Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σοπενχάουερ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σοπενχάουερ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 2024

Hegel, Heidegger και το θεμέλιο της Ιστορίας( 22)

 Συνέχεια από: Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2024

Hegel, Heidegger και το θεμέλιο της Ιστορίας
Κεφάλαιο 3: Το θεμέλιο της Ιστορίας ως φαινομενολογία ε
Η «Εισαγωγή»


Παράγραφος 7.
Η αληθινή γνώση για τον Hegel, όπως και για τον Πλάτωνα, αναδύεται μέσα στην, και δια της αναμνήσεως αυτού που είναι πάντοτε, και συνεπώς ήδη παρόν. Η ανάμνηση αυτή όμως εξαρτάται από την εμπειρία που προκαλεί την μνήμη αυτού που είναι ήδη έμμεσα γνωστό. Και έτσι, ενώ η επιστήμη είναι αιώνια-«η παρουσίαση του Θεού, όπως είναι στην αιώνια ουσία του, πριν τη δημιουργία της φύσεως και του πεπερασμένου πνεύματος»-μπορεί να γίνει γνωστή μόνο μέσα στην ανάμνηση και όπως έρχεται στην ανάμνησηΗ επιστήμη λοιπόν προϋποθέτει την ιστορία, τόσο ως διαλεκτικό ταξίδι της ψυχής, όσο και ως συλλογή των συγκεκριμένων μορφών της ανθρώπινης συνείδησης δια των οποίων περνά. Η επιστήμη δεν είναι ιστορία, αλλά η ιστορία είναι απαραίτητη προϋπόθεση της επιστήμης, και η αλήθεια καθ’ εαυτή μπορεί να είναι, εφόσον η ιστορία δεν είναι, δηλαδή, εφόσον η ιστορία έχει έλθει στην κατάληξη της. Αν η συνείδηση δεν έχει περάσει από όλες τις δυνατές μορφές της, δεν μπορεί να τις θυμηθεί στην ολότητα τους, και επομένως δεν μπορεί να γνωρίζει απόλυτα.

Αναδύεται φυσικά το ερώτημα, πως η διαδικασία της διαλύσεως μπορεί να είναι ολοκληρωμένη και πως μπορεί να θεμελιωθεί ή να προσδιορισθεί επαρκώς. Η φυσική συνείδηση τουλάχιστον, δεν βλέπει αυτή τη διάλυση της αλήθειας και του κόσμου της, ως μια λογική ιστορική εξέλιξη, αλλά ως παρουσίαση του τίποτα, ως ολοσχερή και διαρκή εκμηδένιση των πάντων. Για την φυσική συνείδηση κάθε αλλαγή φαίνεται εκφυλισμός. Σύμφωνα με τον Hegel, ένας τέτοιος σκεπτικισμός, ή ίσως καλύτερα μηδενισμός, χάνεται μέσα στην αρνητικότητα του παρόντος, την στιγμή της ίδιας του της απώλειας, και αντικειμενοποιεί τον συγκεκριμένο του πόνο, ως καθολική και ολοσχερή άρνηση. Ορθά κατανοημένο, αυτό το τίποτα το οποίο βιώνει ο σκεπτικισμός είναι απλώς ο τιποτένιος χαρακτήρας αυτού που περνά, και η αλλαγή δεν είναι αποτέλεσμα της απόλυτης, αλλά της καθορισμένης άρνησης, της άρνησης που είναι γέφυρα προς, και πηγή μιας νέας μορφής. Και έτσι, ενώ η φυσική συνείδηση μπορεί να απελπιστεί ψάχνοντας ένα νόημα (reason) στην ιστορία, η απελπισία αυτή αναδύεται από μια λανθασμένη αντίληψη περί της ουσίας της ιστορίας. Κατανοημένη ως διαδικασία καθορισμένης άρνησης, η αναγκαιότητα της αλληλουχίας των μορφών και ο ολοκληρωμένος χαρακτήρας της σειράς καθίσταται προφανής. Η έννοια της καθορισμένης άρνησης που εισάγει ο Hegel, είναι η κρίσιμη έννοια στην μεταμόρφωση (που ο ίδιος επιφέρει) του υπερβατικού ιδεαλισμού.

Με την πρώτη ματιά θα φαινόταν ότι ο Hegel σφάλλει, ότι δηλαδή η άρνηση κάποιου πράγματος έχει την ίδια πιθανότητα να είναι τίποτα, όπως και κάτι άλλο. Ακόμα και αν η άρνηση παράγει κάποιο άλλο πράγμα, δεν υπάρχει κάποιος προφανής λόγος, γιατί θα έπρεπε να είναι ένα συγκεκριμένο, και όχι κάποιο άλλο πράγμα. Όπως όμως το επισημαίνει ο Ιππόλυτος, κάθε ιστορική κατάσταση είναι καθορισμένη, και ως τέτοια είναι ήδη μια άρνηση (omnis affirmatio est negatio). Επομένως, κάθε ιστορική άρνηση, είναι άρνηση της άρνησης. Το να αρνηθεί ή να καταστρέψει κανείς μια ιστορική μορφή, σημαίνει να καταστρέψει μια άρνηση, δηλαδή την αντίφαση ή την αποξένωση που είναι παρούσα μέσα σε αυτήν την μορφή, και που την χαρακτηρίζει ή την καθορίζει. Η νέα μορφή λοιπόν που αναδύεται από την άρνηση είναι κατά τον Hegel η απαραίτητη συνέπεια του καθορισμένου χαρακτήρα της προηγηθείσας ιστορικής μορφής. Με την έννοια αυτή, η ιστορική αλλαγή δεν είναι αποτέλεσμα εφαρμογής μιας εξωτερικής δύναμης, αλλά συνέπεια της υπέρβασης ή συμφιλίωσης της εσωτερικής αντιφάσεως. Όπως τονίσαμε στο τελευταίο κεφάλαιο, η πηγή της συμφιλίωσης είναι η αναγκαιότητα της αντιφάσεως ή της αρνήσεως, και αυτή η αναγκαιότητα εγκαθιδρύει την ενότητα της ιστορικής διαδικασίας. Η ιστορία δεν είναι διαδικασία του ερχομού στο είναι και της παρόδου. Στην ιστορία, όπως την κατανοεί ο Hegel, τίποτα δεν χάνεται για πάντα, κάθε στιγμή ή μορφή συνειδήσεως διατηρείται και συγκροτείται σε μια ολότητα του απολύτου. Επομένως, «η πληρότητα των μορφών της μη πραγματικής συνειδήσεως προέρχεται από την αναγκαιότητα της προόδου και της συνέχειας της». Η λύση που δίνει ο Hegel στην αντινομία διαμορφώνει έτσι τη βάση της αντίληψης του για την καθορισμένη άρνηση και επομένως για την αναγκαιότητα και ολοκλήρωση της ίδιας της ιστορίας. Η αναγκαιότητα αυτή και η ολοκλήρωση, δεν είναι τίποτε άλλο παρά φαινομενολογικό θεμέλιο.

Παράγραφος 8.

Το τέλος ή ο σκοπός αυτής της διαδικασίας, είναι κατά τον Hegel τόσο καλά εγκαθιδρυμένος, όσο και η τάξη της προόδου, καθώς (η διαδικασία αυτή) πρέπει να τελειώσει, όταν κάθε αντίφαση θα έχει υπερβαθεί, και το υποκείμενο και το αντικείμενο θα έχουν συμφιλιωθεί στην παρουσία (parousia) του απολύτου. Το τέλος της ανάπτυξης της συνειδήσεως εμπεριέχεται (υπονοείται) μέσα στην ίδια τη συνείδηση. Ως καθορισμένη, η συνείδηση είναι αντιφατική-είναι υποκείμενο και αντικείμενο. Είναι όμως και άρνηση της αντιφάσεως αυτής, και επομένως συμφιλιώνει τον εαυτό της με τον εαυτό της. Κατά τον Hegel, η συνείδηση έχει αυτό τον διπλό χαρακτήρα, καθώς σε αντιπαραβολή προς το απλώς φυσικό, η συνείδηση είναι η έννοια του εαυτού της, είναι δηλαδή αυτό-συνείδηση. Με τον τρόπο αυτό υπερβαίνει πάντοτε τον εαυτό της και τον εμπεριέχει, και είναι πράγματι το ίδιο της το επέκεινα. Είναι τόσο μέσα, όσο και έξω ή πάνω από τον εαυτό της. Με τον τρόπο αυτό, αποξενώνει τον εαυτό της από τον εαυτό της, και ταυτόχρονα συμφιλιώνει τον εαυτό της με τον εαυτό της.

Η συνείδηση λοιπόν ανεβαίνει πάνω από τη φύση και απελευθερώνεται από τους νόμους της φύσεως. Αυτό που είναι απλά ζωντανό, απλά φυσικό, μπορεί να ενωθεί ή να συμφιλιωθεί μόνο με το αντίθετο του, δηλαδή με το όλο, από το οποίο έχει αποσπαστεί μέσα στην ατομικότητα του, διά του θανάτου, καθώς μόνο ο θάνατος καταστρέφει τη φυσική ατομικότητα των ζωντανών πραγμάτων. Η συνείδηση όμως, σύμφωνα με τον Hegel, φέρει τον ίδιο της τον θάνατο, καθώς καταστρέφει τον διαχωρισμό της, και ενώνει τον εαυτό της με τον εαυτό της, μέσα στον και διά του θανάτου αυτού.

Αυτό το χαρακτηριστικό της συνειδήσεως, να είναι πάντα πέρα από τον εαυτό της, την βγάζει έξω από τον κόσμο της απόλαυσης της, και την ωθεί προς μια νέα συμφιλίωση και ένωση με τον εαυτό της. Η επιδίωξη αυτή της συμφιλίωσης, σύμφωνα με τον Hegel, ίσως φανεί στην φυσική συνείδηση, ως η απώλεια του κόσμου της, του σπιτιού της, των εθίμων, της κυβερνήσεως, των θεών, και η φυσική συνείδηση ίσως προσπαθήσει να διατηρήσει αυτό τον κόσμο. Μια τέτοια αντίσταση, ή αυτό που ο Μαρξ θα ονόμαζε αντίδραση, είναι στην πραγματικότητα φόβος της αλήθειας. Η αλήθεια είναι στην περίπτωση αυτή ένα είδος βίας, που η συνείδηση ασκεί πάνω στον εαυτό της, και η συνείδηση προσπαθεί εκ του φυσικού της να αποφύγει αυτή τη βια και να διατηρήσει τον παραδοσιακό κόσμο. Η φυσική συνείδηση δεν αναγνωρίζει την αναγκαία εξέλιξη της γνώσης, και επομένως της ίδιας της συνειδήσεως προς το απόλυτο. Η πρόοδος της φαίνεται να είναι ο θρήνος εκείνων που θέλουν να ανατρέψουν το φυσικό σχήμα των πραγμάτων. Η φυσική συνείδηση είναι λοιπόν θεμελιωδώς συντηρητική και προσπαθεί να διατηρήσει τον κόσμο, που γι’ αυτήν δεν είναι μια παροδική στιγμή τη ιστορικής εξέλιξης, αλλά το διαρκές της σπίτι. Η συνείδηση όμως δεν μπορεί να αποτρέψει αυτή την μεταμόρφωση-όχι επειδή είναι πολύ αδύναμη, αλλά επειδή είναι πολύ δυνατή, επειδή ο εχθρός, ο παράγοντας αλλαγής εναντίον του οποίου αγωνίζεται, είναι ο αληθινός της εαυτός.

Η συνείδηση, ως αυτοσυνειδησία, είναι η αντίληψη, και συνεπώς η κατανάλωση του φυσικού της αντικειμένου. Η αυτό-συνειδησία είναι επομένως επιθυμία, αλλά η ικανοποίηση της επιθυμίας δεν εξαρτάται από τη συνείδηση, αλλά από το αντικείμενο. Ως αυτό-συνειδησία αντιθέτως, είναι συνειδητή, και επομένως επιθυμεί μόνο τον εαυτό της. είναι επομένως απελευθερωμένη από την τυραννία της φυσικής επιθυμίας, από το αντικείμενο που είναι ανεξάρτητο από τον εαυτό της. Η ελευθερία που αναδύεται από αυτή την συμφιλίωση με τον εαυτό της, πληρώνεται με την τιμή της προηγούμενης ευτυχίας της, η οποία ήταν εξαρτημένη από το φυσικό αντικείμενο, και προκαλεί επομένως αντίσταση και αντίδραση. Η συνείδηση βέβαια, είναι αυτό-συνειδησία και υπερβαίνει αυτή την αντίσταση, καθώς η δυσαρέσκεια της συνειδήσεως δεν αναδύεται απλώς ως αποτέλεσμα της απώλειας των εξωτερικών αναγκαιοτήτων, αλλά επειδή αυτά τα αντικείμενα δεν πληρούν πλέον τις ανάγκες και τις επιθυμίες της συνειδήσεως.

Περίληψη: Παράγραφοι 1-8.

Το πρώτο τμήμα της «Εισαγωγής» είναι μια έκθεση της ανάπτυξης της φυσικής συνειδήσεως ως φαινομενολογία. Το τμήμα αυτό ξεκίνησε με την διαπραγμάτευση της θέσης της μοντέρνας φιλοσοφίας, που αρνείται τη δυνατότητα της επιστήμης. Δείχθηκε πως η άρνηση αυτή βασίζεται στην απροϋπόθετη παραδοχή του απόλυτου διαχωρισμού υποκειμένου και αντικειμένου, του φαινομενικού ή εμπειρικού και του νοούμενου ή λογικού. Στην 3. και 4. Παράγραφο, ο Hegel ισχυρίζεται, πως η αντίληψη της μοντέρνας φιλοσοφίας περί γνώσης ως εργαλείου, καθιστά την αλήθεια αδύνατη και οδηγεί εν τέλει στον σχετικισμό. Στον σχετικισμό αυτό της μοντέρνας φιλοσοφίας, ο Hegel αντιπρότεινε τη φαινομενολογία, την παρουσίαση της εμφανιζόμενης γνώσης, η οποία σκιαγραφήθηκε στις παραγράφους 5 και 6, ως η απαραίτητη ανάπτυξη της φυσικής συνείδησης ή της ψυχής. Τέλος, στις παραγράφους 7 και 8, ο Hegel παρουσίασε μια απόρριψη του ακραίου σκεπτικισμού ή μηδενισμού και φυσικού συντηρητισμού, ο οποίος αμφισβητεί τη λογικότητα της ιστορικής εξέλιξης την οποία περιγράφει η φαινομενολογία.

