Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σκλήρης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σκλήρης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 21 Οκτωβρίου 2024

Η έννοια της ελευθερίας κατά τον άγιο Μάξιμο Ομολογητή και η επικαιρότητά της σήμερα

Διονύσης Σκλήρης

Η επιμονή του αγίου Μαξίμου του Ομολογητή (π. 580-662) να προσπαθήσει να διατυπώσει μία κατανόηση της ελευθερίας στην οποία δεν περιλαμβάνεται η επιλογή αφενός αποτελεί το πλέον εμβληματικό εγχείρημα να αποδοθεί μία ολόκληρη νηπτική παράδοση η οποία θεωρούσε την ελευθερία ως κάτι διαφορετικό από το ἴδιον θέλημα και, αφετέρου, παρουσιάζει ενδιαφέρουσες προκλήσεις ως προς την πολύ διαφορετική αντίληψη της ελευθερίας κατά τη νεωτερικότητα. Στα δύο αυτά αλληλένδετα στοιχεία θα προσπαθήσουμε να επικεντρώσουμε.

Η απόλυτη οντολογική ελευθερία υπερβαίνει την επιλογή

Γιατί, όμως, ο άγιος Μάξιμος επιμένει ότι η πληρέστερη μορφή ελευθερίας είναι ανώτερη από την επιλογή; Ο λόγος είναι ότι το αρχέτυπο αυτής της κατανόησης είναι η άκτιστη θεία ελευθερία. Η έννοια της επιλογής προϋποθέτει δεδομένα, ώστε να επιλέγει κανείς μεταξύ αυτών. Ωστόσο, αυτή η έννοια της ελευθερίας αντιτίθεται στην άκτιστη πραγματικότητα του Θεού, στον Οποίο δεν υπάρχει κανένα δεδομένο που να προϋποτίθεται σε Αυτόν, καθώς είναι άναρχος και άχρονος. Επομένως, ο Θεός είναι ελεύθερος όχι επειδή έχει απόλυτη επιλογή, αλλά ακριβώς επειδή έχει μία πιο θεμελιώδη ελευθερία η οποία προηγείται της επιλογής. Αν το θέταμε με μια ανθρωπομορφική παρομοίωση, θα λέγαμε ότι η θεία ελευθερία δεν είναι το να μπορεί να διαλέγει κανείς δρόμους, αλλά το να μπορεί να φτιάχνει δρόμους που δεν υπήρχαν. Θα μπορούσε βεβαίως να θεωρήσει κανείς φιλοσοφικώς ότι ο Θεός έχει εκάστοτε μία απόλυτη απειρία επιλογών από την οποία κάθε φορά επιλέγει ένα στοιχείο από το άπειρο. Όμως, μία παρόμοια θεώρηση θα εισήγαγε ενδεχομενικότητα στο θείο είναι και για αυτό το λόγο θεωρείται ως ορθότερο ότι ο Θεός δεν θέλει επιλέγοντας μεταξύ απείρων επιλογών, αλλά ότι, αντιθέτως, η ελευθερία του είναι μία καθαρή θετικότητα που δεν περνάει μέσα από την απόρριψη άλλων ενδεχομένων. Αυτή είναι και η σημασία των λόγων των όντων. Οι λόγοι των όντων είναι θελήματα του Θεού, σύμφωνα με την αρεοπαγιτική παράδοση, τα οποία δεν αποτελούν επιλογές Του για την κτίση, αλλά καθαρές θετικότητες, οιονεί εκρήξεις της αγάπης του Θεού στις οποίες δεν διαμεσολαβεί διαλογισμός (βλ. Πρὸς Θαλάσσιον, Corpus Christianorum Series Graeca (στο εξής CCSG) 7,95,8, PG 90,296A. Για το θέμα αυτό στα Αρεοπαγιτικά συγγράμματα, βλ. Περὶ θείων ὀνομάτων, 5, 8, PG 3,824C. Πρβλ. SUCHLA Beate Regina, Corpus Dionysiacum I. De Divinis Nominibus, De Gruyter, Βερολίνο και Νέα Υόρκη 1990, σ. 188,6-10). Σημειωτέον, παρεμπιπτόντως, ότι οι έννοιες «ελευθερία» και «θέληση» δεν ταυτίζονται κατ’ ανάγκη. Μπορεί να υπάρχει μία οντολογική έννοια της ελευθερίας η οποία να είναι βαθύτερη από την ψυχολογική έννοια ελευθερίας που εντοπίζεται στο επίπεδο της θελήσεως. Η ελευθερία διέπει το όλο είναι του Θεού, χωρίς να ταυτίζεται οπωσδήποτε και αποκλειστικά με το κοινόν θέλημα των τριών Υποστάσεων.[ΟΥΤΕ Η ΒΟΥΛΗΣΗ ΜΕ ΤΗ ΘΕΛΗΣΗ ΤΑΥΤΙΖΟΝΤΑΙ. Η ΘΕΛΗΣΗ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΚΑΙ Η ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΙΝΑΙ Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΠΟΥ ΦΙΑΧΝΕΙ ΔΡΟΜΟΥΣ. ΟΣΤΙΣ ΘΕΛΕΙ ΟΠΙΣΩ ΜΟΥ ΕΛΘΕΙΝ]

Έχοντας ένα παρόμοιο θείο αρχέτυπο (ή μάλλον εσχατότυπο εφ’ όσον η πλήρης αλήθεια πραγματώνεται στην εσχατολογική Βασιλεία) της ελευθερίας του, ο άνθρωπος ως κατ’ εικόνα Θεού φιλοδοξεί υπαρκτικώς μια ελευθερία ανώτερη από την επιλογή. Εδώ συνίσταται και η περιπέτεια αυτού που ο άγιος Μάξιμος ονομάζει «γνωμικόν θέλημα». Το τελευταίο έχει δύο σημασίες, την κυρίως η οποία αφορά στην κτιστή πραγματικότητα, χωρίς να συνδέεται κατ’ ανάγκη με την αμαρτία. Και μία επιγενόμενη, η οποία συνδέεται με την πτώση. Η θεμελιώδης σημασία του γνωμικού θελήματος είναι ότι αποτελεί «διάθεσιν» (βλ. Ἔργα Θεολογικὰ καὶ Πολεμικά 1 PG 91,17C), δηλαδή το πώς δια-τίθεται ο άνθρωπος έναντι αυτού που τον υπερβαίνει, και πιο συγκεκριμένα έναντι του Θεού ή και του περιβάλλοντος κόσμου. Αυτή η οντολογικώς θεμελιώδης σημασία του γνωμικού θελήματος δεν συνδέεται κατ’ ανάγκη με την πτώση, αλλά μάλλον με την κτιστότητα. Ο άκτιστος Θεός δεν έχει γνωμικόν θέλημα ακριβώς επειδή δεν δια-τίθεται έναντι δεδομένων που προϋπάρχουν, αλλά έχει μία θετική ελευθερία.[ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΤΙ ΝΑ ΤΟΝ ΥΠΕΡΒΑΙΝΕΙ] Ακόμη και οι τρεις Θείες Υποστάσεις δεν δια-τίθενται προς αλλήλας, καθώς είναι συνάναρχες και έχουν άκτιστη αγάπη οντολογικώς πολύ πιο πρωταρχική από μια αγαπητική διάθεση. [ΠΑΡΑΚΑΜΠΤΕΤΑΙ ΗΔΗ ΤΟ ΟΜΟΟΥΣΙΟ]Ο άνθρωπος, όμως, ακριβώς επειδή αποτελεί κτιστό πρόσωπο[ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΕΝΣΑΡΚΩΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΧΡΙΣΤΟΛΟΓΙΑ ΠΡΟΕΚΥΨΕ Ο ΟΡΟΣ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΟΝ ΟΠΟΙΟ Ο ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ ΜΕΤΑΛΛΑΞΕ ΣΕ ΕΝΝΟΙΑ, ΓΙΑ ΚΑΘΕ ΧΡΗΣΗ] οπωσδήποτε στρέφει την ελευθερία του προς τον προϋπάρχοντα προσωπικό Θεό, αλλά και προς τον κόσμο που Αυτός δημιούργησε και για αυτό θεωρείται από τον άγιο Μάξιμο ότι έχει ένα προπτωτικό γνωμικό θέλημα ταυτόσημο με αυτή τη διά-θεσιν.[ΒΑΣΕΙ ΤΟΥ ΟΠΟΙΟΥ ΠΕΦΤΕΙ ΣΤΗΝ ΠΑΓΙΔΑ ΤΗΣ ΑΠΙΣΤΙΑΣ ΧΑΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΘΕΟ ΑΝΤΑΛΛΑΣΣΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΑΓΚΗ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ, ΤΟΥ ΟΠΟΙΟΥ ΔΙΑΘΕΤΕΙ ΟΜΩΣ ΤΑ ΟΝΟΜΑΤΑ, ΜΕ ΤΑ ΟΠΟΙΑ ΑΣΚΕΙ ΤΗΝ ΑΝΑΓΚΗ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ] Ωστόσο, η εσχατολογική αλήθεια του ζητήματος είναι ότι αυτό το γνωμικό θέλημα δεν αποτελεί την τελευταία λέξη του μυστηρίου της ανθρώπινης ελευθερίας, αφού ο άνθρωπος μέλλει να καταξιωθεί μιας πληρέστερης ελευθερίας που τον υπερβαίνει. Η πληρέστερη αυτή ελευθερία πραγματώνεται στον Θεάνθρωπο Χριστό και εκδηλώνεται πλήρως στην εσχατολογική βασιλεία. Οπότε κατά τον άγιο Μάξιμο η ελευθερία επιλογής δεν αποτελεί ουσιώδες στοιχείο της ελευθερίας.

