Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Gustav A. Wetter - Κβαντική φυσική και διαλεκτικός υλισμός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Gustav A. Wetter - Κβαντική φυσική και διαλεκτικός υλισμός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 12 Οκτωβρίου 2023

Κβαντική φυσική και διαλεκτικός υλισμός (3)

 Συνέχεια από: Τρίτη 3 Οκτωβρίου 2023

Κβαντική Φυσική (α)

Από το βιβλίο «Φιλοσοφία και θετικές επιστήμες στην Σοβιετική Ένωση»
εκδόσεις Rowohlt, 1958
του Gustav A. Wetter

Η ερμηνεία της κβαντικής φυσικής από τον DIBlochinzew

Μεταξύ των σοβιετικών ερμηνειών της κβαντικής φυσικής, φαίνεται σάν μεγαλύτερη αυθεντία εκείνη του Blochinzew και μερικών άλλων (όπως B.M.E Omeljanowki, J.P. Terlezki). Ο Blochinzew ξεκινά από την τοποθέτηση, ότι η κυματοσυνάρτηση δεν χαρακτηρίζει την συμπεριφορά κάθε σωματιδίου ξεχωριστά, αλλά κατ’ αρχάς την συμπεριφορά ενός συνόλου (Ensamble). Λέγοντας σύνολο εννοεί σωματίδια τα οποία βρίσκονται κάτω από τις ίδιες συνθήκες στο μακροφυσικό περιβάλλον τους. Η κυματοσυνάρτηση η οποία δηλώνει πως ένα σωματίδιο ανήκει σε ένα συγκεκριμένο μακροφυσικό περιβάλλον, προϋποθέτει πάντα την ύπαρξη ενός τέτοιου περιβάλλοντος. Αν αυτό αλλάξει, αλλάζει και το σύνολο. Αυτό ακριβώς το δεδομένο βρίσκεται στην βάση αυτού που συνήθως ονομάζουμε «επίδραση του οργάνου μέτρησης» στην κατάσταση του συστήματος. Κατ’ ακρίβειαν, η επίδραση αυτή είναι μόνο μια ειδική περίπτωση της μακροφυσικής κατάστασης. Αναφορικά με αυτά τα δεδομένα, ο Blochinzew απορρίπτει το συμπέρασμα το οποίο βγάζει η σχολή της Κοπεγχάγης περί αυτής της επίδρασης, το ότι δηλαδή είναι αδύνατη η αντικειμενική διερεύνηση των φαινομένων του μικρόκοσμου. Για την διερεύνηση της φύσης του συνόλου, αρκεί να διερευνηθεί μόνο ένα μικρό μέρος του. Αυτό το κομμάτι πράγματι μεταβάλλεται κατά την διάρκεια της μέτρησης, το σύνολο όμως παραμένει αμετάβλητο. Με άλλα λόγια, ο βαθμός απομόνωσης της ολότητας μέσα στο σύνολο δεν μεταβάλλεται από την μέτρηση. Ο Blochinzew βγάζει από αυτό το συμπέρασμα, πως η κυματοσυνάρτηση Ψ, προκύπτει από την εξίσωση του Schrödinger όταν αναφέρεται στο σύνολο. Η εξίσωση του Schrödinger επιτρέπει τον καθορισμό της Ψ για κάθε σημείο του χρόνου, όταν είναι γνωστές οι αρχικές συνθήκες.
Ο φυσικός λοιπόν, πάνω στον δρόμο που περνά από το όλον, έχει πρόσβαση στην γνώση των μεμονωμένων φαινομένων του μικρόκοσμου. Ο δρόμος αυτός βρίσκεται στην διερεύνηση των στατιστικών κανονικοτήτων του σύνολο(Kollektiv): «η κβαντική μηχανική ερευνά τις ιδιότητες των μεμονωμένων φαινομένων του μικρόκοσμου, μέσω της διερεύνησης της στατιστικής νομοτέλειας του συνόλου τέτοιων φαινομένων»(Blochinzew). Ο Omeljanowski αιτιολογεί την κατάσταση αυτή ως εξής: «ο στατιστικός μέσος όρος δεν εκφράζει ποσοτικά το ιδιαίτερο στοιχείο, το οποίο διαφοροποιεί ένα μέγεθος από τα άλλα, αλλά εκφράζει αυτό που ισχύει για το είδος των μεμονωμένων μεγεθών, δηλαδή αυτό που ενώνει αυτά τα μεγέθη, και τα καθιστά μεγέθη του ενός και του αυτού είδους.» Βάσει της θεωρίας των συνόλων, «οι ιδιότητες των σωματιδίων αντικατοπτρίζονται στις ιδιότητες των συνόλων, περί των οποίων μας πληροφορεί το πείραμα.»
Βασιζόμενοι σε αυτές τις σκέψεις, ο Blochinzew και η σχολή του πιστεύουν πως έχουν την δυνατότητα να εκφράσουν τις πραγματικές ιδιότητες των σωματιδίων: και πάνω απ’ όλα ότι τα σωματίδια δεν πρέπει να κατανοηθούν ως αντικείμενα «πάνω στα οποία μπορεί να εφαρμοστεί η έννοια της κίνησης κατά μήκος μιας τροχιάς», και πως στα σωματίδια πρέπει να αποδοθούν τόσο ιδιότητες πραγματικών σωματιδίων όσο και ιδιότητες πραγματικών κυμάτων.

Το πρόβλημα της αιτιοκρατίας και η στατιστική στην κβαντική φυσική

Όσον αφορά στο ερώτημα περί της απροσδιοριστίας, οι σοβιετικοί φιλόσοφοι εν γένει, όχι μόνο η σχολή του Blochinzew, υπερασπίζονται μια φιλοσοφική αιτιοκρατία, παρά την απροσδιοριστία της κβαντικής φυσικής. Για να αποφύγουν όμως τις παρεξηγήσεις, τονίζουν πως η αιτιοκρατία αυτή δεν πρέπει να κατανοηθεί όπως η άτεγκτη αιτιοκρατία του Laplace (μια συνεπής μηχανιστική κοσμοθεωρία είχε βρει την τελείωση της στον Laplace: «ένα πνεύμα, το οποίο σε μια δεδομένη στιγμή γνωρίζει όλες τις ενεργούσες δυνάμεις στην φύση, και την αντίστοιχη θέση των όντων, από τα οποία αποτελείται η φύση, και αν το πνεύμα αυτό ήταν σε θέση να διεξάγει μια επαρκή ανάλυση των δεδομένων μεγεθών, θα μπορούσε με ένα τύπο να περιγράψει τόσο την κίνηση των ουρανίων σωμάτων όσο και αυτή του ελαφρότερου ατόμου. Τίποτα δε θα ήταν αβέβαιο για το πνεύμα αυτό, μέλλον και παρελθόν θα ήταν παρόντα στο οπτικό του πεδίο.», «Μπορούμε να φανταστούμε ότι υπάρχει ένα επίπεδο γνώσης της φύσης, στο οποίο ολόκληρο το γίγνεσθαι μπορεί να περιγραφεί με ένα μόνο μαθηματικό τύπο, μέσω ενός άπειρου συστήματος διαφορικών εξισώσεων, από το οποίο προκύπτει ο τόπος, η κατεύθυνση της κίνησης και η ταχύτητα κάθε ατόμου μέσα στο σύμπαν.» P.S de Laplace: Essay philosophique sur le probabilites), η οποία αποκλείει κάθε τυχαιότητα. «Σύμφωνα με τον Engels η ανάγκη και η τυχαιότητα δεν είναι αλληλοαποκλειόμενες κατηγορίες. Το τυχαίο έχει μια αιτία, και το αναγκαίο εμφανίζεται μέσα στο τυχαίο. Μεταξύ του τυχαίου και του αναγκαίου δεν υπάρχει κάποιο ανυπέρβλητο όριο.» Λείπει δυστυχώς η περαιτέρω φιλοσοφική ανάπτυξη αυτής της σκέψης,  το πως δηλαδή η αναγκαιότητα προκύπτει από την τυχαιότητα.
Όσον αφορά στο ερώτημα περί της στατιστικής στην κβαντική φυσική, η σοβιετική φιλοσοφία αρνείται την τοποθέτηση ότι: ο στατιστικός χαρακτήρας των κβαντικών νόμων προέρχεται από το γεγονός πως τα μεμονωμένα φαινόμενα του μικρόκοσμου δεν ακολουθούν κάποια κανονικότητα και δεν σχετίζονται μεταξύ τους, όπως ισχυρίζονται οι θετικιστές. Απορρίπτουν και την θέση του Bohr, ότι η στατιστική αυτή είναι αποτέλεσμα της μη ελεγχόμενης επίδρασης του οργάνου μέτρησης πάνω στο μικροαντικείμενο. Ο Blochinzew δίνει την εξής εξήγηση για την στατιστική στην κβαντική φυσική: λόγω του ατομισμού της επίδρασης δεν υπάρχουν κλειστά, απομονωμένα μικροσυστήματα, κάθε κβαντικό «σύνολο» περικλείει μια συσχέτιση μίκρο- και μακροσυστήματος. Αυτή η αδυναμία απομόνωσης του μικροσυστήματος από το μακροσκοπικό περιβάλλον, είναι ο λόγος για τον οποίο στην περιοχή των μεμονωμένων φαινομένων του μικρόκοσμου δεν ισχύει πια η αιτιοκρατία του Newton ή του Laplace, αλλά οι στατιστικοί νόμοι: «Η κβαντική στατιστική έχει λοιπόν την πηγή της στην συσχέτιση των φαινομένων του μικρόκοσμου και του μακρόκοσμου».
Οι σοβιετικοί φιλόσοφοι είχαν επισημάνει με ικανοποίηση, πως και ανάμεσα στους δυτικούς φυσικούς υπάρχει μια τάση επιστροφής σε μια αιτιοκρατική ερμηνεία της κβαντικής φυσικής, πράγμα που φαίνεται ιδιαιτέρως σε μια σειρά άρθρων στον συλλογικό τόμο «Louis de Broglie, physicien et penseur», που είχε εκδοθεί επί τη ευκαιρία των 60ων γενεθλίων του de Broglie. Το περιοδικό «woprossy filosofii» είχε μάλιστα σε ρωσική μετάφραση άρθρα του de Broglie, όπου φαίνεται αυτή η επιστροφή στην αιτιοκρατία.