Το τμήμα αυτό της «Εισαγωγής» είναι μια αναφορά στη σχέση της γνώσης προς το αντικείμενο της ως έτερο. Αυτό είναι το ουσιώδες χαρακτηριστικό της φυσικής συνείδησης: δεν κατανοεί τον εαυτό της ως το ίδιο της το αντικείμενο, αλλά το αντικείμενο της ως ένα εξωτερικό άλλο. Ο Hegel αντιτίθεται προς τη διδασκαλία της φυσικής συνείδησης και της μοντέρνας φιλοσοφίας, όπου η γνώση είναι θεμελιωδώς διαχωρισμένη από το αντικείμενο της, και προτείνει αντί αυτού, πως και τα δυο βρίσκονται μέσα και αναδύονται από την παρουσία του απολύτου. Η απόδειξη του είναι η φαινομενολογία, η εννοιολογική ιστορία της συνειδήσεως ή του πνεύματος ως λογικής εξέλιξης της γνώσης προς την επιστήμη, και επομένως ως διαμεσολάβηση μεταξύ όλων των μορφών φυσικής συνειδήσεως και του απολύτου.

Η αναφορά αυτή όμως είναι ανεπαρκής. Η συνείδηση δεν είναι απλά φυσική συνείδηση, αλλά και αυτό-συνείδηση. Δεν είναι απλώς γνώση του φαινομενικού ή εμπειρικού, αλλά και του λογικού ή νοουμένου. Το πρώτο τμήμα της «Εισαγωγής» είναι μια αναφορά στη γνώση και αλήθεια της μοντέρνας φιλοσοφίας, και τη γνώση καί αλήθεια της φαινομενολογίας από την σκοπιά της φύσεως. Το δεύτερο μέρος, είναι μια διαπραγμάτευση των ίδιων θεμάτων από την σκοπιά της αυτό-συνείδησης και του πνεύματος.

Συνεχίζεται με τις παραγράφους 9-17

ΜΙΑ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΟΥ ΝΑΡΚΙΣΣΙΣΜΟΥ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΣΑΝ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΕΙ ΚΑΙ ΣΠΑΤΑΛΑ ΣΤΑ ΧΑΡΟΥΠΙΑ, ΤΗΝ ΜΟΡΦΗ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ, ΑΚΙΝΗΤΟΠΟΙΩΝΤΑΣ ΤΗΝ, ΑΦΑΙΡΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΑΘΗΤΕΙΑ ΣΤΗΝ ΣΟΦΙΑ.
 Η ΒΑΣΗ ΤΗΣ ΝΙΚΗΣ ΤΟΥ ΝΑΡΚΙΣΣΙΣΜΟΥ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΣΑΝ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΟΥ, ΜΕ ΤΗΝ ΙΝΔΟΥΙΣΤΙΚΗ ΕΝΝΟΙΑ (ΤΟ ΑΤΜΑΝ ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΙ ΣΤΟ MΠΡAXMAN ΧΩΡΙΣ ΚΑΝΕΝΑ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ, ΣΤΟ ΝΙΡΒΑΝΑ, ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙΘΥΜΙΑ Η ΟΠΟΙΑ ΤΟ ΑΝΑΓΚΑΖΕΙ ΝΑ ΣΤΡΙΦΟΓΥΡΙΖΕΙ ΣΤΟΝ ΤΡΟΧΟ ΤΗΣ ΜΟΙΡΑΣ, ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΗΣ, ΤΟΥ ΚΑΡΜΑ). ΑΥΤΟ ΤΟ ΚΑΡΜΑ ΜΕ ΤΗΝ ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΕΞΕΛΙΞΗΣ ΜΕΤΕΜΟΡΦΩΘΗ ΣΕ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ Η ΨΥΧΗ ΣΕ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΣΤΗΝ ΠΟΡΕΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΥΤΟΣΥΝΕΙΔΗΣΙΑ.
ΟΙ ΟΥΠΑΝΙΣΑΔΕΣ ΤΟΥ ΣΟΠΕΝΑΟΥΕΡ ΝΙΚΗΣΑΝ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΚΑΙ ΓΕΝΝΗΣΑΝ ΤΗΝ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΘΕΟΣΟΦΙΑ, ΤΟΣ ΑΡΧΑΙΟ ΓΝΩΣΤΙΚΙΣΜΟ.
Η ΝΕΟΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΕΜΠΝΕΟΜΕΝΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΣΟΛΟΒΙΕΦ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΚΡΑΜΑ ΙΝΔΟΥΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΓΝΩΣΤΙΚΙΣΜΟΥ.

Στα θεμέλια του Kακού – Flores Tovo

 

Υπάρχει μεταφυσικό κακό; Και τι σημαίνει μεταφυσικό κακό; Αυτά τα δύο ερωτήματα είναι εξαιρετικά περίπλοκα και αλληλοεξαρτώμενα και αποτελούν θεμελιώδες πρόβλημα για τη φιλοσοφική σκέψη. Το πρόβλημα του κακού αναπτύχθηκε ιδιαίτερα από τη χριστιανική φιλοσοφία ξεκινώντας από τον Αυγουστίνο, ο οποίος έκανε αυτό το πρόβλημα κύριο μέλημα του έργου του, τόσο που είχε τρία αντίθετα οράματά του (δυϊστικός μανιχαϊσμός, ελεύθερη βούληση, προορισμός). Ωστόσο, το χριστιανικό όραμα δεν έχει ποτέ αντιληφθεί τη βαθιά έννοια του κακού στη ρίζα, παρά τις ενδιαφέρουσες και αξιοσημείωτες σελίδες που έχουν γραφτεί, όπως αυτές του ίδιου του Αυγουστίνου, του Θωμά, του Λούθηρου, του Καλβίνου, του Πασκάλ, του Κίρκεγκωρ, μέχρι τον Μπονχόφερ (ο θεωρητικός του θεού Stopgap-καλύπτω κενά-χρήσιμος, γιά όλες τίς δουλειές). Πράγματι, η χριστιανική σκέψη, παρά τις διαφορετικές ή και αντικρουόμενες ιδεολογικές της θέσεις, εξαρτιόταν πάντα έντονα από μια θεολογική θεώρηση και, κατά συνέπεια, από μια θεοδικία (τη δικαιοσύνη του Θεού) στην οποία ο Θεός θεωρείται ως προνοητικό Πρόσωπο. Ο Χριστιανισμός είναι τελικά ένας ριζοσπαστικός ανθρωποκεντρισμός που εξετάζει την παρέμβαση ενός άπειρου καλού και παντογνώστη Θεού (unum, verum και bonum όπως έγραψε ο Thomas) στις ανθρώπινες υποθέσεις, καθοδηγούμενες ή καθορισμένες από Αυτόν. Ο Σπινόζα πρώτα και ο Νίτσε αργότερα, αν και με διαφορετικά επιχειρήματα, κατέστρεψαν μέσα σε λίγες σελίδες αυτήν την προνοιακή άποψη, που είναι εντελώς παράλογη και ανόητη, αφού ο Άπειρος Θεός δεν μπορεί να προσδιορίσει τον εαυτό του σε τίποτα, αφού ο προσδιορισμός συνεπάγεται ότι είναι μέρος από κάτι: και αν ο Θεός ήταν μέρος ενός πράγματος θα ήταν πεπερασμένος και μερικός, και ως εκ τούτου δεν θα ήταν πλέον καθαυτός Θεός. Και παρόλο που οξυδερκείς στοχαστές όπως ο De Maistre προσπάθησαν να υπερασπιστούν αυτήν την άποψη (διαβάστε για αυτά το όμορφο βιβλίο «Βραδιές της Αγίας Πετρούπολης») βρίσκοντας χίλιες λεπτομέρειες, αυτός στο τέλος ολοκλήρωσε με τη συνηθισμένη πρόσκληση να έχουμε πίστη.

Τώρα το ερώτημα που προέκυψε ήταν τι είναι το μεταφυσικό κακό. Συγκεκριμένα, η λέξη που πρέπει να εξεταστεί δεν είναι τόσο η λέξη «κακό», αλλά μάλλον η ιδιότητα «μεταφυσική». Μια ιδιότητα που μπορεί να έχει διάφορες σημασίες, αλλά την οποία χρησιμοποιούμε εδώ με την ορθή έννοια αυτού που βρίσκεται πέρα ​​από τη φυσική, δηλαδή με την έννοια του υπερβατικού και επομένως απόλυτου κακού ( ab-solutus , απαλλαγμένο από κάθε εμπειρικό περιορισμό). Αν το απλό κακό μπορεί να οριστεί ως αυτό που προκαλεί πόνο, ταλαιπωρία, βία (λύπη και κατάθλιψη της επιθυμίας του ατόμου και των άλλων να ζήσουν όπως έγραψαν οι προαναφερθέντες Σπινόζα και Νίτσε), το μεταφυσικό επίθετο δίνει στο ουσιαστικό μια ποιότητα που υπερβαίνει την ανθρώπινη και το οποίο εμπλέκει άμεσα τον Θεό. Αν υπάρχει μεταφυσικό κακό, πρέπει να παραδεχτούμε ότι η ρίζα του ίδιου του κακού βρίσκεται στον ίδιο τον Θεό. Κάποιος θα μπορούσε να σκεφτεί έναν κακό Θεό, έναν «μοιραίο δήμιουργο», όπως ανέφερε ο τίτλος ενός διάσημου βιβλίου του E. Cioran. Στην πραγματικότητα, μόνο ένας διεφθαρμένος και σκληρός θεός, έγραψε ο συγγραφέας, θα μπορούσε να είχε δημιουργήσει έναν τόσο άγριο και κακό κόσμο.

Βρίσκουμε μια πρωτότυπη και εξαιρετικά διαφωτιστική απάντηση σε αυτό το ερώτημα σε ένα ελάχιστα γνωστό έργο του ιδεαλιστή φιλοσόφου Schelling, ο οποίος, στο έργο του «Έρευνα στην ουσία της ανθρώπινης ελευθερίας», αντιμετωπίζει το πρόβλημα του κακού με έναν εντελώς νέο τρόπο, τόσο πολύ έτσι ώστε τη δεκαετία του 1930 ο Heidegger έγραψε ένα βιβλίο για τον Schelling (επίσης ημι-άγνωστο) (“ Schelling ”, 
εκδ. Giunta), ορίζοντας αυτό το έργο “…ένα από τα πιο βαθιά έργα της γερμανικής φιλοσοφίας και επομένως της δυτικής φιλοσοφίας ”.

Το κακό, σύμφωνα με τον Σέλινγκ, προκύπτει από τον Θεό, αλλά με ποιον τρόπο; Σε αυτό το έργο, για να απαντήσει σε αυτό το ερώτημα, ο συγγραφέας παρουσιάζει μια σαφή διάκριση μεταξύ θεμελίωσης (Grund) και ύπαρξης, μέσα στον ίδιο τον Θεό. Ο Σέλινγκ γράφει: «…πριν ή πέρα ​​από τον Θεό δεν υπάρχει τίποτα. Πρέπει να είναι το θεμέλιο της ύπαρξής του...αυτό το θεμέλιο της ύπαρξής του που έχει μέσα του ο Θεός δεν θεωρείται απολύτως Θεός, δηλαδή στο βαθμό που υπάρχει. είναι αντίθετα μόνο το θεμέλιο της ύπαρξής του, είναι η φύση – στον Θεό: μια ουσία σίγουρα αχώριστη από Αυτόν, και όμως διακριτή » (1).

Το θεμέλιο και η ύπαρξη συνθέτουν τον Θεό και μαζί αποτελούν την πρωταρχική του ενότητα: δηλαδή το αθεμελίωτο (Urgrund) και απολύτως αδιαφοροποίητο θεμέλιο: σε αυτό το αδιαφοροποίητο αποκαλύπτεται η μη χρονολογική διάκριση (ο Θεός ως τέτοιος είναι αιώνιος, χωρίς χρόνο), αλλά η δυναμική. Για να εκδηλωθεί, ο Θεός πρέπει να παράγει τον πεπερασμένο κόσμο, αφού χωρίς αυτόν θα ήταν απόλυτο κενό, ένα τίποτα. Αυτή η ανάγκη για παραγωγή είναι συγκεκριμένη για το θεμέλιο, δηλαδή για την ουσία. Τώρα τίθεται το κύριο ερώτημα: γιατί το θεϊκό θεμέλιο πρέπει να παράγει (δημιουργήσει) τον κόσμο; Ο Schelling, σίγουρα επηρεασμένος από τον θεόσοφο τού Μονάχου Max Baader, ο οποίος ήταν ένας από τους πρώτους στην Ευρώπη που εισήγαγε τον ινδουιστικό και βουδιστικό πολιτισμό, πίστευε ότι η παραγωγή του κόσμου ήταν η έκφραση μιας πρωτότυπης θέλησης, η οποία στις «Upanishads» αντιστοιχεί στο Brahman : θέληση εννοούμενη ως όρεξη, ως αρχέγονη επιθυμία. Ένα εξαιρετικά σημαντικό απόσπασμά του το επιβεβαιώνει: « Κάθε γέννηση είναι γέννηση από το σκοτάδι στο φως. Ο σπόρος πρέπει να βυθιστεί στη γη και να πεθάνει στο σκοτάδι, ώστε να γεννηθεί μια πιο όμορφη φωτεινή μορφή και να ανοίξει στις ακτίνες του ήλιου. Ο άνθρωπος σχηματίζεται στόν μητρικό κόλπο. Και μόνο από το σκοτάδι του παράλογου (από το συναίσθημα, από την επιθυμία, την υπέροχη μητέρα της γνώσης) προκύπτουν φωτεινές σκέψεις. Πρέπει να παραστήσουμε την αρχική επιθυμία ως κάτι που κατευθύνεται προς τη νόηση, την οποία δεν γνωρίζει ακόμη... » (2).