Για να κατανοήσουμε, ωστόσο, την προβληματική αυτή χρειάζεται να επισκοπήσουμε την εξέλιξη της έννοιας της ελευθερίας και της θελήσεως στον άγιο Μάξιμο. Στην αρχαιότητα ο όρος θέλησις δεν ανήκε στο κανονικό λεξιλόγιο της φιλοσοφίας.[ΟΥΔΕΙΣ ΕΚΟΝ ΚΑΚΟΣ] Οι μεν όροι ἐθέλω και θέλησις ανήκαν περισσότερο στο λεξιλόγιο των ποιητών και την ομηρική παράδοση αντί για την καθαυτό φιλοσοφική. Ενώ η τελευταία έκανε λόγο κυρίως για βούλησιν, η οποία, όμως, σύμφωνα με τις αριστοτελικές προδιαγραφές υπαγόταν στη νόηση και την ακολουθούσε ως παρεπόμενό της. Ο όρος θέλημα, όμως, υπάρχει στα Ευαγγέλια στον δραματικό προσευχητικό διάλογο του Χριστού με τον Πατέρα στη Γεθσημανή και έκτοτε χρησιμοποιείται από τους Χριστιανούς θεολόγους με ιδιαιτέρως υπαρξιακό φορτίο. Ειδικά ο άγιος Μάξιμος Ομολογητής διεκδικεί μία θέση στην ιστορία της φιλοσοφίας για τον λόγο ότι κατέστησε το θέλημα αναπόσπαστη δύναμη της ψυχής του ανθρώπου,[ΓΕΝΝΗΘΗΤΩ ΤΟ ΘΕΛΗΜΑ ΜΟΥ;; ΔΙΟΤΙ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΕΥΧΗ Ο ΙΗΣΟΥΣ ΣΥΜΦΩΝΕΙ ΜΕ ΤΟ ΑΝΩΤΕΡΟ ΠΟΥ ΤΟΝ ΥΠΕΡΒΑΙΝΕΙ. ΣΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ ΔΙΑΦΩΝΕΙ ΜΕ Ο,ΤΙΔΗΠΟΤΕ ΤΟΝ ΥΠΕΡΒΑΙΝΕΙ.] μία σπουδαία φιλοσοφική εξέλιξη που στη Δύση έλαβε χώρα από τον ιερό Αυγουστίνο Ιππώνος. Ενώ για τους αρχαίους Έλληνες, η βούλησις είναι δευτερεύουσα ως προς την νόησιν και την ακολουθεί, για τον άγιο Μάξιμο το φυσικόν θέλημα είναι μια εξαιρετικά πρωταρχική διάσταση του υπαρκτικού γεγονότος και συνδέεται με την κίνησιν των όντων (βλ. Ζήτησις μετὰ Πύρρου PG 91,352A), που στην πλέον οντολογική της διάσταση συνδέεται με τη ροπή τους προς τελείωση στο μέλλον. [ ΜΕΤΑΛΛΑΣΣΕΤΑΙ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΑΠΟΒΛΕΠΟΝΤΑΣ ΣΤΑ ΕΣΧΑΤΑ. ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΠΟΝΤΑΣ ΤΟ ΣΤΑΥΡΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΤΟΥ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΥΠΑΡΞΗ. ΣΑΝ ΠΟΛΙΤΗΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΕΠΙ ΤΗΣ ΓΗΣ]

Αὐτεξούσιον και ἐλεύθερον: Οι δύο διαστάσεις της ελευθερίας

Στον άγιο Μάξιμο βρίσκουμε κυρίως δύο όρους για την ελευθερία: Το αὐτεξούσιον και το ἐλεύθερον. Το αὐτεξούσιον ανήκει στον λόγον της ανθρώπινης φύσεως και συνδέεται με την κίνηση. Σημαίνει ότι ειδικά ο άνθρωπος συμμετέχει με επίγνωση στην κίνησή του η οποία τον οδηγεί στην τελείωση, σε αντίθεση με άλλα όντα που μπορεί να κινούνται έξωθεν και να μη συμμετέχουν στην κίνησή τους προς την ολοκλήρωση (άψυχα όντα) ή μπορεί να κινούνται βάσει ζωτικής ορμής (φυτά) ή αισθήσεων (ζώα) και όχι με νοερά αυτεπίγνωση. Η ελευθερία ως αὐτεξούσιον έχει, λοιπόν, έναν δρομικό χαρακτήρα: Στον δρόμο που είναι η ζωή, ο άνθρωπος κινείται για να ολοκληρώσει τη φύση και όλο το είναι του στο μέλλον και το αὐτεξούσιον έγκειται στο ότι σε αντίθεση με άψυχα όντα, φυτά και ζώα, ο άνθρωπος μετέχει νοερά στην κίνησή του. Αυτού του ειδικού χαρίσματος του Θεού στον άνθρωπο μπορεί πάντως αυτός να κάνει παράχρηση με το να παρεκκλίνει στον δρόμο της τελείωσης ή ακόμη και να σταματήσει την ευθυπορία ή και να παλινδρομήσει αντιστρέφοντας την πορεία προς το ον σε μία οπισθοβατική διαδρομή προς το μη ον. Σε κάθε περίπτωση, για τον άγιο Μάξιμο η ελευθερία ειδικά του αὐτεξουσίου είναι μια ελευθερία ἐν ὁδῷ. Είναι μια ελευθερία καθ’ οδόν προς ένα εσχατολογικό τέλος, δηλαδή προς έναν ορίζοντα. Και το βασικό διακύβευμα της ελευθερίας είναι αν θα οδηγήσει σε ευθυπορία ή, στην αντίθετη περίπτωση, σε κάποια μάταιη ακύρωση αυτής της ροπής προς την εσχατολογική τελειότητα. Ο όρος ἐλεύθερον από την άλλη χρησιμοποιείται κυρίως για να δηλώσει την απελευθέρωση του ανθρώπου από περιορισμούς είτε λόγω αμαρτίας είτε και λόγω ακόμη και της κτιστότητας, μια απελευθέρωση που επιτυγχάνεται από τη χάρη του Θεού (βλ. λ.χ. Ἐπιστολή Θ΄ PG 91,448C).