Ο ρόλος της αναλογίας στην κβαντική γνώση

Τέλος θέλουμε να υποδείξουμε μια ενδιαφέρουσα γνωσιολογική προσέγγιση του Omeljanowski, με την βοήθεια της οποία προσπαθεί να υπερβεί τις δυσκολίες που προκύπτουν από την εξαντικειμένευση της κβαντικής περιγραφής της φύσης. Αυτός πιστεύει, ότι οι δυσκολίες για μια ρεαλιστική ερμηνεία της κβαντικής περιγραφής της φύσης, που προκύπτουν από την αρχή της συμπληρωματικότητας, μπορούν υπερβαθούν με την υπόδειξη πως οι έννοιες που χρησιμοποιούμε για τα μακροσκοπικά αντικείμενα έχουν αναλογικό χαρακτήρα: «Τα κβαντικά μεγέθη (κβαντικές συντεταγμένες, κβαντική ορμή) διαφέρουν από τα αναλογικά, κλασσικά μεγέθη (συντεταγμένες, ορμή), λόγω νέων ιδιοτήτων...τα κβαντικά μεγέθη δεν ταυτίζονται με τα αναλογικά κλασσικά μεγέθη». Πιστεύει επίσης ότι η εξέλιξη της φυσικής θα οδηγήσει στην δημιουργία κατάλληλων εννοιών για την περιγραφή των μικροσκοπικών φαινομένων, πράγμα που θα οδηγήσει στην υπέρβαση των τωρινών δυσκολιών της κβαντικής φυσικής. Από την πλευρά του κριτικού ρεαλισμού, οι W. Büschel F. Selvaggi έχουν μια παρόμοια στάση. Ο Büschel όμως πιστεύει, πως ο αναλογικός χαρακτήρας των εννοιών μας και η λόγω αυτού φαινομενική ασυμφωνία των διαφόρων εκφράσεων της κβαντικής φυσικής, δε θα υπερβαθεί ποτέ.

Συνεχίζεται

Τρίτη 3 Οκτωβρίου 2023

Κβαντική φυσική και διαλεκτικός υλισμός (2)

 Συνέχεια από: Δευτέρα 2 Οκτωβρίου 2023

Κβαντική Φυσική (β)

Από το βιβλίο «Φιλοσοφία και θετικές επιστήμες στην Σοβιετική Ένωση»
εκδόσεις Rowohlt, 1958
του Gustav A. Wetter


Η φιλοσοφική προβληματική της Κβαντικής Φυσικής

Η κύρια φροντίδα των σοβιετικών φιλοσόφων στο πεδίο της κβαντικής φυσικής είναι να αντιταχθούν στις θετικιστικές και ιδεαλιστικές ερμηνείες των δεδομένων της (κβαντικής φυσικής). Στα πλαίσια αυτά λοιπόν καταπολεμείται ως επί τo πλείστον η «Σχολή της Κοπεγχάγης» (Niels Bohr, Werner Heisenberg, κ.α), κυρίως λόγω της αρχής της συμπληρωματικότητας (Komplementarität) και της αρχής της απροσδιοριστίας, τις οποίες πρεσβεύει, αλλά και λόγω της ερμηνείας που έδωσε στην στατιστική των κβαντικών διαδικασιών.
Στην κλασική φυσική είναι δυνατόν, με τον προσδιορισμό του τόπου και της ορμής (ως ορμή ορίζεται το γινόμενο ταχύτητας και μάζας. Η ταχύτητα είναι ένα διανυσματικό μέγεθος. Αυτό σημαίνει πως λαμβάνεται υπόψιν και η ακριβής κατεύθυνση του σώματος) ενός μακροσκοπικού σώματος, να προσδιοριστεί μονοσήμαντα η μελλοντική πορεία του. Αυτή η προβλεψιμότητα, και η λόγω αυτής, εκ των προτέρων δυνατότητα προσδιορισμού της συμπεριφοράς του σώματος, θεωρούνται ως η ουσία της αιτιότητας στην φυσική. Στην περιοχή όμως της μικροφυσικής έχει δειχθεί, πως η ταυτόχρονη ακριβής μέτρηση ή πρόβλεψη του τόπου και της ορμής ενός μικροσωματιδίου, είναι ουσιαστικά αδύνατη. Σύμφωνα με την αρχή της «απροσδιοριστίας» του Heisenberg, κατά την ταυτόχρονη μέτρηση ή πρόβλεψη, του τόπου και της ορμής, και τα δυο αυτά μεγέθη πρέπει να έχουν μια τέτοια απροσδιοριστία (ανακρίβεια), ώστε το γινόμενο και της απροσδιοριστίας και των δυο, να δίνει ένα αριθμό της τάξης της σταθεράς του Planck (h= 6,023*10-34 δηλαδή 0 και 33 μηδενικά μετά το κόμμα): Δx*Δpx≥h. Αυτό σημαίνει πως όσο πιο μεγάλη η ακρίβεια με την οποία μπορεί να γίνει μέτρηση του τόπου ενός σωματιδίου, τόσο πιο ανακριβής η μέτρηση ή πρόβλεψη της ορμής του σωματιδίου. Το ίδιο ισχύει και στην αντίθετη περίπτωση.
Η αρχή της απροσδιοριστίας(η μαθηματική σχέση των μεγεθών) θεμελιώνεται στον δυισμό κύματος-σωματιδίου. Στο γεγονός δηλαδή, πως για την φυσική περιγραφή της συμπεριφοράς ενός «σωματιδίου» της μικροφυσικής, πρέπει να χρησιμοποιηθεί πότε η εικόνα ενός σωματιδίου, πότε η εικόνα του κύματος. Πρέπει δηλαδή να χρησιμοποιηθούν δυο εικόνες που από την μια αποκλείονται αμοιβαίως, αλλά συμπληρώνονται, αφού μόνο όταν και οι δυο εικόνες ληφθούν υπόψιν, επιτρέπουν την πλήρη περιγραφή ενός μικροσωματιδίου. Αυτή την μοναδική σχέση αμοιβαίου αποκλεισμού και ταυτόχρονης συμπλήρωσης, ο Bohr ονόμασε «συμπληρωματικότητα». Αυτή η αρχή δεν ισχύει μόνο για την εικόνα κύματος σωματιδίου, αλλά γενικά για τα ζευγάρια εκείνα των ιδιοτήτων, όπως τόπος και ορμή, χρόνος και ενέργεια, η ταυτόχρονη γνώση των οποίων θα ήταν απαραίτητη για την πλήρη περιγραφή ενός φυσικού αντικειμένου στα πλαίσια της κλασικής φυσικής. Η ταυτόχρονη απόδοση και των δυο ιδιοτήτων (πχ. τόπος και ορμή) σε ένα αντικείμενο που ανήκει στον χώρο της μικροφυσικής θα οδηγούσε σε αντιφάσεις. Στην πραγματικότητα της μικροφυσικής μπορεί να αποδοθεί μόνο μια πλευρά της. Η άλλη αναγκαίως αποκλείεται (αρχή της συμπληρωματικότητας). Επειδή δυο αμοιβαίως αποκλειόμενα δεδομένα δεν είναι δυνατόν να αποδοθούν σε ένα μόνο αντικείμενο, το οποίο υπάρχει ανεξάρτητα (όπως το αντιλαμβάνεται η γνωσιολογία του ρεαλισμού) από το γνωρίζον υποκείμενο, η Σχολή της Κοπεγχάγης τείνει για τον λόγο αυτόν, να περιορίζει την έννοια της πραγματικότητας μόνο στην «φυσική πραγματικότητα». Με την «φυσική πραγματικότητα» εννοούνται οι ιδιότητες εκείνες που αποδίδονται στα μικροαντικείμενα κατά την φυσική περιγραφή τους. Το ερώτημα περί μιας αντικειμενικής, «καθ’εαυτήν» υπάρχουσας πραγματικότητας, η οποία βρίσκεται στο θεμέλιο της φυσικής μέτρησης και περιγραφής, απορρίπτεται ως «ανοησία» από μια διανοητική στάση που συγγενεύει με τον θετικισμό.
Με αυτή την στάση που περιγράψαμε συνδέεται και κάποιο ιδεαλιστικό χαρακτηριστικό. Ποιες ιδιότητες μπορούν να αποδοθούν σε ένα μικροσωματίδιο και ποιες όχι, εξαρτάται από τα όργανα μέτρησης που χρησιμοποιούνται. Εφόσον το όργανο μέτρησης αποτελεί μια «επέκταση» και εκλέπτυνση των αισθητηρίων του φυσικού παρατηρητή, δηλαδή του γνωρίζοντος υποκειμένου, η «φυσική πραγματικότητα» λοιπόν, εξαρτάται από γνωσιολογική τοποθέτηση του υποκειμένου. Εφόσον λοιπόν η «φυσική πραγματικότητα» ταυτίζεται με την θετικιστική αντίληψη περί πραγματικότητας, δεν μπορούμε να αρνηθούμε πως οι θεωρίες αυτές έχουν μια ιδεαλιστική χροιά.
Σύμφωνα με την ως άνω περιγραφή της θετικιστικής τοποθέτησης, έπρεπε να επέλθει και η άρνηση του νόμου της αιτιότητας, λόγω της αρχής της απροσδιοριστίας. Όταν η πραγματικότητα περιορίζεται στα δεδομένα της παρατήρησης, και όταν θεωρηθεί ως ανόητο το ερώτημα περί της ουσίας των πραγμάτων που βρίσκονται στην βάση αυτών των φαινομένων, τότε με την αιτιότητα δεν μπορεί πια να γίνει κατανοητή η σχέση αιτίας και αποτελέσματος. Τότε η αιτιότητα σημαίνει απλώς μια σταθερή και προβλεπτή αλληλουχία φαινομένων. Επειδή όμως λόγω της απροσδιοριστίας, οι προϋποθέσεις για τα φαινόμενα της μικροφυσικής δεν είναι πια δεδομένες, δηλαδή δεν είναι δυνατός ο ταυτόχρονος προσδιορισμός του τόπου και της ορμής, ο νόμος της αιτιότητας χάνει την ισχύ του. Όταν λοιπόν οι φυσικοί μιλούν για «νόμους» στην περιοχή της μικροφυσικής (άτομα, ηλεκτρόνια), αυτοί είναι άλλης φύσεως από αυτούς που ισχύουν στην μακροφυσική: ενώ οι νόμοι της μακροφυσικής θεωρούνται ως «δυναμικοί», δηλαδή ισχυρίζονται  πως ισχύει ένα αυστηρός αιτιώδης προσδιορισμός σε κάθε περίπτωση, αυτοί της μικροφυσικής είναι «στατιστικής» φύσεως, αναφέρονται δηλαδή μόνο σε μια πιθανή (με την έννοια επίσης του μέσου όρου των περιπτώσεων) συμπεριφορά που προκύπτει από ένα σύνολο περιπτώσεων. Την ισχύ της αυστηρής αιτιότητας στον χώρο του ατόμου αρνούνται οι Bohr, Jordan, Born…Από την άλλη, οι De Broglie, Einstein, Schrödinger, Planck, θεωρούν πως οι παρατηρήσεις αναφέρονται στην πραγματικότητα, και πως ο νόμος της αιτιότητας έχει μια γενική ισχύ, και ελπίζουν πως μια επερχόμενη εξέλιξη της φυσικής θα επιτρέψει την ρεαλιστική-αιτιοκρατική ερμηνεία των δεδομένων της μικροφυσικής.

