνίας της ζωής, σε κοινό άθλη­μα ατομικής του καθενός αυθυπέρβασης και αυτοπροσφοράς. Με στό­χο εκείνη τη γνώση που προκύπτει όταν αγαπάει κανείς» (σ. 64). Σε κά­ποιο άλλο σημείο θα αποφανθεί: «Για τον μέτοχο του εκκλησιαστι­κού γεγονότος δεν υπάρχουν a priori αλήθειες, δοξασίες νοητικά υπο­χρεωτικές, δεν υπάρχουν προϋποθετικές αρχές (επίσης νοητικά επι­βαλλόμενες), κωδικές μέθοδοι ερμηνείας, νομικά προκαθορισμένες διατάξεις συμπεριφοράς» (σ. 68).
Όπως καταλαβαίνουμε, μια τέ­τοιου είδους "γιανναρική ερμη­νεία" του εκκλησιαστικού γεγονό­τος ανοίγει τις πύλες για την κατάρ­γηση κάθε είδους φραγμών, είτε "δόγματα" είναι αυτά, είτε "αποφάσεις Οικουμενικών Συνόδων", είτε "εντολές της Αγίας Γραφής", είτε "πατερικές παρακαταθήκες", είτε "επιταγές της Ιεράς Παραδόσεως". Όλα αυτά έχουν ένα χαρακτήρα νομικισμού, "θωρακίζουν το εγώ με βεβαιότητες" και οδηγούν σε "δογ­ματική νοησιαρχία" (σ. 99)(!) Κατά τον κ. Γ. είναι κάποιος "χριστιανός" επειδή «μετέχει στο εκκλησιαστικό γεγονός ως μέλος συγκεκριμένου ευχαριστιακού σώματος» και όχι «ε­πειδή ατομικά "πιστεύει" στα δόγ­ματα του "Χριστιανισμού" και στις ηθικές εντολές του —οι "χριστιανι­κές αρχές" είναι ατομικές του πε­ποιθήσεις» (σ. 100). Όλο το βιβλίο του κ. Γ. οικοδομείται στο αυθαίρε­το σχήμα θρησκευτικότητα – εκ­κλησιαστικό γεγονός, σχήμα που του δίνει την δυνατότητα να εκφέ­ρει ένα πρωτοφανές σύστημα ι­δεών, εντελώς ξένων από την καινοδιαθηκική και πατερική θεολογία και από τη ζωή της Εκκλησίας.
Ο κ. Γ. είναι κάτι μεταξύ θεολογούντος φιλοσόφου και φιλοσοφούντος θεολόγου. Χρησιμοποιεί έναν θελκτικό λόγο, σε πολλά ση­μεία κρυπτογραφικό και δίσημο και έχει καταφέρει για αρκετές δεκαε­τίες να θαυμάζεται από πολλούς ανθρώπους, που ανήκουν σε "εκ­κλησιαστικά περιβάλλοντα" αρεσκόμενα σε τέτοιου είδους κουλ­τουριάρικες διατυπώσεις του "εκκλησιαστικού γεγονότος". Στον κύ­κλο του ανήκουν νεωτερίζοντες κληρικοί, φιλοσοφούντες θεολό­γοι, μορφωμένοι άνθρωποι με υ­περβατικές αναζητήσεις και "ανοι­κτό πνεύμα", ακόμη και νέοι, που δυστυχώς επηρεάζονται από τις περί ηθικής απόψεις του. Στον κύ­κλο του δεν ανήκουν απλοί άνθρω­ποι του λαού, που ευτυχώς γι’ αυτούς, δεν τον καταλαβαίνουν.
Για να πούμε και του στραβού το δίκιο, κατά καιρούς έχει εκφράσει και πολύ σωστές θέσεις —όπως π.χ. στο θέμα της ελληνικής γλώσ­σας—, που όμως ακυρώνονται και χάνονται μέσα από τις απαράδε­κτες θέσεις που εκφράζει στο συγ­γραφικό του έργο. Στη συνέχεια θα δούμε και θα σχολιάσουμε ορισμέ­νες απαράδεκτες θέσεις που ανα­φέρονται στο βιβλίο του «Κατά της θρησκείας». Οι Ι. Κανόνες της Εκκλησίας στο στόχαστρο. Ενοχλεί τον κ. Γ. η "ραγδαία αύξηση του αριθμού των Κανόνων που αναφέρονται σε γε­νικές περιπτώσεις ατομικών αμαρ­τημάτων» (σ. 114). Κατηγορεί τους Κανόνες ως «άσχετους με το ευαγ­γέλιο της Εκκλησίας, σχετικούς μάλλον με ακρότητες θρησκευτι­κού πουριτανισμού».
Αφού αναφερθεί ειρωνικά σε ο­ρισμένους άσχετους κατ’ αυτόν Κανόνες, κριτικάρει αφ’ υψηλού τους Ιερούς Κανόνες και αποφθέγγεται σαρκαστικά: «Βρίθουν οι Κανόνες από τις πιο απίθανες διαστροφές, εξιδιασμένες επινοήσεις ασελγημάτων-ποικιλότροπα εφευρήματα κτηνοβασίας, αιμομι­ξίας, ομοφυλοφιλίας, αυνανισμού. Επεκτείνονται και σε ευρύτατο πε­δίο κοινωνικών εγκλημάτων: τοκογλυφίας, επιορκίας, τυμβωρυχίας, κλοπής. Θεσμοποιούν απαιτήσεις άμεμπτης κοινωνικής διαγωγής, κυρίως των κληρικών, αντικειμενοποιούν και εκνομίζουν προϋποθέ­σεις εγκυρότητας μυστηρίων, ιδιαίτερα του γάμου, επιμένουν σε λεπτομερή προγραμματισμό των σεξουαλικών σχέσεων των συζύ­γων» (σ. 115).