Η νομιναλιστική αντιστροφή στην έννοια της ελευθερίας κατά τον Ύστερο Μεσαίωνα

Σε κάθε περίπτωση αυτό που μπορούμε να διακρατήσουμε είναι ότι αυτή η κατανόηση της ελευθερίας στη νηπτική παράδοση, όπως συγκεφαλαιώνεται από τον άγιο Μάξιμο Ομολογητή δεν είναι μία αδιάφορη ελευθερία χωρίς ορίζοντα, όπως βλέπουμε συχνά στη νεωτερική έννοια της ελευθερίας. Η νεωτερική κατανόηση της ελευθερίας κατάγεται από το φιλοσοφικό κίνημα του νομιναλισμού στον ύστερο Μεσαίωνα. Ο νομιναλισμός είναι ένα φιλοσοφικό ρεύμα που συμπλέκεται με τη βουλησιαρχία και τη μηχανοκρατία και αντιτίθεται αντιστοίχως στον ρεαλισμό, τη νοησιαρχία και την τελεολογία που επικρατούσαν πιο πριν στη μεσαιωνική σκέψη. Ο ρεαλισμός αποτελεί μια απάντηση στο οντολογικό ερώτημα και σημαίνει ότι οι καθολικές έννοιες, όπως λ.χ. η ανθρωπότητα, η δικαιοσύνη ή ένα ζωικό είδος είναι πραγματικές (realia). Συνδέεται με τη νοησιαρχία στο γνωσιολογικό επίπεδο, το οποίο σημαίνει ότι τις καθολικότητες αυτές μπορεί να τις προσεγγίσει η νόηση. Και με την τελεολογία, η οποία σημαίνει ότι οι καθολικότητες έχουν εγγενείς σκοπούς τους οποίους συλλαμβάνει η νόηση. Η μεγάλη αντιστροφή που συνέβη στον Ύστερο Μεσαίωνα είναι ότι ο ρεαλισμός αντικαταστάθηκε από τον νομιναλισμό, ένα κίνημα που πρεσβεύει στο οντολογικό επίπεδο ότι οι καθολικότητες (λ.χ. η ανθρωπότητα ή η δικαιοσύνη ή ένα ζωικό είδος) είναι απλά ονόματα (nomina) χωρίς οντολογικό έρεισμα, ενώ η αλήθεια έγκειται στα άτομα. Ο νομιναλισμός συνδέεται με τη βουλησιαρχία με την έννοια ότι το κάθε άτομο έχει μία δική του αυθαίρετη βούληση, η οποία είναι ανεξέλεγκτη ως προς μία υπέρτερη καθολικότητα. Το ρεύμα του νομιναλισμού απορρίπτει την τελεολογία: αφού δεν πιστεύει στις καθολικότητες, δεν δέχεται ούτε ότι υπάρχουν σκοποί- τέλη προσιδιάζοντες σε αυτές. Για αυτό και συνετέλεσε εντέλει σε μία μηχανιστική κατανόηση του κόσμου: Αν το μόνο που υπάρχει οντολογικώς είναι τα άτομα, τότε η κυρίως αιτιότητα είναι η μηχανική, δηλαδή το πώς τα άτομα αλληλεπιδρούν μεταξύ τους (αναφερόμαστε εδώ κυρίως στα άτομα της φυσικής, αλλά κατ’ επέκταση και της κοινωνίας των ανθρώπων), συνενώνονται, συγκρούονται, συνωθούνται κ.ο.κ. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, συνδέθηκε η νομιναλιστική άρση της τελεολογίας με την ενιαία φυσικομαθητική επιστήμη που ανέτειλε στην αυγή της νεωτερικότητας κυρίως από τον 16ο αιώνα.

Οι αλλαγές αυτές επηρέασαν βαθύτατα την κατανόηση της ελευθερίας. Η προνεωτερική τελεολογική κατανόηση της ελευθερίας είχε μια σύνδεση με έναν ορίζοντα σκοπού ή τέλους. Ο άνθρωπος θεωρείτο ελεύθερος να ακολουθήσει τη φορά των σκοπών που ενυπάρχουν στην καθολικότητα της φύσης του και του νοήματός της ή να παρεκκλίνει από αυτήν ή και να παλινδρομήσει. Αντιθέτως, το νεωτερικό άτομο του νομιναλιστικού κόσμου, δηλαδή του κόσμου όπου οι καθολικότητες είναι απλά ονόματα χωρίς οντολογικό υπόβαθρο, διεκδικεί μία ελευθερία χωρίς ορίζοντα. Είναι μια ελευθερία του παρόντος όπου το άτομο ως κυρίαρχο επιλέγει χωρίς αναφορά σε έναν άξονα αξιών.

Η ελευθερία ως τυχαιότητα και ως «φάντασμα στη μηχανή» κατά τη νεωτερικότητα

Εδώ προκύπτουν πάντως δύο κρίσιμα αλληλένδετα ζητήματα για τη νεωτερική έννοια της ελευθερίας. Το πρώτο ζήτημα είναι ότι μια παρόμοια ελευθερία είναι δύσκολο να διακριθεί από την τυχαιότητα. Αν η ελευθερία του ατόμου δεν είναι σε διάλογο ούτε με έναν Δημιουργό ως ποιητικό αίτιό του, ούτε με έναν ορίζοντα νοήματος, ούτε με μία συλλογικότητα ή καθολικότητα της φύσης του, τότε δύο τινά συμβαίνουν: ή δεν υπάρχει ελευθερία, καθώς όλα καθορίζονται με τρόπο ντετερμινιστικό από τη μηχανική φύση του ατόμου· ή, αν υπάρχει ελευθερία, αυτή συμβαίνει εις πείσμα της μηχανικής ατομικής φύσης: σε αυτή όμως την περίπτωση η ελευθερία είναι κάτι άπιαστο, σαν ένα «φάντασμα στη μηχανή» και δύσκολα μπορεί να διακριθεί από την άλογη αυθαιρεσία ή εντέλει από την τυχαιότητα. Τελικά, η ελευθερία κατά τη νεωτερικότητα προσέλαβε όλα αυτά τα χαρακτηριστικά: Καθώς η φύση έγινε κατανοητή ως ένας μηχανισμός αλληλεπιδράσεως ατομικών στοιχείων τον οποίο αποκρυπτογραφεί η νέα ενιαία φυσικομαθητική επιστήμη, η ελευθερία μπορεί να κατανοηθεί μόνο ως δύο από τα παρακάτω: ή ως μια ψευδαίσθηση που οφείλεται σε προσωρινή άγνοια των νόμων που διέπουν το μηχανιστικό αυτό κοσμοείδωλο· ή ως ένα φάσμα που παραδόξως διαφεύγει των νόμων της μηχανικής και σε αυτήν την περίπτωση κατανοείται ως μυστήρια απόδραση από τον κόσμο της επιστήμης.[Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΦΥΣΗ ΤΑΥΤΙΣΜΕΝΗ ΜΕ ΤΗΝ ΦΥΣΗ,ΕΝΑΝ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟ ΣΧΕΣΕΩΝ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΟΠΟΙΟ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΙΘΗΚΙΖΕΙ] Σε αυτήν την τελευταία περίπτωση επίσης δεν μπορεί να εντοπιστεί το σε τι διαφέρει η ελευθερία αυτή από την ακραία ενδεχομενικότητα, από κάτι τόσο απόλυτα αυθαίρετο που εντέλει είναι τυχαίο.Βεβαίως, υπήρξαν φιλόσοφοι οι οποίοι προσπάθησαν να αναδιατυπώσουν το χριστιανικό όραμα ελευθερίας εντός της νομιναλιστικής νεωτερικότητας. Αναφέρουμε τα χαρακτηριστικά παραδείγματα δύο ιδρυτών της νεωτερικότητας στη φιλοσοφία: Ο Καρτέσιος [René Descartes] (1596-1650) συνέλαβε την ελευθερία ως μία ενορατική προφάνεια σε ένα αναστοχαζόμενο υποκείμενο που αποδιδράσκει από τον κόσμο της εκτατής ύλης, αναφέροντας εντέλει την προφάνεια αυτή στον Θεό. Ο Καντ [Immanuel Kant] (1724-1804) επανέφερε το στοιχείο του μέλλοντος και του ορίζοντα στην κατανόηση της ελευθερίας. Η ελευθερία θεωρήθηκε όμως με νεωτερικό τρόπο όχι ως ένα αυτεξούσιο σε διάλογο με την τελεολογία της φύσης, αλλά ως ένα αίτημα νοήματος που το φέρνει μια ηθική σε διάσταση με τον κόσμο της επιστήμης. Και οι δύο Χριστιανοί ιδρυτές της νεωτερικότητας είναι μετα-νομιναλιστές: Στον μεν Καρτέσιο, η ελευθερία είναι σαν μία άυλη προφάνεια, ένα φάντασμα στη μηχανή, υποκειμενικώς προσβάσιμο, αλλά αδύνατο να επηρεάσει τον υλικό κόσμο, αν δεν μεσολαβήσει ένας «από μηχανής Θεός». Στον δε Καντ, ο οποίος πάντως πρέπει να ομολογήσουμε ότι έκανε μία από τις πλέον επιτυχημένες προσπάθειες να επαναφέρει το στοιχείο του μέλλοντος στη θεώρηση του αυτεξουσίου, η ελευθερία είναι ένα αίτημα της ηθικής που συγκρούεται με τον κόσμο της φύσης και της επιστήμης που την κατανοεί. Πρόκειται για μια ελευθερία εγγενώς συγκρουσιακή ως προς τη φύση, που είναι πιο μεγαλειώδης αν αντιτίθεται προς τον φυσικό κόσμο και αν του ασκεί ηθική βία. Η νομιναλιστική κατανόηση της ελευθερίας διέπει λίγο πολύ όλη τη νεωτερικότητα, κορυφούμενη κατ’ εξοχήν στον υπαρξισμό. Στην πραγματικότητα η φιλοσοφία του παραλόγου δηλώνει ακριβώς έναν κόσμο όπου έχουν αφαιρεθεί οι σκοποί από τη φύση και η ελευθερία ταυτίζεται με την έλλειψη λόγου.