Η σοβιετική κριτική προς την «Σχολή της Κοπεγχάγης»

Η σοβιετική φιλοσοφία αντιτίθεται σφοδρά σε αυτή την φιλοσοφική ερμηνεία της κβαντικής φυσικής από πλευράς της σχολής της Κοπεγχάγης. Δεν αρνείται βέβαια τα φυσικά δεδομένα που θεμελιώνουν την αρχή της συμπληρωματικότητας, αλλά επιρρίπτει στην σχολή της Κοπεγχάγης, πως από την αρχή αυτή «δημιουργεί μια φιλοσοφική έννοια της συμπληρωματικότητας, χαρακτηριστικό της οποίας είναι η άρνηση της αιτιότητας και αντικειμενικότητας στα φαινόμενα της μικροφυσικής». Το θεμελιώδες σφάλμα της σχολής της Κοπεγχάγης είναι το εξής: δεν θεωρεί την κυματοσυνάρτηση, (η οποία χαρακτηρίζει τις καταστάσεις του μικροσωματιδίου), ως ένα αντικειμενικό χαρακτηριστικό των μικροσωματιδίων, αλλά απλώς ως έκφραση «των γνώσεων του παρατηρητή». Η σχολή της Κοπεγχάγης δεν θεωρεί λοιπόν το κύμα ως πραγματική ιδιότητα του μικροσωματιδίου, αλλά ως απλό κύμα πιθανοτήτων. Ως απλή έκφραση της πιθανότητας με την οποία ένα μικροσωματίδιο, ας πούμε ηλεκτρόνιο, θα εμφανιστεί σε ένα συγκεκριμένο σημείο.

Συνεχίζεται.

Δευτέρα 2 Οκτωβρίου 2023

Κβαντική φυσική και διαλεκτικός υλισμός (1)

Από το βιβλίο «Φιλοσοφία και θετικές επιστήμες στην Σοβιετική Ένωση»,

Κεφάλαιο Ι: Κβαντική φυσική

του Gustav A. Wetter (Γεννήθηκε το 1911 στην Βιένη. Αποφοίτησε από το Collegium Russicum στην Ρώμη, που προετοίμαζε ιερείς για να υπηρετήσουν στην Ρωσία. Ασχολήθηκε με θέματα της Ανατολικής Εκκλησίας. Έγραψε διδακτορική διατριβή με θέμα το έργο του Ρώσου φιλόσοφου της θρησκείας Lew Platonowitsch Karsawin. Δίδαξε ιστορία της ρωσικής φιλοσοφίας. Διετέλεσε επίσης πρύτανης του Collegium Russicum)

Δεν είναι σκοπός μας να κρίνουμε την σοβιετική ερμηνεία της κβαντικής φυσικής, από την σκοπιά της φυσικής επιστήμης. Αυτό που μας ενδιαφέρει, είναι κατά πόσον ισχύει ο ισχυρισμός του Omeljanowski: «Η νέα φυσική... επικυρώνει τον διαλεκτικό υλισμό, και με το περιεχόμενο της θέτει στους επιστήμονες την αποστολή, να εφαρμόσουν συνειδητά τον διαλεκτικό υλισμό στην διερεύνηση της φύσης.» Σε ποια σημεία όμως βλέπουν οι σοβιετικοί φιλόσοφοι την επικύρωση του διαλεκτικού υλισμού δια της κβαντικής φυσικής;

Στο θέμα αυτό παίρνουμε την εξής απάντηση: ο νόμος της ενότητας και του αγώνα των αντιθέτων μπορεί να βοηθήσει να δοθεί μια εξήγηση τής «γεμάτης αντιθέσεις εξέλιξης» τής φύσης(ένα παράδειγμα τέτοιων «αντιφάσεων»: η ύλη έχει χαρακτήρα κύματος και σωματιδίου-όπως ατόμου καί κοινωνίας,όπως κηρύττει η σύγχρονη υλιστική φιλοσοφία καί θεολογία). Αυτός ο διπλός χαρακτήρας του ηλεκτρονίου και του φωτός υποδεικνύει πως αυτά τα δυο, στην πραγματικότητα δεν είναι ούτε σωματίδια ούτε κύμα, αλλά ένα «διαλεκτικό οικοδόμημα», «ενότης στην αντίθεση». Το γεγονός ότι στην κβαντική φυσική επεκτάθηκαν τα όρια της γνώσης μας, χρησιμοποιείται ως επιβεβαίωση της πρότασης του Λένιν περί της αστείρευτης φύσης της ύλης. Το πως οι σοβιετικοί φιλόσοφοι βρήκαν στην διδασκαλία του διαλεκτικού υλισμού περί της σχέσης της ανάγκης προς την τυχαιότητα, την λύση του προβλήματος της αιτιοκρατίας στην κβαντική φυσική, θά τό εκθέσουμε στήν συνέχεια.

Για όλα αυτά έχουμε όμως να πούμε: αν πάρουμε τα φιλοσοφικά θεμέλια του διαλεκτικού υλισμού ως δεδομένα, τότε μπορούμε-αυτό μας δείχνουν οι σοβιετικοί φυσικοί-από αυτή την τοποθέτηση, να δώσουμε μια φιλοσοφική ερμηνεία τών γνώσεων της κβαντικής φυσικής. Αν ως θεμέλιο πάρουμε μια θετικιστική-ιδεαλιστική γνωσιολογία, τότε επίσης είμαστε σε θέση να ερμηνεύσουμε τα δεδομένα της κβαντικής φυσικής. Αυτό μας έχει δείξει η σχολή της Κοπεγχάγης. Η φιλοσοφική ερμηνεία λοιπόν των φυσικών δεδομένων, δεν καθορίζεται μονοσήμαντα από τα δεδομένα αυτά, αλλά εξαρτάται από την φιλοσοφική θεώρηση που παίρνουμε ως θεμέλιο. Από αυτό το γεγονός προκύπτει πως δεν μπορούμε να μιλάμε για επικύρωση του διαλεκτικού υλισμού δια της μοντέρνας φυσικής. Το μόνο που αποδεικνύεται είναι η συμφωνία του διαλεκτικού υλισμού με την κβαντική φυσική.

