Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Eric Voegelin. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Eric Voegelin. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 7 Σεπτεμβρίου 2025

ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΙ: Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΤΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΣ

Επειδή ο όρος «αριστερά» έχει ταυτιστεί με τις ιδεολογίες κομμουνιστικής-σοσιαλιστικής προέλευσης, δημοσιεύουμε αυτό το άρθρο που έχει ως στόχο να ξεκαθαρίσει, μια για πάντα, την πραγματική σημασία αυτού του όρου.

 Γράφει ο Θεόδωρος Λάσκαρης

Hieronymus Bosch, o Ταχυδακτυλουργός
Ίσως, το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό του σύγχρονου κόσμου, είναι η ''διαδεδομένη κατάσταση Σύγχυσης'': σύγχυση στις ιδέες, στους όρους, στους σκοπούς, στις έννοιες κλπ. Έτσι λοιπόν, το γεγονός ότι η φιλελεύθερη ιδεολογία εντάχθηκε στην Δεξιά πολιτική φιλοσοφία, είναι αποτέλεσμα ακριβώς αυτής της σύγχυσης.

Είναι γνωστό ότι, κατά την διάρκεια της σύγκλησης της Γαλλικής Εθνοσυνέλευσης το 1789, οι φιλελεύθεροι αστοί δεν κάθισαν στα Δεξιά του Προέδρου, αλλά στα Αριστερά. Η γενικότερη στάση τους, φιλοσοφική, θρησκευτική, πολιτική, οικονομική, ήταν εντελώς εχθρική έναντι της Παραδόσεως. Πως λοιπόν φθάσαμε να αποκαλούμε Δεξιούς τους φιλελεύθερους, και οι ίδιοι οι φιλελεύθεροι να αντιμετωπίζουν εχθρικά την αριστερά, στην οποία φιλοσοφικά ανήκουν; Ωραίο μπέρδεμα, θα αναφωνήσετε! Ας το ξεδιαλύνουμε λοιπόν:

Για τον Άγγλο πατέρα του κλασικού φιλελευθερισμού, τον John Locke, ο Γερμανός καθηγητής της πολιτικής φιλοσοφίας, Eric Voegelin, γράφει: «Eάν λάβουμε υπ’ όψιν αυτή την αποκρουστική διαστροφή των ανθρώπινων ιδεών· εάν περαιτέρω θυμηθούμε κάποιες άλλες λεπτομέρειες, όπως το Θεό ως ιδιοκτήτη· τα βέβηλα σχόλια επί του Δείπνου του Κυρίου, (…) την άρνηση να εισαχθούν οιεσδήποτε θετικές-ηθικές αρχές στη δημόσια σφαίρα για τη συγκράτηση του πάθους, και αν λάβουμε υπ’ όψιν την ασυνείδητη άγνοια της σοβαρότητας της ερμηνείας του, καταλήγουμε στο συμπέρασμα- στο οποίο ο προσεκτικός αναγνώστης έχει ήδη φθάσει- πως ο Locke έπασχε από μια σοβαρή πνευματική διαταραχή. Λέω εσκεμμένα πνευματική (spiritual) και όχι διανοητική (mental)· ο Locke δεν ήταν μία κλινική περίπτωση και η ασθένεια του δεν συγκαταλέγεται στις κατηγορίες της ψυχοπαθολογίας. Η δική του περίπτωση είναι μία περίπτωση πνευματικής ασθένειας με την έννοια της ‘πλατωνικής νόσου’· ανήκει δηλαδή στην πνευματοπαθολογία του 17ου αιώνα(…) Στον Locke, η ζοφερή παράνοια της απληστίας φθάνει στο αμόκ. »

Ο Eric Voegelin με αυτές τις φράσεις, σκιαγράφησε τον βαθύτερο μεταφυσικό-φιλοσοφικό πυρήνα της φιλελεύθερης σκέψης.

Eric Voegelin
Τώρα όμως ας έλθουμε στο πεδίο των πολιτικών εξελίξεων: Μετά την επανάσταση του Oliver Cromwell στην Αγγλία και μετά την επανάσταση του 1789 στην Γαλλία, εμφανίστηκε ένα πολιτικό ρεύμα το οποίο προσπάθησε να συνδυάσει τις παλαιές παραδοσιακές αρχές με την ''φυσική ισότητα'' και την ''ελεύθερη οικονομία''. Έτσι διαμορφώθηκε η ιδεολογία που ονομάστηκε ''συντηρητικός φιλελευθερισμός''. Η διαμόρφωση αυτού του ρεύματος δεν έγινε επειδή οι θεμελιωτές του ήταν ενάντιοι στο πνεύμα των προαναφερθέντων επαναστάσεων. Ακριβώς το αντίθετο : ο σκοπός τους είναι να διασώσουν αυτό πνεύμα, διότι έβλεπαν ότι οι πιο ακραίες και ριζοσπαστικές πολιτικές μορφές που είχαν αναδυθεί μέσα από αυτές τις επαναστάσεις, έθεταν σε κίνδυνο τόσο την ''κρατική τάξη'' όσο και την αστική οικονομία. Προσπάθησαν ,δηλαδή, να θέσουν ένα φρένο στην ανατροπή.(πχ. ήθελαν το δικαίωμα ψήφου να είναι περιορισμένο) Γι’ αυτό τον λόγο, οι ιστορικοί ενέταξαν τον ''συντηρητικό φιλελευθερισμό'' στην Δεξιά πολιτική φιλοσοφία.(κάτι που φυσικά δεν ισχύει. Όπως είχε γράψει ο Jaime Balmes: «το συντηρητικό κόμμα είναι o συντηρητής της επανάστασης»). Με το πέρασμα του χρόνου, ο συντηρητικός φιλελευθερισμός, έχασε τον όρο(και την ουσία) ''συντηρητικός'' και έγινε απλά φιλελευθερισμός.
Εάν το πρώτο χαρακτηριστικό της σύγχρονης εποχής, είναι, όπως αναφέραμε, η διαδεδομένη σύγχυση, το δεύτερο πιο σημαντικό χαρακτηριστικό, είναι ο οικονομισμός: δηλαδή, η αξιολόγηση του κοινωνικού ''όλου'' μέσα από την οικονομική οπτική. Δεν έχει ιδιαίτερη σημασία εάν θα πρόκειται για μία οικονομική οπτική που συμφέρει τους λίγους ή τους πολλούς. Αυτό που μετράει είναι ο πυρήνας της αξιολόγησης του κοινωνικού ''είναι''. Και αυτός είναι οικονομικός.(ενώ, για παράδειγμα, στην προ-μοντέρνα εποχή ο πυρήνας αυτός αποτελείτο από την καταγωγή(το αίμα), το πνεύμα, την θρησκεία).
Θέτοντας λοιπόν στο προσκήνιο την οικονομία, όλες οι υπόλοιπες κοινωνικές και ανθρωπολογικές παράμετροι (ήθος, θρησκευτικότητα, Ιεραρχία, Παραδόσεις κλπ)ξεχάστηκαν ή σκεπάστηκαν, με αποτέλεσμα όλες οι πολιτικές και ιδεολογικές διαφοροποιήσεις, να έχουν στο επίκεντρο τους μόνον την οικονομία. Μετά την εδραίωση του Μαρξισμού, ο αστός, θέλοντας να διαφοροποιηθεί από τον αριστερό-μαρξιστή που επιδίωκε την οικονομική ισότητα , έπρεπε να επικαλεστεί έναν όρο που εμπεριέχει την έννοια της ''Παράδοσης'', του ''Ορθόδοξου'', του ''Ορθού'', δηλαδή τον όρο ''Δεξιά'', ώστε να μπορέσει να αντισταθεί στις δυνάμεις της ολικής ανατροπής, δηλαδή την κομμουνιστική αριστερά. Δεν μπορούσε βέβαια (ο αστός) να δηλώσει αριστερός και ταυτόχρονα να κηρύξει τον πόλεμο στην….αριστερά.

Με αυτό τον τρόπο λοιπόν, απεκρύβη η πραγματική σύγκρουση, που στην ουσία, θα μπορούσε να ορισθεί ως: η καπιταλιστική (φιλελεύθερη) αριστερά -ενάντια -στην κομμουνιστική αριστερά (ουσιαστικά, ένας εμφύλιος πόλεμος).
Ας δώσουμε λοιπόν, μια για πάντα, τον μόνον και αληθινό ιδεολογικό ορισμό των φιλελευθέρων: είναι η αριστερά του χρήματος, και κατά συνέπεια, ο αστός δεν είναι Δεξιός.
Τώρα, θα πρέπει να σκιαγραφηθεί η απάντηση σε ένα πολύ βαθύ ζήτημα: Πως μέσα από την αριστερή φιλοσοφία, προέκυψαν δύο αντίθετες οικονομικές θέσεις;
Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα δεν μπορεί να δοθεί, εάν δεν κατανοήσουμε την δισυπόστατη φύση της αριστερής φιλοσοφίας:
Α) ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΣΜΟΣ. Δεν υπάρχει Αντικειμενική αλήθεια, τα πάντα καθορίζονται από τον άνθρωπο, από τις όποιες ανάγκες του, από την θέληση των πολλών ή και των λίγων. Ο υποκειμενισμός, στο θρησκευτικό πεδίο, γέννησε τον προτεσταντισμό, μέσα από τον οποίο αναδύθηκε το πνεύμα του καπιταλισμού. Ιδού λοιπόν πως δημιουργήθηκε η πρώτη οικονομική θέση της αριστεράς, ο οικονομικός φιλελευθερισμός (καπιταλισμός).
Β) ΕΞΙΣΩΤΙΣΜΟΣ. Μία άλλη πλευρά της γνωστικής νοοτροπίας, από την οποία εξάλλου απορρέει η υποκειμενική αντίληψη, ήταν η άσβεστη επιθυμία για την εξάλειψη κάθε διαφοράς μεταξύ των ανθρώπων, η επιβολή της ισότητας, ως τρόπος ομογενοποίησης της κάθε ανθρώπινης μονάδας σε ένα αδιαφοροποίητο ''όλο''. Από αυτή την τάση εξισωτισμού, δημιουργήθηκε η δεύτερη οικονομική θέση της αριστεράς, δηλαδή ο κομμουνισμός.
Συνοψίζοντας μυθιστορηματικά: εάν ο σύνδεσμος Βιομηχάνων ''ξεχνούσε'' τα χρήματά του και το ΚΚΕ ''ξεχνούσε'' την ισότητα, τότε όχι απλώς θα συνεννοούνταν μεταξύ τους θαυμάσια, αλλά θα είχαν γίνει οικογενειακοί φίλοι.
Στην σύγχρονη εποχή, ο κόσμος, έτσι ή αλλιώς, περιστρέφεται αριστερά.

ΥΣ. Πρέπει να τονιστεί, ότι οι όροι Δεξιά και Αριστερά, είναι παιδιά του κοινοβουλευτισμού. Πριν από αυτόν δεν υπήρχαν. Αυτό που υπήρχε ήταν μεν Δεξιά (ως αρχέτυπο) αλλά δεν αποκαλούσε έτσι τον εαυτό του. Αναγκάστηκε να ονοματίσει τον εαυτό του , όταν η αίρεση (η αριστερά) ονομάτισε τον εαυτό της και πήρε την θέση της «εις τα αριστερά του Όντος» Από την άλλη πλευρά, μία ''Δεξιά'' εντός κοινοβουλίου, δεν είναι πια Δεξιά, διότι η νομιμοποίηση του κοινοβουλίου, είναι η νομιμοποίηση του υποκειμενισμού.

Πέμπτη 3 Ιουλίου 2025

Η Γνώση μπαίνει στην Εκκλησία με τον Χάιντεγκερ και τον Rahner

 

του Φραντσέσκο Λαμεντόλα

Τι άλλο είναι η γνώση,
 -όχι αυτό ή εκείνο το γνωστικό σύστημα, αλλά η αιώνια γνώση-, αν όχι η ανθρώπινη προσπάθεια να κατακτήσει μια απόλυτη αλήθεια με έναν μυστικό, μυητικό τρόπο, με τρόπο που δεν επιτρέπεται στους κοινούς θνητούς, αλλά μόνο σε εξαιρετικά άτομα, μόνο και μόνο για να ανακαλύψουμε στη συνέχεια ότι, τελικά, ο Θεός δεν είναι αυτός που είναι, αλλά Αυτός που γίνεται, επειδή είμαστε μέρος του, και καθώς το συνειδητοποιούμε σταδιακά, ανάβουμε, ας πούμε, τη θεϊκή μας φύση και σηκωνόμαστε στα πιο υπέροχα μυστήρια της ύπαρξης;

Και ο μηδενισμός, από την άλλη, τι είναι αν όχι η ριζική άρνηση οποιουδήποτε λόγου, οποιουδήποτε τέλους, οποιουδήποτε σκοπού ή νοήματος της εκδηλωμένης πραγματικότητας; Με άλλα λόγια: η άρνηση να αναζητήσει κανείς στον Λόγο, και στη ζωή μας, έναν επαρκή λόγο ύπαρξης και να στεφανώσει την ύπαρξη του με νόημα; Δεν είναι ίσως η ιδέα ότι τα πάντα προέρχονται από το τίποτα, τυχαία, και ότι τυχαία ολισθαίνουν πίσω στο τίποτα, χωρίς να αφήνουν κανένα ίχνος πίσω τους, όπως η άμμος στην ακρογιαλιά αφού την έχει σκεπάσει η υψηλή παλίρροια, σβήνοντας τα ονόματα που γράφτηκαν με το δάχτυλο πάνω της, σαν να μην είχαν πάει ποτέ εκεί, σαν να μην υπήρχαν ποτέ;

Φαίνεται, επομένως, ότι η γνώση και ο μηδενισμός βρίσκονται στον αντίποδα η μιά του άλλου. Ότι τίποτα δεν μπορούσαμε να φανταστούμε πιο μακρινό, πιο ξένο, πιο ανθεκτικό σε φιλοσοφικό επίπεδο. Κι όμως δεν είναι έτσι, αφού και το ένα και το άλλο είναι οι αιώνιοι πειρασμοί της ανθρώπινης σκέψης όταν χάνει την αίσθηση της αναλογίας και το δικό της οντολογικό όριο και αποτελούν, ας πούμε, τα δύο άκρα μιας ανάκαμψης που περνά συνεχώς, από εποχή σε εποχή, από μια υπερβολή της αυτοπεποίθησης σε μια εξίσου αδικαιολόγητη υπερβολή αυτοκαταστροφής και απαισιοδοξίας. Αυτό, τουλάχιστον, σύμφωνα με τα φαινόμενα.