Ο εσχατολογικός ρεαλισμός των Ανατολικών Πατέρων

Σημαίνουν αυτές οι διαπιστώσεις ότι πρέπει να επιστρέψουμε σε μία προνεωτερική εποχή όπου δεν είχε ακόμη αναδυθεί η νομιναλιστική έννοια της ελευθερίας; Ευτυχώς, οι Ανατολικοί Πατέρες δεν είχαν θέσει με οξύτητα το δίλημμα μεταξύ ρεαλισμού και νομιναλισμού και είχαν στοιχεία και από τις δύο γραμμές σκέψεις, γεγονός που τους καθιστά ακόμη επίκαιρους σήμερα. Λ.χ. στη σκέψη του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού βρίσκουμε μια ριζοσπαστική θέση υπέρ της σημασίας της συγκεκριμένης ύπαρξης ότι αν εξαφανιστούν όλες οι υποστάσεις ενός γενικού είδους, τότε εξαφανίζεται και το είδος μαζί τους, οπότε εντέλει κατά τρόπο αριστοτελικό η «προηγουμένη» δηλαδή η πρωταρχική ύπαρξη ανήκει στο άτομο, ενώ μόνο η δευτερεύουσα στο γενικό (βλ. λ.χ. Ἔργα Θεολογικὰ καὶ Πολεμικὰ PG  91,149Β· PG 91,264C). Μια παρόμοια θέση, αν τη χαρακτήριζε κανείς αναχρονιστικά, είναι πιο κοντά στον νομιναλισμό. Από την άλλη, βλέπουμε και τη θέση ότι ο λόγος που αποτελεί την αρχή και την καθολικότητα των όντων δεν συνδιατέμνεται με αυτά, αλλά παραμένει ενιαίος και καθολικός παρά τη διάδοσή του σε πολλά άτομα (βλ. Περὶ διαφόρων ἀποριῶν PG 91,1172B-D). Η παραπάνω θέση είναι πιο κοντά στον ρεαλισμό, καθώς δείχνει να δέχεται μια καθολικότητα της λογικής αρχής η οποία δεν επηρεάζεται από τη διανομή της στα άτομα, αλλά έχει μια οιονεί ανεξάρτητη πραγματική ύπαρξη έναντί τους.

Αν κρίνουμε αυτές τις θέσεις του αγίου Μαξίμου Ομολογητού (παρόμοιες βρίσκουμε και στον άγιο Ιωάννη Δαμασκηνό και τον Μ. Φώτιο Κωνσταντινουπόλεως) από τη σκοπιά της μεταγενέστερης ιστορίας της δυτικής σκέψης, η συνύπαρξή τους φαίνεται παράδοξη. Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει καμία αντίφαση, γιατί ο άγιος Μάξιμος θέτει το ζήτημα της καθολικότητας και της ατομικότητας σε ένα τελείως διαφορετικό εννοιολογικό πλαίσιο που μπορεί κανείς να πει ότι είναι άλλωστε πιο κοντά σε μία αυθεντικώς χριστιανική φιλοσοφία. Στον άγιο Μάξιμο Ομολογητή, ο οποίος εκφράζει εν προκειμένω μία ευρύτερη νηπτική παράδοση, η τελεολογία καθορίζεται από την εσχατολογία. Αυτό σημαίνει ότι τα τέλη και σκοποί της φύσεως δεν έχουν μία αυτόνομη νατουραλιστική ή βιολογική υπόσταση, αλλά πραγματώνονται μόνο εν Χριστώ και εκδηλώνονται για όλη την ανθρωπότητα και την κτίση στα έσχατα, τώρα δε προληπτικώς. Η εσχατολογική εκδοχή της τελεολογίας σημαίνει επίσης μία φυσική ασυνέχεια μεταξύ της αρχής της φύσεως και του σκοπού της, που αποτελεί τη φιλοσοφική έκφραση του μυστηρίου του Σταυρού. Με άλλα λόγια, η φύση μπορεί να έχει σκοπούς τεθειμένους από τον Θεό, οι οποίοι την καθοδηγούν προς έναν ορίζοντα νοήματος. Όμως την πραγμάτωση των σκοπών αυτών δεν μπορεί να την πετύχει η ίδια, όπως στον Αριστοτελισμό, αλλά μόνο μία υπερφυσική κατά χάριν τροποποίησή της. [ΤΟ ΘΕΙΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ]Αυτό όμως καθιστά καίρια μία αυτοπαράδοση της φύσης στον Θεό, η οποία μάλιστα σε μία πτωτική συνάφεια δεν μπορεί παρά να είναι θυσιαστική, δηλαδή να περνάει μέσα και από μια ετοιμότητα θανάτου και αυτοκατάργησης (όχι εκβιαστικά, όπως στην αίρεση του Δονατισμού, αλλά με εμπιστοσύνη στον Θεό για τη στιγμή και τον τρόπο του μαρτυρίου). Αυτή η ασυνέχεια ανάμεσα στην αρχή και το τέλος, που είναι η μεταφυσική έκφραση του μυστηρίου της Σταυρώσεως, είναι εν ταυτώ και η διαφορά ανάμεσα σε μία εσχατολογική εκδοχή της τελεολογίας έναντι μίας απλής τελεολογίας σαν αυτή που βλέπουμε στον Αριστοτέλη ή στη χριστιανική εκδοχή του στον Θωμά τον Ακινάτη.