Μας κάνει ιδιαίτερη εντύπωση ο σκανδαλισμός του για θέματα σχε­τικά με τη σεξουαλικότητα, όπως θα φανεί και παρακάτω, γεγονός που υποδηλώνει άτομο με έντονα καταπιεσμένες τραυματικές εμ­πειρίες —όπως ο ίδιος έχει γρα­πτώς διακηρύξει—, τις οποίες δεν ξεπέρασε και τις βγάζει στα κείμε­νά του με μια απροκάλυπτη επιθε­τικότητα. Σκανδαλίζεται επίσης ο κ. Γ. με Κανόνες «που απαιτούν την αποχή από τη συζυγική σχέση πριν και μετά τη θεία κοινωνία. Αρνούν­ται την ιερωσύνη σε όποιον υπέστη στη παιδική του ηλικία βιασμό. Την αρνούνται και σε όποιον είχε σχέ­ση ερωτική εξώγαμη, έστω κι αν έζησε μετάνοια, που τον οδήγησε σε χάρισμα θαυμάτων, ακόμα και ανάστασης νεκρών» (σ. 116). Ο χαρακτηρισμός μάλιστα ορισμένων κανόνων για «τον παράλογα στυ­γνό ηθικισμό τους» (σ. 211) μας αφήνει άναυδους: πως μπορεί ένα, υποτίθεται μέλος της ορθόδοξης Εκκλησίας, να εκφράζει τόσο έν­τονα τον αποτροπιασμό του για τους Ιερούς Κανόνες, που η ίδια η Εκκλησία θέσπισε κι έχουν οικου­μενικό κύρος;
Οι Ιεροί Κανόνες «βοηθούν τον άνθρωπο της πτώσεως να μένει σε ενότητα και αρμονική σχέση με τους αδελφούς του στην Εκκλησία, δεν τον στερούν από την ελευθερία του, αλλά τον βοηθούν να την βιώ­σει. Υποδεικνύουν στον πιστό τα όρια της Εκκλησίας, εκτός των οποίων υπάρχει το χάος. Ρυθμίζουν τις μεταξύ των διαφόρων χαρισματούχων λειτουργών και τάξεων αυ­τής σχέσεις, ώστε πάντες να εργά­ζονται αρμονικά δια την αύξηση του ενός σώματος του Χριστού» (Αρχιμ. Γεωργ. Καψάνη, Η ποιμαντική δια­κονία κατά τους Ιερούς Κανόνας, εκδ. Άθως, Πειραιεύς 1976, σελ. 74, 75, σε ελεύθερη απόδοση). Τα διά­φορα επιτίμια έχουν θεραπευτικό χαρακτήρα για τον πληγωμένο από την αμαρτία άνθρωπο, όπως τα υπο­στηρίγματα που τίθενται στα νεαρά φυτά για ένα χρονικό διάστημα, ώσπου να δέσει το δένδρο και να μπορεί να σταθεί όρθιο από μόνο του. Εναπόκειται στους διακριτι­κούς πνευματικούς το πως θα τα χρησιμοποιήσουν, λαμβάνοντας σε κάθε περίπτωση υπ’ όψη τους τα ιδι­αίτερα χαρακτηριστικά των διαφό­ρων προσώπων (εξατομικευμένη ποιμαντική). Ακραίες περιπτώσεις ελαχίστων αδιάκριτων πνευματικών δεν μπορεί να λαμβάνονται ως κα­νόνας, που χαρακτηρίζει το σύνολο.
Αμφισβητείται η Ιερά Παράδο­ση. Ο κ. Γ. θεωρεί ότι η Ι. Παράδο­ση αντικειμενοποιείται «σαν δεύ­τερη (μαζί με την Αγία Γραφή) πη­γή "αλαθήτου"» (σ. 90). Θεωρεί ότι «η ειδωλοποίηση του παρελθόντος ορίζει τη μόνη "ορθή δόξα", την ορθοδοξία. Οι γνήσιοι Ορθόδοξοι είναι αξιόμισθοι "υπερασπιστές", "φύλακες", "φρουροί" της Παρά­δοσης». Και καταλήγει: «Έτσι, όσο θρησκειοποιείται βαθμιαία το εκ­κλησιαστικό γεγονός, επιβάλλεται και θεσμικά η Παράδοση σαν πηγή της χριστιανικής αλήθειας και πί­στης» (σ. 172). Η προτροπή του Αποστόλου Παύλου «στήκετε και κρατείτε τας παραδόσεις, ας εδιδάχθητε είτε δια λόγου είτε δι’ επι­στολής ημών» (Β’ Θεσ. β’, 15) με την οποία η Ι. Παράδοση χαρακτη­ρίζεται ως ισόκυρος και ισοστάσιος προς την Αγ. Γραφή πηγή της χρι­στιανικής πίστεως δεν φαίνεται να συγκινεί τον κ. Γ.
Ο Καθηγητής κ. Νικ. Μητσόπουλος θέτει τα πράγματα στη σωστή τους βάση: «Η Ιερά παράδοσις ερμηνεύει και συμπληρώνει την Αγίαν Γραφήν. Ο ερμηνευτικός χαρακτήρ της Ιεράς Παραδόσεως συνίσταται εις την επεξήγησιν των δυσχερών χωρίων της Αγίας Γραφής και γε­νικώς την προσφοράν εις τους πι­στούς – μέλη της Εκκλησίας του αναγκαίου φωτός προς διακρίβωσιν και κατανόησιν του περιεχομέ­νου της Αγίας Γραφής» (Θέματα Ορθοδόξου Δογματικής Θεολο­γίας, σελ. 30, Αθήνα 1984).
Ο κ. Γ. χαρακτηρίζει —όπως και άλλοι— την αγάπη και εμμονή των πιστών στην παράδοση ως φονταμενταλισμό, προσδίδοντας μειωτικούς χαρακτηρισμούς σε κληρικούς και λαϊκούς. Επιτέλους, μέσα στην Εκκλησία μας δεν κάνουμε ό,τι μας κατέβη. Υπάρχουν όρια τα οποία έθεσαν οι Πατέρες μας, όρια σεβα­στά και απαρασάλευτα. Η περίεργη εμμονή μερικών στον αρχέγονο χρι­στιανισμό και η παράλληλη ακύρωση της πατερικής παραδόσεως θυμίζει Προτεσταντισμό. Για εμάς πρότυπα βίου και διδαχής είναι οι θεοφόροι Πατέρες της Εκκλησίας μας, όχι «οι μεγάλοι επιστήμονες του προτεστα­ντικού χώρου»(!) τους οποίους εκθειάζει ο κ. Γ. (σ. 137). Σύμφωνα με τον πατρολόγο καθηγητή κ. Στυλ. Παπαδόπουλο: «Οι Πατέρες δημιούργησαν ως εμπνευσμένοι διαμορ­φωτές τη θεολογία, το φρόνημα και το ήθος της Εκκλησίας και του Χρι­στιανισμού» (Πατρολογία Α, σελ. 69, έκδ. Β’, Αθήνα 1982).
Οι Πατέρες της Εκκλησίας βρί­σκονται διαρκώς στο στόχαστρο του κ. Γ.: «Το "κριτήριον αληθείας" είναι αντικειμενοποιημένο: είναι τα κείμενα των Πατέρων, κάθε παραμι­κρή φράση από αυτά τα κείμενα, έστω και αποσπασμένη από το νοη­ματικό της πλαίσιο. Είναι το λει­τουργικό τυπικό ακριβώς όπως το συγκρότησαν οι Πατέρες. Είναι οι Κανόνες που συνέταξαν οι Πατέ­ρες….» (σ. 267). Παντού χύνεται το δηλητήριο, η ρετσινιά, η αμφισβήτηση. Σαν την σουπιά, που χύνει το μελάνι και θολώνει το νερό. Όλα μια θολούρα, ένα μπέρδεμα. Άρα το μόνο κριτήριο αληθείας που απομέ­νει—αφού έχουμε γκρεμίσει όλα τα άλλα— είναι το κριτήριο του κ. Γ.
Tα πατερικά κείμενα έχουν για μας μεγίστη αξία και δεν τα απομο­νώνουμε από τους δημιουργούς τους, τους Πατέρες και Διδασκά­λους της Εκκλησίας μας. Εν προ­κειμένω είναι πολύ διαφωτιστικά και όσα μας λέγει ο καθηγητής κ. Στυλ. Παπαδόπουλος: «Πατήρ και Διδάσκαλος της Εκκλησίας είναι ο φορέας της Παραδόσεως και του ήθους της Εκκλησίας, που εξ αφορ­μής μεγάλης Θεολογικής κρίσεως φωτίζεται από το άγιο Πνεύμα και εκφράζει θεολογικά ευρύτερη εμ­πειρία της αληθείας, με αποτέλε­σμα να συμβάλει αποφασιστικά στην αντιμετώπιση της κρίσεως, η οποία αφορά στην αλήθεια και άρα στη σωτηρία» (ένθ. ανωτ. σελ. 77).