Είναι όμως όντως έτσι; Η Γνώση εκφράζει τη σταθερή ανθρώπινη θέληση να γνωρίσει, να ξεπεράσει τα όρια, να υπερβεί τους εσωτερικούς Στύλους του Ηρακλή και να αρπάξει τη φωτιά των θεών, όπως ο Προμηθέας: είναι ο άνθρωπος που θέλει να γνωρίσει, να γνωρίσει τα πάντα, χωρίς υπολείμματα. Ακόμα και αυτό που δεν φαίνεται, ακόμα και αυτό που κρύβεται από το κοινό βλέμμα των θνητών. Θέλει να μάθει για να αντλήσει τη σωτηρία που έρχεται από τη γνώση. Με άλλα λόγια, μέσω της μυστικής γνώσης, που είναι ακριβώς η γνώση, ο άνθρωπος φιλοδοξεί να αυτοφωτιστεί και να λυτρωθεί: δεν περιμένει τη σωτηρία από κανέναν άλλο εκτός από τον εαυτό του. Πιστεύει ότι είναι ικανός να στοχεύει τόσο ψηλά, γιατί είναι πεπεισμένος ότι έχει όλα τα απαραίτητα εργαλεία μέσα του, μόνο που ξέρει να τα χρησιμοποιεί κατάλληλα. Υπάρχει επομένως μια μυστικιστική, ή τουλάχιστον πνευματική, έμπνευση στην ένταση του προς την αληθινή γνώση: περισσότερο από μια προσπάθεια διανοητικής και κερδοσκοπικής φύσης, είναι μια γενική ώθηση για πρόσβαση στην ολότητα του είναι, με έμμεσο και άμεσο τρόπο.

Από την άλλη πλευρά, είναι ένας μυστικισμός, αν μπορούμε να το πούμε, που είναι ριζικά ενυπάρχον: δεν είναι το ζήτημα, για την ψυχή, να ανοίξει το δρόμο της προς το Είναι, το οποίο κατοικεί στις ανώτερες διαστάσεις, αλλά να γίνει θεϊκή η ίδια, χάρη ακριβώς στην ακριβή γνώση της μυητικής οδού και την ευλαβική τήρησή της. Υπάρχουν διάφορες αποκρυφιστικές αναμνήσεις εδώ, από το Θιβετιανό Βιβλίο των Νεκρών μέχρι τους αιγυπτιακούς πάπυρους της απαγορευμένης επιστήμης. Υπάρχει η πεποίθηση ότι η ψυχή, εκπαιδευμένη στη ζωή σχετικά με το τι πρέπει να κάνει αφού περάσει το κατώφλι του θανάτου, μπορεί να διατηρήσει τις ικανότητες λήψης αποφάσεων και να κατευθυνθεί ελεύθερα προς μια κατεύθυνση αντί για άλλη, ασκώντας ακόμη και μεταθανάτια μια αληθινή και σωστή κυριαρχία πάνω στο πεπρωμένο της. Από την άλλη πλευρά, η σύλληψη της διαδικασίας σωτηρίας της ψυχής ως συνειδητής και ενδόμυχης λειτουργίας, αποκλείει από μόνη της την ύπαρξη ενός υπερβατικού, στοργικού και προνοητικού Θεού, δημιουργού και συντηρητή των πάντων. Υπό αυτή την έννοια, μπορεί κανείς να μιλήσει για μηδενισμό ή τουλάχιστον για αθεϊστικό μυστικισμό: η μυστικιστική κατάνυξη δεν στρέφεται στην πραγματικότητα προς ένα ον που στέκεται πάνω από τη φύση, αλλά προς τη φυσική διάσταση, και πιο συγκεκριμένα προς κάποια μυστική γνώση της, άγνωστη στους περισσότερους ανθρώπους: η οποία μοιάζει πολύ με το μαγικό σύμπαν του μάγου ή του σαμάνου.

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της αναλογίας, για να μην πούμε αυτής της γειτνίασης, μεταξύ γνώσης και μαγείας, είναι η πίστη στη δυνατότητα του μυημένου να πραγματοποιεί αστρικές πτήσεις, μια πεποίθηση που είναι πράγματι κοινή στους σαμανικούς και γνωστικούς πολιτισμούς. Είναι γνωστό ότι, σύμφωνα με ορισμένες παραδόσεις, ο Σίμων ο Μάγος, που θεωρείται ο πρώτος από τους Γνωστικούς δασκάλους κατά σειρά χρόνου, ήθελε να επιδείξει δημόσια τις δυνάμεις του πετώντας στη Ρωμαϊκή Αγορά, παρουσία του αυτοκράτορα Νέρωνα, αλλά στη συνέχεια, ακολουθώντας τις προσευχές των Αποστόλων, έπεσε στο έδαφος, στα πόδια του Αγίου Πέτρου, με σπασμένα τα πόδια του και στη συνέχεια κατέληξε λιθοβολημένος από το πλήθος. Φυσικά, η μυητική «φυγή» γίνεται κατανοητή από όλες σχεδόν τις παραδόσεις με εσωτερική έννοια, ως η ικανότητα να μεταβούμε από τη διάσταση της ακαθάριστης ύλης σε αυτή της λεπτής ύλης. Θα ήταν επομένως μια αστρική πτήση στην οποία αυτό που έχει σημασία δεν είναι να σηκωθείς από το έδαφος, αλλά να βγεις από τη φυλακή του σώματος και να κυριαρχήσεις στα αιθερικά στοιχεία και στα ενδοδιάστατα κατώφλια της πραγματικότητας.

Λοιπόν, αν υπάρχει μια σύγχρονη φιλοσοφία που προσφέρεται για την εκτέλεση αυτής της λειτουργίας της σύνδεσης δύο στάσεων που φαίνονται αντίθετες, αλλά δεν είναι, η μία υπερήφανης εμπιστοσύνης στην ικανότητα αυτολύτρωσης, η άλλη ριζικής άρνησης σε έναν υπερβατικό Θεό, και ως εκ τούτου ενωμένοι με την ιδέα ότι τα πράγματα προέρχονται από το τίποτα και πάνε προς το τίποτα, αυτή είναι η φιλοσοφία του Χάιντεγκερ, με το είναι-ρίχνεται-στον-κόσμο και το είναι-για-τον-θάνατο, η μόνη απόλυτη βεβαιότητα που παρέχεται στους ανθρώπους· και με τις διφορούμενες σκέψεις του μεταξύ της υπαρξιακής οντολογίας του Είναι και του Χρόνου και της θέλησης για εξουσία, του amor fati, του ποιμένα του είναι και της αρνητικής θεολογίας των τελευταίων έργων τουΕφόσον τα πάντα ή σχεδόν όλα βρίσκονται στη σκέψη του Χάιντεγκερ, συμπεριλαμβανομένου και του αντιθέτου της, μπορεί κάλλιστα να ειπωθεί ότι σε αυτήν ο κύκλος μεταξύ γνώσης και μηδενισμού κλείνει και αφήνει τους μελετητές του με το επίπονο έργο της αναζήτησης, αν όχι της συνάφειας, τουλάχιστον ενός κατανοητού νοήματος...

Ο Franco Volpi γράφει στο κλασικό πλέον δοκίμιό του Il nihilismo (Bari, Laterza, 2005, σσ.121-12):


Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το έργο του Χάιντεγκερ παρέχει μια θεμελιώδη συμβολή στην ανάλυση του ευρωπαϊκού μηδενισμού. Ωστόσο, στα τελικά του αποτελέσματα, αναδεικνύει ένα μοναδικό παράδοξο, που είναι ταυτόχρονα και το παράδοξο ενός σημαντικού μέρους της σύγχρονης σκέψης. Πρόκειται για το γεγονός ότι σε αυτό φαίνονται να αγγίζουν και να συνυπάρχουν δύο ασυμβίβαστα άκρα: ένας ριζοσπαστικός μηδενισμός, από τη μια, και ένας εμπνευσμένος από το όραμα, αν όχι από τον μυστικισμό, από την άλλη. Για το λόγο αυτό, όσο περισσότερο εμμένουμε στη μία οπτική στη μεταφορά της διδασκαλίας του Χάιντεγκερ, τόσο περισσότερο βλέπουμε τον εαυτό μας αντιμέτωπο με τα προβλήματα που ανοίγει η άλλη. Η ριζοσπαστικοποίηση της φιλοσοφικής αμφισβήτησης, που επενδύει τα πάντα και καταναλώνει τα πάντα, παράγει αφενός μια επιτάχυνση διάλυσης, μια ενίσχυση του μηδενισμού. Από την άλλη πλευρά, στην εκπλήρωση αυτής της διάλυσης, η σκέψη ανοίγεται στην προοπτική του εντελώς άλλου, σε αυτό που βρίσκεται ριζικά πέρα ​​από αυτό που έχει διαλυθεί. Η αποδόμηση των εννοιών και των θεωρημάτων της παραδοσιακής φιλοσοφίας έχει ως αποτέλεσμα ένα άνοιγμα στην προβληματική του ιερού και του θείου. Η αμφισβήτηση που ο Χάιντεγκερ θεωρεί «το κρίμα της σκέψης» συνεπάγεται αμφισβήτηση και διάλυση, αλλά ταυτόχρονα και έρευνα και αναμονή (προσδοκία): οδηγεί σε αυτό το Τίποτα που είναι η ακραία κάθαρση του πεπερασμένου και το απογυμνώνει από τα πάντα για να του επιτρέψει να έχει πρόσβαση στο θείο. Οδηγεί σε εκείνο το ακραίο σημείο που ο Μάιστερ Έκχαρτ αποκάλεσε με σχεδόν βλάσφημα λόγια (...) το σημείο «όπου ο άγγελος, η μύγα και η ψυχή είναι το ίδιο πράγμα». Είναι ένα ερώτημα που ισοπεδώνει τη μεταφυσική για να προετοιμαστεί για την έλευση της «νέας αρχής».

Το κλειδί που έφερε καλύτερα από κάθε άλλο στο φως αυτή τη δυνατότητα συνύπαρξης μηδενισμού και μυστικισμού είναι αυτό της αντιπαράθεσης της Χαϊντεγκεριανής σκέψης με τη γνώση. Αυτή η σύγκριση είναι μια παραλλαγή της γενικότερης αναβίωσης του Γνωστικού παραδείγματος - χωρισμένο από την ιστορική του θέση στην ύστερη αρχαιότητα - ως παλίμψηστο για μια ερμηνεία της νεωτερικότητας. Ένα μονοπάτι που είχε ήδη πατήσει τον δέκατο ένατο αιώνα ο Ferdinand Christian Baur. Τον περασμένο αιώνα, τα εύσημα για την εκ νέου ανακάλυψη της γνώσης πρέπει να αποδοθούν στον Carl Gustav Jung και στις συναντήσεις που προώθησε ξεκινώντας από τη δεκαετία του 1930 στην Ascona, για τις οποίες το "Eranos Jahrbuch" παρέχει τεκμηρίωση. Αλλά ήταν ιδιαίτερα στη δεκαετία του 1950 που η καρποφορία του Γνωστικού παραδείγματος ήρθε στο φως και συζητήθηκε σε μεγαλύτερη κλίμακα. Η συζήτηση θερμάνθηκε γύρω από τις θέσεις που υποστήριξαν αντίστοιχα οι Eric Voegelin και Hans Blumenberg.

Ο πρώτος επιτέθηκε μετωπικά στη νομιμότητα της σύγχρονης εποχής, υποστηρίζοντας ότι η ανάπτυξή της πρέπει να ερμηνευθεί ως θρίαμβος της γνώσης. Φιλόσοφοι που ήταν καθοριστικοί για τη νεωτερικότητα όπως ο Χέγκελ, ο Μαρξ και ο Νίτσε θα θεωρούνταν «Γνωστικοί», καθώς ένα θεωρητικό σύστημα Γνωστικής προέλευσης θα λειτουργούσε στη σκέψη τους. Στον Χέγκελ, η διαδικασία κατά την οποία το πνεύμα έρχεται να βρεθεί από μια κατάσταση αλλοτρίωσης είναι για τον Voegelin ανάλογη με το προσκύνημα μέσω του οποίου η αλλοτριωμένη σπίθα ("πνεύμα") των Γνωστικών επιστρέφει από την εξορία του στον κόσμο στην πληρότητα μιάς αναπόσπαστης ανθρώπινης ύπαρξης. Στον Νίτσε η φυσική αρχή της θέλησης για εξουσία μεταμορφώνει τον άνθρωπο, ασφυκτιώντας από εχθρικές προς τη ζωή αξίες και τώρα αναίμακτα, σε υπεράνθρωπο. Και στις τρεις περιπτώσεις λειτουργεί η ιδέα της αυτοσωτηρίας του ανθρώπου μέσω της «γνώσης» της δικής του κατάστασης αιχμαλωσίας και αποξένωσης, η οποία γίνεται το όργανο της λύτρωσης. Δυνάμει αυτής της «γνώσεως», άρα χάρη στον εαυτό του, το υποβαθμισμένο ον αποκαθιστά την αρχική του πληρότητα. Ο σύγχρονος θρίαμβος της γνώσης σημαίνει για τον Voegelin την εμμενοποίηση της χριστιανικής εσχατολογίας, η οποία τελικά οδηγεί στον μηδενισμό: ο Θεός και η πνευματική ζωή του ανθρώπου θυσιάζονται στον πολιτισμό με την αφιέρωση όλων των ανθρώπινων ενεργειών στην ανάληψη της σωτηρίας μέσω της εμμενούς δράσης που υπάρχει στον κόσμο.