Ο Θεός είναι η βάση , με μια αλχημική έννοια, δηλαδή η πρώτη ουσιαστική προϋπόθεση της ύπαρξης κάποιου (ο αρχέγονος ζωμός, με μια ορισμένη έννοια). Εξ ου και η διάκριση που εκθέτει ο Schelling μεταξύ θεμελίωσης και ύπαρξης: « Το θεμέλιο είναι η φύση του Θεού, η φύση από την οποία ο ίδιος ο Θεός αντλείται και γίνεται...»(3). Η ύπαρξη είναι η παράγωγή της που εκφράζεται με την παραγωγή του πεπερασμένου κόσμου των οντοτήτων. Η αρχική Όρεξη παράγει την πεπερασμένη πραγματικότητα και με αυτό σηματοδοτεί το κυκλικό πέρασμα μεταξύ του Άπειρου Θεού και του πεπερασμένου κόσμου. Ο Θεός λοιπόν είναι άπειρος και πεπερασμένος στο άπειρο: τρεις δυναμικές και αιώνιες στιγμές στην ίδια Ενότητα. Μπορεί να ειπωθεί ότι η αρχική όρεξη αντιστοιχεί στο Kàos (την απύθμενη άβυσσο) από την οποία αναδύεται ο Κόσμος στόν οποίο υπάρχει τάξη, δηλαδή η αποκάλυψη του νόμου και του λόγου.
Τόβο 2Στην αυγή της ευρωπαϊκής σκέψης ο Αναξίμανδρος τα είχε ήδη διαισθανθεί όλα αυτά: στο μιγματικό άπειρο, οι οντότητες γεννιούνται μέσω του διαχωρισμού, που αντιπροσωπεύουν τη χωροχρονική ύπαρξη που διέπεται από τους λόγους των αντιθετικών αντιπαλοτήτων.
Αυτό που είναι σκοτεινό και δυσνόητο είναι πώς είναι δυνατόν ο λόγος να προκύπτει αναγκαστικά από ένα χαοτικό και παράλογο θεμέλιο. Ο Χέγκελ θα πει ότι η αρχή του γίγνεσθαι, άρα και των οντοτήτων, είναι λογική. Ωστόσο, ο λόγος εκδηλώνεται και πρέπει να εκδηλώνεται στον πεπερασμένο κόσμο ακριβώς επειδή η βάση είναι παράλογη. Οι ελληνικοί μύθοι μας βοηθούν καί μας διαφωτίζουν σε αυτό: ο Διόνυσος, θεός της μέθης και της αρχικής άμορφης ροής της ζωής, συνοδεύεται σε μια συμπληρωματική ενότητα με τον Απόλλωνα, θεό της συγκροτημένης και αρμονικής ευφυΐας. Και οι δύο θεοί διαποτίζονται από τον λόγο, είτε με εκστατικό τρόπο (Διόνυσος) είτε με διανοητικό τρόπο (Απόλλων). Ο Διόνυσος είναι λοιπόν αυτό που όρισε ο Schelling ως «... αυτή η αρχική επιθυμία που κατευθύνεται προς τη νόηση », δηλαδή προς τον Απόλλωνα. Η αποκάλυψη του λόγου στο πεπερασμένο είναι μια αναγκαία συνέπεια που υπονοείται στην ίδια την Όρεξη. Αν, στην πραγματικότητα, το πεπερασμένο ήταν λεία της αταξίας, δεν θα μπορούσε να επιβιώσει. Μια ολοκληρωτική αταξία θα εξοντώσει κάθε μορφή ζωής: έτσι οι νόμοι του φυσικού και ζωικού κόσμου γεννιούνται με τον πεπερασμένο κόσμο. νόμοι που τείνουν και εποπτεύουν την ίδια την επιβίωση των οντοτήτων. Το κακό λοιπόν δεν είναι τίποτε άλλο από την ανατροπή αυτών των νόμων. Αυτό είναι σωστό: το κακό είναι η ανατροπή σε σχέση με τον φυσικό, ζωικό και, προσθέτουμε, τον ανθρώπινο κόσμο.

Ο Θεός που γίνεται είναι θεμέλιο και ύπαρξη, Χάος (
Kàos) και Κόσμος, άπειρος και πεπερασμένος, τέλειος και ατελής, σε μια ενιαία κυκλική ενότητα. Ωστόσο, ο Θεός, ως τέτοιος, δεν μπορεί να είναι ούτε κακός ούτε καλός, αφού το κακό και το καλό είναι πρακτικές εκδηλώσεις του πεπερασμένου κόσμου. Το μεταφυσικό κακό δεν υπάρχει ως ουσία, αλλά υπάρχει ως αρχική δυνατότητα ήδη στη Βάση, γιατί τα έμβια όντα είναι παράγωγο του Θεού και κατέχουν σε διάφορους βαθμούς, κατ' αναλογίαν, όπως θα έλεγε ο Θωμάς, και όρεξη και λογική. Οι άνθρωποι, ειδικότερα, διαθέτουν αυτογνωσία, καθώς είναι οι μόνοι στον πλανήτη μας που έχουν επίγνωση της σκέψης. Η επιλογή λοιπόν μεταξύ καλού και κακού συνεπάγεται τη συνειδητή ελευθερία της ανθρώπινης δράσης, ενώ στον φυτικό και ζωικό κόσμο το κακό εκφράζεται ενστικτωδώς. Η επιλογή του να ενεργείς το κακό είναι, επαναλαμβάνουμε, ανατροπή. Η καταστροφή της φυσικής οικογένειας, η δημογραφική πανδημία, η επιθυμία καταστολής των φυλών και της διαφορετικότητας, η απερίσκεπτη και τρελή απληστία του καπιταλισμού, η υποκρισία του «καλού» είναι εκδηλώσεις του κακού που βρίσκονται σε μερικούς ανθρώπους με μεγάλη «δύναμη» το συγκεκριμένο. πιθανότητα να εξαπλωθεί όλο και περισσότερο. Είναι, για να χρησιμοποιήσουμε έναν Γνωστικό όρο, σατανικοί αιώνες ή πρόσκαιρες ενσαρκώσεις του κακού.

Είναι μια ανατροπή, σήμερα περισσότερο από ποτέ, εξαιρετικά επικίνδυνη, αφού αν σβήσει η λογική και η σχετική ισορροπία της, η πορεία προς τις κατώτερες καταστάσεις ύπαρξης (τα « τάμα » της ινδουιστικής σοφίας) θα είναι αναπόφευκτη.

Σημειώσεις:
1) FWJ SCHELLING, Φιλοσοφικές έρευνες για την ουσία της ανθρώπινης ελευθερίας και τα αντικείμενα που συνδέονται με αυτήν, σελ. 117, εκδ. Rusconi, Μιλάνο 1996.
2) IDEM, σελ. 121.
3) G. STRUMMIELLO, Εισαγωγή στο αναφερόμενο έργο, σελ. 30.

Sul fondamento del Male - Flores Tovo - EreticaMente

Τρίτη 9 Ιουλίου 2024

Είχε δίκιο ο Σοπενχάουερ;


του Φραντσέσκο Λαμεντόλα

Αντιμέτωποι με το σκοτεινό, μονότονο, εκνευριστικό θέαμα της απέραντης, ανεξάντλητης, αθεράπευτης ανθρώπινης βλακείας, με την εμμονική επανάληψη της ίδιας μάταιης δυναμικής του εγώ, των επιθυμιών και των φόβων του, με όλη την τρέλα, τις αδικίες και τις σκληρότητες που ασταμάτητα αναπαράγει, χωρίς ο άνθρωπος να μάθει ποτέ τίποτα, χωρίς να μετακινηθεί ποτέ σε ένα υψηλότερο επίπεδο, χωρίς ποτέ να μπορέσει να εισπνεύσει μια ανάσα καθαρού αέρα που θα αναζωογονούσε το πνεύμα του από την αφόρητη θλίψη των ανθυγιεινών πεδιάδων στις οποίες κατοικεί μονίμως, βασανισμένος και όλο και πιο απογοητευμένος, αναρωτιέται κανείς μερικές φορές: Kαί αν ο Schonpenhauer, κατά τύχη, και όλοι οι όμοιοί του, δεν ήταν και δεν είναι, κατά τύχη, σωστοί; (Και αν ο Schonpenhauer, κατά τύχη, και όλοι όσοι του μοιάζουν, δεν είχαν και δεν έχουν, κατά τύχη, δίκιο;)

Και αν δεν είναι μάταιη προσπάθεια, γιά τόν άνθρωπο, η φιλοδοξία να βοηθηθεί να φτάσει σε ένα ανώτερο και πιο ευγενές όραμα της ύπαρξης, των καθηκόντων του, του σκοπού και του στόχου του; Αν πράγματι η ανθρώπινη ζωή, η ανθρώπινη κατάσταση, ήταν ένα κακό από μόνη της, και κανένας συλλογισμός, όσο λεπτός, και καμία προσπάθεια, όσο γενναιόδωρη, δεν θα μπορούσε ποτέ να αλλάξει αυτό το θεμελιώδες γεγονός, αλλά μόνο να επιβεβαιώσει μια δυσκολία αποδοχής αυτού που φαίνεται επίσης εντελώς φανερά, παρά τήν όποια προσπάθεια εξωραϊσμού της πραγματικότητας και γλύκανσης της υπαρξιακής μας συνθήκης;

Αυτό το δυσάρεστο ερώτημα προκύπτει ακριβώς σημειώνοντας την αντίδραση ενός μη αμελητέου μέρους εκείνων που θα θέλαμε να ξαναξυπνήσουμε, που θα θέλαμε να ανακαλέσουμε σε ένα πιο ευγενές όραμα ύπαρξης, βοηθώντας τους να απελευθερωθούν από αυτού του είδους τις παρωπίδες που τούς κάνουν νά ζουν με αυτόματο πιλότο, χωρίς να αντιλαμβάνονται όλη την καλοσύνη, την αλήθεια και την ομορφιά της πραγματικότητας, αλλά νά επαναλαμβάνουν χωρίς να στοχάζονται τις συνήθεις συμπεριφορές, τις συνηθισμένες αντιδράσεις, ακόμα και τις πιο μπανάλ και αυτοκαταστροφικές, μόνο και μόνο επειδή «όλοι έτσι κάνουν». Και βασικά, λένε, δεν υπάρχουν άλλα νοήματα, πρέπει να προσαρμοστούμε στα πράγματα όπως είναι και να προσπαθήσουμε να αξιοποιήσουμε στο έπακρο τις καταστάσεις και τις πιθανές ευκαιρίες που προκύπτουν για να κερδίσουμε κάποιο πλεονέκτημα, κάποια ευχαρίστηση, κάποιο συναίσθημα που νά μας επιτρέπει να ξεφύγουμε από την πλήξη, τόν μεγάλο εχθρό που ελλοχεύει στο βάθος, πιο φοβερός κι από τον ίδιο τον πόνο.

Αναρωτιέται κανείς λοιπόν αν οι άνθρωποι θέλουν πραγματικά να βγουν από τον φαύλο κύκλο μιας παράλογης και επαναλαμβανόμενης, παράλογης και μονότονης ύπαρξης ή μήπως τελικά η πλειονότητά τους δεν προσαρμόζεται εύκολα στο να μένουν στριμωγμένοι περισσότερο ή λιγότερο άνετα, περισσότερο ή λιγότερο νωχελικά, όπως οι εθελοντές σκλάβοι στο σπήλαιο του Πλάτωνα: εκείνοι στους οποίους ανακοινώθηκε ότι υπάρχει ένας ολόκληρος κόσμος, όμορφος και φωτεινός, έξω από αυτόν, αλλά δεν θέλουν να πιστέψουν τέτοιες ειδήσεις και αντ' αυτού στρέφουν το θυμό τους και την απελπισμένη πικρία τους εναντίον του φέροντος καλά νέα, σκεπτόμενοι ότι, αφού τον σωπάσουν, οι αγωνίες τους θα βρουν γαλήνη επιστρέφοντας στη συνηθισμένη τους κατάσταση.

Ο Σοπενχάουερ γράφει στο "Ο κόσμος ως θέληση και αναπαράσταση" (πρωτότυπος τίτλος: Die Welt as Wille und Vorstellung, 1819· μετάφραση από τα γερμανικά από τον Paolo Savj-Lopez, Bari, Editori Laterza, 1997, σελ. 424-425):

Είναι πραγματικά απίστευτο, πόσο ασήμαντη και ανούσια, ιδωμένη από έξω, και πόσο βαρετή και μη στοχαστική, ιδωμένη από έσω, η ζωή σχεδόν όλης της ανθρωπότητας. Είναι μια άτονη φιλοδοξία και ταλαιπωρία, ένα τρανταχτό όνειρο στις τέσσερις εποχές της ζωής μέχρι το θανάτο, που συνοδεύεται από ένα συρμό τετριμμένων ασήμαντων σκέψεων. Οι άνθρωποι είναι σαν τα ρολόγια, που κουρδίζονται και τρέχουν, χωρίς να ξέρουν γιατί. Και κάθε φορά που γεννιέται ένας άνθρωπος, το ρολόι της ζωής κουρδίζεται ξανά, για να επαναλαμβάνεται, φράση προς φράση, ρυθμός προς ρυθμό, με ασήμαντες παραλλαγές, η ίδια μουσική πού ήδη παίζεται αμέτρητες φορές. Κάθε άτομο, κάθε ανθρώπινο πρόσωπο και κάθε ζωή δεν είναι παρά ένα νέο σύντομο όνειρο του άπειρου φυσικού πνεύματος, της μόνιμης θέλησης για ζωή. Δεν είναι παρά μια νέα φευγαλέα εικόνα, την οποία η θέληση ανιχνεύει παιχνιδιάρικα στο άπειρο φύλλο του χώρου και του χρόνου, αφήνοντάς την να διαρκέσει για μια μόλις αντιληπτή στιγμή μπροστά στην απεραντοσύνη αυτών, και μετά τούς διαγράφει, για να κάνει χώρο για άλλους. Ωστόσο, και αυτή είναι η σοβαρή πτυχή της ζωής, κάθε μια από αυτές τις φευγαλέες εικόνες, κάθε μια από αυτές τις ανόητες ιδιοτροπίες πρέπει να πληρωθεί από όλη τη θέληση γιά ζωή, με όλη της τη βία, με πολλούς και βαθείς πόνους, και τελικά με έναν πικρό θάνατο, ο οποίος υπολογισμένος μέ φόβο, έρχεται επιτέλους. Αυτός είναι ο λόγος που η θέα ενός πτώματος μας κάνει τόσο μελαγχολικούς
ξαφνικά.

Η ζωή κάθε ατόμου, αν την δούμε συνολικά, σημειώνοντας μόνο τα σημαντικά χαρακτηριστικά της, είναι πάντα πραγματικά μια τραγωδία. Αλλά, λεπτομερώς εξεταζόμενη, έχει τον χαρακτήρα της κωμωδίας. Διότι η ταραχή και το μαρτύριο της ημέρας, η αδιάκοπη ειρωνεία της στιγμής, η επιθυμία και ο φόβος της εβδομάδας, τα δυσάρεστα ατυχήματα κάθε ώρας, λόγω της τύχης πάντα μπρός μας με σκοπό τίς άσχημες καταστάσεις, είναι αληθινές σκηνές κωμωδίας. Αλλά οι πάντα ανεκπλήρωτες επιθυμίες, οι μάταιες φιλοδοξίες, οι ελπίδες που ποδοπατήθηκαν χωρίς έλεος από τή μοίρα, τα μοιραία λάθη μιας ολόκληρης ζωής, με αύξηση του πόνου και με τόν θάνατο στο τέλος, αποτελούν πάντα τραγωδία. Έτσι, σαν να ήθελε η μοίρα να προσθέσει κοροϊδία στο μαρτύριο της ύπαρξής μας, η ζωή μας πρέπει να περιέχει όλα τα κακά της τραγωδίας, ενώ δεν μπορούμε καν να διατηρήσουμε τη βαρύτητα των τραγικών χαρακτήρων, και αντ' αυτού είμαστε αναπόφευκτα, στίς περισσότερες συγκεκριμένες περιπτώσεις τής ζωής, ανόητοι τύποι κωμωδίας.