Αντικληρικό πνεύμα. Από την «κρισάρα» του κ. Γ. περνούν όλοι οι κληρικοί, επίσκοποι και πρεσβύτε­ροι, πνευματικοί και μοναχοί. Οι επίσκοποι στην πρώτη γραμμή: «Η "αρχιερατική" συμπεριφορά του επισκόπου διαστρέφει την ευχαρι­στιακή πραγματικότητα του εκκλη­σιαστικού γεγονότος σε θρησκευ­τικό θέαμα και ακρόαμα, συναισθη­ματικά καταναλώσιμη ατομική ικα­νοποίηση άσχετη με την αλλαγή του τρόπου της υπάρξεως» (σ. 166). Πάλι το ίδιο μοτίβο. Απολυτοποιούνται μεμονωμένα παραδείγματα και τακτικές και κατηγορούνται συλλήβδην όλοι οι επίσκοποι. Ορισμένες φορές φτάνει σε εξωφρενι­κές παρερμηνείες: (ο επίσκοπος) «πολυχρονίζεται κατά κόρον από τους χορούς των ψαλτών (με την αυτοκρατορική επευφημία: "εις πολλά έτη δέσποτα") και θυμιάζε­ται ως ειδωλικό ξόανο από τους δια­κόνους» (σ. 164,165). Όπως ξέρου­με, ο επίσκοπος είναι «εις τύπον και τόπον Χριστού», επομένως, κάθε τιμή, που αποδίδεται εις αυτόν δεν αναφέρεται στο συγκεκριμένο πρόσωπο, αλλά «επί το πρωτότυπον διαβαίνει», δηλαδή στον Δεσπότη Χριστό. Άρα η έκφραση «ειδωλικό ξόανο» είναι, το λιγότερο, που μπορούμε να πούμε, ατυχής.
Τον ενοχλούν οι βαρύτιμες στο­λές των αρχιερέων, που μοιάζουν με αυτές «βυζαντινών αυτοκρατό­ρων ή μεσαιωνικών βασιλέων». Πα­ρατηρεί (στους επισκόπους): «χρυ­σά σκήπτρα, πεποικιλμένες με πο­λύτιμους λίθους μήτρες και τιάρες, χρυσοσμάλτινα εγκόλπια και επι­στήθιους σταυρούς, ηγεμονικούς μανδύες με μακρά σερνόμενη ου­ραία κατάληξη, μεταβάλλουν τους λειτουργούς σε εξωπραγματικές φιγούρες άλλοτε πανσθενών ηγε­μόνων…» ( σ.136). Η περιγραφή γαργαλιστική. Ο στόχος στα εξω­τερικά σχήματα. Προσωπικά, λίγο με απασχολεί η μακριά ουρά του αρχιερατικού μανδύα. Εκείνο που απαιτώ και περιμένω από τον κάθε επίσκοπο είναι να ορθοτομεί τον λόγο της αληθείας, να μη κάνει εκπτώσεις στην ορθόδοξη πίστη, να μη συμπλέει με τους ισχυρούς της γης, να είναι στο πλευρό των αδικημένων, να μη κάνει επιλεκτι­κή κριτική των κακώς κειμένων, να είναι ταπεινός εσωτερικά.
Ας μη μας διαφεύγει ότι οι επί­σκοποί μας, όπως μας διδάσκει ο Ιε­ρός Χρυσόστομος, βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της μάχης και φροντίζουν για τις υποθέσεις όλων μας. «Ο διάβολος εξοπλίζεται εν­αντίον τους σφοδρότερα. Γιατί και στους πολέμους πριν απ’ όλους τους άλλους επιχειρεί ο εχθρός να καταβάλει τον στρατηγό» (Ε.Π.Ε. 23, 80). Όλοι θυμόμαστε τους τηλε­οπτικούς εισαγγελείς, που πριν λί­γο καιρό έβαλαν κατά των επισκό­πων με δήθεν σκοπό τους την κά­θαρση. Η ζημιά που προξένησαν στις ψυχές των πιστών ήταν τερά­στια, όπως όλοι μας το έχουμε δια­πιστώσει. Οι δημοσιογράφοι συνει­δητά ή ασυνείδητα χτύπησαν όχι τα πρόσωπα, αλλά τον θεσμό. Επομένως, οποιαδήποτε κριτική, που δεν την χαρακτηρίζει η αγωνία και ο πόνος για την Εκκλησία του Χριστού, καταντά επιζήμια και δίνει εύκολη τροφή στα στόματα των πάσης φύ­σεως αιρετικών, που καραδοκούν.
Τον ενοχλεί τον κ. Γ. και η εξωτε­ρική περιβολή του κληρικού, η «άθι­κτη τριχοφυία», «το περσικό αντερί», «ο φαρδομάνικος τουρκικός τσουμπές», που τα βλέπει να «λει­τουργούν ως στολή εξουσιαστικού λειτουργήματος», ότι έχουν χάσει τον αρχετυπικό τους συμβολισμό της αφιέρωσης και αποτελούν συ­ντήρηση ενός νεκρού τύπου «που καλύπτει ανάγκες άλλες, ψυχολογι­κές, ορμέμφυτες» (σ. 180,181). Α­κολουθεί προφανώς ο κ. Γ. τη γραμ­μή νεωτεριστών κληρικών, που θα ήθελαν τον κληρικό "γαμπρό ευρω­παϊκού τύπου", που θα παντρεύεται για δεύτερη φορά, αν χηρέψει ή πά­ρει διαζύγιο, με όλα "τα αξεσουάρ" ενός υποψήφιου γαμπρού.
Το δογματικό υπόβαθρο μας το παρέχει ο κ. Γ.: «Η απαγόρευση δευτέρου γάμου σε κληρικούς που χήρεψαν αποτελεί προκλητικό δεί­γμα δαιμονοποίησης της σεξουαλι­κότητας μέσα στις "ορθόδοξες" εκκλησίες», (σ. 201, 202). Την πλέ­ον αποστομωτική απάντηση στον κ. Γ. την δίνει ο Αρχιμ. π. Σαράντης Σαράντος, τόσο με την αρθρογρα­φία του επί του θέματος, όσο και με τη μαρτυρική ζωή του.