Η άλλη διάσταση της εσχατολογικής τελεολογίας είναι ο εσχατολογικός ρεαλισμός. Οι λόγοι των όντων είναι ρεαλιστικοί όχι με τη μεταφυσική έννοια ότι αποτελούν ένα ιδεατό πράγμα (res) ανεξάρτητο από την εφαρμογή τους στα επιμέρους ένυλα άτομα. Είναι ρεαλιστικοί με την έννοια ότι παραπέμπουν σε μία πραγμάτωση στο μέλλον, που βασίζεται στην εγκαινιασθείσα ενσάρκωση του Λόγου Χριστού, της οποίας τις πλήρεις οντολογικές εκδηλώσεις προσδοκούμε στην εσχατολογική Παρουσία. Ο λόγος π.χ. της ανθρωπότητας είναι η ανθρώπινη φύση του Χριστού, δηλαδή και το πώς θα είναι η δική μας φύση στα έσχατα. Αλλά το ίδιο ισχύει και με όλες τις φυσικές ιδιότητες, λ.χ. ζώων, φυτών, ακόμη και άψυχων/ άβιων όντων που η κτιστή φύση τους αναλαμβάνεται από τον Χριστό. Οι λόγοι κατά την αλεξανδρινή και αρεοπαγιτική παράδοση είναι θελήματα του Θεού. Το οποίο σημαίνει ότι μέσα στην Ιστορία του κτιστού δεν είναι απηρτισμένα πράγματα, όπως στη θύραθεν μεταφυσική, αλλά δυναμικοί οδοδείκτες που συνοδεύουν το κτιστό ον στην πορεία του, καθώς αποτελούν υπομνήσεις του πώς θέλει ο Θεός να είναι τα όντα στο μέλλον. Ωστόσο, υπάρχει ένας «προσδοκώμενος ρεαλισμός» των λόγων, καθώς η Ενσάρκωση μας φανερώνει το θέλημα του Θεού για τις φύσεις των όντων και η Θεία Ευχαριστία αποτελεί μία διαρκή βίωσή του εντός της Ιστορίας. Παρομοίως, έχουμε και μια εσχατολογική νοησιαρχία ή μάλλον θεωρία της νοήσεως. Ο νους στη νηπτική παράδοση δεν είναι μόνο η απλή δύναμη που θεάται τις ιδέες, όπως στην αρχαία ελληνική παράδοση. Και σαφώς δεν είναι η κτητική συνείδηση της μετέπειτα δυτικής και νεωτερικής εννοιοκρατίας, που αδράχνει ένα μέρος από τα όντα, δημιουργώντας ένα απερριμμένο υπόλοιπο από ό,τι απωθεί στο ασυνείδητο. Ο νους στη νηπτική παράδοση είναι μια απλή δύναμη που δίνει τον βασικό προσανατολισμό του προσώπου, είτε προς τον Θεό, είτε προς τον κόσμο, και στην πρώτη περίπτωση παίρνει μαζί του ολόκληρο το ψυχοσωματικό συναμφότερο προς μια μεταμορφωτική εξομοίωση με την απλοείδεια του έλκοντος Θεού. Η αλήθεια της νοήσεως εκδηλώνεται καλύτερα στη νοερά προσευχή (βλ. Κεφάλαια Περὶ Ἀγάπης PG 90,977C), στην οποία ο νους υπερβαίνει τα φάσματα του κόσμου, ακολουθώντας την απλότητα του Θεού, η οποία, όμως, στη χριστιανική παράδοση, δεν είναι η απλότητα της ελληνικής μεταφυσικής που θέλει το απλό να εξηγεί το πολλαπλό, αλλά ταυτίζεται με την απάθεια της αγάπης.[ΜΟΝΟΝ ΕΑΝ ΑΓΝΟΗΣΟΥΜΕ ΤΟΝ ΣΠΟΡΕΑ, ΤΟΝ ΣΠΟΡΟ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ]

Η ελευθερία έρχεται από το μέλλον 

Σε αυτή, λοιπόν, τη συνάφεια κατανοείται και η ελευθερία ως διαλεγόμενη με έναν ορίζοντα μέλλοντος. Ο Θεός δημιουργεί τις κτιστές φύσεις με τους λόγους Του, οι οποίες τις παραπέμπουν σε μία μελλοντική ολοκλήρωσή τους εν τω Λόγω Χριστώ. Η ελευθερία του ανθρώπινου προσώπου είναι, όπως είδαμε, κατ’ αρχήν το αὐτεξούσιον, το οποίο σημαίνει ότι μετέχει ο άνθρωπος εν επιγνώσει στην κίνηση που οδηγεί τη φύση του προς την τελείωσή της. Η ελευθερία αυτή διανοίγει και την παρενέργεια του κακού που είναι κυρίως μία παρέκκλιση από την ευθυπορία ή μια παλινδρόμηση στην άλογη κτηνωδία (Περὶ Διαφόρων Ἀποριῶν PG 91,1309). Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για μια ελευθερία δια-λόγου με το μέλλον, καθώς ο πεπερασμένος ανθρώπινος λόγος δια-λέγεται με το μέλλον που έχει ετοιμάσει για εμάς ο Θεός. Δεν πρόκειται, όμως, για μια κλειστή τελεολογία, όπως στον μεταφυσικό δυτικό Μεσαίωνα, γιατί ο λόγος της φύσης δεν είναι απλώς μια εντελέχεια της κτιστής φύσεως. Στην ανατολική παράδοση, η φύση έχει τη δίψα και την παρακολουθεί ο λόγος του Θεού που είναι μια υπόσχεση για μελλοντική ανάπαυση από τη δίψα αυτή. Κυρίως είναι μια δίψα για αθανασία. Ο λόγος, όμως, δεν εγκλείεται στη φύση, αλλά αντιθέτως είναι μια κλήση για μια ελεύθερη έκσταση από τον παρόντα τρόπο τη φύσεως προς έναν άλλο τρόπο της φύσεως, ο οποίος, όμως, θα εκπληρώνει καλύτερα τα αιτήματα και αυτού του τρόπου. Με αυτήν την έννοια κάθε έκσταση είναι εν ταυτώ και μία υπόσταση, δηλαδή κάθε έκσταση από έναν τρόπο της φύσεως είναι μια μεταφορά σε έναν άλλον τρόπο, ο οποίος όμως συνιστά μια προσωπική υποστασιοποίηση τω ίδιων φυσικών δυνάμεων.

Για να φέρουμε το καίριο υπαρξιακό παράδειγμα, η φύση έχει μια δίψα για απερίσταλτη ζωή, αλλά ο λόγος αυτής της δίψας είναι η αγάπη που αποτελεί τη μόνη δυνατότητα για αθάνατη πληρότητα κραταιοτέρα θανάτου. Όμως η αγάπη είναι ένα υπερφυσικό συμβάν. Την ποθεί η φύση, αλλά δεν εμπερικλείεται στη φύση, η οποία καθ’ εαυτή, αν αποκοπεί από τον λόγο της, μάλλον εγκλείεται σε μια μάταιη προσπάθεια επιβίωσης που πυροδοτεί θανατερούς φαύλους κύκλους. Σημειωτέον, επίσης, ότι και η καθολικότητα δεν είναι απλώς η ιδέα μιας φύσης, όπως σε μια πλατωνίζουσα «ρεαλιστική» μεταφυσική. Η καθολικότητα είναι ένα ομοούσιο αγάπης κατά το τριαδικό αρχέτυπο που για τα κτιστά είναι ένα διαρκές άθλημα με ασκητική διάσταση. Το αὐτεξούσιον είναι, λοιπόν, η ελευθερία του ανθρώπου να συντονιστεί με μια κίνηση προς ένα μέλλον απερίσταλτης πλήρους οντότητος.[ΜΟΝΟ ΕΑΝ ΠΑΡΑΚΑΜΨΟΥΜΕ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ. Ο ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΟΣ ΕΠΙΒΑΛΛΕΤΑΙ ΑΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΤΟΣ ΠΡΟΚΕΙΜΕΝΟΥ ΝΑ ΕΝΤΑΞΟΥΜΕ ΤΗΝ ΕΝΣΑΡΚΩΣΗ ΣΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΤΩΝ ΟΝΤΩΝ] Και συμπληρώνεται στην ορολογία του αγίου Μαξίμου από το ἐλεύθερον που είναι η απελευθέρωση από τα προσωρινά όρια που θέτει το κτιστό και κυρίως από την εγκύστωση σε αυτό που είναι η αμαρτία. Το ἐλεύθερον είναι μια απελευθέρωση εξαιτίας της χάριτος του Θεού, η οποία, όμως, οντολογικώς προηγείται της φύσεως. Οπότε και το ἐλεύθερον είναι μια εκστατική ελευθερία από το μέλλον που χάρη της, όμως, έχει κτιστεί η φύση στην αφετηρία της. Με αυτήν την κατανόηση έχουμε στην πατερική παράδοση μια ελευθερία που ελκύει προς το μέλλον. Αλλά είναι ένα μέλλον ανοικτό και όχι κλειστό, όπως στη μεταφυσική τελεολογία του δυτικού Μεσαίωνα, η οποία απορρίφθηκε κατά τη νεωτερικότητα. Και είναι και ένας ρεαλισμός ανοικτός, καθώς σημαίνει μια συν-ενεργητική αλήθευση της ανθρώπινης φύσης μαζί με τον Ενσαρκωθέντα Λόγο που βίωσε εκ των ένδον την ανθρώπινη συνθήκη και με τον Οποίο συνεχώς διαλεγόμαστε. Είναι και μία σύνθεση νου και θελήσεως που δεν έχει ούτε τον καταναγκαστικό και κομφορμιστικό χαρακτήρα της μεταφυσικής νοησιαρχίας, αλλά ούτε και τη φίλαυτη αυθαιρεσία της νεωτερικής βουλησιαρχίας.[ΠΟΛΥΣ ΖΗΖΙΟΥΛΑΣ ΠΟΥ ΜΑΤΑΙΩΝΕΙ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ ΤΗΣ ΑΦΗΓΗΣΕΩΣ]