Ο Blumenberg
 αντιτάχθηκε σθεναρά σε αυτές τις θέσεις. Υπερασπίστηκε τη νεωτερικότητα, υποστηρίζοντας ότι δεν είναι τόσο η εκκοσμίκευση του Χριστιανισμού, αλλά μάλλον η διαδικασία της αυτόνομης επιβεβαίωσης του ανθρώπου στον κόσμο. Με την απολυτοποίηση της γήινης διάστασης, η νεωτερικότητα αρνείται τον Γνωστικό δυϊσμό, που εξακολουθεί να υπάρχει στην ύστερη μεσαιωνική θεολογική εικασία που χωρίζει ριζικά τον Θεό και τον κόσμο. Η νεωτερικότητα, λοιπόν, δεν είναι ο θρίαμβος, αλλά η δεύτερη, οριστική ήττα της γνώσης. (…)

Εάν η γνώση, που θεωρείται όχι ως ιστορικό φαινόμενο αλλά ως πρότυπο σκέψης, μπορεί να ερμηνευθεί ως ένας «ante litteram» υπαρξιστικός μηδενισμός, ο οποίος μέσω του «annihilatio mundi» επιφέρει μια ριζική απομόνωση της ψυχής για να αποκτήσει τη σωτηρία της και τήν επανένωση με τον Θεό, τότε ο σύγχρονος μηδενισμός μπορεί με τη σειρά του να διαβαστεί ως ένας σύγχρονος αθεϊστικός Γνωστικισμός: τυφλός σε κάθε υπερβατικότητα, συγκεντρώνεται σε μια τραγική περιγραφή του ξεριζωμού και του αποπροσανατολισμού της θνητής ύπαρξης. Στην κοσμική της μοναξιά, η ύπαρξη επαναλαμβάνει το Γνωστικό ερώτημα, γνωρίζοντας ότι θα μείνει αναπάντητο: ποιοι είμαστε; Από πού ερχόμαστε; Πού πάμε;

Στο τέλος αυτής της έρευνας, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με όλες τις αμφιβολίες και τις αμηχανίες-απορίες που είχαμε από την αρχή. Εάν η γνώση, λέει ο Φράνκο Βόλπι, μπορεί να ερμηνευθεί ως ένας υπαρξιστικός μηδενισμός «ante litteram», ο οποίος μέσω του «annihilatio mundi» επιφέρει μια ριζική απομόνωση της ψυχής για να επιτευχθεί σωτηρία και επανένωση με τον Θεό, τότε ο σύγχρονος μηδενισμός μπορεί με τη σειρά του να διαβαστεί ως ένας σύγχρονος αθεϊστικός Γνωστικισμός. Ωστόσο, μας φαίνεται ότι αυτή η ερμηνεία παρουσιάζει περισσότερες δυσκολίες από αυτές που ισχυρίζεται ότι επιλύει. Η Γνώση είναι κάτι πολύ διαφορετικό από τον υπαρξιστικό μηδενισμό: προβάλλεται μάλλον προς την αναζήτηση μιας ανώτερης αλήθειας και, ενώ ουσιαστικά αρνείται την οντολογική διαφορά μεταξύ πλασμάτων και δημιουργού (εμανατισμός), δεν αρνείται καθόλου την ύπαρξη μιας πρώτης αρχής. ούτε μιας τελικής αιτίας, για την οποία ο μηδενισμός φαίνεται ξένος και ασυμβίβαστος με αυτόν. Εάν η ύπαρξη του κόσμου και των οντοτήτων δεν είχε σκοπό, γιατί να αγωνίζεται ο Γνωστικός στην αναζήτησή του για μια ανώτερη γνώση που θα του αποκάλυπτε το μυστήριο της ύπαρξης; Θα ήταν μια αντίφαση από άποψη όρων. Από την άλλη, αν ο μηδενισμός ήταν η εκδοχή, ας πούμε έτσι, του αθεϊστικού γνωστικισμού, θα μπορούσαμε να μιλάμε για γνώση γι' αυτόν; Η γνώση δεν συνεπάγεται απαραίτητα, εξ ορισμού, μια μυητική πορεία προς το θείο; Τώρα, ανεξάρτητα από τον ορισμό του θείου στη Γνωστική σύλληψη, είναι βιώσιμη η θέση ότι η σύγχρονη γνώση μπορεί να βασίζεται στον αθεϊσμό, στο όραμα μιας ολοκληρωτικά έμφυτης πραγματικότητας, χωρίς να πέφτει, αν μη τι άλλο, σε μια περισσότερο ή λιγότερο ρητή μορφή πανθεϊσμού; Ωστόσο, από τόσο αβέβαιες και αντιφατικές βάσεις, δεν έλειψαν οι ερμηνευτές και οι οπαδοί του Χάιντεγκερ που ήθελαν να κάνουν τη φιλοσοφία του τη σύγχρονη εκδοχή της αιώνιας γνώσης. Το πιο θανατηφόρο είναι ότι ανάμεσα σε αυτούς τους θαυμαστές και οπαδούς υπάρχει ο Ιησουίτης θεολόγος Karl Rahner, ο οποίος άσκησε αποφασιστική επιρροή στη λεγόμενη ανθρωπολογική καμπή-στροφή της Δεύτερης Συνόδου του Βατικανού.


Δευτέρα 7 Απριλίου 2025

Η αντίσταση του υπερβατικού που κάνει την ιστορία απρόβλεπτη

 Simone Paliaga


Πηγή: Avvenire

Το "Order and History" (Η "Τάξη και Ιστορία") είναι το μεγάλο έργο του Γερμανού φιλοσόφου Eric Voegelin, γνωστού για την κριτική του στον υλισμό του σύγχρονου κόσμου που αγνοεί την εμπειρία της υπέρβασης. 
Υπάρχουν συγγραφείς που δεν περιλαμβάνει ο φιλοσοφικός κανόνας, αλλά δεν μπορούν να θεωρηθούν άσχετοι γι' αυτό. Μετά υπάρχουν και άλλοι, σχεδόν εντελώς ξεχασμένοι.Και αυτό όχι γιατί έχουν ελάχιστο ενδιαφέρον αλλά γιατί λόγω της μεθόδου έρευνας που χρησιμοποιήθηκε, είναι δύσκολο να χωρέσουν στην περίμετρο ορισμένων αναγνωρισμένων Αυτή είναι η περίπτωση του Eric Voegelin (1901-1985), ενός από τους σημαντικότερους φιλοσόφους του εικοστού αιώνα, του οποίου το όνομα είναι δύσκολο να βρεθεί στα εγχειρίδια, ίσως και επειδή δεν ευθυγραμμίζεται με ένα κυρίαρχο όραμα της ζωής, σήμερα και στούς χρόνους του, που αγνοεί την εμπειρία της υπερβατικότητας. Οι συνέπειες της δυσπιστίας του προς τον σύγχρονο κόσμο βρίσκονται στην εκδοτική του παρουσία στην Ιταλία, η οποία δεν μπορούμε να πούμε ότι είναι ιδιαίτερα ευημερούσα. Αφότου ο εκδοτικός οίκος Borla, με επικεφαλής τον Alfredo Cattabiani, είχε δημοσιεύσει το La nuova Scienza Politica («Η νέα Επιστήμη της Πολιτικής»), στη σειρά που επιμελήθηκε ο Augusto Del Noce και ο Elémire Zolla, ελάχιστα έργα του Voegelin είδαν το φως της δημοσιότητας, αν αγνοήσουμε ορισμένες εκδόσεις που εκδόθηκαν από τους Giuffrè, Medusa και τον τόμο αφιερωμένο στον Πλάτωνα που εκδόθηκε από το Mulino με πρωτοβουλία του Nicola Matteucci. Πολύ λίγα, ωστόσο, σε σύγκριση με τους τριάντα τέσσερις τόμους που απαρτίζουν τα πλήρη έργα, και κυρίως σε σύγκριση με τους πέντε τόμους που συγκεντρώνουν το μεγάλο έργο του, Τάξη και Ιστορία, του οποίου το προαναφερθέν κείμενο για τον Έλληνα φιλόσοφο αποτελεί μέρος του τρίτου τόμου.
Από το 2009, ο εκδότης Vita e Pensiero, κοντράροντας την εκδοτική μόδα, ανέλαβε μια εντυπωσιακή δουλειά να κάνει τους πέντε τόμους του Order and History διαθέσιμους στον Ιταλό αναγνώστη. Μετά τη δημοσίευση του πρώτου, αφιερωμένου στο Ισραήλ και την αποκάλυψη, και του δεύτερου, που επικεντρώθηκε στον κόσμο της πόλης, χάρη στην αυτοθυσία της Nicoletta Scotti Muth, καθηγήτριας ιστορίας της αρχαίας μεταφυσικής στο Καθολικό Πανεπιστήμιο της Ιερής Καρδιάς του Μιλάνου και υποστηρικτή της εκδοτικής επιχείρησης, ο τρίτος τόμος του Order and History θα κυκλοφορήσει στις 10 Νοεμβρίου, αφιερωμένος στην αντιμετώπιση της σκέψης του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη (448 σελίδες, 35,00 €), που αμφότεροι νοούνται ως στοχαστές της κρίσης της πόλις.
Για να κατανοήσουμε τον τόνο του επιχειρήματος που ανέπτυξε ο Eric Voegelin και γιατί του έχει δοθεί τόσο λίγη προσοχή, αρκεί να ξεκινήσουμε από τις λέξεις με τις οποίες ξεκινά ο πρώτος τόμος του μνημειώδους έργου του: «Ο Θεός, ο άνθρωπος, ο κόσμος και η κοινωνία που σχηματίζουν μια αρχέγονη κοινότητα ύπαρξης». Από εδώ και μόνο μπορούμε να αντιληφθούμε την απόσταση, ή ακόμα και την αποξένωση, που χωρίζει τον Voegelin από άλλα σκέλη της πολιτικής φιλοσοφίας του εικοστού αιώνα. Αναγνωρίζοντας ότι οι άνθρωποι συμμετέχουν στο «δράμα της ύπαρξης», αντιτίθεται ριζικά στον θετικισμό των κοινωνικών και νομικών επιστημών της εποχής. Η προσέγγισή του βασίζεται στην ανάγκη να ξεκινήσει ένας προβληματισμός ξεκινώντας από την ανάλυση των συμβόλων μέσω των οποίων εκφράζονται οι ανθρώπινες εμπειρίες της πραγματικότητας, και μεταξύ αυτών ειδικότερα οι εμπειρίες της τάξης.
Αυτό στο οποίο αναφέρεται ο γεννημένος στην Κολωνία στοχαστής με την προηγούμενη έκφραση πρέπει να γίνει κατανοητό ως «η εμπειρία συμμετοχής της συνείδησης στην πραγματικότητα», όπως διευκρινίζει η Nicoletta Scotti Muth στην εισαγωγή. Και συγκεκριμένα η εμπειρία πρέπει να θεωρηθεί τόσο της πολιτικής τάξης όσο και της τάξης του όντος, και τα δύο σχετικά με την αναγνώριση ενός νοήματος στην ιστορία της ανθρωπότητας. Η κρίση μιας πολιτικής τάξης είναι το θέμα στο επίκεντρο ολόκληρου του προβληματισμού του Voegelin, ακόμη και όταν ασχολείται με μυστικιστές φιλοσόφους ή με τον Πλάτωνα. Φουντώνει όχι επειδή συναντά κανείς «ένα λάθος σχετικά με τη δικαιοσύνη, αλλά όταν κινείται, υποκύπτει στην κοινωνική πίεση, σε αυτό που ονομάστηκε "έμφαση της πραγματικότητας"». Όταν δηλαδή, έχοντας εγκαταλείψει την εμπειρία της αλήθειας, ο άνθρωπος κινείται προς την κοινωνικά κυρίαρχη εμφάνιση, στην οποία το όνειρο τείνει να γίνει πραγματικότητα. Στην κοινωνία όπου επικρατεί αυτή η στροφή, οι άνθρωποι, ενδίδοντας στις επιθυμίες τους, ζουν σαν να ονειρεύονται. Αν προτιμάτε το όνειρο να ζήσουμε τις επιθυμίες μας αντί της αλήθειας, αυτό που χάνεται είναι η εμπειρία της υπέρβασης στην οποία βασίζεται η κατανόηση της κοινής ανθρωπότητας των ανθρώπων.
Σε αυτό το πλαίσιο «χάνεται η εμπειρία της συμμετοχής σε μια καθολική τάξη, το ξυνόν με την ηρακλειτική έννοια, προειδοποιεί ο VoegelinΗ πραγματικότητα ανάγεται στη ζωή των παθών του ατόμου και η καθολικότητα της τάξης πρέπει επομένως να ανασυσταθεί ξεκινώντας από τα μόνα στοιχεία που βιώνονται ως πραγματικά. Αν το πάθος είναι η μόνη πραγματικότητα, η τάξη, η οποία υπό μια ορισμένη έννοια υπάρχει ακόμη και σε μια διεφθαρμένη κοινωνία, θα οικοδομηθεί στη βάση μιας συμφωνίας μεταξύ ατόμων που χαρακτηρίζονται από πάθη»Η μόνη δυνατή λύση είναι η τεχνητή κατασκευή ενός κοινού κόσμου φτιαγμένου από την απλή συνύπαρξη ιδιωτικών κόσμων. Ο δημιουργός αυτής της στρατηγικής τον δέκατο έβδομο αιώνα ήταν ο Thomas Hobbes «στον οποίο η συμβατική συμφωνία υποκινήθηκε από ένα πάθος που αποδίδεται στην ίδια κατηγορία παθών που είχε προκαλέσει την απομόνωση του ατόμου. Στην πραγματικότητα, ο Χομπς έκανε τον φόβο του θανάτου το κυρίαρχο πάθος που θα οδηγήσει τον άνθρωπο να απαρνηθεί την πλήρη ικανοποίηση άλλων παθών».
Η απώλεια της εμπειρίας της αλήθειας και η στροφή προς τη γνώμη και τις επιθυμίες φέρνει μαζί της συνέπειες τόσο σε πολιτικό όσο και σε προσωπικό επίπεδο. «Ο άνθρωπος είναι ουσιαστικά ένα κοινωνικό ον - επισημαίνει ο Voegelin -. Το να ζεις στην αλήθεια αντιτιθέμενος στη φαινομενικότητα σε μια εποχή που η δύναμη της κοινωνίας ευθυγραμμίζεται με την πλευρά της φαινομενικότητας συνιστά ένα πνευματικό φορτίο αδύνατο να το σηκώσουν οι πολλοί, εξαιρετικά επαχθές για τους λίγους που μπορούν. Η πίεση που ασκείται από την ανάγκη συμμόρφωσης διεισδύει στην ψυχή, αναγκάζοντάς την να αποδίδει τα βιωματικά χαρακτηριστικά της αλήθειας στη γνώμη. Το τελευταίο στάδιο θα συνίστατο στην πλήρη τύφλωση της ψυχής, αποκόπτοντας από αυτήν, μέσω ενός προγραμματισμένου ψυχολογικού ελέγχου, κάθε ικανότητα να επαναφέρει τον εαυτό της στην εμπειρία της υπέρβασης. Αυτό ακριβώς βρίσκουμε στα σύγχρονα μαζικά πολιτικά κινήματα». Ωστόσο, η αναζήτηση της τάξης στην οποία κατοικεί ο άνθρωπος, όπως δηλώνεται στον τίτλο του τελευταίου τόμου του Order and History που δημοσιεύτηκε μετά θάνατον, πάντα προμηνύει μέσα της μια πιθανή εμπειρία υπέρβασης, καθιστώντας την ιστορία απρόβλεπτη.