Όσον αφορά στο θέμα της ενδυ­μασίας των κληρικών, θέμα που κα­τά καιρούς ανακινούν ορισμένοι «γνωστοί άγνωστοι», οι οποίοι θέλουν με το στανιό να μας απογυ­μνώσουν από το ορθόδοξο μαρτυ­ρικό ράσο μας, θα ήθελα να υπεν­θυμίσω στον κ. Γ. τα λόγια του αγ. Νεκταρίου στον νεαρό τότε Άγγελο Νησιώτη, όταν προσήλθε να φοι­τήσει στην Ριζάρειο Σχολή: «Σε εξορκίζω εις τον Ριζάρην, τα ράσα που θα φορέσης εδώ, δεν θα τα βγάλης εις όλην σου την ζωήν». Ακόμα και ο Φώτης Κόντογλου, που τον αναφέρει ο κ. Γ. με θαυμασμό στο βιβλίο του, είχε γράψει χαρα­κτηριστικά: Όποτε τυχαίνει να συναπαντήσω κανένα παπά…στέκουμαι και τον θαυμάζω για τη μεγαλοπρέπειά του, για το επιβάλλον και μαζί για τη σεμνότητα που έχει η όψη του, και για την εμπιστοσύνη που δίνει το παρουσιαστικό και η αμφίεσή του. Ιερό πρόσωπο!… Ας ρωτήσουνε τους ξενητεμένους Έλληνες τι χαρά και τι κατάνυξη νιώθουνε όταν αντικρίσουν, στις χώρες που ζουν, κάποιο ιερέα μας με γένεια και με ράσο». Από προ­σωπική μου εμπειρία θα ήθελα να αναφέρω τον θαυμασμό που δεί­χνουν τα μικρά παιδιά όταν αντι­κρίσουν κάποιον ιερέα με γένεια, ράσο και καλυμμαύχι: «Μαμά, ο Χριστούλης», αναφωνούν με την παι­δική τους απλότητα. «Εκ στόματος νηπίων» διδασκόμαστε τον αναγω­γικό χαρακτήρα των συμβόλων: ο ιερέας με την όλη του περιβολή και διαγωγή ανάγει τους πιστούς επί το πρωτότυπον, τον ίδιο τον Χριστό.
Γι’ αυτό και δέκα οκτώ πρεσβυ­τέρες, αποφασισμένες για όλα, δη­λώνουν επιγραμματικά: «Εμείς, συστοιχούσες στους ιερείς συζύ­γους μας, επ’ ουδενί θα θέλαμε να αφαιρέσουν έστω και ένα από όσα συναποτελούν την ιερατική τους αμφίεση, ακόμη κι αν υποστούμε διώξεις και ταλαιπωρίες» (Για περισσότερα δες: «Το ράσο του ιερέ­ως και η σημασία του», κείμενο υπογεγραμμένο από δέκα οκτώ πρεσβυτέρες, Περ. «Θεοδρομία», Ιανουάριος – Σεπτέμβριος 2002, τεύχη 1-3, σελ. 308-313).
Τον ενοχλεί τον κ. Γ., που ορισμέ­νοι «ειδωλοποιούν» —πάντα κατ’ αυτόν—την Παράδοση, που βασανί­ζονται (κλήρος και λαός) από την εμμονή τους σε λεπτομέρειες, που σε «ορθόδοξα περιβάλλοντα» οι λε­πτομέρειες αυτές «λειτουργούν ως κανονιστική απαίτηση "γνησιότη­τας", αφορμή για την άσκηση ελέγ­χου ή τρομοκρατίας των πολλών από κάποιους σαβοναρολικούς υπε­ρασπιστές της "παράδοσης"» (σ. 180). Δεν ξέρω ποιους υπονοεί με αυτούς τους κολακευτικούς χαρα­κτηρισμούς ο κ. Γ, αλλά μου κάνει εντύπωση πως αυτός ο υπερασπι­στής της σκέψεως και του κριτικού λόγου, δεν αναγνωρίζει το δικαίωμα έκφρασης και ασκήσεως ελέγχου σε μια δημοκρατική Εκκλησία, όπως είναι η Ορθόδοξη. Ευτυχώς, η στυγνή απολυταρχία χαρακτηρίζει άλλα θρησκευτικά περιβάλλοντα, όχι όμως και τον ορθόδοξο χώρο.
Όσο για αυτό το: «τρομοκρατία των πολλών» μου θυμίζει ορολογία από τον χώρο της πολιτικής και κα­λό θα ήταν να μας πει ποιοι τρομο­κρατούν και ποιους. Αν εννοεί οι οποιοσδήποτε μπορεί να λέει οτιδή­ποτε, χωρίς δημόσιο έλεγχο, τότε θα πρέπει να αλλάξει τον τίτλο της ραδιοφωνικής εκπομπής του από: «Ασκήσεις κριτικής σκέψης» σε: «Ασκήσεις ελεγχόμενης σκέψης».
Εμμονή στη σεξουαλικότητα. Το θέμα «σεξουαλικότητα» καλύπτει ένα μεγάλο μέρος του βιβλίου του κ. Γ. Το ανάγει σε θέμα υψίστης ση­μασίας. Μας ομιλεί για «γενιές ολό­κληρες παγιδευμένες αθέλητα στον βασανισμό του νομικισμού, στην αναπηρία του ανέραστου βί­ου», για «γενιές που ταύτισαν τον ερώτα με τον τρόμο της αμαρτίας, την αρετή με την απέχθεια για το ίδιο τους το σώμα,…» (σ. 117, 118). Αφιερώνει ολόκληρο κεφάλαιο με τίτλο: «Δαιμονοποίηση της σεξου­αλικότητας». Κάνει στατιστικές και οι μετρήσεις του δείχνουν: «μεγά­λο αριθμό εγγάμων ορθοδόξων Χριστιανών που, ενώ θέλουν και α­γωνίζονται να ζήσουν με τον τρόπο της εκκλησιαστικής άθλησης, βα­σανίζονται σαδιστικά και απάνθρω­πα από "ποιμένες" εξομολόγους συνεπείς στη δαιμονοποίηση της σεξουαλικότητας» (σ. 197, 198). Στη συνέχεια, μας λέει ότι αυτοί οι ποιμένες – εξομολόγοι, που φορ­τώνουν εκβιαστικά τον ψυχισμό των εξομολογουμένων με «τρομα­κτικές ενοχές», επιδίδονται σε ερωτήσεις του τύπου: «Πόσα χρό­νια διαρκεί ο γάμος σας και ποσά παιδιά έχει αποφέρει»(!). Και κατα­λήγει: «οι "ένοχοι" αποκλείονται από την εκκλησιαστική μετοχή στο εκκλησιαστικό σώμα» (σ. 198). Φαί­νεται ότι ο κ. Γ, διαθέτει εκπληκτι­κές ικανότητες εκκλησιαστικού ντεντέκτιβ, που παρακολουθεί και καταγράφει τις «απόρρητες εξομολογήσεις» μεγάλου αριθμού εγ­γάμων ορθοδόξων χριστιανών. Δη­λαδή έχουμε να κάνουμε με έναν σύγχρονο Καλβίνο, που ενδιαφέ­ρεται για την απενεχοποίηση μεγά­λου αριθμού εγγάμων από «σεξου­αλικές δαιμονοποιήσεις».
Η σεξουαλικότητα που τόσο «απολυτοποιεί» ο κ. Γ. είναι φαινό­μενο, σύμφωνα με τον ιερό Χρυσό­στομο, μεταπτωτικό. «Ο Αδάμ και η Εύα, εάν από τη αρχή υπήκουον, εάν έδειχναν εγκράτεια δια την ηδονήν του ξύλου, δεν θα αδυνα­τούσε ο Θεός να εύρη οδόν δια της οποίας θα ηύξανε το ανθρώπινον γένος» (Ε.Π.Ε. 29, 494 – 495). Δεν θα αναφερθούμε άλλο στις περί «σεξουαλικότητας» θεωρίες του κ. Γ. γιατί το θέμα αγγίζει τα όρια του κωμικού.