Όμως, αν και μεγάλα και μικρά μαρτύρια γεμίζουν κάθε ανθρώπινη ζωή, διατηρώντας την σε αέναη ανησυχία και κίνηση, δεν μπορούν ωστόσο να καλύψουν την ανεπάρκεια της ζωής σε σύγκριση με την ικανοποίηση του πνεύματος και την κενότητα και την ανοησία της ύπαρξης, ούτε να διώξουν την ανία η οποία είναι πάντα έτοιμη να γεμίσει κάθε παύση που αφήνει η αγωνία. Από εκεί προκύπτει ότι το ανθρώπινο πνεύμα, που δεν είναι ακόμα ικανοποιημένο με την αγωνία, την πικρία και τις ασχολίες που του επιβάλλει ο πραγματικός κόσμος, δημιουργεί επίσης για τον εαυτό του, με τη μορφή χιλίων διαφόρων δεισιδαιμονιών, έναν φανταστικό κόσμο, με τον οποίο κοπιάζει με κάθε τρόπο, χάνοντας χρόνο και δύναμη μόλις ο πραγματικός κόσμος του αφήνει μια ανάπαυση που δεν μπορεί να απολαύσει.

Είναι μια έρημη εικόνα, όχι πολύ δομημένη σε φιλοσοφικό επίπεδο, μάλλον κατασκευασμένη σε ψυχολογικό επίπεδο: τίποτα καλό δεν σώζεται από την ανθρώπινη κατάσταση, και ολόκληρη η ιστορία δεν είναι τίποτα άλλο από τήν εμμονική, και ταυτόχρονα τρομερά ανόητη, επανάληψη του ίδιου φθαρμένου και προβλέψιμου σεναρίου, από το οποίο κανείς δεν μαθαίνει ποτέ τίποτα. Ούτε υπάρχουν πιθανές διέξοδοι, γιατί αυτή είναι η ανθρώπινη κατάσταση και δεν υπάρχουν εναλλακτικές εκτός από αυτή του να σβήσει κανείς τη θέληση να ζήσει μέσα του. Εξ ου και η αποθαρρυνμένη και εντελώς αρνητική κρίση για κάθε ιδέα προόδου: επομένως το όραμα του Σοπενχάουερ, μετά από πιο προσεκτική εξέταση, δεν στρέφεται ενάντια σε αυτήν ή εκείνη τη συγκεκριμένη προοδευτική ιδεολογία, και τελικά ούτε καν εναντίον του προοδευτισμού καθαυτού, αλλά ενάντια στην ίδια την ανθρώπινη κατάσταση, και φυσικά ενάντια σε αυτούς που προσπαθούν να το εξωραΐσουν και να καλύψουν τη σκοτεινή του πλευρά.

Σε αυτό ο Σοπενχάουερ τοποθετείται ιδανικά στην ίδια γραμμή με τον Λεοπάρντι στο La ginestra, o il fiore del cielo (το Λουλούδι της Ερήμου ), ένα είδος  σκληρής μομφής που ο ποιητής από το Recanati απευθύνει στον περήφανο και ανόητο αιώνα, τον δέκατο ένατο αιώνα, τον οποίο επιμένει να υποδεικνύει προς την ανθρωπότητα που δεν γνωρίζει και υποφέρει, ποιος ξέρει τι εξαιρετικούς και συναρπαστικούς στόχους (εδ. 52-86):

Εδώ κοιτάς κι εδώ καθρεφτίζεσαι, / περήφανη και ανόητη εποχή, / που μέχρι τότε /εγκατέλειψες το μονοπάτι  / από την αναστημένη σκέψη  που χαράχτηκε πριν /  και γυρίζεις πίσω τα βήματά σου, / καμαρώνεις ότι επιστρέφεις, / και σε παρακινεί η κλήση. / Όλα τα μυαλά, / που η κακιά τους μοίρα σε έκανε πατέρα, / κολακεύονται με το λόγο σου, κι όμως / μερικές φορές / σε χλευάζουν / μεταξύ τους. Όχι εγώ / με τέτοια ντροπή δεν θα κατέβω στη γη. Μα η περιφρόνηση που είναι κλειδωμένη / για σένα στο στήθος μου, / θα δείξω πόσο μπορεί να ανοίξει· αν και ξέρω ότι η λήθη / πιέζει όσους έχουν μεγαλώσει πολύ στην εποχή τους. / Γελάω πολύ με αυτόν τον πόνο, που είναι κοινός σε μένα. / Ελευθερία που ονειρεύεσαι, και υπηρετείς ταυτόχρονα / θέλεις πάλι τη σκέψη, / μόνο για την οποία σηκωθήκαμε ξανά / από τη βαρβαρότητα εν μέρει, που μόνο προς το καλύτερο / καθοδηγεί τις δημόσιες τύχες. / Έτσι δυσαρεστήθηκες με την αλήθεια / της σκληρής μοίρας και του καταθλιπτικού τόπου / που μας χάρισε η φύση. Γι' αυτό / δειλά γύρισες την πλάτη σου στο φως / που το έκανε σαφές. Και, φεύγοντας, αποκαλείς / βδελυρά αυτούς που τον ακολουθούν, και μόνο / μεγαλόψυχο εκείνον/ που κοροϊδεύει τον εαυτό του ή τους άλλους, πονηρός ή τρελός, / και υψώνει τον θνητό βαθμό του πάνω από τα αστέρια.

Τόσο πολύ που ο Cesare Vasoli, ο εκδότης της ιταλικής έκδοσης που χρησιμοποιήθηκε παραπάνω, δεν μπορεί να παραλείψει να παρατηρήσει ότι η ριζοσπαστική απαισιοδοξία του Σοπενχάουερ έρχεται σε αντίθεση με ολόκληρη την κύρια γραμμή της σύγχρονης φιλοσοφίας και ειδικότερα ενάντια σε κάθε ιδέα προόδου του Διαφωτισμού που νοείται ως ανάπτυξη του πολιτισμού (παραπομπή, XLII-XLIII):

Η βούληση δεν μπορεί ποτέ να εξαντληθεί, γιατί η εξάντλησή της θα ήταν το τέλος, ή ο ολοκληρωτικός αφανισμός των πάντων. Ούτε ο πόνος μπορεί να τελειώσει ποτέ, γιατί η ζωή και ο πόνος είναι το ίδιο πράγμα, όπως ακριβώς η θέληση και το κακό ταυτίζονται. Πράγματι, όσο περισσότερο η ζωή αναπτύσσεται και γίνεται πιο περίπλοκη, και όσο πιο περίπλοκες γίνονται οι μορφές και οι εκδηλώσεις της, τόσο αυξάνεται ο πόνος και η επίγνωσή της. Ο πολιτισμός, η ανάπτυξη και η τελειοποίηση των ανθρώπινων συναισθημάτων και της συνείδησης είναι, επομένως, μόνο μέσα για να επιδεινωθεί η δυστυχία, να γίνει η μοίρα των ατόμων όλο και πιο σκληρή και αφόρητη. Ο Σοπενχάουερ που λατρεύει να επαναλαμβάνει τις βιβλικές λέξεις «Qui auget scientiam, auget Dolorem» ("Αυτός που αυξάνει τη γνώση, αυξάνει τον πόνο"), μπορεί έτσι να επιβεβαιώσει αποφασιστικά την ανωτερότητα εκείνων των πολιτισμών ή των ηθικοθρησκευτικών εμπειριών που έχουν επιλέξει αξίες και ιδανικά ζωής εντελώς αντίθετα από εκείνα των δυτικών πολιτισμών. Εν ολίγοις, έχουν απορρίψει την ψευδαίσθηση της προόδου και την πορεία της επιστήμης και της τεχνολογίας. (…)

Αλλά ο Σοπενχάουερ δεν χρειάστηκε να περιοριστεί μόνο στο να εκφωνήσει μια καταδίκη που επηρέασε ολόκληρη την πορεία του δυτικού πολιτισμού και, ειδικότερα, ακριβώς αυτόν τον τύπο αστικής, βιομηχανικής και εμπορικής κοινωνίας από την οποία προήλθε ο ίδιος. Αντίθετα, πραγματοποιεί μια λεπτή ανάλυση του «κακού» της ύπαρξης με βάση την καταγγελία του εντελώς αρνητικού χαρακτήρα της ηδονής, της παράλογης κινητήριας δύναμης της ζωής του ανθρώπου. Αυτή ακριβώς η αρχή που μια μακρά παράδοση της ηθικής του Διαφωτισμού είχε υποδείξει ως τον ουσιαστικό σκοπό της ανθρώπινης δράσης και ως τη δύναμη που επιτρέπει στην κοινωνία να επιμένει και να προοδεύει, θεωρείται τώρα ως η πιο εμφανής απόδειξη της απόλυτης ματαιοδοξίας της πράξης. Και είναι πολύ σημαντικό ότι χρησιμοποιεί τις παρατηρήσεις των αγαπημένων του συγγραφέων του δέκατου όγδοου αιώνα (αλλά και ένα πλατωνικό θέμα, αξιοθαύμαστα ανεπτυγμένο στον «Φαίδωνα») για να δείξει ότι η λεγόμενη «ηδονή» δεν είναι στην πραγματικότητα τίποτα άλλο από την ικανοποίηση μιας ανάγκης και, επομένως, της παύσης του πόνου. Όχι μόνο αυτό: μόλις επιτευχθεί, το ίδιο αντικείμενο επιθυμίας δεν έχει πια αυτή την έλξη, αυτή τη γοητεία που διέθετε, για εμάς, πριν το αποκτήσουμε. Κι αν η ικανοποίηση μιας επιθυμίας δεν ακολουθείται αμέσως από την έναρξη μιας άλλης ανάγκης, αν η βούλησή μας δεν στοχεύει πάντα σε κάτι νέο και διαφορετικό, η ζωή συνθλίβεται αμέσως από την πλήξη, το φρικτό κενό της ζωής μας καταπιέζει, χειρότερα καί από τόν ίδιο τόν πόνο. Ωστόσο, γράφει ο Σοπενχάουερ – αγγίζοντας το ίδιο θέμα που κυριαρχεί στις πρώτες «φιλοσοφικές» σελίδες του «Zibaldone», που γράφτηκε σχεδόν τα ίδια χρόνια – η ύπαρξή μας συνεχίζεται. και παρ' όλα αυτά ο άνθρωπος, κάθε άνθρωπος, επιθυμεί και αγωνίζεται να ζήσει, παλεύει να διατηρήσει και να αυξήσει τη δική του μικρή ζωή, ακόμα κι αν έχει επίγνωση της ματαιότητας των προσπαθειών του και ξέρει ότι δεν είναι προορισμένος για τίποτα.

Έτσι επιστρέφουμε πάντα στο αγανακτισμένο και σχεδόν απίστευτο denique vivunt ("στο τέλος ζουν") της  μνήμης τού Λουκρήτιου ( De Rerum Natura , III, 48-50):

48 αυτοί οι ίδιοι άνθρωποι, διωγμένοι από την πατρίδα τους και εξορισμένοι μακριά
49 ενώπιον ανθρώπων, ατιμασμένοι από μια κατηγορία
50 ντροπιασμένοι, που πλήττονται από κάθε είδους τιμωρία, παρά όλα όσα ζουν…

έννοια που έχουμε ήδη αναπτύξει αλλού (βλ. Ξαναδιαβάζοντας τον Λουκρήτιο: είναι ο άνθρωπος ένας παραλογισμός που ρίχνεται στην τυχαία αναμονή για το τίποτα;, που δημοσιεύτηκε στον ιστότοπο Arianna Editrice στις 07/09/08, βλέπε επίσης: Ο Λουκρήτιος θέλει να απελευθερώσει τον άνθρωπο με τον φόβο του θανάτου : αλλά μπορεί να το κάνει;, που δημοσιεύτηκε στον ιστότοπο Accademia Nuova Italia στις 01/04/20).

Είπαμε ότι η απαισιοδοξία του Σοπενχάουερ δεν είναι πολύ καλά δομημένη σε φιλοσοφικό επίπεδο, αλλά μάλλον είναι πάντα καρπός μιας συναισθηματικής στάσης. Εκφράσεις όπως η ανεπάρκεια ζωής σε σύγκριση με την ικανοποίηση του πνεύματος είναι φιλοσοφικά υπερβολικά ασαφείς και γενικές: τι πρέπει να σημαίνει «ανεπάρκεια ζωής»; Η ζωή, που θεωρείται από μόνη της, δεν μπορεί να κριθεί «επαρκής» ή «ανεπαρκής», ειδικά εφόσον θα πρέπει να διευκρινιστεί σε σχέση με το τι καθιερώνει αυτή η σιωπηρή σύγκριση. Και εν πάση περιπτώσει η ζωή δεν είναι ένα αυτόνομο θέμα, σαν να είχε μυαλό, θέληση, δική της κατεύθυνση: ο Άγιος Θωμάς θα έλεγε σωστά ότι τα έμβια όντα υπάρχουν στην πραγματικότητα, όχι κάτι που ονομάζεται «ζωή» που υπάρχει γιά λογαριασμό τους. Εν πάση περιπτώσει, άλλο είναι η ζωή της λογικής ψυχής, άλλο η ζωή της ευαίσθητης ψυχής και άλλο η ζωή της βλαστικής ψυχής: με ποια από αυτές τις «ζωές» είναι πιο προσκολλημένο το ανθρώπινο ον; Μάλλον τή φυτική, γιατί είναι η πιο τυφλή και πρωτότυπη, άρα η πιο 'φυσική'. Υπό το πρίσμα της λογικής και της θέλησης, ωστόσο, ένας άνθρωπος μπορεί επίσης να αποφασίσει να θυσιάσει τη ζωή του για κάποιον ή κάτι άλλο, αντίθετα στο πρωταρχικό ένστικτο, αυτό της αυτοσυντήρησης.