Ακόμα ένα σημείο είναι ουσιώδες: η όλη συζήτηση δεν έχει ουσιαστικά ως θέμα την αντίθεση ιδεαλισμού-υλισμού, αλλά την αντιπαράθεση μιας ιδεαλιστικής-θετικιστικής και μιας ρεαλιστικής γνωσιολογίας. Αναγνωρίζουμε την προσπάθεια της σοβιετικής φιλοσοφίας να υπερβεί κάποιες ιδεαλιστικές και θετικιστικές τάσεις στην ερμηνεία της κβαντικής φυσικής. Επισημαίνουμε όμως την κατάχρηση του όρου «υλισμός», γιατί στην συζήτηση αυτή συγχέεται με τον όρο «ρεαλισμός». Εάν για παράδειγμα, αποδειχθεί ότι το στοιχειώδες σωματίδιο είναι μια υπαρκτή πραγματικότητα, ανεξάρτητη από την διαδικασία μέτρησης και παρατήρησης, τότε αυτή δεν είναι μια υλιστική, αλλά ρεαλιστική ερμηνεία. Όταν ένα γνωρίζον υποκείμενο γνωρίσει μια ανεξάρτητη πραγματικότητα, τότε αυτό δεν είναι «υλισμός», επειδή το γεγονός αυτό δεν λέει κάτι για το ερώτημα περί της φύσης της πραγματικότητας. Γιά το ερώτημα δηλαδή αν η ύλη είναι η μόνη και έσχατη πραγματικότητα.


Συνεχίζεται. 

Αμέθυστος 

Σάββατο 19 Σεπτεμβρίου 2020

Κοσμολογία και Κοσμογονία(8)

 Συνέχεια από: Δευτέρα 24 Αυγούστου 2020

Ο επαναπροσανατολισμός της σοβιετικής κριτικής
Από το βιβλίο «Φιλοσοφία και θετικές επιστήμες στην Σοβιετική Ένωση», εκδόσεις Rowohlt, 1958
του Gustav AWetter

Κοσμολογία και Κοσμογονία

Κεφάλαιο 5

                                     
      
Τα χαρακτηριστικά τής κοσμοθεωρίας, τα οποία διαπιστώσαμε σε όλους τους τομείς τής σοβιετικής Φυσική Φιλοσοφίας, εκδηλώνονται σε ύψιστο βαθμό στο πεδίο τής κοσμολογίας και τής κοσμογονίας. Οι θέσεις τού διαλεκτικού υλισμού καθίστανται φανερά πια «αρχές» προς σχηματισμό υποθέσεων: «Η μαρξιστική-λενινιστική διδασκαλία περί τού άπειρου σύμπαντος είναι η θεμελιώδης αρχή τής σοβιετικής κοσμογονίας…Η άρνηση ή η εγκατάλειψη αυτής της θέσης…οδηγεί αναπόφευκτα στον Ιδεαλισμό ή στον Φιντεϊσμό, δηλαδή στην άρνηση τής κοσμολογίας, και για τον λόγο αυτό δεν έχει κανένα κοινό σημείο με την επιστήμη» (M. S. Ejgenson, Για το περί της κοσμογονίας ερώτημα, Circular N. 30, 1955). Με τον ίδιο τρόπο εκφράζονται και άλλοι σοβιετικοί αστρονόμοι, ακόμα και αυτοί που έχουν κάποιο όνομα, όπως ο V. A. Ambarcumjan (διεθνούς φήμης σοβιετικός αστροφυσικός, μεταξύ άλλων μέλος της Αμερικάνικης Ακαδημίας Τεχνών και Επιστημών).
Εναντίον τής θεωρίας τού «θερμικού θανάτου»
Πρωταρχικός στόχος των σοβιετικών επιστημόνων στο πεδίο τής κοσμογονίας είναι η αναίρεση τού συμπεράσματος, το οποίο συχνά εξάγεται από τον δεύτερο νόμο τής θερμοδυναμικής , πως ο «θερμικός θάνατος» είναι αναπόφευκτος. Καθώς, σύμφωνα με την πρόταση αυτή (νόμο), η ενέργεια η οποία έχει μετατραπεί σε θερμότητα (θερμική ενέργεια), δεν είναι δυνατόν να μετατραπεί πάλι σε ανώτερες μορφές ενέργειας. Αυτό συνεπάγεται πως το σύμπαν μας τείνει προς μια κατάσταση, στην οποία οι ανώτερες μορφές ενέργειας έχουν μετατραπεί σε θερμότητα, η οποία βρίσκεται σε όλο το σύμπαν ομοιόμορφα μοιρασμένη, πράγμα που θα οδηγούσε σε παύση όλες τις φυσικές διαδικασίες (του μακρόκοσμου). Από την αναγκαιότητα ενός τέτοιου τέλους, με την κατάληξη σε μια θερμοδυναμική ισορροπία, θα προέκυπτε η αναγκαιότητα μιας αρχής αυτών των διαδικασιών στο παρελθόν, δηλαδή ένα είδος δημιουργίας του κόσμου. Αυτή η τοποθέτηση προκύπτει από την υπόθεση, πως εάν οι διαδικασίες αυτές διαρκούν αιώνια, ο θερμικός θάνατος θα έπρεπε να είχε ήδη επέλθει.
Σύμφωνα με την σοβιετική αντίληψη, το θεμελιώδες σφάλμα στους στοχασμούς αυτούς του Clausius (Γερμανός φυσικός, που διατύπωσε τον δεύτερο νόμο της θερμοδυναμικής, καί εισήγαγε τον όρο εντροπία…) περί του θερμικού θανάτου, βρίσκεται στο γεγονός, πως οι κανονικότητες (νόμοι) που ισχύουν για πεπερασμένα συστήματα, δεν μπορούν να εφαρμοστούν έτσι απλά στο σύμπαν το οποίο θεωρείται άπειρο. Η στατιστική φυσική και η θερμοδυναμική καταπιάνονται με συστήματα τα οποία περιλαμβάνουν ένα πολύ μεγάλο, παρόλα αυτά πεπερασμένο αριθμό στοιχείων, ενώ το σύμπαν θεωρείται από τον διαλεκτικό υλισμό ως άπειρο.

Περί τής ερμηνείας τής μετατόπισης φάσματος προς το ερυθρό
Ένα άλλο θεμελιώδες θέμα της σοβιετικής κοσμολογίας, βρίσκεται στην εύρεση μιας ερμηνείας τής μετατόπισης του φάσματος τών απομακρυσμένων νεφελωμάτων προς το ερυθρό (). Η ερμηνεία την οποία αναζητούν πρέπει να συνάδει προς την τοποθέτηση πως το σύμπαν είναι αιώνιο. Όπως είναι γνωστό, η μετατόπιση προς το ερυθρό ερμηνεύεται ως φαινόμενο Doppler (ο ήχος της σειρήνας ενός αυτοκινήτου που απομακρύνεται ακούγεται σαν να διαστέλλεται, να έχει μικρότερη συχνότητα). Από αυτή την ερμηνεία προκύπτει το συμπέρασμα πως η κοσμική διαδικασία έχει μια χρονική αρχή, με τον εξής τρόπο: εάν η μετατόπιση προς το ερυθρό ερμηνευτεί ως φαινόμενο Doppler, αυτό σημαίνει πως τα νεφελώματα απομακρύνονται από μας με τεράστια ταχύτητα, και φαίνεται πως η ταχύτητα αυτή αυξάνει, όσο απομακρύνονται από μας τα νεφελώματα. Έχοντας ως θεμέλιο τις εξισώσεις τις οποίες έθεσε ο εφημέριος του Καθεδρικού της Löwen και καθηγητής του εκεί πανεπιστημίου, Lemaitre, είναι δυνατόν να υπολογιστεί, βάσει των μετρήσεων αυτών, σε ποιο σημείο του χρόνου το σύμπαν είχε μηδενικό όγκο. Την εποχή του είχαν υπολογίσει πως είναι 2,7 δισεκατομμύρια χρόνια (έχει διορθωθεί στα 4 δισεκατομμύρια, σημείωση συγγραφέως). Πρέπει να επισημανθεί όμως, πως στη βάση των αποδείξεων που στηρίζονται στην μετατόπιση προς το ερυθρό, βρίσκεται η παραδοχή πως η μετατόπιση αυτή οφείλεται στο φαινόμενο Doppler. Ως προς την παραδοχή αυτή όμως, δεν υπάρχει συμφωνία ούτε μεταξύ των δυτικών φυσικών.
Οι σοβιετικοί επιστήμονες εφαρμόζουν και εδώ την αρχή, την οποία εξέθεσε ο Shdanow στην ομιλία του περί της φιλοσοφικής συζήτησης, η οποία ήταν επίκαιρη το 1947, και την οποία αναφέραμε πιο πάνω. Η θέση αυτή υποστηρίζει, πως τα αποτελέσματα της έρευνας τού σε μας κοντινού μέρους του γαλαξία, δεν μπορούν να εφαρμοστούν σε ολόκληρο το σύμπαν, ούτε να προβληθούν απεριόριστα στο παρελθόν. Σύμφωνα με τον Barabashew, η μετατόπιση του φάσματος προς το ερυθρό μπορεί να εξηγηθεί από το γεγονός πως το φως στην πορεία του πρός εμάς περνά αναγκαστικά από βαρυτικά πεδία. Και εάν πρόκειται περί κινήσεως φυγής, τότε αυτή μπορεί να έχει τον ίδιο χαρακτήρα με την κίνηση των άστρων τα οποία απομακρύνονται το ένα από το άλλο εντός του γαλαξία μας.