Αμφισβητεί ακόμα και την θεοπνευστία της Αγίας Γραφής. Γράφει σχετικά: «(Το άτομο που θρησκειοποιεί το εκκλησιαστικό γεγονός) επι­νοεί μια αντικειμενικά αλάθητη πη­γή, της αλήθειας, δηλαδή της εγκυ­ρότητας των διατυπώσεων: Η εγκυ­ρότητα αντικειμενοποιείται στην "πηγή", δηλαδή σε συγκεκριμένο είδωλο, σε ιερό ταμπού, όπως σε όλες τις πρωτόγονες θρησκείες, "Πηγή" της αλήθειας αναδείχνεται ένα γραπτό κείμενο, η Αγία Γραφή: Παλαιά και Καινή Διαθήκη. Η εγκυ­ρότητά της θεωρείται αναμφισβήτητη (πρόκειται για "αλάθητο" κεί­μενο), επειδή συντάχθηκε με όρους θεοπνευστίας» (σ. 87, 88). Τι να πού­με. Μένουμε άναυδοι σε μια τέτοια αντορθόδοξη θεώρηση. Απλώς υπενθυμίζουμε τα αυτονόητα. Η ίδια η Αγία Γραφή μας διδάσκει την θεοπνευστία ως ουσιαστικό γνώρι­σμά της με δύο κλασικά χωρία: α) «Πάσα γραφή θεόπνευστος και ωφέλιμος προς διδασκαλίαν… (Β’ Τιμ. γ’, 16) και β) «Ου γαρ θελήματι ανθρώπου ηνέχθη ποτέ προφητεία, αλλ’ υπό Πνεύματος αγίου φερόμε­νοι ελάλησαν άγιοι από Θεού άνθρωποι» (Β’ Πέτρ. α’, 21).
Ο αείμνηστος καινοδιαθηκολόγος καθηγητής Ιω. Παναγόπουλος, ο οποίος διακρινόταν για τη σοβα­ρότητα, το ήθος και την επιστημο­νική του κατάρτιση, μας λέει χαρα­κτηριστικά: «Ο όρος θεοπνευστία διακρίνει συνεπώς ριζικά την Αγία Γραφή από κάθε άλλο γραπτό κεί­μενο της ανθρώπινης ιστορίας». Ο ίδιος μας οριοθετεί την πατερική παράδοση επί του θέματος: «Κατά κανόνα τον θείο λόγο των ι. συγ­γραφέων τον αποδίδουν (οι Πατέ­ρες) στην έλλαμψη ή την "αφή" του αγ. Πνεύματος, το οποίο επιδημεί σ’ αυτούς, στο βαθμό που ήταν γι’ αυτούς χρήσιμο, καθιστά τον νου τους διορατικώτερο καθώς επίσης την ψυχή και το σώμα τους λαμ­πρότερα. Η θεοπνευστία δηλ. δεν αφορά μόνο την νοητική λειτουρ­γία του ιερού συγγραφέα, αλλά ολόκληρη την ύπαρξή του. Είναι γεγονός "επισκοπής Θεού", χριστοφάνειας ή επιδημίας του Πνεύ­ματος, η οποία ανυψώνει τις αν­θρώπινες βιολογικές λειτουργίες σε ανώτερο επίπεδο και αγιάζει ολόκληρο τον άνθρωπο. Συνεπώς η θεοπνευστία δεν είναι πρόσκαιρη κατάσταση, αλλά μόνιμη, ζωτική σχέση με τον προσωπικό τριαδικό Θεό» (Εισαγωγή στην Καινή Διαθή­κη, σελ. 440, 441, Αθήνα 1995).
Δεν την γλιτώνει ούτε η Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών Πατέρων. Θεωρεί ο κ. Γ. ότι τα κείμενα της Φιλοκαλίας «ανταποκρίνονται στον θρησκευτικό ατομοκεντρισμό του Ορθοδοξισμού». Βρίσκει ότι η αν­θολόγηση των κειμένων αυτών στόχευε σε μια ατομοκεντρική προοπτική. Σε άλλο σημείο φτάνει στη "φωτισμένη" διαπίστωση: «Η μετοχή στο εκκλησιαστικό γεγονός (στο ευχαριστιακό σώμα που πραγ­ματοποιεί δυναμικά τον Τριαδικό τρόπο της υπάρξεως) αγνοείται εντελώς στις σελίδες της Φιλοκαλίας, δεν υπάρχει ούτε υπαινιγμός ότι είναι αυτή η μετοχή, που συνι­στά την ευαγγελική σωτηρία». Προ­χωρεί μάλιστα και σε τολμηρότερες διαπιστώσεις: «Ο στόχος – τρόπος της φιλοκαλικής θεωρίας και πρα­κτικής εμφανίζεται καθαρά ατομοκεντρικός: «Αν ο νους κατέλθει στην καρδία, με την επίμονη ατομι­κή (ψυχοσωματική) γυμναστική της άσκησης, ο άνθρωπος έχει σωθεί— δεν χρειάζεται τίποτε άλλο» (σ. 299, 300). Η άσκηση στην ορθόδοξη πα­ράδοση δεν είναι αυτοσκοπός. Κέν­τρο και σκοπός όλων των ενερ­γειών του ανθρώπου είναι η κοινω­νία μετά του Ιησού Χριστού, η είσοδος του ανθρώπου εις την Ευλογη­μένη Βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.
Η είσοδος όμως αυτή δεν γίνε­ται άνευ κόπου και έντονης προ­σπάθειας. Ο Κύριός μας μας το έχει πει: «Η βασιλεία του Θεού βιά­ζεται και βιασταί αρπάζουσιν αυ­τήν» (απόδοση υπό Παν. Τρεμπέλα: κερδίζεται δια της βίας και ε­κείνοι που μεταχειρίζονται σπουδήν και βίαν επί του εαυτού των την αρπάζουν γρήγορα…) (Ματθ. ια’, 12). Επομένως, και η κατ’ ιδίαν προσευχή και η νηστεία, η συγχώ­ρηση των αδελφών μας και η αμνησικακία καθώς και η σωματική ά­σκηση αποβλέπουν σ’ αυτήν την "βία", που αφορά, όπως και να το κάνουμε, στον καθένα άνθρωπο χωριστά, δίχως κατ’ ανάγκη αυτό να δηλώνει ατομοκεντρισμό.
Η συμμετοχή του σώματος δεν αποτελεί "γυμναστική της άσκη­σης", όπως αφ’ υψηλού την κριτικά­ρει ο κ. Γ. Οι μετάνοιες π.χ. κρύβουν ένα βαθύτερο νόημα. Λέγονται με ταυτόχρονη επίκληση του ονόμα­τος του Χριστού, όπως μας διδά­σκει ο όσιος Θεόληπτος Φιλαδελ­φείας στη Φιλοκαλία: «Κλίσεις γονάτων μη παραιτού· εκ μεν γαρ του γόνυ κλίνειν η πτώσις της αμαρτίας εικονίζεται, έμφασιν εξαγορεύσεως παρεχομένη· (=και γίνεται ένα είδος εξομολογήσεως) εκ δε του ανίστασθαι η μετάνοια υποσημαίνεται, (=ενώ με την ανόρθωση υπο­δηλώνεται η μετάνοια), επαγγελίαν βίου του κατ’ αρετήν αινιττομένη· (=και συμβολίζεται η υπόσχεση για ενάρετο βίο) εκάστη δε γονυκλισία τελείσθω μετά της νοεράς του Χρι­στού επικλήσεως· ίνα ψυχή και σώ­ματι προσπίπτων τω Κυρίω, τον των ψυχών και σωμάτων Θεόν ευδιάλλακτον απεργάση» (Φιλοκαλία, τ. Δ’, σ. 11, έκδ. Αστέρος).