Τώρα, επιστρέφοντας στις ερωτήσεις που θέσαμε στον εαυτό μας στην αρχή, και αφήνοντας στην άκρη το ερώτημα -από μόνο του τρομερά αφηρημένο και υποκειμενικό- αν η ζωή είναι καλή ή κακή, ακριβώς η συγκεκριμένη εμπειρία -και contra factum non valet argumentum ("ενάντια στα γεγονότα δεν ισχύει το επιχείρημα") - μας δείχνει ότι πολλοί άνθρωποι όχι μόνο νιώθουν τη θλίψη και την αθλιότητα του να ζουν με τυφλό και μη στοχαστικό τρόπο, που κυριαρχείται από έναν αμβλύ εγωισμό που τους στερεί τη φρεσκάδα και τη γεύση, αλλά δείχνουν ευγνωμοσύνη αν κάποιος τους βοηθήσει να βγουν από το αδιέξοδο και κάνουν προσπάθεια να το κάνουν δεσμεύοντας τον εαυτό τους όσο τους επιτρέπει η δύναμή τους. Και έτσι αν υπήρχε έστω και ένας άνθρωπος που εκδηλώνει παρόμοια διάθεση, μια τέτοια κατάσταση του νου; Αν υπήρχε έστω και ένας άνθρωπος που κουνάει τις αλυσίδες του εγώ και επιθυμεί διακαώς να τον βοηθήσει κάποιος να τις σπάσει, τότε όλες αυτές οι ερωτήσεις χάνουν το νόημά τους και φαίνονται αυτό που πραγματικά είναι: η έκφραση μιας κουρασμένης ψυχικής κατάστασης, κατανοητής αλλά παροδικής και αστήρικτης επαρκώς υπό το πρίσμα των αξιών - ένας Χριστιανός θα έλεγε: υπό το φως της χάριτος - για την οποία υπάρχει μόνο μία πιθανή απάντηση: η ανανεωμένη δέσμευση στην αλήθεια, την καλοσύνη και την ομορφιά, η οποία ολοκληρώνεται φυσικά με τη δέσμευση για βοήθεια και στούς άλλους, φυσικά όσων το θέλουν ειλικρινά, να μπουν στον ίδιο δρόμο.
 
 https://www.brigataperladifesadellovvio.com/blog/aveva-ragione-schopenhauer

Πέμπτη 20 Ιουνίου 2024

Η ΘΛΙΒΕΡΗ ΤΕΧΝΗ ΝΑ ΕΧΕΙΣ ΠΑΝΤΑ ΔΙΚΙΟ. Ρομπέρτο ​​Πεκιόλι

« Η νεωτερικότητα έχει ορίσει τον θάνατο της αλήθειας. Σημασία έχει η νίκη, η επιβολή των οραμάτων μας, η ανατροπή γεγονότων, η αλήθεια, η καλοσύνη και η δικαιοσύνη σύμφωνα με ένα μόνο κριτήριο, το προσωπικό πλεονέκτημα ή αυτό της ομάδας στην οποία ανήκουμε. Ο λαός θέλει να εξαπατηθεί, ας εξαπατηθεί λοιπόν.

Georg Wilhelm Friedrich Hegel.
Ο Άρθουρ Σοπενχάουερ (1) δεν ήταν τυχερός. Έλαβε θέση καθηγητή στο Βερολίνο ενώ ο Χέγκελ δίδασκε εκεί (2) . Τα μαθήματα του ιδρυτή του ιδεαλισμού ήταν γεμάτα από μαθητές, τα δικά του ήταν έρημα. Ίσως γι' αυτόν τον λόγο ο στοχαστής με καταγωγή από το Γκντανσκ έγραψε ένα φυλλάδιο που δημοσιεύθηκε μεταθανάτια στο οποίο αντιπαραβάλλει τη διαλεκτική -το μεγάλο χεγκελιανό θέμα- με την εριστική, την τέχνη του να επιχειρηματολογεί κανείς με λεπτά και εύστοχα επιχειρήματα ανεξάρτητα από την αλήθεια ή το ψεύδος αυτού που ισχυρίζεται. Ο τίτλος που έδωσαν οι μεταγενέστεροι στο σύντομο δοκίμιο είναι Η τέχνη της απόκτησης λογικής που εκτίθεται σε 38 στρατηγήματα. (υποσέλιδο)
Charles Maurice de Talleyrand-Périgord.

Μετά τις μεγάλες πνευματικές παραστάσεις των Ελλήνων για τη διαλεκτική, την επιστήμη της επιχειρηματολογίας και της αμφισβήτησης, το θέμα είχε φτάσει στο υψηλότερο φιλοσοφικό του προφίλ με τον Χέγκελ. Ο Σοπενχάουερ, για τον οποίο η πραγματικότητα δεν είναι παρά αναπαράσταση, απάντησε με μια ίση και αντίθετη λειτουργία, επαναφέροντας τη διαλεκτική στους βασικούς της όρους, τής τέχνης για τήν απόκτησει τής λογικής, «τον τρόπο πορείας της φυσικής ανθρώπινης αλαζονείας». Το φιλοσοφικό πλαίσιο είναι πολύ λιγότερο ισχυρό, αλλά τελικά πρέπει να συμφωνήσουμε με τον Σοπενχάουερ. Η διαλεκτική διαμάχη είναι μια πτυχή της ανθρώπινης κατάστασης, της έμφυτης τάσης του να κυριαρχεί ξεκινώντας από τη γλώσσα. Η παρατήρηση σύμφωνα με την οποία οι θεοί απέδωσαν τόν λόγο στους ανθρώπους για να κρύψουν σκέψεις και προθέσεις αποδίδεται στον Talleyrand (3) , έναν δάσκαλο του κυνισμού που πέρασε αλώβητος από επαναστάσεις, αποκαταστάσεις, δημοκρατίες και μοναρχίες. Φοβόμαστε ότι μεγάλο μέρος της σύγχρονης σκέψης μπορεί να εξηγηθεί με αυτούς τους όρους.

Από τον Διαφωτισμό και μετά, μιλάμε μόνο για διάλογο και συζήτηση, που φωτίζεται από τη Λογική. Αυτό δεν συμβαίνει, αφού η διαλεκτική, πέρα ​​από τον Χέγκελ και πέρα ​​από τη χρήση της από τον Μαρξ, έχει μετατραπεί σε ένα σκόπιμο εργαλείο για την απόκτηση δικαίωσης, ή μάλλον για την κατάκτησή της. Με κάθε κόστος και με τη μέγιστη αδιαφορία για την αλήθεια. Τίποτα παράξενο, αφού η νεωτερικότητα έχει ορίσει τον θάνατο της αλήθειας, καί περιορίζεται, ανάλογα με την περίπτωση, σε ερμηνεία, ακρίβεια της επιστημονικής μεθόδου ή απλή γνώμη. Σημασία έχει η νίκη, η επιβολή των οραμάτων σου, η ανατροπή γεγονότων, η αλήθεια, η καλοσύνη και η δικαιοσύνη σύμφωνα με ένα μόνο κριτήριο, το προσωπικό πλεονέκτημα ή αυτό της ομάδας στην οποία ανήκεις.

Παρά τον θρίαμβο της οργανικής γνώσης και την ηγεμονία των πειραματικών επιστημών, οι ελίτ που προορίζονται για διοίκηση συνεχίζουν να μελετούν τις τρεις αρχαίες τέχνες του «τρίβιου», γραμματική, ευγλωττία, διαλεκτική. Στόχος είναι να κατακτήσουμε τα εργαλεία, τις στρατηγικές, τις τεχνικές για να κερδίσουμε, δηλαδή να διατηρήσουμε, να επεκτείνουμε και να αναπαράγουμε την εξουσία.

Το κράτος δικαίου βασίζεται στον κανόνα του γραπτού δικαίου, όχι του ενδεχόμενου, μελλοντικού ή φουτουριστικού δικαίου.

 Μιλάει περί αυτού με ειλικρίνεια μια γαλλική ταινία που έχει φτάσει περιέργως στους ιταλικούς κινηματογράφους. Η πλοκή, αν και γεμάτη αφόρητες παραδόσεις στο κλισέ και την πολιτική ορθότητα, είναι ιντριγκαδόρικη. Ένα κορίτσι από ένα υποβαθμισμένο προάστιο αραβικής καταγωγής μαθαίνει την τέχνη της ρητορικής από έναν σκληρό συντηρητικό καθηγητή για έναν διαγωνισμό ευγλωττίας μεταξύ των υπεράλπικών πανεπιστημίων. Υποστηριζόμενος από τις θεωρίες των μεγάλων φιλοσόφων, ο δάσκαλος αποστάζει μαθήματα διαλεκτικής ρητορικής με στόχο να κερδίσει τη συναίνεση του κοινού, αφού δεν είναι αυτό που λες αλλά το πώς το λες που μετράει για τον στόχο που σκοπεύεις να πετύχεις.

Η αλήθεια δεν έχει σημασία, αυτό που έχει σημασία είναι να έχεις πάντα δίκιο. Επομένως, δεν υπάρχει συζήτηση, αλλά μια συμπλοκή, μια σύγκρουση στην οποία θα κερδίσουμε το πάνω χέρι. Στο τέλος, η κοπέλα, μια Γαλλιδούλα όπως οι συνομήλικοί της στο banlieue την αποκαλούν με περιφρόνηση , γίνεται λαμπρός δικηγόρος και μαθαίνει να χρησιμοποιεί τη λέξη με όρους δύναμης, ατομικής πραγματοποίησης, επιτυχίας. Ο Σοπενχάουερ, ο συγγραφέας αναφοράς του καθηγητή, κερδίζει τον Σωκράτη, τον Πλάτωνα, τον Χέγκελ. Η διαλεκτική γίνεται ένα όργανο μαζικού αμοραλισμού του οποίου ο μόνος κανόνας είναι η νίκη. Η σοφιστεία είναι αχαλίνωτη, η αδιαφορία για τη δικαιοσύνη κυριαρχεί, η άρνηση της αλήθειας είναι διαδεδομένη.

Η ανησυχητική απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου που επέλεξε να μην αποφασίσει για την υπόθεση της υποβοήθησης ή της υποκίνησης στην αυτοκτονία του άτυχου DJ Fabo είναι μια πολύ πρόσφατη είδηση. Οι δεκαπέντε νομικοί, αφρόκρεμα της υπάρχουσας εξουσίας, έχουν το καθήκον να διαπιστώσουν εάν ένας νόμος είναι σύμφωνος με το σύνταγμα, στην προκειμένη περίπτωση εάν η υπόθεση συνιστά έγκλημα της υποκίνησης σε αυτοκτονία. Ο Τζουλιάνο Αμάτο και οι πολύ σαφείς συνάδελφοί του αρνήθηκαν σιωπηρά να παραδεχθούν τη συνταγματικότητα του ισχύοντος νόμου. Ο παράγων, το τέχνασμα να είναι σωστό είναι ανησυχητικό: έλειπε ένα "ρυθμιστικό πλαίσιο σχετικά με το τέλος της ζωής".

Καθαρή σοφιστεία, σε συνδυασμό με πρόσκληση (προστακτική;) στη βουλή ώστε να βάλει ένα νόμο. Μια απόλυτη καινοτομία, ένα εγγυητικό όργανο που δεν σχολιάζει το υπάρχον κανονιστικό πλαίσιο (η πολύ υψηλή νομιμότητα, το Ius conditum των Ρωμαίων) αλλά προτρέπει το κοινοβούλιο να εκδώσει έναν νέο νόμο, δηλώνοντας ουσιαστικά ότι ο ισχύων δεν  αρέσει, ακόμα κι αν είναι σύμφωνο με το σύνταγμα. Το λένε δημοκρατία και σίγουρα έχουν δίκιο, αφού, όπως ήξερε ο Λα Φοντέν, συγγραφέας παραμυθιών, ο λόγος του ισχυρότερου είναι πάντα ο καλύτερος (Ο Λύκος και το Αρνί). Δεν είμαστε σε θέση να εκφράσουμε γνώμη για το πολύ λεπτό θέμα της διαφοράς, αλλά μας είχαν εξηγήσει ότι το κράτος δικαίου βασίζεται στην εξουσία του γραπτού δικαίου, όχι σε οποιονδήποτε πιθανό, μελλοντικό ή φουτουριστικό νόμο. Η διαλεκτική στην εξουσία μέσα από τη δύναμη των αυθεντιών του νόμου. Μια κουβέντα, η πανοπλία των υπευθύνων, και έγινε. Ο Jean Jaurés, ένας σταθερός προοδευτικός ροκ, υποστήριξε ότι όταν οι άνθρωποι δεν μπορούν να αλλάξουν τα πράγματα, αλλάζουν οι λέξεις.

Η Δύση έχει βρει από καιρό έναν τρόπο σκέψης που ταιριάζει με τον εαυτό της, αυτόν των σοφιστών. Με τον Πρωταγόρα, που εφάρμοσε τη μέθοδο της έριδος μεταξύ αντιτιθέμενων θέσεων, υπερασπιζόμενος αδιάφορα μια ιδέα και το αντίθετό της, αφού πίστευε ότι όλες οι απόψεις είναι αληθινές αφού ο άνθρωπος είναι το μέτρο όλων των πραγμάτων, είμαστε ακόμα στα όρια του σχετικισμού, αλλά το αληθινό μοντέλο των συγχρόνων του είναι ο Γοργίας (4) . Μηδενιστής ante litteram , δεν ήταν αυστηρά φιλόσοφος, αλλά μάλλον ένας ρήτορας που ενδιαφέρεται να πείσει τον ακροατή, πετυχαίνοντας τη νίκη στη συζήτηση χωρίς να δίνει σημασία στην αλήθεια. Για αυτόν η λέξη δεν είναι όχημα αλήθειας, αλλά υπόδειξης και πειθούς. Η ρητορική αντικαθιστά τη γνώση και «αυτός που εξαπατά ενεργεί καλύτερα από εκείνον που δεν εξαπατά». Ένα τέλειο μανιφέστο του παρόντος, σε συνδυασμό με τη συνηθισμένη σε άλλους σοφιστές συνήθεια να πληρώνονται για διαλεκτικές υπηρεσίες. Ο Mikhail Lermontov (5) θα τον είχε ορίσει ως ήρωα της εποχής μας, παρόμοιο με τον χαρακτήρα του Grigory Pechorin, εκπρόσωπο μιας γενιάς χωρίς αιτίες να παλέψει κανείς.

Η αλήθεια δεν έχει σημασία, αυτό που έχει σημασία είναι να έχεις πάντα δίκιο.

Η εποχή μας έχει θεματοποιήσει την επιθυμία «να έχουμε κερδίσει» πρώτα απ' όλα αφαιρώντας την από την ηθική κρίση. Μόλις οι κατηγορίες του αληθινού και του ψεύδους τέθηκαν υπό αμφισβήτηση, ο GB Vico και το επάγγελμά του της αλήθειας που συμπίπτει με το γεγονός ( verum ipsum factum )  κλεισμένο στα αρχεία,  ένας μακιαβελισμός έχει ανοίξει τον δρόμο του, του οποίου το livre de chevet είναι Η τέχνη του πολέμου του Σουν Τζου, ερμηνευμένη από διαχειριστική οπτική. Η αφηρημένη σκέψη δεν ξεφεύγει από την αγριότητα της εργαλειακής εφαρμογής, ιδιαίτερα τη θεωρία παιγνίων, που γεννήθηκε με τους Von Neumann και Morgenstern για να εξηγήσει την ανθρώπινη συμπεριφορά και τις αποφάσεις της σε καταστάσεις σύγκρουσης με μαθηματικούς όρους. Ο Τζον Νας έφτασε στο σημείο να εντοπίσει συνδέσμους μεταξύ της θεωρίας των παιγνίων και του Πρίγκιπα του Υπουργού της Φλωρεντίας. «Στις σελίδες αυτού του αριστουργήματος έχει κανείς την εντύπωση ότι ο Μακιαβέλι προσπαθεί να διδάξει στους μαφιόζους πώς να λειτουργούν με αποτελεσματικό και αδίστακτο τρόπο». Αντίθετα, φοβόμαστε ότι είναι αποτέλεσμα της υπερχείλισης από τα μαθηματικά σε ένα υπαρξιακό εγχειρίδιο.