Οι δυο βασικοί σκοποί τής σοβιετικής κοσμολογίας και κοσμογονίας
Από τα θέματα που παρουσιάσαμε, προκύπτει πως η σοβιετική κοσμολογία και κοσμογονία αγωνίστηκε για δυο σκοπούς: κατά πρώτον, να διώξει από την μοντέρνα αστρονομία όλες τις θεωρίες, που παραδέχονται με οποιοδήποτε τρόπο την χρονική απαρχή και τοπικό περιορισμό του σύμπαντος, και με τον τρόπο αυτό εισηγούνται την ιδέα της δημιουργίας του κόσμου. Επίσης, στο πεδίο των θεωριών κοσμογονίας κυριαρχεί και ο φόβος ενώπιον του γεωκεντρισμού, πράγμα που διαπιστώσαμε στο κεφάλαιο για την θεωρία της σχετικότητας. Αν η θεωρία του Jeans περί της δημιουργίας του πλανητικού μας συστήματος απορρίπτεται με τόση αποφασιστικότητα, αυτό συμβαίνει επειδή η θεωρία του μυρίζει πολύ δυνατά γεωκεντρισμό. Αντιθέτως, η θεωρία του Schmidt χαίρει μεγάλης αποδοχής, καθώς σύμφωνα με αυτήν, η διαδικασία δημιουργίας των πλανητών δεν παρουσιάζεται ως μια εξαιρετικά σπάνια περίπτωση στην ιστορία εξέλιξης του σύμπαντος, αλλά ως κάτι κανονικό. Σύμφωνα με την θεωρία αυτή, η Γη μας δεν λαμβάνει κάποια ιδιαίτερη θέση μέσα στο σύμπαν.
Στο σημείο αυτό, ένα πράγμα είναι ιδιαίτερα εμφανές: ο ηγετικός ρόλος του διαλεκτικού υλισμού ως προς τις επιστήμες είναι πολύ πιο ισχυρός, απ’ ότι παρουσιάζεται προς τα έξω. Ο διαλεκτικός υλισμός αναδεικνύεται στο σημείο αυτό όχι μόνο ως «γενίκευση» των διαπιστώσεων της επιστήμης. Δεν διαπερνά απλά τις επιστήμες ως «μεθοδολογία». Αλλά απαιτεί τον ηγετικό ρόλο ενώπιον των επιστημών, ως «πρόταση περί πραγματικότητας», και οι θέσεις του είναι έτοιμες, πριν ακόμα οι επιστήμες φτάσουν στις διαπιστώσεις τους. Ως προς αυτό το σημείο δεν άλλαξαν πολλά μετά τον θάνατο του Στάλιν.
Με τον τρόπο αυτό δημιουργείται ένα περίεργος φαύλος κύκλος: Από την μια, οι σοβιετικοί κοσμολόγοι ισχυρίζονται, πως ο διαλεκτικός υλισμός είναι η μοναδική επιστημονική φιλοσοφία, καθώς βασίζεται στα αποτελέσματα των επιστημών, από την άλλη, εκεί που η επιστήμη δεν ήταν ακόμα σε θέση να προσφέρει τελειωτικά αποτελέσματα (για την χρονική αρχή και τον τοπικό περιορισμό του σύμπαντος για παράδειγμα), αναγνωρίζει εξ αρχής ως «επιστημονικές» μόνο εκείνες τις λύσεις, που αντιστοιχούν στις a priori θέσεις του διαλεκτικού υλισμού. Όπως ο N. I. Gurjew εύστοχα παρατήρησε, στη βάση των ισχυρισμών των σοβιετικών επιστημόνων, πως το σύμπαν είναι άπειρο στο χώρο και το χρόνο, δεν βρίσκεται άλλη «επιστημονική» εμπειρία πέραν της ψυχολογικής αδυναμίας να φανταστούν ένα περιορισμένο χώρο και μια πεπερασμένη σειρά αριθμών. Ούτε το ένα ούτε το άλλο έχει κάποια σχέση με την επιστήμη.

                                      ΤΕΛΟΣ

Δευτέρα 24 Αυγούστου 2020

Κβαντική φυσική και διαλεκτικός υλισμός (7)