Ο μακαριστός Γέροντας Σωφρόνιος, ο σύγχρονος αυτός ιερός πα­τήρ, —ο οποίος μας άφησε εκπλη­κτικές εμπειρίες, απόρροια της συμμετοχής του στο "ευχαριστια­κό γεγονός— συνδέει την επίκλη­ση του ονόματος του Χριστού — την ατομοκεντρικού χαρακτήρος κατά τον κ. Γ— μετά της Θείας Λειτουργίας σε μια αδιάρρηκτη σχέση: «Ενθυμούμαι ότι η επίκλησις του Ονόματος του Ιησού Χριστού συνωδεύετο μετά της αοράτου ελεύσεως Αυτού του Ιδίου· από της στιγμής δε εκείνης το θαυμαστόν τούτο Όνομα, αλλά και τα άλλα ονόματα του Θεού, έτι πλείον ή πρότερον απέβησαν δι’ εμέ αγωγοί ενώσεως μετ’ Αυτού. Κατ’ εκείνον τον καιρόν ήμην ήδη ιερεύς. Η τέλεσις της Θείας Λειτουργίας έλαβεν ωσαύτως άλλον χαρακτήρα: Ητο ουχί μόνον πράξις ευλαβείας, καθαράς εξ αμφιβολιών πίστεως, αλλά δι’ όλου του είναι μου αίσθησις του Γεγονότος της παρουσίας του Θεού, Όστις τελεί το μυστήριον. Τότε ησθάνθην βαθέως το νόημα και την πραγματικότητα, άτινα περικλείονται εις τους λόγους του Μεγάλου Βασιλείου: "Συ ει ο χαρισάμενος ημίν ουρανίων μυστη­ρίων αποκάλυψιν" (ευχή προσκο­μιδής). Όντως ο Κύριος και εις ημάς, τους εσχάτους πάντων των ανθρώπων, αποκαλύπτει το μυστήριον της ιερουργίας.» (Περί Προσευχής, σελ. 170, έκδ. Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας, 1993).
Ακολουθία Θείας Μεταλήψεως: υπηρετεί εγωτικές επιδιώξεις! Η
εφευρετικότητα του κ. Γ. δεν έχει όρια. Εγκλωβισμένος στο διπολι­κό, όπως είπαμε, σχήμα: θρησκευ­τικότητα- εκκλησιαστικό γεγονός, προχωρεί σε «διανοητικά ατοπή­ματα». Γράφει: «Τα κείμενα (ύμνοι και ευχές), που συγκροτούν την Ακολουθία της Θείας Μεταλήψεως, έχουν όλα όσα στοιχεία απαι­τούνται, για να τα χαρακτηρίσουμε ότι σκοπεύουν μόνο στην εξασφά­λιση ατομικών ωφελημάτων και εγγυήσεων. Είναι κείμενα, που υ­πηρετούν εγωτικές αποκλειστικά επιδιώξεις, αμνηστεύσεις σφαλμά­των, εξιλασμού, κάθαρσης, "αγια­σμού". Δεν υπάρχει η παραμικρή νύξη, που να μας επιτρέπει να συμ­περάνουμε ότι τα αιτούμενα δεν εξαντλούνται στη δικαίωση ή θωράκιση του εγώ» (σ. 133).
Η Ακολουθία της Θείας Μεταλή­ψεως εντάσσεται στην προετοιμα­σία-προπαρασκευή του πιστού για τη συμμετοχή του στο Ποτήριο της Ζωής. Την αναγκαιότητα αυτής της προετοιμασίας του πιστού μας το­νίζει ο κ. Ανδρ. Θεοδώρου, ο οποίος σε σχετική εργασία του σχολίασε και ερμήνευσε την Ακολουθία της Θείας Μεταλήψεως: «Ο πιστός, έχοντας συναίσθηση της σοβαρό­τητας του πράγματος (της προσ­ελεύσεως στο φοβερό μυστήριο του Θεού), πρέπει να προσέλθει όσο γίνεται πιο καθαρός στα Αγια, για να δεχτεί μέσα του τον άνθρακα της φύσης του Θεού. Με ταπείνωση και μετάνοια, με φόβο Θεού και αγάπη και με πίστη ζωντανή στην αλήθεια του μυστηρίου, κυρίως, όμως, με ανεξικακία και ειρήνευση στη σχέση του με τους άλλους ανθρώπους, πρέπει να προσέρχε­ται στη μετάληψη των θείων μυστη­ρίων, για να έχει "άφεσιν αμαρτιών και ζωήν αιώνιον". Αλλιώτικα, όταν προσέρχεται ανέτοιμος και απαράσκευος αντί ζωής κοινωνεί τον θά­νατο και την αιωνία καταδίκη του» («Γεύσασθε και ίδετε», σελ. 7, έκδ. Α’ 1998, Αποστ. Διακονία). Ασφα­λώς ο κ. Ανδρ. Θεοδώρου, που α­σχολήθηκε με την ερμηνεία της Θ. Μεταλήψεως δεν διείδε ότι «υπηρετεί εγωτικές επιδιώξεις». Αιώνες τώρα εκατομμύρια πιστών προετοιμάζονται για τη συμμετοχή τους στη Θεία Ευχαριστία διαβάζο­ντας την Ακολουθία της Θ. Μετα­λήψεως, χωρίς να έχουν τους δι­σταγμούς και προβληματισμούς που εξέφρασε ο κ. Γ. Γιατί κ. Γ. τό­σος σκεπτικισμός; Ο π. Πορφύριος, ο χαρισματικός αυτός γέροντας των ημερών μας, τονίζει το ρόλο των ευχων της Θείας Μεταλήψεως στον αγιασμό των πιστών: «Οι λει­τουργικές προσευχές, οι οποίες φαίνονται τυπικές, όταν λέγονται με νόημα και προσοχή, γίνονται δι­κές σας. Την Ακολουθία της Θείας Μεταλήψεως, όταν τη διαβάσει και ο πιο αμαρτωλός, αγιάζεται πολύ». Και καταλήγει: «Έτσι γίνεται η καλ­λιέργεια, χωρίς να το καταλαβαίνουμε. "Αναίμακτα". Δηλαδή αχρη­στεύει ο άνθρωπος τον παλαιό εαυ­τό του. Τον αχρηστεύει χωρίς πόλε­μο. Δεν τον εξοργίζει, αλλά τον αχρηστεύει και αναπτύσσει τον και­νό άνθρωπο μέσα του» (Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος και Λόγοι, σελ. 341, έκδ. Ι. Μ. Χρυσοπηγής Χανίων Κρήτης, 2003). Χι­λιάδες χιλιάδων ανθρώπων διαβάζουν τόσους αιώνες τώρα τις Ευχές της Θείας Μεταλήψεως και δεν τις αμφισβήτησε κανείς. Μόνο ο κ. Γ. αμφιταλαντεύεται για την αξία και το περιεχόμενό τους.