Δεν είναι πολύ διαφορετική η μοίρα ορισμένων πτυχών του νευρογλωσσικού προγραμματισμού, που προέκυψαν ως μέθοδος επικοινωνίας και ψυχολογικής θεραπείας εμπνευσμένη από το σύστημα του Milton Erikson (6) . Συχνά, η πρακτική του συνοψίζεται στον εντοπισμό προτύπων επιτυχημένης συμπεριφοράς. Οι ψυχολογικοί χάρτες και τα μεταμοντέλα γίνονται, στην μπαναλοποίηση του NLP, σχήματα, διαδικασίες που στοχεύουν στην ατομική επιτυχία, ειδικά σε συγκρουσιακές σχέσεις και στη συζήτηση. Η ηθική του εμπόρου ανυψώνεται σε καθολική, η τέχνη του μέγιστου κέρδους στις συναλλαγές υποδεικνύεται ως ένα γενικό μοντέλο συμπεριφοράς. Η θεωρητική του αιτιολόγηση είναι η έμφαση στον διάλογο, που παρουσιάζεται ως πανάκεια για κάθε πρόβλημα, ένα υπέροχο φάρμακο ικανό να αποφύγει τις συγκρούσεις.

Ο Juan Donoso Cortés (7) όρισε την ανεξέλεγκτη αστική τάξη ως «clasa discutidora» ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα. Οι αρετές της συζήτησης διέφυγαν από τους σοφούς της ανατολικής αρχαιότητας όπως ο Τσουάνγκ Τζου, ο οποίος κατηγόρησε τη διαλεκτική υπερβολή για έλλειψη σαφήνειας ιδεών, δηλώνοντας ότι «ένας σκύλος δεν θεωρείται άξιος επειδή είναι καλός στο γαβγίσματα, επομένως ο άνθρωπος δεν θεωρείται εξαιρετικός επειδή είναι καλός στο να μιλάει». Ζούμε σε μια εποχή στην οποία η διαλεκτική ασκείται ως η τέχνη της εξαπάτησης ή της οικοδόμησης συναίνεσης. Τα κοινωνικά δίκτυα μετρούν την αξία των ανδρών και των ιδεών με τον αριθμό των "μου αρέσει" και εκείνων που δηλώνουν ακόλουθοι . Κάθε διαμάχη, στα νέα μέσα, χαρακτηρίζεται από ένδεια γλώσσας, αναγωγισμό, προσβολή και κλισέ, που πρέπει να εκφράζονται γρήγορα, σε πραγματικό χρόνο. Μόλις καταργηθεί η εις βάθος ανάλυση, όλα γίνονται δημοσκόπηση, το σωστό και το λάθος εξαρτώνται από τον αριθμό των " μου αρέσει ". Όλα, προφανώς, τίθενται σε ψηφοφορία, αλλά στην πραγματικότητα η μορφή της ερώτησης προϋποθέτει την απάντηση.

Η εριστική του Σοπενχάουερ, η διαλεκτική ως στρατηγείο, επιστρέφουν στις ειδήσεις . Για να χρησιμοποιήσουμε το λεξικό του Πρώσου στοχαστή, η κατανόηση των μηχανισμών του σκίζει το πέπλο της Μάγια, «το παραπλανητικό πέπλο που τυλίγει τα μάτια των θνητών». Η ανάγνωση των 38 διαλεκτικών στρατηγημάτων του είναι μια διδακτική αποκάλυψη για όσα ακούμε καθημερινά από πολιτικούς, διαφημιστές, λάτρεις της πεποίθησης, κάθε είδους πείθους, με την προειδοποίηση ότι, σύμφωνα με τον Γερμανό στοχαστή, η διαλεκτική δεν ασχολείται με την αντικειμενική, εμπιστευτική αλήθεια. λογική, αλλά είναι απλώς η τέχνη της απόκτησης υπεροχής. Έργο λοιπόν του σοφού είναι να παρουσιάζει και να αναλύει τις απάτες της απιστίας, «ώστε σε πραγματικές διαμάχες να αναγνωρίζονται και να καταστρέφονται αμέσως».

Γίνεται εύκολο να ανακαλύψουμε πόσες φορές παραπλανόμαστε, συνειδητά εξαπατημένοι, από τη δράση εκείνων που ωθούν την αντίθετη δήλωση έξω από τα όριά της, για να την υπερβάλουν ή να την επεκτείνουν πέρα ​​από το νόημά της, ακόμη και να την καθολικοποιήσουν ή να την κατανοήσουν από μια εντελώς διαφορετική όψη. για να τήν αναιρέσουν καλύτερα. Μπορεί κανείς να χρησιμοποιήσει ψευδείς υποθέσεις για να αποδείξει τη θέση του, να πιέζει μέ συνεχείς ερωτήσεις για να μπερδέψει τον αντίπαλο και να βγάλει συμπεράσματα από τις δηλώσεις του άλλου μέρους, την ιδιωτική σωκρατική μέθοδο της ηθικής αναζήτησης της αλήθειας.

Όλες οι σκοπιμότητες που ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται ότι έχει υποστεί σε αμέτρητες περιπτώσεις, όπως η πολύ συνηθισμένη τεχνική να προκαλεί ψυχρά την οργή του αντιπάλου για να τον δυσφημήσει και να προκαλέσει τις απερίσκεπτες αντιδράσεις του. Είναι μια στρατηγική που χρησιμοποιείται από την πολιτιστική εξουσία, που χρησιμοποιείται ευρέως στην επιβολή πολιτικά ορθής γλώσσας, η οποία επιλέγει τους όρους με τους οποίους θα ορίσει ιδέες, πράγματα, αρχές. Εισάγετε στο νόημα αυτό που θέλετε να επιδείξετε, με ευνοϊκή ή αντίθετη έννοια. Ο ομιλητής προδίδει την πρόθεσή του στα ονόματα που δίνει στα πράγματα, ανάλογα με τον προσανατολισμό και τον στόχο που θέτει ο ίδιος.

Για τον Σοπενχάουερ, η αυθάδεια λειτουργεί πολύ καλά, ειδικά αν ο αντίπαλος είναι δειλός, ακόμη περισσότερο η αντίφαση, πραγματική ή εικαζόμενη, που αποδίδεται στον αντίπαλο, η οποία μπορεί να προκαλέσει θυμό. Το Stratagem number 18, ευρέως διαδεδομένο, σας προσκαλεί να διακόψετε την ομιλία των άλλων όταν δείτε την εγκυρότητά του. Το συμπέρασμά του είναι να ανατρέψει τους πίνακες, δηλαδή η εκτροπή, να βγει εκτός θέματος για να εκτρέψει τη συζήτηση. Έπειτα, υπάρχει η σοφιστεία, την οποία ο Σοπενχάουερ συμβουλεύει να μην αντικρούεται, αλλά να υποστηρίζεται καταφεύγοντας σε ένα εξίσου σοφιστικό και φαινομενικό αντεπιχείρημα. Είναι καλή πρακτική να υπερβάλλουμε την αντίθετη θέση και να βγάζουμε ψευδή συμπεράσματα από αυτήν. Ένα λαμπρό κόλπο είναι να στρέψετε το επιχείρημα που χρησιμοποιείται εναντίον του αντιπάλου σας.

Η στιγμή που περιμένει περισσότερο ο σοφιστής είναι αυτή του θυμού που προκαλείται από μια δήλωση. Είναι σημάδι ότι ο αντίπαλος αμφιταλαντεύεται, επομένως είναι απαραίτητο να μην του δοθεί ανάπαυλα. Εάν πιστεύετε ότι έχετε να κάνετε με ένα απαίδευτο κοινό, η καλύτερη πορεία δράσης είναι να προβάλετε αντιρρήσεις που θα προκαλέσουν γέλιο στους παρευρισκόμενους. Η αναφορά της εξουσίας των επιφανών ανδρών συνιστάται, αφού, σημειώνει ο Σοπενχάουερ, «οι άνθρωποι σέβονται τους ειδικούς κάθε είδους». Οι διατριβές τους, αν μπορούμε να τους πείσουμε ότι είναι καθολικά αποδεκτές, έχουν μεγάλη επίδραση στις μάζες, «πρόβατα που ακολουθούν το κριάρι όπου τους οδηγεί».

Αυτό είναι ένα σημείο που πρέπει να αναλογιστούμε, καθώς όσοι κατέχουν την πολιτιστική εξουσία και τα μέσα ενημέρωσης είναι κύριοι των λέξεων. Γίνεται πολύ δύσκολο να αποδοθούν σε όρους όπως η δημοκρατία, η ελευθερία, η πρόοδος, η ανεκτικότητα, ο ρατσισμός, άλλες έννοιες από αυτές που είναι κοινές σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο και ιστορική περίοδο. Οι πολλοί, κατάλαβε ο Πλάτων, έχουν πολλές απόψεις, αλλά μόνο κάποιοι είναι σε θέση να διακρίνουν, να ξεχωρίσουν. «Το λέω, το λες εσύ, αλλά στο τέλος το λέει κι αυτός. Αφού έχει ειπωθεί τόσες φορές, δεν βλέπεις τίποτα άλλο από αυτό που ειπώθηκε», είναι το μότο που έβαλε ο Γκαίτε σε ενέργεια στη Θεωρία των Χρωμάτων. Η επανάληψη ενός ψέματος μπορεί να το μετατρέψει σε αλήθεια.
Αδόλφος Χίτλερ.

Μια άλλη σκοπιμότητα με την οποία πειραματιζόμαστε καθημερινά συνίσταται στην ανίχνευση του αντιτιθέμενου λόγου σε μισητές ή απαξιωμένες κατηγορίες, κάτι που μας επιτρέπει να μην ανοίξουμε καν τη συζήτηση. Αυτή η άποψη είναι "φασιστική", "κομμουνιστική", "αντιδραστική" ανάλογα με τον στόχο που θα χτυπήσει. Δεν ανησυχούμε πολύ, επομένως, όταν η επίθεση επικεντρώνεται σε αυτές τις προκαταρκτικές αποφάσεις: είναι το σήμα ότι φοβούνται τη συζήτηση και σκοπεύουν να την σβήσουν με τις κατηγορίες που ο Λέο Στράους (8) αποκάλεσε «reductio ad Hitlerum» (9) , δηλ. εισάγοντας τον αντίπαλο ανάμεσα σε αυτούς που δεν είναι άξιοι να ανοίξουν το στόμα τους. Το τελευταίο και οριστικό τέχνασμα είναι να καταφεύγουμε στην προσβολή. Είναι τό απόθεμα του να ξέρεις ότι κάνει λάθος ή είναι σε δυσκολία. Με το να γίνει κανείς θρασύς, ύπουλος, εξωφρενικός, χοντροκομμένος, κάνει έκκληση στις δυνάμεις της ζωότητας και χτυπά τον εαυτό του στη ματαιότητα και το ένστικτο. Δεν λείπουν τα παραδείγματα.

Ο Σοπενχάουερ τελικά απορρίπτει τον ρόλο του σκεπτικιστή μανουαλιστή και επιστρέφει στον στοχαστή με ηθική αίσθηση. Γνωρίζοντας ότι η θέληση για νίκη, η επιθυμία και το ενδιαφέρον για απόκτηση λογικής δεν σταματούν μπροστά στο ψέμα, την παραποίηση και τις προσβολές, μας καλεί να συζητήσουμε μόνο με όσους έχουν αρκετή διάνοια, αγαπούν την αλήθεια και ξέρουν να ακούν. . Μια μάταιη διεκδίκηση στον κόσμο του Facebook, των δημοσκοπήσεων, μιας ανθρωπότητας πεπεισμένης ότι μπορεί να καταλάβει και να αποφασίσει για τα πάντα, πλήθη που είναι μάζες και ποτέ λαοί σε κίνηση. Η θλιβερή τέχνη της νίκης, δηλαδή το ψέμα και η εξαπάτηση, ήταν πάντα μια κοινή επιστήμη όσων ασκούνται ή φιλοδοξούν να πάρουν εξουσία. Στη μετα-αλήθεια εποχή, τώνμαζών που ακολουθούν «ελεύθερα» τον πάστορα και πιστεύουν «συνειδητά» στον λόγο αυτών που διοικούν, η ρήση του Καρδινάλιου Καράφα απηχεί: ο λαός θέλει να εξαπατηθεί, άρα ας εξαπατηθεί

  https://www.inchiostronero.it/attualita-la-triste-arte-di-averla-vinta/

 ΣΗΜΕΙΩΣΗ

(1) Ο Άρθουρ Σοπενχάουερ (1788-1860) ήταν Γερμανός φιλόσοφος, ένας από τους σημαντικότερους στοχαστές του 19ου αιώνα και της σύγχρονης εποχής.

(2) Ο Georg Wilhelm Friedrich Hegel (1770-1831) ήταν Γερμανός φιλόσοφος, που θεωρείται ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του γερμανικού ιδεαλισμού. Είναι ο συγγραφέας μιας από τις πιο βαθιές και πολύπλοκες γραμμές σκέψης στη δυτική παράδοση. Ο φιλοσοφικός του προβληματισμός γεννήθηκε μέσα στο γερμανικό πολιτιστικό περιβάλλον των αρχών του 19ου αιώνα, όπου κυριαρχούσε η καντιανή φιλοσοφία και οι ιδεαλιστικές της εξελίξεις.

(3) Ο Charles-Maurice de Talleyrand (1754-1838), ήταν Καθολικός επίσκοπος, Γάλλος πολιτικός και διπλωμάτης, που θεωρείται από τους μεγαλύτερους εκφραστές του χαμαιλεωνισμού. Υπηρέτησε τη μοναρχία του Λουδοβίκου XVI, μετά τη Γαλλική Επανάσταση στις διάφορες φάσεις της, την αυτοκρατορία του Ναπολέοντα Βοναπάρτη και μετά τη μοναρχία ξανά, αυτή τη φορά αυτή του Λουδοβίκου XVIII, αδελφού και διαδόχου του πρώτου μονάρχη. Άτομο με μεγάλη πολιτική ευφυΐα και μπροστά από την εποχή του, έδειξε ότι ήταν σε θέση να δει πολύ περισσότερο στο μέλλον από ό,τι οι σύγχρονοί του. Κατά τη διάρκεια της μακρόχρονης καριέρας του του έδωσαν διάφορα παρατσούκλια, τα πιο γνωστά από τα οποία ήταν «Ο κουτσός διάβολος», «Ο χαμαιλέοντας» και «Ο μάγος της διπλωματίας». Ήταν, μαζί με τον Μέττερνιχ, ο «διευθυντής» του συνεδρίου της Βιέννης.