La resistenza del trascendente che rende imprevedibile la storia (ariannaeditrice.it)

Παρασκευή 22 Μαρτίου 2024

Ο ΜΑΝΙΧΑΪΣΤΙΚΟΣ ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ ΤΩΝ "ΚΥΡΩΣΕΩΝ" ΚΑΙ Η ΓΝΩΣΤΙΚΗ ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗ

 Γράφει  ο  Θεόδωρος  Λάσκαρης


Το φαινόμενο είναι πλέον σύνηθες:  Μόλις μία χώρα τολμήσει να πράξει ή να σκεφθεί διαφορετικά από αυτό που επιθυμεί η γνωστική-φιλελεύθερη Δύση, αμέσως της επιβάλλονται κυρώσεις διαφόρων μορφών (οικονομικές, διπλωματικές, πολιτικές κλπ). Εκτός από την αυτονόητη πίεση που αυτά τα μέτρα θα δημιουργήσουν στην χώρα θύμα, υπάρχει και ένας άλλος λόγος, πιο κρυφός,  για τον οποίο γίνεται η πομπώδης, σχεδόν τελετουργική ανακοίνωση, ότι σε αυτήν την χώρα θα επιβληθούν  "κυρώσεις" : η γνωστική πολιτική ήταν πάντα μανιχαϊστική• δημιουργούσε (και δημιουργεί)  άξονες του "καλού" και του "κακού", συνασπισμούς του "φωτός" και συνασπισμούς του "σκότους".
           
Τι συμβαίνει όταν ο πιστός μιας θρησκείας παραβεί τους κανόνες που αυτή θέτει;  Ο Ιερέας επιβάλλει έναν «κανόνα», τον οποίο ο αμαρτήσας πρέπει να τον εφαρμόσει, εάν θέλει να λάβει την συγχώρεση και να επιστρέψει στην κοινότητα των «κεκαθαρμένων». Έτσι λοιπόν, ο μέγας ιερέας του γνωστικισμού (οι ΗΠΑ ή η ΕΕ) μόλις αντιληφθούν ότι κάποια χώρα αμαρτήσει, δηλαδή: δεν επιτρέπει τους γάμους γκέι, δεν κάθεται να υποστεί γεωπολιτικές ήττες, δεν εφαρμόζει τον φιλελευθερισμό, δεν δέχεται την πολιτική ορθότητα, τότε αμέσως, όλα τα  τηλεοπτικά κανάλια , όλες οι εφημερίδες, όλα τα κυβερνεία, εξαγγέλλουν : «Θα επιβληθούν κυρώσεις…»

Και ο μέσος πολίτης που το ακούει, συνειρμικά, θυμάται ότι κυρώσεις, τιμωρία, επίπληξη, μπορούσαν να του επιβάλλουν μόνον τρεις ιερές φιγούρες : η οικογένεια του, ο δάσκαλος, ο πνευματικός του. Έτσι, ασυνείδητα,  θα του δημιουργηθεί η εντύπωση ότι για να επιβάλλονται κυρώσεις σε αυτήν την χώρα, σημαίνει ότι έκανε "κάτι κακό" , κάτι που έθιξε την "οικογένεια", τον "δάσκαλο", τον "πνευματικό."

Η "οικογένεια", είναι  η κοινοβουλευτική αστική δημοκρατία, ο "δάσκαλος" (δασκάλες), είναι η  Βilderberg  και η Τrilateral, και ο "πνευματικός", είναι η μασονία και η νέα αριστερά. 

Πουριτανός ιεροκήρυκας
Οι διάφοροι αναλυτές όταν μας εξηγούν τα αίτια των γεωπολιτικών συγκρούσεων(για παράδειγμα όσα συμβαίνουν σήμερα με την Ρωσία), συνήθως αναφέρονται στους οικονομικούς, ενεργειακούς και στρατηγικούς ανταγωνισμούς, αποσιωπώντας το γεγονός ότι υπάρχει μία "γνωστική γεωπολιτική", τα βασικά σημεία της οποίας είχε περιγράψει με σαφήνεια ο καθ. Δ. Μιχαλόπουλος στο βιβλίο του ο Εθνικός Διχασμός. Η άλλη διάσταση: «Κατά τον W.Lippmann, οι χώρες των δυτικών ακτών της Ευρώπης και η Αμερικανική ήπειρος συγκροτούν κοινότητα• η κοινότητα αυτή μπορεί να χαρακτηριστεί Ατλαντική. Έτσι, η Βρετανία από την μία πλευρά, η Γαλλία, το Βέλγιο και η Ολλανδία, οι Σκανδιναβικές χώρες, η Ισπανία, η Ιταλία και η Πορτογαλία και, από την άλλη, οι Ηνωμένες Πολιτείες, ο Καναδάς καθώς και το σύνολο των άλλων αμερικανικών χωρών συνδέονται μεταξύ τους μέσω του ατλαντικού ωκεανού και αντιπαρατίθενται σε χώρες όπως η Ρωσία, ορισμένες βαλκανικές (σαν την Σερβία πχ)[…] Το πρώτο που μπορεί να κανείς να παρατηρήσει όσον αφορά το παραπάνω σχήμα είναι η λογική βάση πάνω στην οποία έχει αναπτυχθεί. Πράγματι οι ατλαντικές χώρες δεν συνδέονται από συμφέροντα απλώς, αλλά κατά βάση, από την γενικότερη στάση των κυρίαρχων μέσα στις κοινωνίες τους στρωμάτων απέναντι στην ζωή: Είναι, βασικά, οι χώρες της θρησκευτικής Μεταρρύθμισης και, ενδεχομένως, της ανατροπής, χώρες δηλαδή στην ζωή των οποίων ο τόνος που κυριαρχεί απορρέει από την κατίσχυση του πνεύματος που άρχισε με τον Λούθηρο και κορυφώθηκε με τα γεγονότα των ετών 1789-1792 στην Γαλλία.»

Εν ολίγοις: οι γεωγραφικοί τόποι στους οποίους το γνωστικό πνεύμα δεν μπορεί να ριζώσει, τίθενται στο στόχαστρο. Εξάλλου, όπως είχε επισημάνει ο Eric Voegelin, η γνωστική πολιτική δημιουργεί συνεχώς πολέμους και καταστροφές, διότι παραβλέπει την δομή της πραγματικότητας, μια που μέσα στον πυρήνα του γνωστικού πνεύματος κρύβεται το μίσος για τον δημιουργημένο κόσμο. Πράγματι, όλες οι επαναστάσεις  και οι παγκόσμιοι πόλεμοι στην σύγχρονη ιστορία, προκλήθηκαν  από  την υπόγεια και δαιδαλώδη  δράση αυτού του γνωστικού ρεύματος. 

Παρασκευή 15 Μαρτίου 2024

Ιωακείμ ντά Φιόρε ή το σχέδιο της εξελισσομένης καταστροφής του κόσμου όπως τον ξέρουμε