Αμφισβητεί τους φημισμένους χαρισματικούς γέροντες. Με μαε­στρία ρίχνει το δηλητήριο του: «Στον ιδεολογικοποιημένο ορθοδοξισμό, αντίθετα, παραθεωρούνται ή περιφρονούνται οι θεσμοί, και μετατίθεται η εμπιστοσύνη στην αξιοπιστία και αυθεντία ατόμων. Αν εμφανιστεί, λ.χ., μια καινοφανής διδασκαλία, οι πιστοί του ορθοδοξισμού δεν θα προσφύγουν σε συνο­δικό θεσμό που θα κρίνει, με βάση την εμπειρία κάθε ευχαριστιακού σώματος, αν πρόκειται για αίρεση. Θα προστρέξουν σε κάποιο φημι­σμένο "γέροντα", και στο ατομικό του χάρισμα – αυτός θα τους προ­σφέρει "αντικειμενικές" βεβαιότη­τες ιδεολογικά (δηλαδή ψυχολογι­κά) εγγυημένες» (σ. 288). (Σημείωση: Κατά τον κ. Γ. Ορθοδοξισμός είναι η μετατροπή του εκκλησιαστικού γεγονότος σε ιδεολογία).
Ο κ. Γ. χρησιμοποιεί μια ευλογοφανή μέθοδο. Οχυρώνεται πίσω από τον «συνοδικό θεσμό» —και «την εμπειρία του ευχαριστιακού σώματος», λες και οι χαρισματικοί γέροντες είναι εκτός Εκκλησίας. Μιλάει δήθεν με σεβασμό για τους εκκλησιαστικούς θεσμούς, τη στιγ­μή, που σε άλλα σημεία του βιβλίου του τους αμφισβητεί και τους ρί­χνει τη ρετσινιά της θρησκειοποιήσης. Τί σεβασμό μπορεί να έχει προς τους επισκόπους, που συγ­κροτούν μια, έστω, τοπική σύνοδο, όταν για τους ίδιους τους επισκό­πους λέει συλλήβδην ότι: «προέρ­χονται από χαμηλό κοινωνικό και μορφωτικό περιβάλλον» και ότι τους χαρακτηρίζει «η σεξουαλική στέρηση». «Στέρηση που (συχνά ή κατά κανόνα) δεν την επέλεξαν επειδή είχαν κλίση για βίο μοναχού και ασκητή, ούτε από πόθο για έν­ταξη σε κοινό άθλημα κοινωνίας: σε μοναστικό κοινόβιο. Αλλά δέχτη­καν τη σεξουαλική στέρηση προ­γραμματικά ως προϋπόθεση καρριέρας: ανόδου σε εξουσιαστικά θρησκευτικά αξιώματα» (σ. 165, 166). Μπαίνει στα μύχια των καρ­διών των επισκόπων και αποφθέγγεται ως «χαρισματικός γέροντας». Τολμάει να τα βάλει με αγιασμέ­νες στη συνείδηση «του ευχαριστιακού σώματος» μορφές. Ειρωνεύε­ται τους σύγχρονους αγίους γέρο­ντες και «χείλεσιν αμφιλάλοις» επι­χειρεί να πλήξει τα «φωτόμορφα τέκνα της Εκκλησίας» ως δήθεν παρέχοντες «βεβαιότητες ψυχο­λογικής «φύσεως». Ο «πολύφθογγος αυτός ρήτωρ» θα έπρεπε να σιγά, ενώπιον των σεβαστών αυτών μορφών, οι οποίοι στη συνείδηση του πληρώματος της Εκκλησίας είναι άγιοι εν ουρανοίς. Η επίδρα­σή τους στον σύγχρονο εκκλησια­στικό βίο είναι πλέον εμφανής και αδιαμφισβήτητη.
Στα όρια της Βλασφημίας: Το αειπάρθενον της Θεοτόκου υποδηλώ­νει ότι η λειτουργία της μητρότητας συνιστά ακαθαρσία. Γράφει σχετι­κά: «Ότι η λειτουργία της μητρότη­τας συνιστά ακαθαρσία βεβαιώνε­ται όχι μόνο με τις ευχές που διαβά­ζονται στη λεχώ, όχι μόνο με την απαγόρευση μετοχής στην Ευχαρι­στία (ή και εισόδου στο ναό) των γυ­ναικών κατά την περίοδο των εμμή­νων. Βεβαιώνεται και στις επίμονες επαναλήψεις της εκκλησιαστικής υμνολογίας ότι η Παναγία Θεοτό­κος έμεινε και μετά τόκον Παρθέ­νος, ότι είναι αειπάρθενος, ότι ο τό­κος (τοκετός) ουκ ελυμήνατο τας κλεις της Παρθένου, δεν κατέλυσε τη σωματική (ανατομική) της παρθενία» (σ. 200, 2001). Η Θεοτόκος εγέννησε τον Κύριο όντας Παρθένος, ασπόρως, χωρίς την συμβολή ανδρός, όπως προφητεύθηκε στην Παλαιά Διαθήκη: «Ιδού η Παρθένος εν γαστρί έξει, και τέξεται υιόν» (Ησ. ζ΄, 14) και όπως της προεμήνυσε ο αρχάγγελος Γαβριήλ: «Πνεύμα Άγιον επελεύσεται επί σε και δύναμιν υψίστου επισκιάσει σοι» (Λουκ. ι’, 35). Οπως εύστοχα ερμηνεύει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός: Αυτό το πνεύμα την καθάρισε και της «παρέσχε δύναμιν δεκτικήν της του Λόγου θεότητος, άμα δε και και γεννητικήν». (Ιω. Δαμασκηνού, Έκδ. Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως, Ε.Π.Ε. 1, 284). «Ο Υιός του Θεού, Υιός της Παρθένου γίνεται», ο Κύ­ριος σαρκώνεται δια της επιφοιτήσεως του Αγίου Πνεύματος στα σπλάγχνα της Παρθένου Μαρίας «αδιαφθόρως».
Οπως μας διδάσκει και ο μακαρι­στός π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος: «Ο Χριστός έλαβε την ανθρωπίνην φύσιν και την εθεράπευσε και έγινε δια τον άνθρωπον ο "νέος Αδάμ", ή "νέα ρίζα". "Όμως η νέα αυτή ρίζα εβλάστησεν εις τα σπλάγχνα της Παρθένου Μαρίας». Και συνεχίζει: «(Ο Χριστός, μόνος δεν εκληρονόμησε την αμαρτωλήν φύσιν του Αδάμ. Τούτο, διότι δεν κατήγετο από εκείνον. Εγεννήθη από την Παρθένον Μαρίαν εκ Πνεύματος Αγίου. Δι’ αυτόν τον λόγον πιστεύομεν ότι η Παρθένος Μαρία έμεινε και κατά την γέννησιν και μετά από αυτήν Παρθένος, υπήρξε δηλαδή αειπάρθενος. Τούτο δεν αποτελεί λεπτομέρειαν, αλλά βασική διδα­σκαλία της Εκκλησίας, η οποία εξα­σφαλίζει την σωτηρίαν. Ο Χριστός είναι "η νέα ρίζα", δεν είναι δυνα­τόν να κατάγεται από την "παλαιά ρίζαν" του Αδάμ. Δι’ αυτόν τον λόγον η Μαρία, δια να είναι Θεοτόκος, πρέπει να είναι Παρθένος» (Εφόδιον Ορθοδοξίας, σελ. 124, 126, έκδ. Άποστ. Διακονίας, 1974). Αυτή είναι η απάντηση στο ερώτημα του κ. Γ. «τί μεγαλειωδέστερο εξασφα­λίζει η διατήρηση της ανατομικής παρθενίας της Θεοτόκου και μετά τον τοκετό» (σ. 201).