(4) Ο Γοργίας (485 π.Χ. – 375 π.Χ.) ήταν Σικελός ρήτορας και φιλόσοφος. Μαθητής του Εμπεδοκλή, θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους σοφιστές, θεωρητικός ενός απόλυτου ηθικού σχετικισμού, βασισμένος στην ηθική της κατάστασης και ωθημένος στο σημείο του μηδενισμού. «Οι όρθιοι είναι η τιμή και το στολίδι της πόλης, η ομορφιά είναι του σώματος, η σοφία της ψυχής, η αρετή της δράσης, η αλήθεια της σκέψης». (Γοργία, αρχή του Εγκομίου της Ελένης)

(5) Ο Mikhail Yuryevich Lermontov (1814-1841) ήταν Ρώσος ποιητής, θεατρικός συγγραφέας και ζωγράφος. Κορυφαία μορφή του ρομαντισμού, θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς του 19ου αιώνα. Στρατιώτης σταδιοδρομίας, κατά τη διάρκεια της σύντομης ζωής του εξέδωσε μόνο έναν τόμο ποιημάτων, το Il Demone, που εκδόθηκε μεταθανάτια.

(6) Ο Milton Hyland Erickson (1901-1980) ήταν Αμερικανός ψυχίατρος και ψυχοθεραπευτής. Αναγνωρίζεται ως ένας από τους σημαντικότερους ψυχοθεραπευτές και υπνοθεραπευτές του εικοστού αιώνα. Το έργο του Erickson είχε αξιοσημείωτη επιρροή στην ανάπτυξη πολλών νέων ψυχολογικών θεραπειών, θεωριών και προσεγγίσεων, όπως η στρατηγική θεραπεία, η σύντομη ψυχοθεραπεία ή η σύντομη θεραπεία στις διάφορες μορφές της, ο νευρογλωσσικός προγραμματισμός (NLP), ο κονστρουκτιβισμός.

(7) Ο Juan Francesco Maria de la Salud Donoso Cortés, 1ος Μαρκήσιος του Valdegamas (1809-1853), ήταν Ισπανός συγγραφέας και πολιτικός.

(8) Ο Λέο Στράους (1899-1973) ήταν Γερμανός φιλόσοφος που πολιτογραφήθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες Πολιτικός φιλόσοφος εβραϊκής καταγωγής, έγινε πολίτης των Ηνωμένων Πολιτειών μετά τη φυγή του από τη Γερμανία λόγω φυλετικών διώξεων.

(9) Η reductio ad Hitlerum (ή reductio ad nazium) είναι μια ειρωνική έκφραση που υποδηλώνει, με τη μορφή ψευδούς λατινικής παράθεσης, μια ρητορική τακτική που αποσκοπεί στον αποκλεισμό ενός συνομιλητή συγκρίνοντάς τον με τον Αδόλφο Χίτλερ ή το Ναζιστικό Κόμμα. Αυτή η πολεμική κίνηση, που βασίζεται σε μια λογική πλάνη που αποδίδεται στον τύπο του argumentum ad hominem , μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τον αποκλεισμό του εμπλεκόμενου από το πολιτικό ή κοινωνικό πεδίο, αποφεύγοντας οποιαδήποτε ουσιαστική συζήτηση μαζί τους. Η έκφραση επινοήθηκε τη δεκαετία του 1950 από τον μελετητή Leo Strauss, και είναι μια παραλλαγή του reductio ad absurdum.

Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2022

Τι έμαθε ο Άρθουρ Σοπενχάουερ για την ιδιοφυΐα στο άσυλο

"Η αληθινή ψυχική υγεία συνίσταται στην τέλεια ανάμνηση του παρελθόντος". Αυτή είναι η εναρκτήρια γραμμή του κεφαλαίου "Περί τρέλας" του Άρθουρ Σοπενχάουερ στον δεύτερο τόμο του αριστουργήματός του "Ο κόσμος ως βούληση και αναπαράσταση" (2η έκδοση, 1844). Εξεταζόμενος μεμονωμένα, είναι ένας εκπληκτικός και αμφισβητήσιμος ισχυρισμός. Μια καλή ανάμνηση του παρελθόντος είναι προφανώς επιθυμητή, αλλά μια τέλεια ανάμνηση μπορεί να είναι ανθυγιεινή με τον δικό της τρόπο. Πολλά πράγματα αξίζει να ξεχνάμε, άλλωστε. Και εν πάση περιπτώσει, επιθυμητό ή όχι, η ψυχική υγεία πρέπει να είναι κάτι περισσότερο από την απόλυτη ανάμνηση.

Πώς κατέληξε λοιπόν ο Σοπενχάουερ σε αυτό το συμπέρασμα; Και τι εννοεί πραγματικά;

Η ιστορία αρχίζει το 1811, τη χρονιά που ο Σοπενχάουερ έκλεισε τα 23 του χρόνια και γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου. Έφτασε με μεγάλες ελπίδες να μάθει απευθείας από μερικούς από τους μεγαλύτερους εν ζωή φιλοσόφους της Γερμανίας, αλλά σύντομα απογοητεύτηκε. Τις διαλέξεις του σεβαστού Γιόχαν Γκότλιμπ Φίχτε, αυτοαποκαλούμενου κληρονόμου του Ιμμάνουελ Καντ, ο Σοπενχάουερ τις χαρακτήρισε ως "κοπριά".

Μία από τις παρατηρήσεις του Φίχτε τον ενόχλησε ιδιαίτερα. Ο Φίχτε, σύμφωνα με τον Σοπενχάουερ, δίδασκε ότι, ενώ η ιδιοφυΐα είναι θεϊκή, η "τρέλα" είναι ζωικής φύσης. Ο Σοπενχάουερ υποπτευόταν ότι το ζήτημα ήταν πιο σύνθετο και ότι θα μπορούσε να ισχύει ακόμη και το αντίθετο: αντί να είναι αντίθετες, η ιδιοφυΐα και η "τρέλα" θα μπορούσαν να συνδέονται.

Για να ικανοποιήσει την περιέργειά του, ο Σοπενχάουερ έκανε κάτι ασυνήθιστο για έναν φιλόσοφο, αλλά απόλυτα σύμφωνο με τον χαρακτήρα του: πήγε και έριξε μια ματιά ο ίδιος. Το χειμώνα του 1812, ο Σοπενχάουερ επισκέφθηκε τους ενοίκους της ψυχιατρικής πτέρυγας -ή της "πτέρυγας μελαγχολίας"- του νοσοκομείου Charité του Βερολίνου. Και όχι μόνο μια φορά- το έκανε τακτική συνήθεια.

Οι κάτοικοι που συνάντησε ήταν πράγματι ταλαιπωρημένοι, μειονεκτούντες και ευάλωτοι, αλλά, αντίθετα με τις απόψεις του Φίχτε, δεν ήταν υπάνθρωποι. Ορισμένοι, μάλιστα, ήταν αρκετά ικανοί να εμπλέξουν τον Σοπενχάουερ σε συζητήσεις που θα του έκαναν μόνιμη εντύπωση στη σκέψη του για την ψυχική υγεία και την ασθένεια.

Αυτό δεν σημαίνει ότι ο Σοπενχάουερ κατάφερε να υπερβεί όλες τις παραδοχές της εποχής του. Ενώ η εισαγωγική γραμμή του "Περί τρέλας" δείχνει ότι ο Σοπενχάουερ είχε μια έννοια της ψυχικής υγείας (Gesundheit des Geistes), πρόκειται, εν τέλει, για ένα κεφάλαιο με θέμα την "τρέλα" (Wahnsinn) και την "παραφροσύνη" (Verrücktheit). Εκτός του ότι πρόκειται για ωμές, συλλήβδην έννοιες που περιλάμβαναν την ψύχωση, την κατάθλιψη, τη φοβία, τις μαθησιακές δυσκολίες, την άνοια και άλλα, πρόκειται για γλώσσα φορτωμένη με υποτιμητικούς συνειρμούς που δεν έχει θέση στη σημερινή ψυχολογία. Οι λέξεις "τρελός" και "παράφρων" χρησιμοποιούνται σε αυτό το δοκίμιο μόνο και μόνο επειδή ο Σοπενχάουερ τις χρησιμοποίησε. Παρόλα αυτά, ως αποτέλεσμα της αναζήτησης γνωριμίας από πρώτο χέρι με ανθρώπους που ζούσαν με αυτές τις καταστάσεις, ο Σοπενχάουερ απομακρύνθηκε από την ανοιχτά απάνθρωπη σύγκριση που ισχυρίζεται ότι έκανε ο Φίχτε.

Ωστόσο, κάθε αλληλεπίδραση δεν διέψευσε τη θέση του Φίχτε. Υπήρχε, για παράδειγμα, "ένα ασθενικό" 11χρονο αγόρι στο οποίο ο Σοπενχάουερ έκανε πολλαπλές επισκέψεις σε ένα άσυλο. Η αφήγησή του για αυτές τις επισκέψεις εμφανίζεται για πρώτη φορά σε ένα φύλλο χειρόγραφων σημειώσεων που έγραψε το 1814, αλλά δημοσιεύτηκε στον πρώτο τόμο του έργου Ο κόσμος ως βούληση και αναπαράσταση (1818) ως εξής:

Ήταν λογικός (αφού μπορούσε και να μιλάει και να καταλαβαίνει), αλλά είχε λιγότερο ανεπτυγμένη κατανόηση από πολλά ζώα. Κάθε φορά που τον επισκεπτόμουν, κοιτούσε επίμονα ένα μονόκλ που φορούσα στο λαιμό μου: αντανακλούσε τα παράθυρα του δωματίου και τις κορυφές των δέντρων, έτσι ώστε να φαίνεται ότι βρίσκονταν πίσω από το λαιμό μου. Αυτό το έβλεπε με μεγάλη έκπληξη και χαρά κάθε φορά που ήμουν εκεί, και κοίταζε το γυαλί με ακλόνητη έκπληξη: δεν μπορούσε να καταλάβει την απολύτως άμεση αιτιότητα της αντανάκλασης.

Στις σημειώσεις του ο Σοπενχάουερ προσθέτει ότι το αγόρι, μη μπορώντας να καταλάβει ότι η εικόνα προκλήθηκε από αντανάκλαση, δεν γύρισε ποτέ να κοιτάξει έξω από το παράθυρο και να δει τα ίδια τα δέντρα.

Ο Σοπενχάουερ θεώρησε ότι αυτό το αγόρι δεν ήταν τρελό αλλά απλώς "ανόητο". Η βλακεία, σύμφωνα με τον Σοπενχάουερ, είναι η αδυναμία κατανόησης της αιτιώδους συνάφειας - ή, με άλλα λόγια, γιατί τα πράγματα συμβαίνουν. Δεδομένου ότι ορισμένα ζώα δείχνουν κατανόηση της αιτιότητας (μερικά από αυτά μπορεί να κατανοούν ακόμη και την αιτιότητα της αντανάκλασης), ο Σοπενχάουερ κάνει την ίδια απάνθρωπη σύγκριση για την οποία επέκρινε τον Φίχτε. Προσέξτε, ωστόσο, ότι ο Σοπενχάουερ θεωρεί την ικανότητα του αγοριού να μιλάει, και επομένως να κατανοεί έννοιες, ως απόδειξη ότι το παιδί ήταν παρ' όλα αυτά λογικό.

Σε αντίθεση με τη "βλακεία" του αγοριού, την οποία αντιλαμβάνεται ως μια υπανάπτυκτη ικανότητα κατανόησης, ο Σοπενχάουερ αντιλαμβάνεται την τρέλα από την άποψη της ικανότητας της λογικής. Για άλλη μια φορά, ωστόσο, δεν βρήκε κανένα λόγο να πιστεύει ότι οι παράφρονες στερούνται εντελώς αυτής της ικανότητας. Αντιθέτως, στη συζήτηση εμφανίζονταν "εκπληκτικά λογικοί" ως προς την ικανότητά τους να μιλούν, να κατανοούν, να κρίνουν και να συμπεραίνουν. Αντιθέτως, αναρωτιέται στις σημειώσεις του, "Μήπως η τρέλα δεν συνίσταται στο ότι η βούληση έχει χάσει την αιτιότητα όσον αφορά τη γνώση (νόηση); Κατά συνέπεια, η τρέλα δεν θα μπορούσε να είναι μια απλή διαταραχή της μνήμης;".

Με άλλα λόγια, οι παράφρονες, κατά την εμπειρία του Σοπενχάουερ, φαίνεται να έχουν χάσει, όχι την ίδια τη λογική, αλλά μάλλον τον ηθελημένο (εκούσιο) έλεγχο της λογικής. Ήταν απολύτως ικανοί να έχουν και να επικοινωνούν αφηρημένες σκέψεις, ιδίως σε απάντηση στο παρόν περιβάλλον τους, αλλά αγωνίζονταν να ανακαλέσουν ή να αποβάλουν αυτές τις σκέψεις κατά βούληση.

Μπορεί να μας φανεί περίεργο το γεγονός ότι ο Σοπενχάουερ ταυτίζει αυτόν τον γενικό έλεγχο των σκέψεών μας με τη μνήμη συγκεκριμένα. Αυτό που εννοούσε, ωστόσο, είναι ότι αυτή η έλλειψη ελέγχου έθετε σε κίνδυνο την ικανότητα των παρανοϊκών ανθρώπων να φέρνουν τις προηγούμενες εμπειρίες του παρελθόντος στην παρούσα σκέψη τους.

Αλλά η ιστορία δεν τελειώνει εδώ. Ο Σοπενχάουερ άλλαξε γνώμη, για άλλη μια φορά ως απάντηση στις δικές του παρατηρήσεις. Σε σημειώσεις του από το 1816 -δύο ακόμη χρόνια πριν από τη δημοσίευση του πρώτου τόμου του έργου "Ο κόσμος ως βούληση και αναπαράσταση"- γράφει: "Νόμιζα για πολύ καιρό ότι η τρέλα ήταν στην πραγματικότητα μόνο μια ασθένεια της μνήμης- αυτό, ωστόσο, δεν είναι έτσι, διότι πολλοί τρελοί άνθρωποι έχουν καλή μνήμη". Απλώς δεν μπορούσε να αρνηθεί ότι ορισμένοι παράφρονες μπορούν να ελέγχουν τον ερχομό και το πέρασμα των σκέψεών τους κατά βούληση.

Η επεξεργασμένη άποψη στην οποία καταλήγει τελικά ο Σοπενχάουερ, η άποψη που συναντάται στους πρώτους και τους ύστερους τόμους των δημοσιευμένων έργων του καθώς και στις σημειώσεις του, είναι μια τροποποίηση της θεωρίας του που βασίζεται στη μνήμη, και όχι μια εγκατάλειψη ή ανατροπή. Καταλήγει στην άποψη ότι η τρέλα είναι "το σχισμένο νήμα της μνήμης".