του Βασιλείου Μακρυπούλια*

gnostikismosΔιαβάζοντας το διάσημο γερμανοαμερικανό πολιτικό φιλόσοφο Eric Voegelin παρατηρούμε μία ενδιαφέρουσα θεωρία του, η οποία μας αναφέρει ότι τα εσχατολογικά ολοκληρωτικά συστήματα του 20ου αιώνος (τέτοια όπως ο κομμουνισμός ο οποίος αρέσκεται να πιστεύει στην παγκόσμιο ένωση των εργατών ως δικτατορία του προλεταριάτου, αλλά και όπως η προσπάθεια συγχρόνων εξουσιαστών του πλανήτου να προχωρήσουν προς τη λεγομένη παγκοσμιοποίηση ενώνοντας όλους τους ανθρώπους με οικονομικά και μόνο κριτήρια και τρόπους) ερείδονται επί της αναβιουμένης αρχαίας συγκρητηστικής θεωρίας του Γνωστικισμού. Ακόμα πιο συγκεκριμένα ο διακεκριμένος πολιτικός φιλόσοφος θεωρεί ως απαρχή αυτής της αναβίωσης τις ιδέες του Καλαβρού μοναχού Ιωακείμ της Φλόρα ή Φιόρι κατά τον 12ο περίπου.
Ο Ιωακείμ ντά Φιόρε σίγουρα παραμένει άγνωστος για την επίσημη θα μπορούσαμε να πούμε ιστορία της φιλοσοφίας. Όμως φαίνεται ότι δεν είναι καθόλου άγνωστος στον πρόεδρο των Η.Π.Α Μπαράκ Ομπάμα ο οποίος μάλιστα κατά την τελευταία προεκλογική περίοδο στη χώρα του αναφέρθηκε τρείς φορές στο όνομα του Καλαβρού μοναχού. Τον χαρακτήρισε ως παράδειγμα οραματιστή της παγκόσμιας ειρήνης και αγάπης για μία ενωμένη ανθρωπότητα όπου όμως δεν θα υπάρχει Εκκλησία. Φαντάζομαι ότι αυτό που θα ενώνει τους ανθρώπους θα είναι κάποιος τρόπος ηλεκτρονικός (ο οποίος τόσο παραστατικά έχει περιγραφεί στην Αποκάλυψη όπως και οι πλείστες όσες υλικές ανάγκες για τους ανθρώπους των μεγαλουπόλεων οι οποίοι μακριά πλέον από τη φύση εξαρτώνται και μόνο από τα οργανωμένα μαγαζιά των μεγαλουπόλεων).Οι αναφορές του Αμερικανού προέδρου στο πρόσωπο του Ιωακείμ της Φιόρε ανάγκασαν το Βατικανό να πάρει θέση στο όλο θέμα και να υπενθυμίσει ότι οι ιδέες του συγκεκριμένου μοναχού έχουν επίσημα καταδικασθεί ως αιρετικές. Πάντως σήμερα υπάρχει στην Ιταλία ινστιτούτο διεθνές μελετών των ιδεών του Ιωακείμ και γίνεται και σχετικό παγκόσμιο μάλιστα συνέδριο κάθε περίπου πέντε χρόνια.
Το όλο θέμα τίθεται ως εξής: Υπάρχει κάποια οντολογική ή άλλη γνωσιολογική και αξιολογική αρχή που μπορεί να ενώσει όλους τους ανθρώπους επί της γής; Αν ναι ποια είναι αυτή και με τι σκοπό; Εννοούμε ότι ο σκοπός είναι κάποιοι να ενώσουν τους ανθρώπους επί της γής για να τους ελέγχουν ή προκειμένου αυτοί να διάγουν ευδαίμονα βίο ή με τελικό σκοπό να προχωρήσουν προς μία ανώτερη και καλλίτερη διαστασιακά κατάσταση; Φαίνεται ότι θα πρέπει πλέον να θυμηθούμε λησμονημένες θεωρίες θεολογικού και εσχατολογικού χαρακτήρα, τέτοιες όπως ο γνωστικισμός, προκειμένου να κατανοήσουμε τον τρόπο που πορεύθηκε και πορεύεται ο πλανήτης σε θέματα όπως «οι θρησκείες και τα διάφορα πολιτικά συστήματα ανακαλύφθηκαν προκειμένου εξουσιαστικά να ενωθούν όλοι οι άνθρωποι κάτω από κοινές αρχές και πρόσωπα;». Ο γνωστικισμός πιστεύει ότι ο θεός της παλαιάς διαθήκης είναι κακός θεός ο οποίος όμως ένωσε τους ανθρώπους υπό την σκέπην του-αυτό βέβαια συνέβη και με τις υπόλοιπες θρησκείες και του φυσικού νόμου και της αποκάλυψης. Από τη θρησκεία της βίβλου προέκυψαν και ο χριστιανισμός και ο μωαμεθανισμός. Άρα μήπως οι θρησκείες έκαναν τον κύκλο τους, ένωσαν υπό την ανώτερη ιδέα του θεού τους ανθρώπους, σήμερα όμως σε μία εποχή όπου ηλεκτρονικά μπορεί οι άνθρωποι να ελέγχονται δεν χρειαζόμαστε άλλο τις θρησκείες διότι διαθέτουμε πλέον συγχρόνους τρόπους ελέγχου; Οι θρησκείες ένωσαν τους ανθρώπους, διότι αυτοί πίστευσαν ότι ανακάλυψαν τον τρόπο επίγειας και ουράνιας σωτηρίας. Οι άνθρωποι δέθηκαν μεταξύ τους με αυτά τα θρησκευτικά κριτήρια, δημιούργησαν αυτοκρατορίες και κράτη, σήμερα όμως με συγχρόνους τρόπους μπορούν να ελεγχθούν άρα σήμερα ο κόσμος μπορεί να γίνει ένας χωρίς τη συνδρομή της θρησκείας. Ο Voegelin πιστεύει ότι ο Ιωακείμ αυτό ακριβώς πρεσβεύει και μαζί με αυτόν συνολικά η σημερινή αφανής και φανερή εξουσία του πλανήτη. Σαν να λέμε επιβεβαιώνεται η αρχαία δοξασία του γνωστικισμού η οποία πρέσβευε ότι ο «κακός θεός» της διάστασής μας θα μπορέσει να ενώσει όλους τους ανθρώπους οι οποίοι θα πρέπει να αναμνησθούν τα ανώτερα ζεύγη σοφίας και επίνοιας.
Ας δώσουμε κάποια βιογραφικά στοιχεία για τον περίφημο Ιωακείμ. Αυτός ήταν υψηλόβαθμο στέλεχος στην αυλή του βασιλείου της Σικελίας της τότε εποχής. Γύρω στα 35 του χρόνια πήγε για προσκύνημα στη φραγκοκρατουμένη Ιερουσαλήμ από όπου επέστρεψε το 1175 φανερά και πολύ αλλαγμένος. Μετά την επιστροφή του εκάρη μοναχός και ασχολήθηκε με το εσχατολογικό κείμενο της Αποκάλυψης του Ιωάννου. Ο Ιωακείμ πίστευε ότι η τελική έλευση του Αντιχρίστου επίκειται. Την προσδιόρισε περίπου περί το έτος 1262[Η ΛΕΗΛΑΣΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ].Η χρονολογία αυτή προκύπτει μέσα από τη μελέτη των μεγεθών που δίδονται στις γραφές και ειδικότερα στην αποκάλυψη. Την χώρισε μάλιστα σε τρείς περιόδους. Το όλο σκεπτικό έχει να κάνει με το ότι σε κάθε μία από τις τρείς αυτές περιόδους εμφανίζεται και ένα κάθε φορά από τα τρία πρόσωπα της αγίας τριάδος. Εννοείται λοιπόν ότι η πρώτη περίοδος είναι αυτή της παλαιάς διαθήκης ,εις την οποία εμφανίζεται ο Πατήρ, η παλαιά διαθήκη είναι η εποχή της δύναμης ,του νόμου και της επιβαλλομένης τιμωρίας.
Η επομένη περίοδος της Καινής Διαθήκης είναι η εποχή εμφάνισης του Υιού, Είναι η εμφάνιση της χάριτος, της σωτηρίας και της αγάπης. Ας προσέξουμε αυτό το σημείο. Συλλήβδην η ανθρωπότητα δυνητικά μπορεί να ενωθεί μπροστά στο πρόσωπο του θεανθρώπου προκειμένου να διασφαλίσει μία ζωή ευδαιμονίας, ενδελέχειας και ουράνιας σωτηρίας. Οι άνθρωποι μπορούν να αποκτήσουν το όνειρο της παγκοσμίου ενώσεως μπροστά στο μαρτύριο και την ανάσταση του θεανθρώπου. Ούτως ή άλλως και η ίδια η εκκλησία προσεύχεται στην «υπέρ της των πάντων ενώσεως». Με αυτόν τον τρόπο οι άνθρωποι υπακούουν σε αυτοκράτορες και αρχηγούς κρατών οι οποίοι στεγάζονται κάτω από το βλέμμα του θεανθρώπου. Όταν οι άνθρωποι αυτοί ελεγχθούν τότε εξαφανίζεται ο θεάνθρωπος και το όνειρο ενός άλλου κόσμου και παραμένει ότι οι εξουσιαστές αυτού του κόσμου ελέγχουν πλήρως το σύνολο των ανθρώπων που εσχατολογικά πίστευσαν σε κάτι το καλλίτερο, σε κάτι που τελικά τους ένωσε.
Ο Ιωακείμ μάλλον διαβλέπει αυτή την εποχή στην Τρίτη εποχή που περιγράφει. Κατά την Τρίτη λοιπόν εποχή,  στην εποχή της παγκόσμιας ενότητας, τα δώρα της χάριτος και της αγάπης θα δοθούν σε όλους τους ανθρώπους. Θα είναι τα δώρα της παγκόσμιας ενότητας. Αυτή η εποχή ,η Τρίτη εποχή θα είναι βέβαια η εποχή του Αγίου Πνεύματος(ο όρος είναι πολύ σχετικός, άγιο πνεύμα μπορεί να είναι και η δυνατότητα κάποιων να επιβλέπουν όλους όπως το πνεύμα του θεού πνέει επί παντός).Αυτή θα είναι μία Νέα Εποχή(έτσι ο ίδιος την ονομάζει) ο Ιωακείμ πιστεύει ότι θα είναι μία εποχή χαράς, ευδαιμονίας και ευημερίας για όλους τους ανθρώπους. Θα πρέπει βέβαια σε αυτό το σημείο να σημειώσουμε κάποιες δικές μας σκέψεις. Αναμφίβολα ο Ιησούς;;;-όπως και όλοι οι μεγάλοι μύστες-οραματίστηκαν;;; την ένωση των ανθρώπων μπροστά σε μία μεγάλη ιδέα και αγαθό, τέτοια όπως η βασιλεία του θεού, η βασιλεία των ουρανών. Οι άνθρωποι ενώνονται πνευματικά ,εξωτερικεύουν τις αξίες τους και τα ιδανικά τους, μεταφέρουν στη γή την τελειότητα της βασιλείας των ουρανών λίγο πρίν μεταφερθούν νοερά στη επομένη τελεία κατάσταση. Είναι φυσιολογικό;;; στο μυαλό του Ιωακείμ να γεννάται η ελπίδα ενός τέτοιου επιγείου κόσμου όπου θα περισσεύει η χάρις και η τελειότητα της βασιλείας των ουρανών.
Το θέμα όμως είναι ότι ο Ιωακείμ είναι ένας οραματιστής, ένας θεωρητικός και ονειροπόλος ίσως επαναστάτης. Όμως ο τρόπος μεταφοράς των ιδεών του στο μυαλό των εξουσιαστών αυτού του κόσμου είναι αυτό που μας ενδιαφέρει. Το σημαντικό με τον Ιωακείμ είναι ότι μετέφερε στο μυαλό των εξουσιαστών την ιδέα της παγκόσμιας ένωσης αυτού του κόσμου. Οι κυρίαρχοι κατάλαβαν ότι μπορεί ο κόσμος να γίνει ένας. Μπροστά σε κάτι που δύναται να ενώσει όλους τους ανθρώπους. Ο Ιωακείμ πρότεινε την ένωση όλων μπροστά στη σοφία του Αγίου Πνεύματος, το οποίο θα έχει πλέον τόσο πολύ φωτίσει όλους τους ανθρώπους ώστε ο Ιησούς θα είναι μία ιδέα της ευτυχίας και της ευδαιμονίας, ιδέες που από μόνες τους θα είναι ικανές να ενώσουν τους ανθρώπους χωρίς Ιησού, ιερείς και εκκλησία.
Η απόσταση όμως από το να εκμεταλλευθεί κάποιος κυρίαρχος επί της γής την όλη κατάσταση προς ίδιον συμφέρον είναι μηδαμινή. Όποιος πλέον σήμερα πείσει τους ανθρώπους ότι μέσα από την αντιστροφή των παραδοσιακών αξιών μπορεί η γή να γίνει ένα και όλοι οι άνθρωποι να οδηγηθούν σε μία μορφή παγκοσμιοποίησης έρχεται αμέσως σε θέση ισχύος. Ο Ιωακείμ προσφέρει ένα δελεαστικό κόσμο χωρίς εκκλησία, ιερείς, ενωμένο μπροστά στην πνευματική χριστιανική κληρονομιά του συμπαντικά ωραίου και καλού. Όπως ο θεός ενώνει τον κόσμο παρόμοια ο Ιησούς ένωσε τον κόσμο, τώρα με την πνευματική του κληρονομιά μπορούν οι άνθρωποι να ενωθούν μπροστά στο ωραίο και καλό της χριστιανικής αγάπης. Αποδιώχνοντας όμως ο Ιωακείμ τον Ιησού και το συγκεκριμένο από τον ενωμένο χριστιανικό κόσμο άνοιξε το δρόμο στις ορέξεις των μετέπειτα κυριάρχων αυτού του κόσμου. Όποιος με όπλο την τεχνολογία και την ηλεκτρονική ελεγξιμότητα των ανθρώπων αντικαταστήσει τον Ιησού με την ανθρώπινη δική του ικανότητα να κυριαρχεί επί των μαζών, όποιος ερμηνεύσει ως ευδαιμονία και παγκόσμια ευτυχία τη δυνατότητα των ανθρώπων να γεύονται μόνο τα υλικά αγαθά του βιομηχανικού πολιτισμού-τα οποία τον μαζοποιούν και τελικά τον εξαθλιώνουν-αυτός μπορεί να κυριαρχήσει στον αντεστραμμένο κόσμο του Ιωακείμ. Κάτι που μάλλον προχωρεί στις ημέρες μας όπου οι λίγοι υλικά κατέχοντες ελέγχουν ηλεκτρονικά και άλλως (μέσα από ένα διεστραμμένο life style)τις ανθρώπινες μάζες ,προχωρώντας στον αποτρόπαιο υλιστικό και μόνο παγκοσμιοποιημένο κόσμο.
Στον γήϊνο λοιπόν παράδεισο του Ιωακείμ οι άνθρωποι θα ζούν ευτυχισμένοι κάτω από ένα σοσιαλιστικό καθεστώς. Κάτω από ένα καθεστώς όμοιο με αυτό των μοναστηριών. Οι άνθρωποι θα ζούν κατά το φυσικό τρόπο του Αγίου πνεύματος (καμμία μάλλον σχέση με το κατά φύσιν ζήν των στωικών).Ο Ιωακείμ έδωσε όλες εκείνες τις ιδέες οι οποίες έλυσαν κυριολεκτικά τα χέρια των συγχρόνων εξουσιαστών. Το κλειδί κατανόησης του τελικού σχεδίου της εκμετάλλευσης από τους συγχρόνους κυριάρχους των ιδεών του Ιωακείμ βρίσκεται στη βαθύτερη οντολογική φύση και δυνατότητα μετάλλαξης του χριστιανισμού. Ο χριστιανισμός λοιπόν ένωσε τη φύση και τον κόσμο κάτω από την τελειότητα του ενυποστάτου του Ιησού. Πλέον η φύση ως σύνολο ιδιοτήτων δεν αντιδιαστέλλεται από τον περιβάλλοντα κόσμο και την ανθρώπινη φύση(όπως στους σοφιστές (Αντιφών).Ο κόσμος είναι ο κόσμος του συγκεκριμένου θεού, μέσα στον οποίο η ανθρώπινη φύση διαμορφώνεται. Ενώνεται χριστιανικά ο θεός, η φύση και ο ανθρώπινος χαρακτήρας. Άρα όταν ο Ιωακείμ αναφέρει ότι ο κόσμος θα ενωθεί με τον τρόπο του αγίου πνεύματος εννοεί ότι η κυρίαρχη ιδεολογία μπορεί να διαμορφώσει τον τρόπο διάπλασης του ανθρώπινου χαρακτήρα και της ανθρώπινης ζωής, μπορεί όποιος ελέγχει τον κόσμο να διαπλάσει τη φύση, τον κόσμο και τον ανθρώπινο χαρακτήρα δημιουργώντας ένα κόσμο πλήρως ελέγξιμο.
Αυτό συνέβη στον μεταδιαφωτιστικό κόσμο. Ο Λόγος του διαφωτισμού είναι ο εμπειρικός και πλήρως αισθητικός λόγος. Το «Άγιο πνεύμα» πλέον φώτισε τους διαφωτιστές φιλοσόφους και τους κρατιστές που έχτισαν το σύγχρονο κράτος επάνω στο διαφωτιστικό λόγο να «φονεύσουν» το θεό και να τον εσωτερικοποιήσουν μέσα στο ανθρώπινο γίγνεσθαι της επιστήμης και της τεχνολογίας. Πλέον ο θεός είναι οι έχοντες υλικά αγαθά και τον ηλεκτρονικό τρόπο διακυβέρνησης, άγιο πνεύμα είναι ο ανθρώπινος επιστημονικός λόγος, η χάρις είναι η επιστήμη, όλοι ενώνονται με βάση την ηλεκτρονική εξουσιαστικότητα και τι χρήμα. Το σχέδιο του Ιωακείμ mutatis mutandis (αναλογικά) εκπληρώνεται.
Οδεύουμε λοιπόν προς ένα κόσμο όπου οι εκλεγμένες κυβερνήσεις απλά ικανοποιούν το εξωτερικό οικονομικό γίγνεσθαι, ενώ το εσωτερικό εσχατολογικό γίγνεσθαι που καθορίζει και την πορεία αυτού του κόσμου καθορίζεται από τους κρυφούς πραγματικούς εξουσιαστές αυτού του κόσμου. Πλέον οι θρησκείες και οι προαιώνιες κοσμογονίες προσγειώνονται «πολιτειακά» στον κόσμο μας προκειμένου να δημιουργήσουν τελικές εξουσιαστικές καταστάσεις. Από αυτή την άποψη ο χριστιανισμός ένωσε τη δύση, ο μωαμεθανισμός την ανατολή, τώρα όλοι ενώνονται μπροστά στον ηλεκτρονικό «λόγο» που αντικαθιστά το θρησκευτικό αντίστοιχο λόγο. Ως Έλληνες υποχρεούμεθα να ανακαλύψουμε τέτοιους τρόπους εξόδου (από το χειρότερο σπήλαιο σκλαβιάς και ελεγξιμότητας που ανοίγεται μπροστά μας )σαν και αυτούς που παραδίδει ο Πλάτων στην αλληγορία του σπηλαίου του.

*Ο Βασίλειος Μακρυπούλιας είναι δρ. Φιλοσοφίας.

 .antibaro. 

Κυριακή 10 Μαρτίου 2024

Eric Voegelin - Οι “νόμοι” του Πλάτωνος (2)

 Συνέχεια από: Σάββατο 9 Μαρτίου 2024

KATA ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΥ (ΤΟ ΑΝΤΙΦΩΝΟ ΤΟΥ ΣΟΡΟΣ)

Eric Voegelin

Τάξη και Ιστορία

Τόμος ΙΙΙ

Πλάτων και Αριστοτέλης

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ - Οι “νόμοι”

Μια δεύτερη στοιχειώδης παρανόηση αποκρυσταλλώνεται στον ισχυρισμό ότι οι Νόμοι θα ήταν μια πραγματεία για τη "νομολογία". Η εικασία αυτή δεν είναι εντελώς λανθασμένη: στην πραγματικότητα, οι Νόμοι περιέχουν ορισμένα τμήματα που θα έπρεπε να κατατάσσονται στη νομολογία σύμφωνα με τη σύγχρονη έννοια της λέξης· και μπορεί μάλιστα να υποστηριχθεί ότι η συμβολή του Πλάτωνα στην πρόοδο του ποινικού δικαίου και στη βελτίωση των νομικών διαδικασιών δεν έχει λάβει ακόμη την προσοχή που της αξίζει. Η εικασία αυτή καθίσταται εσφαλμένη, ωστόσο, όταν ο συγκεκριμένος ισχυρισμός αποσκοπεί στο να αποδώσει την ιδέα ότι οι Νόμοι στο σύνολό τους αποτελούν μια πραγματεία για τα θέματα αυτά. Το σφάλμα προκαλείται εν μέρει από τη μετάφραση του ελληνικού νόμοι ως "laws", υπονοώντας έτσι ότι η λέξη έχει την ίδια σημασία στον Πλάτωνα με τη σύγχρονη νομική θεωρία. Ωστόσο, ο νόμος του Πλάτωνα είναι ένας όρος βαθιά διαποτισμένος με τον μύθο της φύσης και έχει ένα εύρος νοήματος που περιλαμβάνει την κοσμική τάξη, τις τελετουργικές γιορτές και τις μελωδικές μουσικές μορφές. Αν υποθέσουμε ότι πρόκειται για μια πραγματεία για τη "νομολογία" (τη "νομική επιστήμη") σημαίνει ότι αγνοούμε όλο αυτό το εύρος των εννοιών και αναπόφευκτα καταστρέφουμε την ουσία της σκέψης του Πλάτωνα. Μια ουσία που αποφεύγεται - και εδώ βρισκόμαστε στο δεύτερο λάθος αυτής της ομάδας - από τις εκκοσμικευμένες τάσεις των σύγχρονων ιστορικών και την απροθυμία τους να ακολουθήσουν τον Πλάτωνα σε μια θεωρία της πολιτικής που βασίζει την τάξη της κοινότητας στην αρμονία με το θεϊκό μέτρο.