Συνέχεια από Πέμπτη 20 Αυγούστου 2020
Ο επαναπροσανατολισμός της σοβιετικής κριτικής
Από το βιβλίο «Φιλοσοφία και θετικές επιστήμες στην Σοβιετική Ένωση», εκδόσεις Rowohlt, 1958
του Gustav AWetter
Μάζα και Ενέργεια
Δημιουργία ζεύγους
Οι «φυσικοί ιδεαλιστές», εκτός από το παρατηρούμενο έλλειμμα μάζας κατά τις διαδικασίες μετατροπών μέσα στον πυρήνα, ασχολούνται και με την μεταβολή ενός ζεύγους ηλεκτρονίου-ποζιτρονίου σε δυο γάμμα-φωτόνια. Μετά την ανακάλυψη του ποζιτρονίου (το θετικά φορτισμένο ηλεκτρόνιο, το αντί-ηλεκτρόνιο δηλαδή) το 1932, είχε γίνει σαφές, πως η σύγκρουση των δυο αυτών σωματιδίων (ηλεκτρ.-ποζιτρ.) καταλήγει με την εξαφάνιση τους και μετατροπή τους σε δυο γάμμα-φωτόνια. Ο Wislobokow  διαπιστώνει, πως ούτε και σε αυτήν την περίπτωση μπορούμε να μιλήσουμε για μεταβολή της μάζας σε ενέργεια, αφού και το φωτόνιο έχει μάζα. Κατά την μεταβολή αυτή, του ζεύγους σωματιδίων σε σε φωτόνια, διατηρούνται ποσοτικά τόσο η μάζα όσο και η ενέργεια, που διαμοιράζονται εξίσου στα δυο φωτόνια. Το ίδιο ισχύει και για την αντίστροφη διαδικασία, κατά την οποία ένα γάμμα-φωτόνιο το οποίο περνά σε μικρή απόσταση από ένα βαρύ πυρήνα, μετατρέπεται σε ζεύγος ηλεκτρονίου-ποζιτρονίου. Μια παρόμοια μετατροπή του ηλεκτρομαγνητικού πεδίου σε ύλη λαμβάνει σύμφωνα με τον Wislobokow  χώρα, κατά την επιτάχυνση ηλεκτρικά φορτισμένων σωματιδίων μέσα στο ηλεκτρομαγνητικό πεδίο (πχ., ενός ηλεκτρονίου μέσα στον επιταχυντή σωματιδίων, στο λεγόμενο σύγχροντρο): ένα τέτοιο σωματίδιο υφίσταται επιτάχυνση, και αναλόγως της αύξησης της κινητικής ενέργειας του, αυξάνεται και η «κινητική του μάζα». Και τα δυο όμως αυξάνονται με ταυτόχρονη μείωση των ανάλογων παραγόντων του ηλεκτρομαγνητικού πεδίου.
Παρουσιάσαμε την στάση της σοβιετικής φιλοσοφίας πάνω στο ερώτημα της μετατρεψιμότητας της ύλης σε ενέργεια βασιζόμενοι κυρίως στο έργο του Wislobokow. Η τοποθέτηση αυτή φαίνεται πως είναι κυρίαρχη στην Σοβιετική Ένωση. Προς στήριξη της άποψης αυτής, ο Wislobokow  αναφέρει μια σειρά ονομάτων, μεταξύ των οποίων βρίσκονται και μερικές αυθεντίες: όπως για παράδειγμα S.IWawilow, πρόεδρος της Σοβιετικής Ακαδημίας Επιστημών, που είχε πεθάνει το 1951. Από την άλλη κατηγορεί ορισμένους σοβιετικούς φυσικούς, ότι αποδέχονται την ταυτότητα μάζας και ενέργειας, την μετατρεψιμότητα της μάζας σε ενέργεια, την αντίληψη πως η ενέργεια είναι ουσία...τον φιλόσοφο A.AMaksimow  κατηγορεί πως προωθεί των «ενεργητισμό», αφού επεκτείνει την έννοια της ενέργειας πέρα από αυτήν της μάζας, όταν γράφει: «Η έννοια της ενέργειας δεν περιλαμβάνει μόνο την έννοια της κίνησης, αλλά και την έννοια της ύλης (η οποία βάσει της φυσικής ορίζεται ως μάζα, φορτίο,...)».
Το φιλοσοφικό συμπέρασμα
Το φιλοσοφικό συμπέρασμα στο οποίο φτάνει ο Wislobokow, που αφορά τις διαδικασίες στον πυρήνα και την μετατροπή του ζεύγους ηλεκτρονίου-ποζιτρονίου σε φωτόνια, είναι το εξής: σε όλες τις διαδικασίες δεν έχουμε «εξαφάνιση» της ύλης, αλλά μεταμόρφωση του «υλικού» σε «φως», τα στοιχειώδη σωματίδια των οποίων διαφέρουν ποιοτικά, και κατά την  μετάβαση του ενός στο άλλο συντελείται ένα «διαλεκτικό άλμα». Κατά την διαδικασία αυτή η μάζα και η ενέργεια του ενός μετατρέπεται σε μάζα και ενέργεια του άλλου. «Τα σημαντικότερα κατορθώματα της σύγχρονης φυσικής καταρρίπτουν για μια ακόμα φορά τις φαντασιώσεις των ιδεαλιστών περί ύπαρξης άυλης κίνησης και επιβεβαιώνουν αναμφισβήτητα την ορθότητα των θέσεων του διαλεκτικού υλισμού στο σύνολο του(!), και με τον τρόπο αυτό την πρόταση περί της άρρηκτης σχέσης κίνησης και ύλης.»
Αυτή η άρρηκτη σχέση μεταξύ ύλης και κίνησης είναι σύμφωνα με τους σοβιετικούς φιλοσόφους η ουσία της εξίσωσης του Einstein E=mc2. Η εξίσωση δεν σημαίνει την μετατρεψιμότητα της μάζας και ενέργειας. Ο Wislobokow απορρίπτει επίσης την έκφραση «αντιστοιχία» ύλης και ενέργειας. Αντίστοιχες είναι οι διάφορες μορφές ενέργειας, οι οποίες μπορούν να μετατραπούν η μια στην άλλη. Η χρήση της έκφρασης αυτής (αντιστοιχία) για τον χαρακτηρισμό της σχέσης μεταξύ μάζας και ενέργειας, θα οδηγούσε πολύ εύκολα στην ιδέα της αμοιβαίας μετατρεψιμότητας αυτών των δυο. Το νόημα του τύπου αυτού είναι το εξής : «κάθε υλικό αντικείμενο, το οποίο κατέχει μάζα αυτής ή εκείνης της φύσεως, κατέχει αναγκαστικά και το αντίστοιχο είδος ενέργειας. Για τον λόγο αυτό, οι σοβιετικοί φιλόσοφοι θεωρούν την φυσική αυτή αρχή ως απόδειξη της θέσης του διαλεκτικού υλισμού περί αυτοκίνησης, σύμφωνα με την οποία δεν υφίσταται κίνηση χωρίς ύλη. Για τον λόγο αυτό, κάθε κίνηση, ακόμα και της άψυχης φύσης πρέπει να θεωρηθεί αυτοκίνηση.
Αλλά και η τοποθέτηση του διαλεκτικού υλισμού περί αιωνιότητας του κόσμου βρίσκει την επιβεβαίωση της από την αντίληψη της φυσικής περί μάζας και ενέργειας. Ο νόμος διατήρησης της μάζας και ο νόμος διατήρησης της ενέργειας, που με την αρχή της αδράνειας της ενέργειας (E=mc2) ενώνονται σε ένα νόμο διατήρησης, θεωρήθηκαν ήδη από τον Engels ως απόδειξη της αιωνιότητας του κόσμου. Ο Engels έβλεπε στον νόμο διατήρησης της ενέργειας  την απόδειξη πως το σύμπαν δεν είναι δυνατόν να καταστραφεί ούτε να δημιουργηθεί, δηλαδή υπάρχει αιώνια. Για τον λόγο αυτό, ο Λένιν έβλεπε στον ίδιο νόμο «την εδραίωση των αρχών του υλισμού». Θα ασχοληθούμε με το ερώτημα αυτό στο κεφάλαιο περί κοσμολογίας και κοσμογονίας.
Και οι άλλες αντιλήψεις του διαλεκτικού υλισμού βρίσκουν την επιβεβαίωση τους στην σύγχρονη ατομική φυσική: το γεγονός της υλικής ενότητας του κόσμου επιδεικνύεται στην αμοιβαία μετατρεψιμότητα των στοιχειωδών σωματιδίων και χημικών στοιχείων. Ο Kedrow θεωρεί πως η άπειρη και αστείρευτη φύση των αμοιβαίων μεταβάσεων των στοιχειωδών σωματιδίων, η οποία προϋποθέτει την άπειρη και αστείρευτη φύση κάθε σωματιδίου, μεταξύ αυτών και του ηλεκτρονίου, επιβεβαιώνει την τοποθέτηση του Λένιν περί της «αστείρευτης φύσης του ηλεκτρονίου». Ο Kedrow  βλέπει την έκφραση αυτής της «αστείρευτης φύσης» ακόμα και στο νέφος ηλεκτρονίων (το γεγονός δηλαδή πως το ηλεκτρόνιο κατά την περιστροφή του γύρω από τον πυρήνα δεν περιγράφει πάντα την ίδια τροχιά) και στο σπιν.
Αν αφήσουμε κατά μέρος αυτές τις «επιβεβαιώσεις» του διαλεκτικού υλισμού, που δεν χρήζουν και μεγάλης συζήτησης (περί του αποφασιστικού ερωτήματος, εάν εκτός από την ύλη υπάρχουν και μη υλικές πραγματικότητες, δεν λένε απολύτως τίποτα), βλέπουμε πως ο κύριος σκοπός της σοβιετικής φιλοσοφίας στον τομέα της ατομικής φυσικής είναι η εύρεση της απόδειξης για την αυτοκίνηση της ύλης. Δεν έχουμε καμιά δυσκολία να αποδώσουμε ακόμα και στην άψυχη ύλη μια αυτοκίνηση, με την έννοια που το έκαναν οι σοβιετικοί φιλόσοφοι, να αποδεχθούμε δηλαδή πως κάθε κίνηση (κάθε συμβεβηκός) προϋποθέτει ένα ουσιαστικό υποκείμενο και πως από την άλλη το υλικό ουσιαστικό Είναι φέρει μέσα του εκείνες τις δυνάμεις, οι οποίες συντηρούν την διαδικασία του φυσικού γίγνεσθαι. Από φιλοσοφικής άποψης θεωρούμε σημαντικό να επισημάνουμε, πως ένα ερώτημα δεν έχει ακόμα τεθεί: αν η ύλη, με αυτές τις δυνάμεις που βρίσκονται μέσα της, υπάρχει εξ αιτίας του εαυτού της, δηλαδή αν έχει μέσα της τον λόγο της ύπαρξης της, ή εάν το Είναι της προέρχεται από μια πράξη δημιουργίας.
Οι σοβιετικοί φιλόσοφοι πιστεύουν όμως, πως από την αποδοχή της «αυτοκίνησης» της ύλης, με την έννοια του άρρηκτου δεσμού ύλης και κίνησης, προκύπτει αναγκαστικά και η αποδοχή του υλισμού. Ο Wislobokow γράφει στην εισαγωγή του έργου του: «Οι ιδεαλιστές θεωρούσαν και θεωρούν την κίνηση ως ανεξάρτητη της ύλης. Θεωρούν πως υπάρχουν μόνο αισθήσεις, αντιλήψεις και έννοιες, αποκομμένες από την ύλη, πως αυτά βρίσκονται σε κίνηση και δεν σταμάτησαν ποτέ την προσπάθεια να ανατρέψουν την αντίληψη περί υλικότητας της κίνησης. Έτσι για παράδειγμα, ένας εκπρόσωπος του μοντέρνου ιδεαλισμού, ο Ιησουίτης Gustav Wetter, στο βιβλίο του «Ο διαλεκτικός υλισμός. Η ιστορία του και το σύστημα του στην Σοβιετική Ένωση», ισχυρίζεται πως η θέση του διαλεκτικού υλισμού περί του άρρηκτου δεσμού ύλης και κίνησης, έχει απλώς ειπωθεί, αλλά δεν έχει αποδειχθεί. Και πως η θέση αυτή υποτίθεται δεν στέκει ούτε από φιλοσοφικής ούτε από επιστημονικής απόψεως». Η σκέψη η οποία βρίσκεται στην βάση αυτής της τοποθέτησης, αλλά και ολόκληρου του γραπτού του Wislobokow, είναι η εξής: η κίνηση δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς ουσιαστικό υπόστρωμα. Ένα τέτοιο υπόστρωμα μπορεί να είναι μόνο η μάζα, δηλαδή ύλη. Επομένως, κάθε κίνηση, κάθε γεγονός, είναι δεμένο με την ύλη. Επομένως δεν μπορεί να υπάρχει άλλη πραγματικότητα εκτός από την ύλη, και με τον τρόπο αυτό αποδεικνύεται ο φιλοσοφικός υλισμός.
Η απόδειξη αυτή όμως ισχύει μόνο τότε, όταν ξεκινά κανείς από την τοποθέτηση του υλισμού και χωρίς καμιά αντίδραση αποδέχεται πως μόνο τα υλικά πράγματα μπορούν να είναι το υπόστρωμα της κίνησης (με την πλατιά έννοια της μεταβολής). Είναι όμως αμφίβολο, εάν ένα γεγονός το οποίο ξεπερνά τις υλικές δυνάμεις (όπως θα δούμε στο κεφάλαιο περί ψυχολογίας, ο διαλεκτικός υλισμός αναγνωρίζει τον πνευματικό, δηλαδή διαφορετικό από τις φυσικοχημικές διαδικασίες, χαρακτήρα της δραστηριότητας του ανθρώπινου συνειδητού) μπορεί να έχει την ύλη ως υπόστρωμα. Αν δε θέλουμε να έρθουμε σε ασυμφωνία με την αρχή της αιτιότητας, πρέπει να απορρίψουμε την δυνατότητα αυτή.
Ο αγώνας εναντίον του «φιλοσοφικού ιδεαλισμού» τον οποίο διεξάγουν οι σοβιετικοί φιλόσοφοι, στρέφεται στην περίπτωση αυτή εναντίον μιας αντίληψης, η οποία είναι προβληματική και για την μη-υλιστική φιλοσοφία. Την αφορμή έδωσαν μερικοί φυσικοί, που από δεδομένα της φυσικής έβγαλαν πολύ αμφίβολα φιλοσοφικά συμπεράσματα. Αν πιστεύει κανείς, πως η μεταβολή της μάζας (ύλης) σε ενέργεια σημαίνει «εξαΰλωση», τότε έχουμε να κάνουμε με μια πολύ ανακριβή χρήση της γλώσσας. Η έκφραση «εξαΰλωση» βασίζεται στο γεγονός, πως στην χρήση της γλώσσας στον χώρο της φυσικής, τα σωματίδια που έχουν μάζα αδράνειας χαρακτηρίζονται ως «υλικά» σωματίδια. Από αυτό όμως δεν προκύπτει, πως από φιλοσοφικής άποψης, τα κβάντα φωτός δεν ανήκουν στον χώρο του υλικού. Και αν η ενέργεια χαρακτηρίζεται ως «θεϊκή θέληση στην πράξη», στην έκφραση αυτή βρίσκεται μια πολύ υλιστική έννοια του Θεού. Το πάθος λοιπόν, με το οποίο οι σοβιετικοί φιλόσοφοι αγωνίζονται εναντίον της ερμηνείας της εξίσωσης E=mc2, ως μετατροπής της ύλης σε ενέργεια, είναι εν μέρει αδικαιολόγητο. Η ερμηνεία αυτή πρέπει να απορριφθεί και από την μη-υλιστική φιλοσοφία.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ 

ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ
ΠΛΑΤΥΣΜΟΣ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ, Αρχιμανδρίτου Ζαχαρία Έσσεξ.
Κράτα τόν Νού σου στόν Άδη καί μήν απελπίζεσαι. Σελ 131.
«Ο Γέροντας πίστευε ότι ο λόγος πού δόθηκε στόν Άγιο Σιλουανό ήταν Λόγος τής πρόνοιας τού Θεού. Αποσκοπούσε στό νά αντισταθμίσει πνευματικά τόν κίνδυνο τής ολοκληρωτικής καταστροφής, πού εμπερικλείει η επιστημονική ανακάλυψη τού Αϊνστάϊν. Τά δύο αυτά γεγονότα συμπίπτουν σχεδόν χρονικά. Μέ άλλα λόγια η πρόνοια τού Θεού έδωσε στόν Αϊνστάϊν τόν τύπο η ύλη-μάζα μπορεί νά μεταμορφωθεί σέ ενέργεια αλλά είναι αυτονόητο ότι υπάρχει ο κίνδυνος ολοτελούς καταστροφής τού σύμπαντος. Ταυτόχρονα ο Θεός έδωσε στόν Σιλουανό αυτό τόν Λόγο πού αντισταθμίζει αυτόν τόν κίνδυνο καί φόβο. Δηλαδή ένας άνθρωπος πού είναι έτοιμος νά τοποθετηθεί στήν οδό τού Κυρίου, η οποία κατευθύνεται πρός τά κάτω, δέν μπορεί νά επηρεασθεί ούτε κάν από ένα τέτοιο μοιραίο γεγονός.»
Αμέθυστος

Πέμπτη 20 Αυγούστου 2020

Κβαντική φυσική και διαλεκτικός υλισμός (6)

Συνέχεια από: Τρίτη 18 Αυγούστου 2020
Ο επαναπροσανατολισμός της σοβιετικής κριτικής
Από το βιβλίο «Φιλοσοφία και θετικές επιστήμες στην Σοβιετική Ένωση», εκδόσεις Rowohlt, 1958
του Gustav AWetter
 
Μάζα και ενέργεια
Η τοποθέτηση τού «φυσικού ιδεαλισμού»

Στο προηγούμενο κεφάλαιο είδαμε ότι ο Einstein είχε καταλήξει στην διατύπωση τής αρχής τής «αδράνειας τής ενέργειας», βασιζόμενος στην ειδική θεωρία τής σχετικότητας και σε μια προηγούμενη ανακάλυψη(την οποία έκανε ο Ρώσος φυσικός PNLebedev), ότι τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα ασκούν πίεση. Βάσει αυτής της αρχής σε κάθε ενέργεια αντιστοιχεί μια αδρανειακή μάζα, που εκφράζεται από τον τύπο: E=mc2. Αυτός ο νόμος έχει γίνει το θεμέλιο ολόκληρης τής ατομικής φυσικής, και βρίσκει την πρακτική εφαρμογή του στην εκμετάλλευση τής ατομικής ενέργειας. Επειδή κατά τις μεταβολές που υφίστανται οι πυρήνες, λαμβάνει χώρα ένα φαινόμενο που το ονομάζουν «έλλειμμα μάζας», μιλούν συχνά (με ένα παραπλανητικό τρόπο) περί μετατροπής της μάζας σε ενέργεια, ή και περί μετατροπής της ύλης σε ενέργεια. Από αυτή την τοποθέτηση, βγαίνει το συμπέρασμα, μερικές φορές φιλοσοφικά βεβιασμένο, πως η ύλη διαλύεται και μετατρέπεται σε τίποτα, και με τον τρόπο αυτό υπερβαίνεται ο υλισμός.
Δεν είναι λοιπόν περίεργο που οι σοβιετικοί φιλόσοφοι αφιερώνουν μεγάλο κόπο στον αγώνα εναντίον αυτής της νέας μορφής «ενεργετισμού» και «φυσικού ιδεαλισμού». Έχουν προ πάντων υπόψιν τους τις θέσεις των DJeans και AEddington, που θεωρούσαν την ακτινοβολία τής ενέργειας από τον ήλιο και τα άστρα ως «εξαφάνιση τής ύλης». Παραπέμπουμε σε εκφράσεις ορισμένων φυσικών, όπως για παράδειγμα του KDarrow, που θεωρούσε την διάσπαση του ουρανίου «μετατροπή της ύλης ... σε κάτι που δεν είναι ύλη», ή των CChase και LBarnett, που θεωρούν την μάζα και την ύλη ως μια «μορφή ενέργειας», και εξηγούν την δράση της ατομικής βόμβας από την μετατροπή της ύλης σε ενέργεια.  Ως κύριοι μάρτυρες αυτών των «ιδεαλιστικών» συμπερασμάτων, που προκύπτουν από τις παραπάνω θέσεις, είναι για παράδειγμα ο Αμερικανός «περσοναλιστής»  EBrightman, ο οποίος θεωρεί ως φορέα της ενέργειας τον «θεό» ή την «ανώτερη προσωπικότητα», και στην ενέργεια βλέπει την «θεϊκή βούληση εν δράσει», και ο PJordan, που στο βιβλίο του «Η φυσική του 20ου αιώνα», δηλώνει πως η νέα φυσική καταστρέφει τις επιστημονικές βάσεις του υλισμού.
Για τον λόγο αυτό, οι Σοβιετικοί φυσικοί κάνουν μεγάλες προσπάθειες στον τομέα της ατομικής φυσικής, να ερμηνεύσουν με το πνεύμα του διαλεκτικού υλισμού ακριβώς εκείνα τα δεδομένα, από τα οποία συμπεραίνεται η υποτιθέμενη μετατροπή της μάζας σε ενέργεια. Ένα από αυτά τα φαινόμενα είναι το «έλλειμμα μάζας», το οποίο παρατηρείται τόσο κατά τον σχηματισμό βαρέων πυρήνων από πρωτόνια και νετρόνια, όσο και κατά την διάσπαση βαρέων πυρήνων σε ελαφρότερους, και κατά την μετατροπή τού ζεύγους ηλεκτρόνιο-ποζιτρόνιο (το θετικά φορτισμένο αντίστοιχο του ηλεκτρονίου, το «αντί-ηλεκτρόνιο») σε κβάντα ενέργειας (γάμμα φωτόνια).
Για να καταλάβουμε τα επόμενα πρέπει να αναφέρουμε, πως για την σοβιετική φιλοσοφία η ύλη εμφανίζεται σε δυο μορφές: ως «υλικό»(κατασκευής) και ως «φως» με την ευρύτερη έννοια, δηλαδή ως ηλεκτρομαγνητικό πεδίο. Το «υλικό» έχει για στοιχειώδη σωματίδια τα ηλεκτρόνια, τα πρωτόνια, τα νετρόνια... Το ηλεκτρομαγνητικό πεδίο έχει για στοιχειώδη σωματίδια τα φωτόνια, που αναλόγως του μήκους κύματος της ακτινοβολίας στην οποία ανήκουν, διαφέρουν «ποιοτικά», σύμφωνα με τους σοβιετικούς φιλοσόφους (τα κύματα του ασυρμάτου έχουν το μεγαλύτερο μήκος κύματος. Ακολουθούν τα θερμικά κύματα, τα φωτεινά κύματα, οι ακτίνες Röntgen, και ακτίνες γάμμα, που έχουν το πιο μικρό μήκος κύματος). Και τα δυο είδη ύλης έχουν μάζα και ενέργεια. Την κύρια διαφορά τους εντοπίζει ο Wislobokow στο ότι τα στοιχειώδη σωματίδια του «υλικού» έχουν τόσο μια αδρανειακή όσο και μια μάζα κίνησης, ενώ τα φωτόνια δεν έχουν αδρανειακή μάζα. Για τον λόγο αυτό, τα στοιχειώδη σωματίδια του υλικού μπορούν να έχουν διάφορες ταχύτητες, αλλά σε καμιά περίπτωση την ταχύτητα του φωτός, ενώ τα φωτόνια, έχουν μόνο την ταχύτητα του φωτός, ανεξαρτήτως μήκους κύματος. Επίσης τα φωτόνια είναι πάντα ηλεκτρικά ουδέτερα, ενώ τα στοιχειώδη σωματίδια του  υλικού μπορεί να είναι ηλεκτρικά θετικά ή αρνητικά φορτισμένα, ή ουδέτερα.
Οι σοβιετικοί φιλόσοφοι αντιτείνουν στον «ενεργετισμό» και τον «φυσικό ιδεαλισμό», πως στην βάση τής «εξαφάνισης της μάζας λόγω μετατροπής στην ακτινοβολία» και του «ελλείμματος μάζας», βρίσκεται η μετατροπή του «υλικού» σε «ηλεκτρομαγνητικό πεδίο», και όχι η μετατροπή της μάζας σε ενέργεια. Το σύνολο τής μάζας και ενέργειας είναι σταθερό, και σε καμιά περίπτωση δεν δημιουργείται ενέργεια εις βάρος της μάζας.