Σύμφωνα με την άποψη αυτή, οι παράφρονες είναι σε θέση να φέρουν σκέψεις από προηγούμενες εμπειρίες στην παρούσα σκέψη τους, αλλά το περιεχόμενο αυτών των σκέψεων, σύμφωνα με τον Σοπενχάουερ, συχνά παραποιεί την προηγούμενη εμπειρία τους. Οι σκέψεις των παρανοϊκών ανθρώπων, διαπίστωσε, περιείχαν κενά, μπερδέματα ή ακόμη και μυθοπλασίες σχετικά με την προσωπική τους ιστορία. "Είναι τόσο δύσκολο να ρωτήσει κανείς έναν τρελό για την προηγούμενη ζωή του", αναφέρει ο Σοπενχάουερ. "Το αληθινό και το ψεύτικο αναμειγνύονται όλο και περισσότερο στη μνήμη του".

Ο Σοπενχάουερ εικάζει τι είναι αυτό που κάνει το νήμα της μνήμης να σχίζεται με αυτόν τον τρόπο. Η εξήγησή του περιστρέφεται γύρω από την απροθυμία μας να απομνημονεύσουμε επώδυνες και εχθρικές εμπειρίες. Αυτή η απροθυμία είναι απολύτως φυσιολογική - η διαδικασία αφομοίωσης αρνητικών εμπειριών δεν είναι εύκολη και ανώδυνη για κανέναν. Αλλά για κάποιους, η διαδικασία είναι απλώς πολύ επώδυνη για να πραγματοποιηθεί, οπότε αντ' αυτού αντιστέκονται και αρνούνται αυτές τις αναμνήσεις, αφήνοντας σημαντικά κενά στην ανάμνησή τους, ή αλλιώς γεμίζοντάς την με φαντασιώσεις.

Δεν δίνει πολλές λεπτομέρειες σχετικά με το τι είδους επώδυνη εμπειρία μπορεί να επισπεύσει την τρέλα, αλλά τα λίγα παραδείγματα που δίνει ο Σοπενχάουερ υποδηλώνουν ότι θα μπορούσε να είναι σχεδόν κάθε είδους. Ένα παράδειγμα δείχνει πόσο ελαφρύς μπορεί να είναι ο πόνος: "Θυμάμαι έναν άνθρωπο σε ένα τρελοκομείο που ήταν στρατιώτης και τρελάθηκε επειδή ο αξιωματικός του τον προσφώνησε στο τρίτο πρόσωπο" (δηλαδή, "εεε", μια μορφή προσφώνησης που χρησιμοποιείται για τους κατώτερους). Στο άλλο άκρο του φάσματος, ο Σοπενχάουερ δίνει το φανταστικό παράδειγμα μιας καταδικασμένης ερωτικής σχέσης που μπορεί να καταλήξει μόνο σε μια διπλή αυτοκτονία (σκεφτείτε τον Ρωμαίο και την Ιουλιέτα) "εκτός αν η φύση σώσει τη ζωή επιτρέποντας στην τρέλα να εισέλθει, η οποία τυλίγει τότε το πέπλο της γύρω από τη συνείδηση αυτής της απελπιστικής κατάστασης". Σε τέτοιες περιπτώσεις, η κάθοδος στην τρέλα μας συλλαμβάνει πριν τα οδυνηρά πάθη μας οδηγήσουν στην αυτοκαταστροφή.

Για χάρη της αυτοσυντήρησης, λοιπόν, το νήμα της μνήμης δεν σκίζεται τόσο αλλά κόβεται. Εδώ ο Σοπενχάουερ ακούγεται μπροστά από την εποχή του, γράφοντας δεκαετίες πριν από τη θεωρία της καταπίεσης του Σίγκμουντ Φρόιντ. Και πράγματι, ο Σοπενχάουερ προαναγγέλλει τη θεωρία του Φρόυντ όταν λέει: "αν ... ορισμένα γεγονότα ή περιστάσεις καταπιέζονται πλήρως από τη διάνοια επειδή η βούληση δεν αντέχει τη θέα τους, και αν το κενό που προκύπτει κατόπιν μπαλώνεται με κάποια επινόηση λόγω της ανάγκης για συνοχή - τότε υπάρχει τρέλα".

Όσο διορατική και αν είναι, η θεωρία του Σοπενχάουερ δεν στερείται των δικών της τυφλών σημείων. Καθώς αναπτύσσεται, αποκτά μια στενή εστίαση στη διαταραγμένη σκέψη, την οποία σε μερικά σημεία διατυπώνει ως μια απλή δήλωση: "η τρέλα διαστρεβλώνει τις σκέψεις". Παραμερίζει εμπειρίες ή συμπεριφορές με τις οποίες διαφορετικά θα μπορούσε να χαρακτηρίσει την τρέλα. Οι διαστρεβλώσεις της αντίληψης, όπως τα οράματα και οι παραισθήσεις, είναι εκδηλώσεις σωματικών παθήσεων, υποστηρίζει, και όχι ψυχοπαθολογίες με την αυστηρή έννοια. Μπορούν να βρεθούν σε παράφρονες ανθρώπους, αλλά είναι τυχαίες για την παραφροσύνη τους. Αναγνωρίζει μεν την οργή, τη φρενίτιδα, τη λύσσα και τη μανία ως είδη τρέλας, αλλά για να το εξηγήσει αυτό πρέπει να βγει έξω από τη θεωρία του που βασίζεται στη μνήμη και, αντίθετα, να υποστηρίξει ότι σε αυτές τις περιπτώσεις η βούληση έχει σφετεριστεί εντελώς τη νόηση, αποτελώντας "μια ισχυρή φυσική δύναμη που εξαπολύεται".

Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς γιατί ο Σοπενχάουερ κατέληξε να θεωρήσει αυτό που αποκαλεί τρέλα ως αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε γνωστική διαταραχή, δεδομένης της μεθόδου διερεύνησής του. Η θεωρία του διαμορφώθηκε από τη συνάντηση με ανθρώπους που ζούσαν με την πάθηση, και ιδανικά μιλώντας μαζί τους. Οι γνωστικές ικανότητες των ανθρώπων που συνάντησε πρέπει να ήταν επαρκώς άθικτες για να το καταστήσουν αυτό δυνατό, αλλά και αρκετά δυσλειτουργικές (για την εποχή) ώστε να δικαιολογούν τη διαβίωσή τους εκεί όπου τους βρήκε - σε νοσοκομεία και άσυλα. Καθώς οι συνομιλίες συνεχίζονταν και αποκαλύπτονταν η διαταραγμένη σκέψη τους, θα ήταν φυσικό να συμπεράνει κανείς ότι από εκεί προέρχονται τα προβλήματά τους.

Πώς θα μπορούσαν όλα αυτά να λειτουργήσουν ως επίπληξη στη θέση του Φίχτε ότι η τρέλα είναι κτηνώδης και η μεγαλοφυΐα θεϊκή; Ο Σοπενχάουερ ισχυρίζεται ότι παρατήρησε το αντίθετο: "σε συχνές επισκέψεις μου σε τρελοκομεία βρήκα μεμονωμένα άτομα με αναμφισβήτητα μεγάλα ταλέντα, των οποίων η ιδιοφυΐα ήταν σαφώς ορατή μέσα από την τρέλα τους". Συχνά παρατηρεί ότι η τρέλα και η ιδιοφυΐα έχουν κοινό χαρακτηριστικό την απορρόφηση στην παρούσα στιγμή, αν και στην περίπτωση της τρέλας αυτό προκαλείται από το σκισμένο νήμα της μνήμης, ενώ στην ιδιοφυΐα είναι η υπερφυσική ικανότητα να αντιλαμβάνεται κανείς τη διαχρονική ουσία των πραγμάτων και όχι τις προσωρινές εκδηλώσεις τους.

Και όμως, ο Σοπενχάουερ δεν παρέχει συγκεκριμένες λεπτομέρειες σχετικά με τα σημάδια της ιδιοφυΐας που παρατήρησε. Αντ' αυτού, καταφεύγει σε φανταστικά παραδείγματα παρανοϊκής διορατικότητας, όπως ο βασιλιάς Ληρ ή η Οφηλία, "επειδή τα δημιουργήματα της αυθεντικής ιδιοφυΐας ... είναι εξίσου αληθινά με τους πραγματικούς ανθρώπους".

Για να βρούμε την ανθρωπιά που επιβιώνει της τρέλας, πρέπει να ψάξουμε αλλού στην έρευνα του Σοπενχάουερ. Σε κανένα στάδιο δεν αναγκάστηκε να αμφισβητήσει μια διαπίστωση που έκανε ήδη από το 1814: "Συχνά, όταν παρατηρώ τους παράφρονες, δεν διαπιστώνω ότι η λογική τους ικανότητα ή ότι η κατανόησή τους έχει πληγεί, ούτε, κυρίως, ότι μαζί τους υποφέρει το καλύτερο στον άνθρωπο". Οι άνθρωποι που συνάντησαν τον Σοπενχάουερ δεν είχαν χάσει τις ικανότητες που τους έκαναν ανθρώπους. Αντίθετα, κατέληξε στο συμπέρασμα, είχαν πάψει να χρησιμοποιούν αυτές τις ικανότητες για να απομνημονεύουν τις προηγούμενες εμπειρίες τους. Είχαν χάσει τον εαυτό τους, και μέσω της απώλειας του εαυτού τους είχαν χαλαρώσει τη σύλληψή τους στην πραγματικότητα του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος.

Η αξιόπιστη μνήμη του παρελθόντος, αντίθετα, είναι η "τέλεια ανάμνηση" στην οποία συνίσταται η ψυχική υγεία - όχι βέβαια να θυμάται κανείς τα πάντα, αλλά να θυμάται ποιος είναι.


O AΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟΝ ΕΓΚΕΦΑΛΟ ΔΕΧΕΤΑΙ ΤΙΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΤΩΝ ΑΙΣΘΗΤΗΡΙΩΝ ΚΑΙ Η ΔΙΑΝΟΙΑ ΤΙΣ ΕΡΜΗΝΕΥΕΙ. ΠΩΣ; ΜΕ ΤΗΝ ΒΟΗΘΕΙΑ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ. ΑΥΤΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΠΑΛΑΙΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ. ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΡΜΗΝΕΥΣΕΙ Ο,ΤΙΔΗΠΟΤΕ ΕΙΝΑΙ ΝΕΟ. ΕΙΝΑΙ ΕΓΚΑΤΕΙΛΗΜΕΝΟΣ ΣΤΟΝ ΧΡΟΝΟ, ΣΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ, ΚΑΘΟΤΙ ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΑΚΟΜΗ ΣΤΗΝ ΜΝΗΜΗ ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΕΙΝΑΙ ΑΟΡΑΤΟ. 
ΜΕ ΤΗΝ ΒΟΗΘΕΙΑ ΤΩΝ ΘΕΩΝ ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΥΠΕΡΕΒΑΙΝΑΝ ΤΟΝ ΧΡΟΝΟ ΣΑΝ ΙΔΑΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΑΙΩΝΙΕΣ ΜΟΡΦΕΣ Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΟΛΥΘΕΙΣΜΟΣ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΔΕΧΘΕΙ ΣΤΗΝ ΖΩΗ ΤΟΥ  ΤΙΣ ΕΠΙΘΥΜΙΕΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΘΕΩΝ, ΝΑ ΑΝΑΖΗΤΗΣΕΙ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΜΕ ΤΗΝ ΒΟΗΘΕΙΑ ΤΟΥΣ, ΑΝΑΚΑΛΥΨΕ ΤΗΝ ΠΗΓΗ ΤΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΖΑΝ ΤΗΝ ΖΩΗ ΤΟΥ ΣΤΟ ΕΠΕΚΕΙΝΑ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ ΑΓΑΘΟ, ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΤΟΥΣ ΕΞΕΥΜΕΝΙΣΕΙ ΜΕ ΤΗΝ ΟΜΟΡΦΙΑ, ΤΟ ΚΑΛΛΟΣ, ΩΣΠΟΥ Η ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΣ ΑΝΑΚΑΛΥΨΕ ΤΟ ΕΓΩ, ΤΗΝ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΥΠΟΤΑΧΤΗΚΕ ΣΤΗΝ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟΥ, ΚΑΙ ΘΥΜΑΤΑΙ ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΚΤΟΤΕ, ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΧΡΟΝΟ ΠΟΥ ΤΡΩΕΙ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ, ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ. ΤΟ ΑΝΥΨΩΣΕ ΣΤΗ ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ ΤΟΥ ΑΛΗΘΙΝΟΥ ΕΓΩ ΚΑΙ ΣΑΝ ΝΕΟΣ ΘΕΟΣ ΟΔΗΓΕΙΤΑΙ ΣΤΟ ΣΗΜΕΡΙΝΟ ΑΔΟΞΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ. ΣΤΟΝ ΑΙΩΝΙΟ ΘΑΝΑΤΟ ΔΙΠΛΑΣΙΑΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΜΙΖΕΡΙΑ ΤΗΣ ΦΘΑΡΤΟΤΗΤΟΣ ΤΟΥ. ΑΓΝΟΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΜΟΙΡΑΙΑ ΕΞΙΔΑΝΙΚΕΥΣΗ ΛΟΓΩ ΤΗΣ ΠΤΩΣΕΩΣ ΤΗΣ ΔΟΜΗΣ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ.
ΣΗΜΕΡΑ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΛΕΟΝ Ο ΠΑΛΑΙΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΔΕΧΘΗΚΕ ΤΗΝ ΣΩΤΗΡΙΑ ΠΟΥ ΠΡΟΣΕΦΕΡΕ Ο ΚΥΡΙΟΣ, ΙΔΟΥ ΚΑΙΝΑ ΠΟΙΩ ΠΑΝΤΑ, ΤΗΝ ΜΕΤΑΝΟΙΑ, ΥΠΑΡΧΕΙ Ο ΝΕΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ Ο ΟΠΟΙΣ ΕΙΝΑΙ ΑΡΠΑΓΜΕΝΟΣ ΜΕ ΑΠΕΛΠΙΣΙΑ ΣΤΟ ΕΓΩ ΤΟΥ ΤΗΝ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ ΟΤΑΝ ΤΟ ΕΞΙΔΑΝΙΚΕΥΕΙ ΣΑΝ ΠΡΟΣΩΠΟ. 
Η ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΛΟΙΠΟΝ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΜΝΗΜΗ ΘΕΟΥ, ΕΙΝΑΙ ΑΔΥΝΑΤΗ ΣΗΜΕΡΑ, ΕΦΟΣΟΝ ΣΑΝ ΘΕΟ ΤΟ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ ΕΝΝΟΕΙ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΟΥ, ΤΗΝ ΑΥΤΟΣΥΝΕΙΔΗΣΙΑ ΤΟΥ, ΕΓΩ ΕΙΜΙ Ο ΩΝ.