Μια τρίτη ομάδα λανθασμένων εκτιμήσεων αφορά ένα πιο περίπλοκο πρόβλημα. Αφορά τον χαρακτηρισμό των Νόμων από τον Πλάτωνα ως το δεύτερο καλύτερο σχέδιο για την πόλιν. Ακούγεται ότι ο Πλάτωνας στη Πολιτεία είχε συλλάβει το σχέδιό του για την ιδανική πολιτεία - ένα σχέδιο που αποδείχθηκε εντελώς μη ρεαλιστικό και του οποίου τον ουτοπικό χαρακτήρα ο ίδιος είχε αρχίσει να αναγνωρίζει - και ότι στους Νόμους θα ανέπτυσσε τελικά ένα ιδανικό που θα λάμβανε υπόψη του τουλάχιστον κάποιες από τις απαιτήσεις της ανθρώπινης φύσης. Οι Νόμοι, τέλος, θα διακρίνονταν από τη Πολιτεία από την εγκάρδια αναγνώριση των ιστορικών παραδόσεων και εθίμων, καθώς και από την αναγκαιότητα των νομικών θεσμών. Ενώ η Πολιτεία στόχευε ακόμη σε κάτι που έμοιαζε με μια δικτατορική κυβέρνηση χωρίς νόμους, οι Νόμοι, από την άλλη πλευρά, αντιπροσωπεύουν την πιο ώριμη αντίληψη μιας συνταγματικής κυβέρνησης που τίθεται υπό την αιγίδα των νόμων. Σε αυτές τις αξιολογήσεις απηχεί κανείς ακόμη και μια κάποια ικανοποίηση για το ότι ο Πλάτων θα έπρεπε τελικά να εγκαταλείψει τις ιδεαλιστικές του απαιτήσεις και να κατέβει στο επίπεδο στο οποίο οι πιο συγκεκριμένοι και πιο έμπειροι σημερινοί σύντροφοί του κάνουν την καθημερινή τους δουλειά στο πλαίσιο της πολιτικής επιστήμης.

Για να διαλύσουμε όλες αυτές τις παρεξηγήσεις, θα ξεκινήσουμε από το σημείο που συζητήσαμε προηγουμένως ότι η καλή πόλις δεν είναι μια ιδανική πολιτεία, μια ιδανική κατάσταση· και ότι πράγματι στο πλατωνικό πλαίσιο ο όρος "ιδανική" δεν έχει νόημα. Η Ιδέα για τον Πλάτωνα είναι η πραγματικότητα, η οποία μπορεί να ενσαρκωθεί λίγο-πολύ στην προικισμένη με ιστορική ύπαρξη πόλιν. Μόλις γίνει αντιληπτό αυτό το σημείο, το πρόβλημα του "συμβιβασμού με την πραγματικότητα" πρέπει να επαναδιατυπωθεί. Ένας συμβιβασμός υπονοείται ασφαλώς στην έννοια του δεύτερου καλύτερου σχεδίου, αλλά πρόκειται για έναν συμβιβασμό που αφορά τον βαθμό έντασης και καθαρότητας με τον οποίο η ιδέα μπορεί να ενσαρκωθεί σε ένα δύσκολο υλικό. Η ιδέα εξακολουθεί να παραμένει η πραγματικότητα, και η πόλις της Πολιτείας παραμένει το πρώτο καλύτερο, αλλά η πρώτη ύλη -που από μόνη της δεν είναι καθόλου πραγματικότητα- μπορεί να αποδειχθεί περισσότερο ή λιγότερο ικανή να ενσαρκώσει την πραγματικότητα της ιδέας. Αν αποδειχθεί άριστη (εξαιρετικά κατάλληλη), τότε θα έχει κανείς εκείνο το επίπεδο πραγμάτωσης της ιδέας που περιγράφεται στην Πολιτεία, διαφορετικά, αν αποδειχθεί λιγότερη κατάλληλη, θα έχει τουλάχιστον το επίπεδο πραγμάτωσης των Νόμων. Σε περίπτωση που είναι ακόμη χειρότερα, ο Πλάτων προβλέπει ακόμη ένα τρίτο και ένα τέταρτο επίπεδο πραγμάτωσης. Θα συζητήσουμε το ζήτημα αυτό πιο διεξοδικά στη συνέχεια, αλλά πριν από αυτό είναι απαραίτητο να διευκρινίσουμε μια ακόμη πτυχή αυτής της παρεξήγησης. 

Το σχέδιο μιας δεύτερης καλύτερης πολιτείας φαίνεται να συνεπάγεται τη μετάβαση από το ιδεώδες της δικτατορίας που ασκεί ο φιλόσοφος-βασιλιάς σε αυτό της κυβέρνησης των νόμων, που ασκείται με τη συνταγματική συναίνεση του λαού. Σε αυτή την ανάγνωση κρύβεται μια σειρά από παρεξηγήσεις που πρέπει να επιλυθούν.

Πρώτον, οι νόμοι στους οποίους ο λαός υποτίθεται ότι συναινεί δεν είναι οι νόμοι που αρέσουν στον λαό, ούτε φτιάχνονται από τον λαό. Είναι πάντα οι νόμοι του φιλοσόφου, οι νόμοι που έχει δώσει ο Πλάτων στην πόλιν. Άλλοι νόμοι που θα μπορούσαν ενδεχομένως να αρέσουν περισσότερο στο λαό δεν θα χαρακτήριζαν τη δεύτερη καλύτερη πόλιν, ούτε καν την τρίτη ή τέταρτη καλύτερη πόλιν· πράγματι, δεν θα χαρακτήριζαν καμία πόλιν που θα μπορούσε να ειπωθεί ότι αποτελεί σε κάποιο βαθμό πραγμάτωση της ιδέας. Μια συνταγματική κυβέρνηση που αγνοεί το πνεύμα του νόμου δεν είναι για τον Πλάτωνα κάτι πραγματικό, αλλά η διαφθορά της πραγματικότητας.

Δεύτερον, η έννοια της μετάβασης από μια δικτατορική κυβέρνηση που ασκείται από τον φιλόσοφο-βασιλιά σε μια κυβέρνηση που ασκείται μέσω νόμων και με τη συναίνεση του "λαού" αγνοεί το πραγματικό περιεχόμενο τόσο της Πολιτείας όσο και των Νόμων. Οι Νόμοι δεν αντιπροσωπεύουν έναν συμβιβασμό με έναν λαό που προηγουμένως υπόκειτο σε ένα δικτατορικό καθεστώς και τώρα σε ένα νομικό καθεστώς, σε ένα κράτος δικαίου. Ο Πλάτων λυπάται όχι τόσο που δεν μπορεί να βρει έναν λαό έτοιμο να υποταχθεί, αλλά που δεν μπορεί να βρει έναν φιλόσοφο-βασιλιά ικανό να κυβερνήσει. Αν συγκρίνει κανείς την κοινωνική διαστρωμάτωση των Νόμων με εκείνη της Πολιτείας, διαπιστώνει μια κλιμάκωση της ποιότητας των κοινωνικών στρωμάτων σε σχέση με την ικανότητά τους να ενσαρκώσουν την ιδέα. Στο μεταγενέστερο έργο, η κοινοτική οργάνωση των φυλάκων της Πολιτείας έχει εξαφανιστεί, και το υψηλότερο κοινωνικό στρώμα σχηματίζεται πλέον από πολίτες που είναι μικροϊδιοκτήτες γης. Κατά συνέπεια, η οικονομική τάξη των αγροτών της Πολιτείας και των τεχνιτών των Νόμων έχει εξαφανιστεί και έχει αντικατασταθεί από δούλους και ξένους κατοίκους. Σε διαγραμματικό επίπεδο, προκύπτει η ακόλουθη εικόνα:

Πολιτεία           Νόμοι

1. φύλακες                     1.-

2. οικονομική τάξη     2. ελεύθεροι πολίτες

3.-             3. δούλοι και αλλοδαποί κάτοικοι

Αν ο Πλάτων είχε καταργήσει τη δουλεία στην Πολιτεία, την επανέφερε στους Νόμους. Αυτή η αλλαγή σε θεσμικό επίπεδο απεικονίζει καλύτερα την υποβάθμιση των προτύπων πραγμάτωσης. Ο Πλάτων δέχεται πλέον στην κοινωνία ένα στρώμα που είχε θεωρήσει ακατάλληλο ακόμη και για το επίπεδο εκπαίδευσης και στοιχειώδους μόρφωσης που ήταν προνόμιο των κοινών ελεύθερων πολιτών της Πολιτείας. Κατά συνέπεια, είχε χάσει την ελπίδα ότι θα μπορούσε να βρει άνδρες που θα μπορούσαν να γίνουν φύλακες, σε επαρκή αριθμό για να αποτελέσουν την άρχουσα τάξη μιας πόλις.

Τέλος, πρέπει να εξετάσουμε την υπόθεση ότι ο Πλάτωνας εξέλιξε τη σκέψη του από τη "δικτατορική" ιδέα της Πολιτείας σε εκείνη της "κυριαρχίας των νόμων" στο μεταγενέστερο έργο του. Για καθαρά βιογραφικούς λόγους, είναι εξαιρετικά απίθανο μια τέτοια εξέλιξη να είχε ποτέ πραγματοποιηθεί. Πίσω από μια υπόθεση σχετικά με μια τέτοια εξέλιξη δεν κρύβεται τίποτα περισσότερο από την εξίσου αυθαίρετη υπόθεση ότι πρέπει να έχει σημειωθεί μια χρονική εξέλιξη μεταξύ δύο ιδεών, δεδομένου ότι οι ημερομηνίες των αντίστοιχων δημοσιεύσεών τους απέχουν μεταξύ τους σημαντικό αριθμό ετών. Στην περίπτωση του Πλάτωνα, μπορούμε να βεβαιώσουμε, με βάση βιογραφικές πληροφορίες, ότι η στιγμή που συνελήφθη μια ιδέα δεν αντιστοιχούσε κατ' ανάγκη στη στιγμή που εκφράστηκε σε ένα εξώτερο έργο. Ομοίως, από την Έβδομη Επιστολή μαθαίνουμε ότι η ιδέα του φιλοσόφου-βασιλιά είχε αρχίσει να διαπλέκεται με εκείνη της "διακυβέρνησης των νόμων" τουλάχιστον από τότε που ο Δίων παρακάλεσε τον Πλάτωνα να έρθει στις Συρακούσες, και πιθανότατα η διαπλοκή των δύο ιδεών δεν έγινε για πρώτη φορά με τη συγκεκριμένη ευκαιρία, το 367, αλλά προηγήθηκε μια περίοδος κύησης για τη διάρκεια της οποίας μπορούμε μόνο να υποθέσουμε. Εν πάση περιπτώσει, στην Έβδομη Επιστολή ο Δίων χαρακτηρίζεται ως εκείνος που θα μπορούσε να συγκεντρώσει τη φιλοσοφία και την εξουσία στο πρόσωπό του (335D)· και η κυβέρνηση του φιλοσόφου-βασιλιά χαρακτηρίζεται ως η εγκαθίδρυση μιας τάξης στην οποία κάθε άνθρωπος μπορεί να επιτύχει την ευτυχία οδηγώντας τη ζωή του στο φως της δικαιοσύνης, είτε κατέχει ο ίδιος αυτή τη δικαιοσύνη είτε η καθοδήγηση των αγίων ανθρώπων έχει θρέψει και διαμορφώσει τα ήθη του και τις συνήθειές του στο δρόμο της δικαιοσύνης (335D). Πώς όμως ο φιλόσοφος-βασιλιάς εγκαθιδρύει αυτή την τάξη; Καταφεύγοντας σε όλα τα μέσα για να θέσει τους πολίτες υπό την πειθαρχία των καλύτερων και κατάλληλων νόμων (336A). Οι νόμοι αυτοί δεν θα αποτελούνται απλώς από έναν κώδικα νομικών κανόνων και κυρώσεων. Οι ίδιες οι νομικές διατάξεις θα εισάγονται από λόγους, τα προοίμια, που θα καθιστούν σαφή τα θεολογικά και ηθικά θεμέλια των κανόνων. Χάρη στα προοίμια, οι νόμοι θα γίνουν το εργαλείο για την εκπαίδευση των πολιτών. Είναι σαφές, λοιπόν, ότι η ιδέα των προοιμίων, ή η λογοτεχνική μορφή που θα λάβουν οι Νόμοι, μέσω των οποίων ο Πλάτων εκφράζει τη σκέψη του χρησιμοποιώντας μεγάλες συστηματικές παρεκκλίσεις, είχε ήδη συλληφθεί την εποχή της εμπλοκής του στις υποθέσεις των Συρακουσών. Στην τρίτη επιστολή, που απευθύνεται στον Διονύσιο και χρονολογείται γύρω στο 365, ο Πλάτων υπενθυμίζει στον τύραννο την προπαρασκευαστική εργασία που είχαν κάνει για να συντάξουν τα προτάγματα των νόμων των Συρακουσών το 367 (316Α). Είναι επίσης εξαιρετικά απίθανο, όπως υποδείξαμε προηγουμένως, ο Πλάτων να μην είχε ήδη συλλάβει αυτή την ιδέα πριν από αυτή την ημερομηνία.

Επομένως, από την αρχή η ιδέα του φιλοσόφου-βασιλιά πρέπει να ήταν πολύ πιο ευέλικτη από ό,τι θα μπορούσε να φανεί μόνο από την Πολιτεία. Ενώ στην Πολιτεία, οι φύλακες θεωρούνται αρκετά πολυάριθμοι ώστε να σχηματίζουν μια άρχουσα τάξη ικανή να παράσχει το στρατό, φαίνεται ότι στον Πλάτωνα πέρασε από το μυαλό του η επίσης προφανής πιθανότητα να μην επαρκεί ο αριθμός τους. Θα μπορούσε λοιπόν κανείς να προσπαθήσει να προσδιορίσει τις παραλλαγές της πραγμάτωσης της ιδέας (καλύτερη, δεύτερη καλύτερη κ.ο.κ.) αναφερόμενος στον αριθμό των ανθρώπων που θα μπορούσαν πράγματι να αποκαλούνται νομός έμψυχος. Αν ο αριθμός τους είναι επαρκής, μια ολόκληρη άρχουσα τάξη της πόλης μπορεί να θεωρηθεί νομός έμψυχος, σύμφωνα με το σχέδιο της Πολιτείας. Εάν ο αριθμός τους, από την άλλη πλευρά, είναι πολύ μικρός, οι πολίτες μιας πόλις μπορούν να εφαρμόσουν την ιδέα μόνο με τη δευτερεύουσα μορφή συνηθειών που ενσταλάζονται μέσω της εκπαίδευσης και υποστηρίζονται διαρκώς από νομικούς θεσμούς, οι οποίοι στην πραγματικότητα αποτελούν μια πραγματεία για τη ζωή μιας πόλις που ζει σύμφωνα με τον Θεό. Στη δομή αυτής της "δεύτερης" πραγμάτωσης της ιδέας, ο φιλόσοφος-βασιλιάς εισέρχεται μόνο ως νομοθέτης και συγγραφέας των προοιμίων. Αυτός ακριβώς θα ήταν ο ρόλος που θα έπρεπε να παίξει ο ίδιος ο Πλάτωνας στην προσπάθεια μεταρρύθμισης του Συρακουσιανού πολιτεύματος, και είναι ακριβώς ο ρόλος που παίζει στους Νόμους, όπου, με τη μορφή του Αθηναίου ξένου, καθοδηγεί τους νομοθέτες της πόλης της Μαγνησίας σχετικά με τις αρχές πάνω στις οποίες θα έπρεπε να προσπαθήσουν να οικοδομήσουν το πολίτευμά τους, ενώ οι μελλοντικοί πολίτες της αποικίας δεν θα είχαν άλλη επιλογή από το να συναινέσουν.