Είναι ελεύθεροι όσοι δεν έχουν ισχύ και εξουσία;

Το τελευταίο σημείο χρειάζεται περισσότερη συζήτηση. Το μεγάλο υπαρξιακό ζήτημα είναι αν η ελευθερία συνδέεται με την ισχύ. Στη νομιναλιστική κατανόηση της ελευθερίας ως κέντρο της ελευθερίας τίθεται η αυθαιρεσία του ατόμου. Σημειωτέον ότι όταν ομιλούμε για «αυθαιρεσία» δεν το εννοούμε με την ιδιαιτέρως αρνητικά φορτισμένη σημασία που έχει στην καθομιλουμένη, αλλά κυρίως με μία ετυμολογικώς συνειδητή και φιλοσοφική σημασία της «ἰδίας αἱρέσεως», της ιδίας επιλογής. Με αυτήν τη φιλοσοφική σημασία, η αυθαιρεσία μπορεί να θεωρηθεί ως μία πολιτισμική κατάκτηση, εφ’ όσον μιλάμε για τη δυνατότητα ενός ατόμου να αποφασίζει το ίδιο, όντας ελεύθερο από μία υπέρτερη καταδυναστευτική εξουσία. Ωστόσο, παραμένει ένα υπαρξιακό πρόβλημα ότι αυτή η σύνδεση της ελευθερίας με την ἰδίαν αἵρεσιν την προσεγγίζει προβληματικά προς την εξουσία. Και όντως στην ιστορία της δυτικής σκέψης η νομιναλιστική έννοια ελευθερίας οδήγησε σε μία νεωτερική αντίληψη της ελευθερίας που συνδέθηκε με τη βουλησιαρχία και κατέληξε στη θεωρία της θελήσεως του Arthur Schopenhauer (1788-1860) ή στην αντίστοιχη θέληση για δύναμη του Friedrich Nietzsche (1844-1900). Η τελευταία μπορεί να θεωρηθεί ως μία ώριμη αυτογνωσία της δυτικής βουλησιαρχίας που είχε ήδη αρχίσει από τον Αυγουστίνο Ιππώνος, ο οποίος κατέστησε τη βούληση ως ενοποιό στοιχείο της προσωπικότητας, αλλά η οποία κατέληξε σε μία θέληση του ατομικού υποκειμένου για επέκταση της ισχύος του. Αλλά ακόμη και αν λάβουμε περισσότερο χριστιανικές και ασκητικές εκδοχές της νεωτερικές ελευθερίας, όπως λ.χ. αυτή του Καντ, θα παρατηρήσουμε ότι και πάλι η νεωτερική ελευθερία θεωρείται σε αντίθεση με την ετερονομία, είτε η τελευταία αφορά στο θετό δίκαιο μιας θεσμικής εξωτερικής αυθεντίας, είτε αφορά στη μηχανιστική φύση και τα ένστικτά της. Το αποτέλεσμα είναι ότι ακόμη και στην ηθική και ασκητική θεώρησή της η ελευθερία κατανοείται ως εξουσία. Δηλαδή αφενός θεωρείται ως αυτοκαθορισμός που αψηφά τις εξωτερικές νομικές και θεσμικές αυθεντίες. Και αφετέρου ως εξουσία επί του εαυτού και της φύσεώς του, που δύναται να αίρεται πάνω από τη φύση, η οποία κατανοείται μηχανοκρατικώς, και να την κατεξουσιάζει οδηγώντας τη με βία προς την ηθική τελείωση. Αυτό που πανηγυρίζεται σε αυτή τη νεωτερική ηθική καντιανού και μετακαντιανού τύπου είναι η ελευθερία ως ισχύς του αυτόνομου υποκειμένου επί της φύσεως (του εαυτού του κατ’ αρχήν, αλλά κατ’ επέκταση και της υπόλοιπης εξωτερικής φύσεως) επί της οποίας είναι εγκρατής και την οποία μπορεί να ελέγχει. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, όμως η νεωτερική έννοια της ελευθερίας ταυτίζεται με την εξουσία πρώτα επί του εαυτού και της φύσεώς του και κατ’ επέκταση επί της φύσεως του περιβάλλοντος κόσμου.[ΞΕΧΝΟΥΜΕ ΠΑΝΤΑ ΤΟ ΜΟΡΦΗ ΔΟΥΛΟΥ ΛΑΒΩΝ]

Θα ήταν για τον λόγο αυτό υπαρξιακώς επίκαιρο αν μπορεί η ελευθερία να συνδεθεί αντιθέτως με την αδυναμία και την ταπεινοφροσύνη. Μπορεί ο άνθρωπος που είναι αδύναμος και δεν έχει έλεγχο επί του εαυτού του και του περιβάλλοντός του να θεωρηθεί ελεύθερος; Βεβαίως, κατά ειρωνικό τρόπο, το σημαίνον που δήλωνε στην ανατολική παράδοση την ελευθερία, ήτοι το αὐτεξούσιον, παραπέμπει ετυμολογικώς ακριβώς σε αυτό ήτοι στην εξουσία επί του εαυτού. Ωστόσο, το σημαινόμενο, όπως είδαμε, αναφέρεται περισσότερο στον διάλογο της προσωπικής υποστάσεως με την τελειωτική κίνηση της φύσεως, την οποία η ίδια υπόσταση διαπραγματεύεται. Μία παρόμοια κατανόηση της ελευθερίας αφήνει περισσότερο χώρο για μια συνύπαρξη της ελευθερίας, της αδυναμίας και της ταπεινοφροσύνης. Ένας άνθρωπος που δεν φιλοδοξεί να έχει ισχύ μπορεί παρ’ όλα αυτά να είναι ελεύθερος με την έννοια ότι διερωτάται ταπεινά για το νόημα της φύσεως, τόσο του εαυτού του, όσο και του περιβάλλοντος κόσμου, και διαλέγεται με το θέλημα του Θεού για το μέλλον της. Βεβαίως αυτή η ελευθερία μπορεί να λάβει και τη μορφή της ἐγκρατείας, που αν την εννοήσουμε ετυμολογικώς, σημαίνει ένα κράτος, δηλαδή μία ισχύ επί του εαυτού και της φύσεώς του. Ωστόσο, το βαθύτερο νόημα της νηπτικής ασκητικής είναι να αφεθούμε με υπαρξιακή απαλότητα σε ένα νόημα του Θεού που έρχεται από το μέλλον, -αυτό είναι οι λόγοι τῶν ὄντων-, και με το οποίο μπορεί κατά χάριν να συντονιζόμαστε, ενώ παραμένει καθ’ εαυτό αποφατικώς αδιάγνωστο στη βαθύτερη υφή του. [ΕΦΟΣΟΝ ΟΙ ΛΟΓΟΙ ΤΩΝ ΟΝΤΩΝ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΠΡΟΔΡΟΜΟΙ ΤΗΣ ΕΝΣΑΡΚΩΣΕΩΣ]Αυτή η κατανόηση της ελευθερίας είναι μία ελευθερία μετοχής και όχι κατοχής. Είναι η ελευθερία του να μετέχουμε στην κίνηση της φύσεώς μας, χωρίς να την κατέχουμε. Πρόκειται για μια ελευθερία που δεν δεσμεύεται από κτιστές νόρμες, καθώς δεν είναι νόρμα ούτε η κτιστή φύση (όπως στην αριστοτελική και ακινάτειο φυσιοκρατία), αλλά ούτε και η αυθαιρεσία του ιδίου θελήματος (όπως στην αντίθετη νομιναλιστική βουλησιαρχία). Με τον τρόπο αυτό αποδομείται ένα φαύλο δίπολο, στην κατεύθυνση όχι μιας άλλης νόρμας, που θα σήμαινε μία εναλλακτική εξουσία, αλλά σε αυτήν μιας συνοικοδομήσεως του μέλλοντος μαζί με τον Θεό.