«Τό έλλειμμα μάζας»


Αυτό που κατά τις αντιδράσεις των πυρήνων γίνεται αντιληπτό ως «έλλειμμα μάζας», δεν οφείλεται μόνο σε κάποια έλλειψη μάζας, αλλά σύμφωνα με τον Wislobokow, συνοδεύεται και από απώλεια ενέργειας εντός του ατόμου. Η ενέργεια του ατόμου αποτελείται από δυο μέρη: την ενέργεια του επιπέδου των ηλεκτρονίων και την ενέργεια του πυρήνα, η οποία είναι και το κύριο μέρος της ενέργειας. Είναι η ενέργεια των δυνάμεων, με τις οποίες συγκρατούνται τα σωματίδια του πυρήνα-πρωτόνια και νετρόνια-και για τον λόγο αυτό η ενέργεια αυτή ονομάζεται ενέργεια δεσμών. Αν διαιρέσει κανείς την ενέργεια δεσμών με τον αριθμό των πρωτονίων και νετρονίων, θα βρει πως την μεγαλύτερη ενέργεια δεσμών ανά σωματίδιο έχουν τα στοιχεία που βρίσκονται στο μεσαίο τμήμα του περιοδικού πίνακα του Mendelejew. Η ενέργεια αυτή είναι πιο μικρή στα ελαφρά στοιχεία, και ακόμα μικρότερη στα βαρέα στοιχεία. Από εδώ προκύπτει πως η ενέργεια μπορεί να ελευθερωθεί με δυο τρόπους: α) μέσω διάσπασης βαρέων ατόμων, και β) μέσω σύνδεσης ελαφρών ατόμων για να σχηματίσουν βαρέα άτομα. Με εξαίρεση τα άτομα στο μέσο του περιοδικού πίνακα, όλα τα υπόλοιπα μπορούν θεωρητικά να χρησιμοποιηθούν ως «καύσιμο» πυρηνικών αντιδράσεων.
Το γεγονός ότι το έλλειμμα μάζας κατά την αντίδραση της διάσπασης, δεν σημαίνει και την μετατροπή σε ενέργεια, της μάζας που έφυγε, το εξηγεί ο Wislobokow με το παράδειγμα της αντίδρασης που προκύπτει μετά τον βομβαρδισμό ενός ατόμου λιθίου με ένα πρωτόνιο. Το αποτέλεσμα του βομβαρδισμού είναι ο σχηματισμός δυο α-σωματιδίων(πυρήνας ηλίου), τα οποία πετούν με μεγάλη ταχύτητα σε διαφορετικές κατευθύνσεις. Αυτό εκφράζεται με τον εξής τύπο: Li73+H11→2He42. Η ενέργεια δεσμών στον πυρήνα του λιθίου είναι 39 μέγα-ηλεκτρονιοβόλτ(MeV), εκείνη στο κάθε σωματίδιο α είναι 28MeV, τα δυο μαζί 56MeV. Αυτό σημαίνει πως η εσωτερική ενέργεια των δυο σωματιδίων α είναι κατά 17MeV μικρότερη σε σχέση με την εσωτερική ενέργεια του λιθίου.( Το ότι αυτή η τιμή των 17MeV θεωρείται μείωση της εσωτερικής ενέργειας και όχι  αύξηση, μπορούμε να το εξηγήσουμε ως εξής: η ενέργεια δεσμών στην οποία αναφερόμαστε, είναι εκείνη η ενέργεια την οποία πρέπει να προσθέσει κανείς για να διαχωρίσει τον πυρήνα στα συστατικά του ή η ενέργεια που απελευθερώνεται, όταν τα πυρηνικά σωματίδια ενώνονται υπό την επίδραση εξωτερικών δυνάμεων. Όπως για παράδειγμα απελευθερώνεται ενέργεια όταν μια πέτρα πέσει από μεγάλο ύψος υπό την επίδραση της βαρύτητας, και κινείται προς το κέντρο της γης. Όσο μεγαλύτερη η ενέργεια δεσμών, τόσο πιο στενά συνδεδεμένα τα σωματίδια μεταξύ τους. Όταν λέμε πως η ενέργεια δεσμών του α-σωματιδίου είναι μεγαλύτερη από αυτήν του πυρήνα του ηλίου, αυτό σημαίνει πως τα πρωτόνια και νετρόνια στο σωματίδιο-α είναι πιο στενά συνδεδεμένα από ότι είναι στον πυρήνα του ηλίου. Αυτό έχει ως συνέπεια το εξής: χρειάζεται λιγότερη ενέργεια για να διαχωριστούν τα συστατικά του πυρήνα του ηλίου, απ’ όση ενέργεια κερδίζεται όταν τα συστατικά αυτά μαζί με το εισερχόμενο πρωτόνιο συνδυάζονται ώστε να δημιουργήσουν δυο σωματίδια α.) Αυτή είναι όμως η τιμή της κινητικής ενέργειας των α-σωματιδίων. Σε αυτή την απώλεια ενέργειας αντιστοιχεί το έλλειμμα μάζας, όπως ακριβώς προκύπτει από τον τύπο: Ε=mc2. Το σύνολο των μαζών πριν την αντίδραση ήταν 8,026294 μονάδες μάζας, μετά την αντίδραση 8,007720. Το έλλειμμα μάζας είναι λοιπόν 0,018574 μονάδες μάζας. Αυτή η μάζα που έφυγε δεν έχει μετατραπεί σέ κινητική ενέργεια, όπως ισχυρίζονται οι «φυσικοί ιδεαλιστές», αλλά από «αδρανειακή μάζα» έχει γίνει «κινούμενη μάζα». Παριστάνει δηλαδή την μάζα τής κινητικής ενέργειας που προσέλαβαν τα σωματίδια-α λόγω τής μεγάλης τους ταχύτητας(1/20 της ταχύτητας του φωτός).
Κάτι παρόμοιο ισχύει και για άλλες διαδικασίες διάσπασης. Συχνά όμως εκπέμπεται και ακτινοβολία γ, όπως στην περίπτωση διάσπασης του ουρανίου που χρησιμοποιείται στην ατομική βόμβα. Σε τέτοιου διασπάσεις έχουμε τις εξής μετατροπές μάζας και ενέργειας: το μεγάλο μέρος της μάζας του αρχικού πυρήνα διατηρείται ως αδρανειακή μάζα των «προϊόντων διάσπασης» και των σωματιδίων(νετρόνια) που εκπέμπονται, ένα μικρό μέρος μετατρέπεται σε «μάζα κίνησης» των «προϊόντων διάσπασης» και των νετρονίων, και ένα άλλο μέρος εμφανίζεται ως μάζα των φωτονίων  της ακτινοβολίας γ, που είναι ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία. Αναλόγως διανέμεται και η ενέργεια του διασπαζόμενου πυρήνα: το μεγάλο μέρος της πηγαίνει στην εσωτερική ενέργεια των νέων ατόμων, ένα μικρό μέρος γίνεται κινητική ενέργεια και το υπόλοιπο ηλεκτρομαγνητική ενέργεια.
Κατά την αντίστροφη διαδικασία της σύνδεσης ελαφρότερων πυρήνων ώστε να σχηματιστούν βαρύτεροι, εμφανίζεται επίσης το έλλειμμα μάζας, φαινόμενο το οποίο ερμηνεύουν ως μετατροπή μάζας σε ενέργεια. Σε φυσικές συνθήκες πάνω στην γη, δεν λαμβάνουν χώρα τέτοιες διαδικασίες. Στον ήλιο όμως και στους απλανείς αστέρες παίζουν μεγάλο ρόλο. Κατά την εξέλιξη των απλανών αστέρων παρατηρείται απώλεια μάζας. Αυτή η χαμένη μάζα εμφανίζεται ως μάζα της εκπεμπόμενης ενέργειας με την μορφή φωτός και θερμότητας.
Το ότι και σε αυτή την διαδικασία δεν έχουμε μετατροπή της μάζας σε ενέργεια, το δείχνει ο Wislobokow με την λεγόμενη διαδικασία του Bethe, η οποία λαμβάνει χώρα στον ήλιο μας. Σύμφωνα με την διαδικασία αυτή, δια μέσου μιας σειράς  αντιδράσεων σχηματίζεται από 4 πρωτόνια ο πυρήνας του ηλίου. Το ελαφρύτερο στοιχείο υδρογόνο μετατρέπεται σε ένα βαρύτερο στοιχείο, το ήλιο. Η μάζα 4 απομονωμένων πρωτονίων θα είχε μάζα 4,03416 μονάδες μάζας, ενώ η πραγματική μάζα του πυρήνα του ηλίου  είναι 4,00384 μονάδες μάζας. Έχουμε δηλαδή  απώλεια 0,03032. Να σημειώσουμε πως κατά τον κύκλο του Bethe, σε μερικά ενδιάμεσα στάδια εκπέμπονται ακτίνες γ, που έχουν μεγάλη μάζα και ενέργεια. Σύμφωνα λοιπόν με τον Wislobokow, λαμβάνει χώρα μια μερική μετατροπή του «υλικού» σε ηλεκτρομαγνητικό πεδίο. Το παραπάνω έλλειμμα μάζας εξηγείται ως εξής: ένα μέρος της μάζας του «υλικού», που είναι ποσοτικά ίση με το έλλειμμα μάζας έχει μετατραπεί σε φωτόνια και μέσω αυτών έχει απομακρυνθεί.

 Συνεχίζεται
Αμέθυστος