Υπό το πρίσμα μιας τέτοιας ευέλικτης αντίληψης του ρόλου του φιλοσόφου-βασιλιά στην πόλιν, θα πρέπει να αναρωτηθούμε αν η μετάβαση από τη Πολιτεία στους Νόμους θα πρέπει πράγματι να χαρακτηριστεί ως μετάβαση από μια δικτατορική μορφή διακυβέρνησης σε μια βασισμένη στο νόμο. Έχει επισημανθεί επανειλημμένα ότι η πόλις της Πολιτείας δεν είναι σε καμία περίπτωση "άνομη", όπως συχνά υποστηρίζεται. Στην πραγματικότητα, περιέχει τόσο συνταγματικό δίκαιο όσο και έναν αξιοσημείωτο κώδικα αστικών νόμων. Η αντίληψη ότι στο έργο του Πλάτωνα υπάρχει μια "εξέλιξη" και μια "ωρίμανση" προς την αναγνώριση μιας συνταγματικής διακυβέρνησης που διέπεται από νόμους θα πρέπει να παραμεριστεί. Μάλλον στο επίπεδο της εμπειρίας πρέπει να διακρίνουμε τη διαφορά μεταξύ των δύο μοντέλων. Η Πολιτεία γράφτηκε με βάση την υπόθεση ότι το κυρίαρχο στρώμα της πολιτείας αποτελείται από ανθρώπους στις ψυχές των οποίων η τάξη της ιδέας μπορεί να γίνει τόσο πλήρως αντιληπτή ώστε, από το ίδιο το γεγονός της ύπαρξής τους, θα αποτελέσουν την πηγή της τάξης της πολιτείας.
Οι Νόμοι, από την άλλη πλευρά, έχουν γραφτεί με την υπόθεση ότι η ομάδα των ελεύθερων πολιτών θα αποτελείται από ανθρώπους που μπορεί να εκπαιδευτούν από έναν κατάλληλο οδηγό για να ζήσουν μια ζωή αρετής, αλλά οι οποίοι από μόνοι τους είναι ανίκανοι να αναπτύξουν υπαρξιακά μέσα τους την πηγή της τάξης, και επομένως χρειάζονται τη συνεχή πειθώ που εκφράζεται στα προτάγματα καθώς και τις κυρώσεις που επιβάλλονται από το νόμο για να μην παρεκκλίνουν από το στενό μονοπάτι. Συμπερασματικά, μπορεί να ειπωθεί ότι τόσο η Πολιτεία όσο και οι Νόμοι παρέχουν νομικούς θεσμούς για μια πολιτική κοινωνία, αλλά ότι τους παρέχουν σε δύο διαφορετικούς τύπους πολιτών· η διαφορά επιπέδου μεταξύ της "καλύτερης" και της "δεύτερης καλύτερης" πόλις δίνεται από την ποιότητα των ανθρώπων που έχει κατά νου ο Πλάτων ως δοχεία της ιδέας.

Εδώ ολοκληρώνουμε την εξέταση των παρανοήσεων που κυκλοφορούν, και ιδίως εκείνων που αφορούν τη δεύτερη καλύτερη πόλι. Ωστόσο, δεν μπορούμε να κλείσουμε αυτή την ενότητα παραλείποντας να συμβουλευτούμε την αυθεντία που συνήθως αγνοείται σε όλο αυτό το συνονθύλευμα αντικρουόμενων απόψεων, δηλαδή τον ίδιο τον Πλάτωνα. Στους Νόμους έγραψε μια σελίδα (739Β- 740Α) για την έννοια του όρου καλύτερη πόλις και δεύτερη καλύτερη πόλις. 'Η καλύτερη πόλις, σύνταγμα και σύστημα νόμων' υπάρχει όταν οι πολίτες διαπνέονται από την αρχή ότι μεταξύ φίλων όλα τα πράγματα είναι κοινά. Αυτό σημαίνει ότι "οι γυναίκες, τα παιδιά και όλα τα υπάρχοντα" πρέπει να είναι κοινά· ότι τα πράγματα που από τη φύση τους είναι ιδιωτικά, όπως τα μάτια, τα αυτιά και τα χέρια, πρέπει να φαίνεται ότι βλέπουν, ακούν και ενεργούν από κοινού· ότι όλοι πρέπει να εγκρίνουν και να καταδικάζουν από κοινού και να αισθάνονται χαρά ή λύπη στις ίδιες περιπτώσεις. Αν οι νόμοι μιας πολιτείας την ενώνουν τόσο πολύ με αυτή την έννοια, τότε θα έχετε την πολιτεία που είναι "αληθέστερη, καλύτερη και άριστη εν τη αρετή" από οποιαδήποτε άλλη που έχει οικοδομηθεί με διαφορετική αρχή. Εάν ποτέ υπάρξει μια τέτοια πόλις "όπου ζουν θεοί ή παιδιά θεών, είτε πολλοί είτε μόνο ένας", τότε οι πολίτες θα έχουν επιτύχει μια αυθεντικά ευτυχισμένη ζωή. Δεν πρέπει να αναζητά κανείς αλλού ένα πρότυπο πολιτεύματος, αλλά να προσκολλάται μόνο σε αυτό και να προσπαθεί να το πλησιάσει όσο το δυνατόν περισσότερο στη διαμόρφωση ενός πολιτεύματος, στην κατασκευή ενός συντάγματος. Το σύνταγμα που συζητούν οι συνομιλητές των Νόμων θα είναι, αν ποτέ υλοποιηθεί, το πιο κοντινό στο πρότυπο: επομένως θα είναι όσο το δυνατόν "πιο κοντά στην αθανασία" και για τον λόγο αυτό θα πρέπει να αποκαλείται το δεύτερο καλύτερο.

Μετά από αυτές τις διευκρινίσεις, ο Πλάτων συνεχίζει αμέσως να αναπτύσσει τον καταμερισμό της ιδιοκτησίας στη δεύτερη καλύτερη πόλις (740). Η γη και τα σπίτια θα πρέπει να διανέμονται μεταξύ των πολιτών. Δεν θα πρέπει να καλλιεργούν τη γη από κοινού - καθώς αυτό θα ήταν εκτός του πεδίου αυτού που υποθέσαμε ότι είναι "η καταγωγή τους, ο τρόπος αναπαραγωγής τους και η εκπαίδευσή τους". Ωστόσο, αφού πραγματοποιηθεί η διανομή, οι ιδιοκτήτες θα πρέπει να γνωρίζουν ότι τα οικόπεδά τους δεν είναι παρά τμήματα της κοινής ουσίας της πόλις κ.ο.κ.

Αυτά τα αποσπάσματα είναι υπεραρκετά για να φωτίσουν το πρόβλημα.
Η τάξη της καλύτερης πόλις προϋποθέτει ότι έχει αποδοθεί σε μια κοινότητα φιλέων, δηλαδή ανθρώπων που συνδέονται με έναν υπαρξιακό δεσμό, τη φιλία. Μόνο υπό αυτή την προϋπόθεση μπορεί να πραγματωθεί η αληθινή ΚΟΙΝΩΝΙΑ η οποία δεν είναι αυτή των γυναικών, των παιδιών και των περιουσιών, αλλά είναι η ΚΟΙΝΩΝΙΑ του ήθους και του πάθους. Όμως οι άνθρωποι που είναι ικανοί να είναι αληθινά φίλοι είναι σπάνιοι, τόσο σπάνιοι που ο Πλάτων μιλάει γι' αυτούς ως "θεούς ή γιους θεών". Μόνο όταν, με κάποιο θαύμα, τέτοια ημι-θεϊκά όντα θα ζούσαν σε μια πόλιν, θα μπορούσε η ζωή της να διαταχθεί από τους νομούς (739D) που επικαλείται η Πολιτεία. Κατά κανόνα, πρέπει να υποθέσουμε ότι έχουμε να κάνουμε με ανθρώπινο υλικό κάπως διαφορετικής φύσης (γένεση), και για να διατάξουμε την κοινωνική ζωή των πιο συνηθισμένων ανθρώπινων όντων πρέπει να αρκεστούμε σε νόμους που χαρακτηρίζονται ως "δευτεροβάθμιοι".

Αλλά αυτή η δεύτερη-καλύτερη τάξη συνδέεται στενά με την πρώτη-καλύτερη, εφόσον η ιδέα της υπαρξιακής κοινότητας που εκφράζεται στους νομούς τής πρώτης τάξης πρέπει να εκφράζεται και στους νομούς τής δεύτερης τάξης. Θα πρόκειται απλώς για μια διαφορά στην ένταση, και η δεύτερη τάξη θα ενσωματώνει τόση ουσία της πρώτης όσης θα επιτρέπει ένα ασθενέστερο ανθρώπινο δοχείο.


Συνεχίζεται

Σάββατο 9 Μαρτίου 2024

Eric Voegelin - Οι “νόμοι” του Πλάτωνος (1)

KATA ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΥ (ΤΟ ΑΝΤΙΦΩΝΟ ΤΟΥ ΣΟΡΟΣ)

Eric Voegelin

Τάξη και Ιστορία

Τόμος ΙΙΙ

Πλάτων και Αριστοτέλης

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ - Οι “νόμοι”

Όταν ο Πλάτων πέθανε το 347, άφησε ημιτελές το τελευταίο του έργο, τους Νόμους. Αν και τυπικά ολοκληρωμένοι μέχρι την τελευταία λέξη, οι Νόμοι έχουν κάποιες υφολογικές ατέλειες και κάποιες οριακές αντιφάσεις που υποδηλώνουν την έλλειψη μιας τελικής αναθεώρησης. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να επιδεινωθεί το πρόβλημα, αν και πρέπει να παραδεχτούμε ότι πρόκειται για μια περίσταση που προκαλεί μια κάποια δυσαρέσκεια, αφού δεν είναι γνωστό σε ποιο βαθμό μια επέμβαση βελτίωσης ορισμένων λεπτομερειών και περιπλοκών θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα την αλλαγή της γενικής δομής του έργου. Όπως και να έχει, το να μιλάμε για την κατάσταση στην οποία έφτασε το έργο σαν να επρόκειτο για ένα είδος "πρώτου προσχεδίου", όπως έγινε από πολλές πλευρές, φαίνεται εντελώς αδικαιολόγητο. Αν αναφέρουμε το πρόβλημα, είναι επειδή οι υφολογικές επιφυλάξεις για τους Νόμους προστέθηκαν στον ήδη μεγάλο αριθμό επικρίσεων που είχαν ασκηθεί στο σύνολο του ύστερου έργου του Πλάτωνα. Και, όπως και στην περίπτωση του διαλόγου "Πολιτικός", έτσι και εδώ ένα πλέγμα παρανοήσεων τυποποιήθηκε σε σημείο που να σχηματίζει ένα εμπόδιο που -αν και έχει πρόσφατα διαβρωθεί- συνεχίζει να εμποδίζει την επαρκή ερμηνεία του έργου αυτού. Το πρώτο μας καθήκον θα είναι επομένως να απομακρύνουμε τα εμπόδια που εξακολουθούν να στέκονται στο δρόμο μιας κριτικής ανάλυσης των Νόμων.

1. Ορισμένες παρανοήσεις σχετικά με τους "Νόμους"

Η πρώτη από τις κατηγορίες στρέφεται κατά του ύφους του έργου. Λέγεται ότι το έργο είναι μακρόσυρτο, φλύαρο, γεμάτο παρεκκλίσεις και κακώς οργανωμένο και ότι, από τον τρόπο που αντιμετωπίζονται τα προβλήματα, διαρρέει η ακαμψία της μεγάλης ηλικίας. Τέλος, εκφράζεται η λύπη ότι ο Πλάτων είχε πλέον χάσει τη δημιουργική δύναμη που είχε επιδείξει στη "Πολιτεία". Σε αυτού του είδους την κριτική μπορεί κανείς να απαντήσει ότι, με εξαίρεση μερικές μικρές ελλείψεις που οφείλονται στην έλλειψη τελικής αναθεώρησης, τα υπόλοιπα είναι εντελώς αδικαιολόγητες κατηγορίες. Είναι αλήθεια ότι οι Νόμοι είναι καρπός του γήρατος, αλλά όχι με την έννοια ότι από αυτούς πηγάζει αδυναμία ή παρακμή. Αντίθετα, εκπέμπουν την ωριμότητα του ύφους που χαρακτηρίζει εκείνα τα υψηλά πνεύματα που διατηρούν ακέραια τη ζωτικότητά τους μέχρι το τέλος: έχει επιτευχθεί το σημείο όπου το θέµα είναι πλέον εξ ολοκλήρου στη διάθεση του δασκάλου, η δημιουργική διαδικασία μοιάζει να γίνεται αβίαστα και η σύµπραξη έκφρασης και περιεχομένου είναι τόσο στενή που ο δημιουργός εξαφανίζεται πίσω από ένα δημιούργημα που μοιάζει με αυθόρμητη ανάπτυξη.