Κατά την Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο «ομολογούμεν την αγίαν Παρθένον Θεοτόκον δια το τον Θεόν Λόγον σαρκωθήναι και ενανθρωπήσαι και εξ αυτής της συλλήψεως ενώσαι εαυτώ τον εξ αυτής ληφθέντα ναόν». Ο καθηγητής κ. Νικ. Μητσόπουλος θα παρατηρήσει: «Ομού μετά του όρου "Θεοτόκος" αποδίδομεν εις την Μητέρα του Κυρίου και το αειπάρθενον, ως εμμέσως συναγόμενον εκ της υποστατικής ενώσε­ως (των δύο εν Χριστώ φύσεων, δηλ. της θείας και της ανθρωπίνης)». Ο ίδιος καθηγητής μας αναφέρει ότι «αρχαίοι αιρετικοί και σύγχρονοι ετερόδοξοι όχι μόνον ηρνήθησαν και αρνούνται την αειπαρθενίαν της Θεοτόκου, αλλά και επιχειρούν να στηρίξουν την κακοδοξίαν των επί χωρίων τινών της Αγίας Γραφής» (ένθ. ανωτ. σελ. 151,152). Ο ίδιος κα­θηγητής αναφέρει τα χωρία αυτά και τα αντικρούει σύμφωνα με την ορθόδοξη ερμηνευτική παράδοση (ένθ. ανωτ. σελ. 153, 154). Θα ολο­κληρώσουμε το θέμα μας με τα σο­φά και αποκαλυπτικά λόγια του αγί­ου Ιωάννου του Δαμασκηνού, που μας τονίζει ότι η παρθενία της Θεοτόκου πρέπει να νοείται ως αειπαρθενία: «Μένει τοίνυν και μετά τόκον παρθένος η Αειπάρθενος ουδαμώς ανδρί μέχρι θανάτου προσομιλήσασα. . . πώς γαρ αν Θεόν γεννήσασα και εκ της των παρακολουθημάτων πεί­ρας το θαύμα γνωρίσασα ανδρός συνάφειαν κατεδέξατο· άπαγε ου σωφρονούντος λογισμού τα τοιαύτα νοείν μη ότι και πράττειν» (μετά­φραση: Πώς δηλαδή θα κατεδέχετο την συνένωσιν με άνδρα ενώ εγέν­νησε τον Θεόν και εγνώριοε το θαύμα με την πείραν των σημείων που έχουν ακολουθήσει; Μη βλασφημής· όχι μόνον δεν είναι γνώρι­σμα συνετής σκέψεως να σκέπτεται τέτοια, αλλά ούτε να τα κάνει) (ένθ. ανωτ. σελ. 484 -487).
Αμφισβητεί τον Αδάμ ως ιστορικό πρόσωπο, όπως τον εμφανίζει η βίβλος και υποστηρίζουν οι Πατέ­ρες. Επομένως, αν κατά τον κ. Γ. δεν υπήρξε ο Αδάμ ως ιστορικό πρόσωπο, τότε τα περί πτώσεως των πρωτοπλάστων, προπατορι­κού αμαρτήματος και συνεπειών του στην ανθρώπινη φύση ανάγο­νται στο χώρο του μυθικού. Έτσι ανατρέπεται όλη η ορθόδοξη ανθρωπολογία και σωτηριολογία, εφ’ όσον δεν υπήρξε γενάρχης του ανθρώπινου γένους! Τα συμπεράσματα είναι δικά σας.
Κρύβεται επιμελώς σε εκκλησιαστικά περιβάλλοντα. Είχα ακούσει τον κ. Γ. σε ραδιοφωνική εκπομπή της Πειραϊκής Εκκλησίας (Κυριακή 4-2-07 και ώρα 12 μεσημβρινή), όπου ο παρουσιαστής, προφανώς καταγοητευμένος από το βιβλίο του, έκανε στον κ. Γ. ερωτήσεις με σκοπό να το κάνει γνωστό στο ευρύτερο εκκλησιαστικό κοινό. Ομολογώ ότι ο λόγος του κ. Γιαν­ναρά ήταν καταπληκτικός και δεν ανέφερε επιμελώς(;) κανένα από τα επίμαχα σημεία που αναπτύξαμε πιο πάνω. Τότε δεν είχα διαβά­σει το βιβλίο του και δεν μπορούσα να υποψιαστώ αυτά που έγραφε. Αν τολμούσε και τα έλεγε αυτά σε εκκλησιαστικό ραδιοφωνικό σταθ­μό, θα έσπαζε προφανώς το τηλεφωνικό κέντρο!
Είναι αρκετά τα σημεία που δεν αναφέραμε από το βιβλίο του κ. Γ. και τα οποία μας βρίσκουν κάθετα αντίθετους.
Θα κλείσω με ένα απόσπασμα από τον γέροντα Σωφρόνιο, πολύ αποκαλυπτικό για την περίπτωσή μας: «Η ανθρωπίνη επιστήμη παρέ­χει το μέσον διά την έκφρασιν της εμπειρίας, αλλά είναι αδύνατον να μεταδώση την γνώσιν, ήτις αληθώς σώζει, άνευ της συνεργίας της χά­ριτος. Η γνώσις του Θεού είναι γνώσις οντολογική και ουχί αφηρη­μένη – θεωρητική. Χιλιάδες και χι­λιάδες επαγγελματιών θεολόγων λαμβάνουν τα ανώτατα πτυχία, ενώ εν τη σφαίρα του Πνεύματος παρα­μένουν κατ’ ουσίαν εις βαθείαν άγνοιαν. Και τούτο, διότι δεν ζουν συμφώνως προς τας εντολάς του Χριστού· ένεκα δε τούτου στε­ρούνται του φωτός της θεογνωσίας. Ο Θεός είναι αγάπη. Και η αγάπη αύτη αποκτάται δια της οδού της μετανοίας…» (Περί Προσευ­χής, ένθ. ανωτ. σελ. 229, 230).
(Πηγή: «Ορθόδοξος Τύπος» 13-20-27/4/2007 & 4/5/2007)

https://paterikos.blogspot.com/2020/05/blog-post.html 

ΔΥΣΤΥΧΩΣ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΑΚΟΜΗ Η ΕΠΙΓΝΩΣΗ ΟΤΙ ΤΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΗΝ Β' ΒΑΤΙΚΑΝΕΙΟ ΣΥΝΟΔΟ ΜΙΜΟΥΜΕΝΟ ΤΟΝ ΡΑΝΕΡ ΚΑΙ ΤΟΝ ΔΟΞΑΣΜΕΝΟ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΘΕΟΛΟΓΟ ΤΗΣ ΕΝΟΤΗΤΟΣ ΦΛΩΡΟΦΣΚΙ. ΟΤΙ Η ΕΝΑΝΤΙΩΣΗ ΣΤΗΝ ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΜΙΜΗΣΗ ΤΟΥ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ ΚΑΡΛ ΜΠΑΡΤ. ΠΟΣΟ ΝΟΗΜΑ ΚΑΙ ΠΟΣΗ ΛΟΓΙΚΗ ΚΡΑΤΑΕΙ Η ΑΝΤΙΦΑΣΗ; ΠΟΣΟ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ Ο ΠΙΣΤΟΣ ΤΟΥ ΠΣΕ;;;;