Αν και οι κατηγορίες είναι αδικαιολόγητες, έχουν ωστόσο μια προφανή αιτία, καθώς οι επικριτές δεν έχουν κατανοήσει καθόλου την τυπική οργάνωση των Νόμων. Μπορούμε κατ' αρχάς να χαρακτηρίσουμε αυτό το πρόβλημα της μορφής ως τη μετάβαση από μια εξωτερική οργάνωση του υλικού, μέσω διαιρέσεων και περαιτέρω υποδιαιρέσεων, σε μια εσωτερική οργάνωση μέσω της επανάληψης κυρίαρχων μοτίβων σε μια ροή συνειρμών. Οι Νόμοι παρουσιάζουν μόνο μία κύρια διαίρεση - αυτή που διαχωρίζει τα τρία πρώτα βιβλία από τα υπόλοιπα εννέα. Η διαίρεση αυτή εκπληρώνει ακριβώς τον σκοπό της παροχής ενός είδους άρθρωσης μέσω ορισμένων κυρίαρχων μοτίβων, δεδομένου ότι στα τρία πρώτα βιβλία τα μοτίβα αυτά αναπτύσσονται, ενώ στα βιβλία IV έως XII εφαρμόζονται στην έκθεση των νόμων της πόλις. Κατά τη διάρκεια αυτών των εννέα βιβλίων, η θεματολογία οργανώνεται σύμφωνα με μια λίγο πολύ συστηματική σειρά -από την επιλογή του τόπου και του πληθυσμού της πόλης, μέχρι τους κοινωνικούς θεσμούς, τη δικαστική εξουσία, την εκπαίδευση, τις γιορτές, το αστικό και το ποινικό δίκαιο- αλλά αυτή η συστηματική σειρά υποτάσσεται στη σειρά που παρέχουν τα κυρίαρχα μοτίβα. Η κορύφωση αυτής της εσωτερικής οργάνωσης επιτυγχάνεται στο Βιβλίο VII (για την εκπαίδευση) και στο Βιβλίο X (για τη θρησκεία), όπου επανέρχονται τα μοτίβα που διατυπώθηκαν στο Βιβλίο I, δηλαδή με το σύμβολο του Θεού που, προσηλωμένος στο παιχνίδι της τάξης και της ιστορίας, χρησιμοποιεί τον άνθρωπο ως μαριονέτα του. Μόλις γίνει κατανοητή αυτή η οργάνωση, η ανάγνωση των Νόμων γίνεται μια συναρπαστική εμπειρία. Συνδέοντας αλυσίδες σκέψεων που εξαρτώνται από τα κυρίαρχα σύμβολα, ο Πλάτων έχει εκχύσει την ώριμη σοφία του για τα προβλήματα του ανθρώπου σε μια πολιτική κοινωνία. Στο εύρος της, αυτή η σούμα του ελληνικού βίου αγκαλιάζει τις συνέπειες του Τρωικού πολέμου και της δωρικής εισβολής, αναλύει την αποτυχία της δωρικής βασιλείας με στρατιωτικό αποτύπωμα και τη φρίκη της αθηναϊκής θεατροκρατίας, προβληματίζεται για τις συνέπειες της εκπαίδευσης των χαρεμιών στους Πέρσες βασιλείς, τη διατήρηση των καλλιτεχνικών μορφών στην Αίγυπτο, τις συνέπειες του Διαφωτισμού και την ανακριτική εφαρμογή ενός δόγματος, το ήθος των μουσικών κλιμάκων καθώς και για το ότι το να ψαρεύεις ως άθλημα είναι ανεπιθύμητο. Σε ορισμένους κριτικούς, όλοι αυτοί οι συνειρμοί μπορεί να φαίνονται ως ένα ξέσπασμα παρεκκλίσεων· σε εμάς φαίνεται ότι δεν υπάρχει νεκρή γραμμή στο έργο, με την έννοια ότι κάθε γεγονός και κάθε επιχείρημα που παρατίθεται εκπληρώνει τον σκοπό του, προσθέτοντας κάτι επιπλέον στο απέραντο πανόραμα της ανθρώπινης ζωής σε όλες τις εκφάνσεις της, από τη γέννηση έως τον θάνατο.

Υπάρχουν δύο άλλες παρανοήσεις που δεν αξίζουν παρά μια σύντομη αναφορά. Στους Νόμους ο Πλάτων εκφράζει επαρκώς τη θρησκευτική του θέση· η πόλις της οποίας την ίδρυση και οργάνωση περιγράφει μπορεί να χαρακτηριστεί ως θεοκρατικό κράτος. Στη φιλελεύθερη εποχή, ένα έργο αυτού του είδους ήταν βέβαιο ότι θα προκαλούσε επιφυλάξεις στους μελετητές για τους οποίους ο διαχωρισμός εκκλησίας και κράτους αποτελούσε θεμελιώδες δόγμα και για τους οποίους μια θεωρία της πολιτικής έπρεπε να ορίζεται με όρους κοσμικού κράτους. Η φιλελεύθερη προκατάληψη επιμένει ακόμη και σε ορισμένες πιο πρόσφατες ερμηνείες των Νόμων. Ο Πλάτων θα ήταν στην καλύτερη περίπτωση "αντιδραστικός", στη χειρότερη "ολοκληρωτικός", λόγω των διατάξεων που κάνει για την επιβολή των θρησκευτικών πεποιθήσεων και των ποινών που επιβάλλονται σε αντιθρησκευτικές εκφράσεις. Άλλοι πάλι βρίσκουν ελαφρυντικά στην προχωρημένη ηλικία του Πλάτωνα: όταν ένας άνθρωπος γερνάει, είναι γνωστό ότι γίνεται πιο θρησκευόμενος, οπότε ένα συμπονετικό πέπλο πρέπει να πέσει πάνω από την αδυναμία ενός κατά τα άλλα σπουδαίου μυαλού. Το ότι δεν πρέπει να προσεγγίζει κανείς τα προβλήματα του Πλάτωνα από μια τέτοια δογματική θέση είναι προφανές και δεν αξίζει να το συζητήσουμε περαιτέρω.

(Συνεχίζεται)

Παρασκευή 17 Νοεμβρίου 2023

Η αντίσταση του υπερβατικού που κάνει την ιστορία απρόβλεπτη

 Simone Paliaga


Πηγή: Avvenire

Το "Order and History" (Η "Τάξη και Ιστορία") είναι το μεγάλο έργο του Γερμανού φιλοσόφου Eric Voegelin, γνωστού για την κριτική του στον υλισμό του σύγχρονου κόσμου που αγνοεί την εμπειρία της υπέρβασης. 
Υπάρχουν συγγραφείς που δεν περιλαμβάνει ο φιλοσοφικός
κανόνας, αλλά δεν μπορούν να θεωρηθούν άσχετοι γι' αυτό. Μετά υπάρχουν και άλλοι, σχεδόν εντελώς ξεχασμένοι.Και αυτό όχι γιατί έχουν ελάχιστο ενδιαφέρον αλλά γιατί λόγω της μεθόδου έρευνας που χρησιμοποιήθηκε, είναι δύσκολο να χωρέσουν στην περίμετρο ορισμένων αναγνωρισμένων Αυτή είναι η περίπτωση του Eric Voegelin (1901-1985), ενός από τους σημαντικότερους φιλοσόφους του εικοστού αιώνα, του οποίου το όνομα είναι δύσκολο να βρεθεί στα εγχειρίδια, ίσως και επειδή δεν ευθυγραμμίζεται με ένα κυρίαρχο όραμα της ζωής, σήμερα και στούς χρόνους του, που αγνοεί την εμπειρία της υπερβατικότητας. Οι συνέπειες της δυσπιστίας του προς τον σύγχρονο κόσμο βρίσκονται στην εκδοτική του παρουσία στην Ιταλία, η οποία δεν μπορούμε να πούμε ότι είναι ιδιαίτερα ευημερούσα. Αφότου ο εκδοτικός οίκος Borla, με επικεφαλής τον Alfredo Cattabiani, είχε δημοσιεύσει το La nuova Scienza Politica («Η νέα Επιστήμη της Πολιτικής»), στη σειρά που επιμελήθηκε ο Augusto Del Noce και ο Elémire Zolla, ελάχιστα έργα του Voegelin είδαν το φως της δημοσιότητας, αν αγνοήσουμε ορισμένες εκδόσεις που εκδόθηκαν από τους Giuffrè, Medusa και τον τόμο αφιερωμένο στον Πλάτωνα που εκδόθηκε από το Mulino με πρωτοβουλία του Nicola Matteucci. Πολύ λίγα, ωστόσο, σε σύγκριση με τους τριάντα τέσσερις τόμους που απαρτίζουν τα πλήρη έργα, και κυρίως σε σύγκριση με τους πέντε τόμους που συγκεντρώνουν το μεγάλο έργο του, Τάξη και Ιστορία, του οποίου το προαναφερθέν κείμενο για τον Έλληνα φιλόσοφο αποτελεί μέρος του τρίτου τόμου.
Από το 2009, ο εκδότης Vita e Pensiero, κοντράροντας την εκδοτική μόδα, ανέλαβε μια εντυπωσιακή δουλειά να κάνει τους πέντε τόμους του Order and History διαθέσιμους στον Ιταλό αναγνώστη. Μετά τη δημοσίευση του πρώτου, αφιερωμένου στο Ισραήλ και την αποκάλυψη, και του δεύτερου, που επικεντρώθηκε στον κόσμο της πόλης, χάρη στην αυτοθυσία της Nicoletta Scotti Muth, καθηγήτριας ιστορίας της αρχαίας μεταφυσικής στο Καθολικό Πανεπιστήμιο της Ιερής Καρδιάς του Μιλάνου και υποστηρικτή της εκδοτικής επιχείρησης, ο τρίτος τόμος του Order and History θα κυκλοφορήσει στις 10 Νοεμβρίου, αφιερωμένος στην αντιμετώπιση της σκέψης του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη (448 σελίδες, 35,00 €), 
που αμφότεροι νοούνται ως στοχαστές της κρίσης της πόλις.
Για να κατανοήσουμε τον τόνο του επιχειρήματος που ανέπτυξε ο Eric Voegelin και γιατί του έχει δοθεί τόσο λίγη προσοχή, αρκεί να ξεκινήσουμε από τις λέξεις με τις οποίες ξεκινά ο πρώτος τόμος του μνημειώδους έργου του: «Ο Θεός, ο άνθρωπος, ο κόσμος και η κοινωνία που σχηματίζουν μια αρχέγονη κοινότητα ύπαρξης». Από εδώ και μόνο μπορούμε να αντιληφθούμε την απόσταση, ή ακόμα και την αποξένωση, που χωρίζει τον Voegelin από άλλα σκέλη της πολιτικής φιλοσοφίας του εικοστού αιώνα. Αναγνωρίζοντας ότι οι άνθρωποι συμμετέχουν στο «δράμα της ύπαρξης», αντιτίθεται ριζικά στον θετικισμό των κοινωνικών και νομικών επιστημών της εποχής. Η προσέγγισή του βασίζεται στην ανάγκη να ξεκινήσει ένας προβληματισμός ξεκινώντας από την ανάλυση των συμβόλων μέσω των οποίων εκφράζονται οι ανθρώπινες εμπειρίες της πραγματικότητας, και μεταξύ αυτών ειδικότερα οι εμπειρίες της τάξης.
Αυτό στο οποίο αναφέρεται ο γεννημένος στην Κολωνία στοχαστής με την προηγούμενη έκφραση πρέπει να γίνει κατανοητό ως «η εμπειρία συμμετοχής της συνείδησης στην πραγματικότητα», όπως διευκρινίζει η Nicoletta Scotti Muth στην εισαγωγή. Και συγκεκριμένα η εμπειρία πρέπει να θεωρηθεί τόσο της πολιτικής τάξης όσο και της τάξης του όντος, και τα δύο σχετικά με την αναγνώριση ενός νοήματος στην ιστορία της ανθρωπότητας. Η κρίση μιας πολιτικής τάξης είναι το θέμα στο επίκεντρο ολόκληρου του προβληματισμού του Voegelin, ακόμη και όταν ασχολείται με μυστικιστές φιλοσόφους ή με τον Πλάτωνα. Φουντώνει όχι επειδή συναντά κανείς «ένα λάθος σχετικά με τη δικαιοσύνη, αλλά όταν κινείται, υποκύπτει στην κοινωνική πίεση, σε αυτό που ονομάστηκε "έμφαση της πραγματικότητας"». Όταν δηλαδή, έχοντας εγκαταλείψει την εμπειρία της αλήθειας, ο άνθρωπος κινείται προς την κοινωνικά κυρίαρχη εμφάνιση, στην οποία το όνειρο τείνει να γίνει πραγματικότητα. Στην κοινωνία όπου επικρατεί αυτή η στροφή, οι άνθρωποι, ενδίδοντας στις επιθυμίες τους, ζουν σαν να ονειρεύονται. Αν προτιμάτε το όνειρο να ζήσουμε τις επιθυμίες μας αντί της αλήθειας, αυτό που χάνεται είναι η εμπειρία της υπέρβασης στην οποία βασίζεται η κατανόηση της κοινής ανθρωπότητας των ανθρώπων.
Σε αυτό το πλαίσιο «χάνεται η εμπειρία της συμμετοχής σε μια καθολική τάξη, το ξυνόν με την ηρακλειτική έννοια, προειδοποιεί ο Voegelin. Η πραγματικότητα ανάγεται στη ζωή των παθών του ατόμου και η καθολικότητα της τάξης πρέπει επομένως να ανασυσταθεί ξεκινώντας από τα μόνα στοιχεία που βιώνονται ως πραγματικά. Αν το πάθος είναι η μόνη πραγματικότητα, η τάξη, η οποία υπό μια ορισμένη έννοια υπάρχει ακόμη και σε μια διεφθαρμένη κοινωνία, θα οικοδομηθεί στη βάση μιας συμφωνίας μεταξύ ατόμων που χαρακτηρίζονται από πάθη». Η μόνη δυνατή λύση είναι η τεχνητή κατασκευή ενός κοινού κόσμου φτιαγμένου από την απλή συνύπαρξη ιδιωτικών κόσμων. Ο δημιουργός αυτής της στρατηγικής τον δέκατο έβδομο αιώνα ήταν ο Thomas Hobbes «στον οποίο η συμβατική συμφωνία υποκινήθηκε από ένα πάθος που αποδίδεται στην ίδια κατηγορία παθών που είχε προκαλέσει την απομόνωση του ατόμου. Στην πραγματικότητα, ο Χομπς έκανε τον φόβο του θανάτου το κυρίαρχο πάθος που θα οδηγήσει τον άνθρωπο να απαρνηθεί την πλήρη ικανοποίηση άλλων παθών».
Η απώλεια της εμπειρίας της αλήθειας και η στροφή προς τη γνώμη και τις επιθυμίες φέρνει μαζί της συνέπειες τόσο σε πολιτικό όσο και σε προσωπικό επίπεδο. «Ο άνθρωπος είναι ουσιαστικά ένα κοινωνικό ον - επισημαίνει ο Voegelin -. Το να ζεις στην αλήθεια αντιτιθέμενος στη φαινομενικότητα σε μια εποχή που η δύναμη της κοινωνίας ευθυγραμμίζεται με την πλευρά της φαινομενικότητας συνιστά ένα πνευματικό φορτίο αδύνατο να το σηκώσουν οι πολλοί, εξαιρετικά επαχθές για τους λίγους που μπορούν. Η πίεση που ασκείται από την ανάγκη συμμόρφωσης διεισδύει στην ψυχή, αναγκάζοντάς την να αποδίδει τα βιωματικά χαρακτηριστικά της αλήθειας στη γνώμη. Το τελευταίο στάδιο θα συνίστατο στην πλήρη τύφλωση της ψυχής, αποκόπτοντας από αυτήν, μέσω ενός προγραμματισμένου ψυχολογικού ελέγχου, κάθε ικανότητα να επαναφέρει τον εαυτό της στην εμπειρία της υπέρβασης. Αυτό ακριβώς βρίσκουμε στα σύγχρονα μαζικά πολιτικά κινήματα». Ωστόσο, η αναζήτηση της τάξης στην οποία κατοικεί ο άνθρωπος, όπως δηλώνεται στον τίτλο του τελευταίου τόμου του Order and History που δημοσιεύτηκε μετά θάνατον, πάντα προμηνύει μέσα της μια πιθανή εμπειρία υπέρβασης, καθιστώντας την ιστορία απρόβλεπτη.

La resistenza del trascendente che rende imprevedibile la storia (ariannaeditrice.it)