Η Ενσάρκωση ως οντολογικό έρεισμα μιας διαλογικής ηθικής αυτονομίας

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, αποδομείται και το έτερο φαύλο δίπολο της νεωτερικότητας, ήτοι αυτό ανάμεσα στην αυτονομία και την ετερονομία. Η βάση της απελευθερώσεώς μας, του ἐλευθέρου διά της χάριτος, είναι ότι ο ίδιος ο Λόγος, δηλαδή το νόημα της κτιστής φύσεως, έγινε άνθρωπος, οπότε μας μιλάει ο Ίδιος από ένα βάθος της ανθρώπινης αυτονομίας μας, μας απευθύνεται μέσα από μία βαθύτερη εαυτότητά μας.[ Η ΤΕΡΑΤΩΔΗΣ ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ ΤΟΥ ΑΚΙΝΔΥΝΟΥ] Είμαστε, όμως, ελεύθεροι καθώς μας δίνεται η δυνατότητα να συνομιλούμε με αυτήν την πλέον εντός μας βαθύτερη φωνή του ενσαρκωθέντος Λόγου. [ΟΙ ΛΟΓΟΙ ΤΩΝ ΟΝΤΩΝ ΔΕΝ ΤΑΥΤΙΖΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΟΝ ΘΕΟ ΛΟΓΟ]Αυτή η «ταπεινή ελευθερία» είναι επέκεινα του διλήμματος μεταξύ αυτονομίας και ετερονομίας. Η ελευθερία έχει οπωσδήποτε ένα στοιχείο αυτονομίας, καθώς σημαίνει, και στην ορθόδοξη κατανόησή της, μία υποκειμενική μετοχή, η οποία αποτελεί ένα ιδιαζόντως ανθρώπινον, που μας διακρίνει από το ζώο ή το άψυχο ον. Όμως αυτή η αυτονομία είναι εν ταυτώ μία ετερονομία, καθώς μιλάει μέσα μας και η φωνή του ενσαρκωθέντος Λόγου, ο Οποίος στην υπόστασή Του είναι ένα θείο Πρόσωπο και ως τέτοιο, ένα θείο τελικό αίτιο ήτοι νόημα της φύσεως. Σε αυτόν τον διάλογο, σε αυτή τη συνέργεια διαδραματίζεται το μυστήριο της συνεργητικής ελευθερίας. Με αυτήν την έννοια, μπορούμε να ερμηνεύσουμε και την επιμονή του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού ότι το μυστήριο της ελευθερίας διαδραματίζεται σε έναν διάλογο ανάμεσα αφενός στη φυσικήν θέλησιν, δηλαδή στη δίψα και ορμή της φύσης, η οποία πυροδοτείται από τον θείο λόγο εντός της, και, αφετέρου, στην προσωπική βούλησιν, δηλαδή στο πώς ένα πρόσωπο τροποποιεί και σφραγίζει με τη δική του ελευθερία τη φυσική αυτή θέλησιν (Ἔργα Θεολογικὰ καὶ Πολεμικά 1 PG 91,9-38). Ενώ το τρίτο επίπεδο, αυτό της γνώμης, δηλαδή της κυρίαρχης αποφάσεως και επιλογής του ατόμου, είναι κατά βάθος άσχετο από το υπαρξιακό δράμα της ελευθερίας, καθώς μάλλον φέρει εξουσιαστικές συνδηλώσεις. Και ως τέτοιο μπορεί και  να παραλειφθεί από το χριστολογικό και εσχατολογικό βάθος της ελευθερίας και να θεωρηθεί ως κάτι το προσωρινό που ισχύει μόνο εντός της Ιστορίας και των εφήμερων αποκρυσταλλώσεων εξουσίας που αυτή εμπεριέχει.[ΕΜΕΙΣ ΦΙΛΕΝΩΤΙΚΟΙ ΤΗΣ ΠΛΑΚΑΣ, ΟΣΟΙ ΕΜΕΙΣ. ΚΟΒΟΥΜΕ ΔΡΟΜΟ, ΔΙΟΤΙ ΓΝΩΡΙΖΟΥΜΕ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ ΚΑΙ Η ΓΝΩΣΗ ΑΥΤΗ ΜΑΣ ΕΛΕΥΘΕΡΩΝΕΙ ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΣΑΣ. ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ ΔΕΝ ΘΑ ΠΑΡΟΥΜΕ. ΔΕΝ ΕΙΜΑΣΤΕ ΠΙΘΗΚΑΚΙΑ ΚΛΕΙΣΜΕΝΑ ΣΤΟΥΣ ΖΩΟΛΟΓΙΚΟΥΣ]

Αντί επιλόγου: Προεκτάσεις για τον σύγχρονο αναστοχασμό

Μία τελευταία επιλογική σημείωση: Στη συνάφεια της νηπτικής παράδοσης το ζητούμενο της ελευθερίας είναι κυρίως η διαλογική σχέση του ανθρώπου με τη φύση του και τα θεία νοήματα που αυτή φέρει. Όμως στη συνάφεια της νεωτερικότητας, είναι εξαιρετικά σημαντικός και ο διάλογος με τους ιστορικούς θεσμούς, οπότε η ελευθερία είναι η δυνατότητα να τιθέμεθα κριτικά απέναντι σε απολιθωμένες εξουσιαστικές μορφές του παρελθόντος και να τις αλλάζουμε, είτε με τον στοχασμό, είτε και με την επιτελεστικότητα της ιστορικής πράξεως.[ΝΑ ΜΗΝ ΞΕΧΑΣΟΥΜΕ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΖΗΛΩΤΕΣ, ΤΟΝ ΕΦΙΑΛΤΗ ΤΟΥ ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΥ, ΤΟ ΑΦΕΝΤΙΚΟ ΠΟΥ ΠΛΗΡΩΝΕΙ.] Σε αυτό το πλαίσιο, είναι σημαντικό και με την αφορμή των 200 ετών από την ίδρυση του ελληνικού κράτους, να στοχαστούμε την ελευθερία εκείνη την οποία υμνεί ο Διονύσιος Σολωμός, την «βγαλμένη από τα ιερά κόκκαλα των Ελλήνων». Θα μπορούσε και μια παρόμοια πολιτική ελευθερία, όπως αυτή που εξασφάλισε η Ελληνική Επανάσταση να έχει χαρακτηριστικά, όπως αυτά της νηπτικής κατανόησης της ελευθερίας που εκθέσαμε;[ΕΦΟΣΟΝ ΑΠΑΞΙΩΝΟΥΜΕ ΤΟ ΥΠΕΡ ΙΕΡΩΣ ΗΣΥΧΑΖΟΝΤΩΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΤΑΠΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΜΕΓΕΝΤΟΡΦ] Να μπορεί να είναι μια ελευθερία των αδυνάμων;;; και των ταπεινοφρόνων και όχι μόνο μία ελευθερία ως ισχύς που αντικαθιστά απλώς μία εξουσία με μία άλλη; Θεωρούμε κατ’ αρχήν ότι ανατρέχοντας στα απομνημονεύματα των αγωνιστών του 1821 μπορούμε να ανιχνεύσουμε μια παρόμοια ταπεινόφρονα ελευθερία, εμπιστοσύνης και αυτοπαράδοσης του νοήματος της Ιστορίας στα χέρια του Θεού, μια ελευθερία όχι ως κυριαρχική απόφαση, αλλά ως σεμνή εμπιστοσύνη στο μέλλον.[ ΜΑΛΛΟΝ ΗΤΑΝ ΣΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ. ΔΕΝ ΕΙΧΕ ΕΜΦΑΝΙΣΘΕΙ ΑΚΟΜΗ Ο ΖΗΖΙΟΥΛΑΣ ΤΟ ΔΕΞΙ ΧΕΡΙ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΕΙΔΩΛΟΥ.] Στο παρόν σημείωμα προσπαθήσαμε να αναδείξουμε ορισμένες θεολογικές προϋποθέσεις μιας παρόμοιας μη εξουσιαστικής κατανόησης της ελευθερίας, η οποία σε μία νεωτερική συνάφεια θα μπορούσε να θεωρηθεί και στα συγκείμενα της ιστορίας, των θεσμών και της πολιτικής.

Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής – Σύντομη ερμηνεία στην προσευχή «Πάτερ ημών» σταλμένη προς κάποιον φιλόχριστο. (Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, Τόμος Β΄).

Κι εμείς λοιπόν —για να επαναλάβω συνοπτικά το νόημα όσων είπα— αν θέλομε να λυτρωθούμε από τον πονηρό και να μην μπούμε σε πειρασμό, ας πιστέψομε στο Θεό και ας συγχωρήσομε όσους μας έφταιξαν. «Γιατί αν δεν συγχωρήσετε, λέει, στους ανθρώπους τα παραπτώματά τους, ούτε τα δικά σας θα συγχωρήσει ο Πατέρας σας ο ουράνιος»(Ματθ. 6, 15). Έτσι όχι μόνο θα πάρομε την άφεση των αμαρτιών μας, αλλά και το νόμο της αμαρτίας θα νικήσομε, και δε θα εγκαταλειφθούμε ώστε να τον δοκιμάσομε, και θα πατήσομε τον γεννήτορα αυτού του νόμου, το πονηρό φίδι, από το οποίο παρακαλούμε να σωθούμε. Στρατηγός θα είναι ο Χριστός που νίκησε τον κόσμο(Ιω. 16, 33), ο Οποίος μας οπλίζει με τους νόμους των εντολών Του και με την αποβολή των παθών συνδέει νόμιμα την ανθρώπινη φύση με τον εαυτό της μέσω της αγάπης· και κινεί ακόρεστα την όρεξή μας προς τον εαυτό Του που είναι άρτος ζωής, σοφίας, γνώσεως και δικαιοσύνης. Και με την εκπλήρωση του πατρικού θελήματος μας κάνει μετόχους της λατρείας των αγγέλων, που θα δείχνομε με τον τρόπο της ζωής μας, κατά πιστή μίμηση των αγγέλων, την επουράνια ευαρέστηση. 

Κι από εκεί πάλι μας ανεβάζει στην ακρότατη κορυφή των θείων, στον Πατέρα των φώτων, και μας κάνει κοινωνούς της θείας φύσεως(Β΄Πετρ. 1, 4) με την κατά χάρη μέθεξη του Πνεύματος. Στην κατάσταση αυτή θα είμαστε τέκνα Θεού, έχοντας μέσα μας όλοι χωρίς περιορισμό, με άκρα καθαρότητα, όλο τον κατά φύση Υιό του Πατέρα και χορηγό αυτής της χάρης, από τον οποίο και μέσω του Οποίου και μέσα στον οποίο έχομε και θα έχομε την ύπαρξη, την κίνηση και τη ζωή(Πραξ. 17, 28).

Σ’ αυτό το μυστήριο της θεώσεως ας αποβλέπει ο σκοπός της προσευχής μας, για να μάθομε τι είμαστε και τι μας έκανε η κατά σάρκα κένωση του Μονογενούς, και από ποιο βάθος, εμάς που βρεθήκαμε στο κατώτερο επίπεδο όπου μας κατέβασε το βάρος της αμαρτίας, σε ποιό ύψος μας ανέβασε με τη δύναμη του σπλαχνικού Του χεριού· και ας αγαπήσομε περισσότερο Εκείνον που με τόση σοφία ετοίμασε τη σωτηρία μας. 


Βιβλιογραφία

Παρασκευή 18 Οκτωβρίου 2024

Το κακό ως αποτέλεσμα της θνητότητας - κ. Διονύσιος Σκλήρης



Το Κατ’ εικόνα (αυτεξούσιο) του ανθρώπου είναι από τα σημαντικότερα αγαθά που παραχώρησε ο Θεός στον άνθρωπο, μα συνάμα από τις μεγαλύτερες ευθύνες καθώς η διαστρέβλωση αυτού είναι ο λόγος ύπαρξης του κακού. Οντολογικά το κακό δεν υφίσταται, όπως μας διδάσκουν οι Άγιοι Πατέρες, απεναντίας είναι μη ον, η θνητότητα του μεταπτωτικού ανθρώπου είναι αυτή που διαιωνίζει την παθολογική κατάσταση της αμαρτίας και εξ αυτής, οι ενέργειες των πράξεων μας συμβάλουν στην ύπαρξη του κακού. Ο άνθρωπος, όντας έρμαιος του προπατορικού αμαρτήματος και της κατάστασης του θανάτου και προσπαθώντας να επιβιώσει σε μια κοινωνία στην οποία επικροτείται το να «πατάς επί πτωμάτων», καταχράζεται ό,τι ο Θεός εποίησε. Έτσι λοιπόν, όπως υιός στην παραβολή του άσωτου υιού με ταπείνωση μετανοεί για τα ατοπήματα του στον πατερά, έτσι και εμείς οφείλουμε να ταπεινωθούμε στο θέλημα του Τριαδικού Θεού και να βρισκόμαστε σε συνεχή μετάνοια για την συγχώρεση των αμαρτιών μας, με μόνο σκοπό την χάραξη της εν Χριστώ ζωής.

ΤΟ ΘΕΛΗΜΑ ΤΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΔΕ ΣΥΜΜΑΖΕΥΕΤΑΙ. ΜΕΤΑΝΕΩΤΕΡΙΚΟΤΗΣ. ΣΑΣ ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΜΗΝ ΚΛΑΙΤΕ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ Η ΠΤΩΣΗ, Η ΑΜΑΡΤΙΑ, ΜΟΝΟ Η ΚΤΙΣΤΟΤΗΣ ΕΚ ΤΟΥ ΜΗΔΕΝΟΣ. ΜΑΣ ΜΙΛΑ Ο ΜΕΤΑΜΟΝΤΕΡΝΟΣ ΓΙΑΤΙ ΓΙΑ ΜΟΝΤΕΡΝΟΣ ΔΕΝ ΠΟΛΥΜΕΤΡΑΕΙ. 
ΑΚΟΥΤΕ ΤΟ ΘΕΛΗΜΑ ΤΟΥ ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΥ ΣΑΣ ΠΑΡΑΚΑΛΩ. ΕΝΑΣ  ΤΟΥΣ ΜΙΛΑΕΙ  ΓΙΑ ΑΠΟΠΑΛΑΙΩΣΗ, ΑΛΛΟΣ ΓΙΑ ΑΠΟΠΡΟΒΑΤΩΣΗ, ΜΟΝΟ ΜΙΑ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ! ΕΦΟΣΟΝ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΣΕ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ ΚΑΤ' ΕΙΚΟΝΑ ΠΩΣ ΤΟΝ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΣΕ ΕΚ ΤΟΥ ΜΗΔΕΝΟΣ; ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ Η ΓΗ ΕΙΧΕ ΗΔΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΘΕΙ! 

ΜΑΣ ΑΠΕΙΛΕΙΤΕ ΟΤΙ ΘΑ ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΟΥΜΕ ΤΟΝ ΧΑΙΝΤΕΓΚΕΡ; ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΤΟΣΟ ΑΣΧΗΜΟ ΑΥΤΟ ΤΟ ΜΗΔΕΝ. ΚΑΛΟΠΕΡΑΣΕ Ο ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΦΟΙΤΗΤΡΙΩΝ.
 ΟΠΟΤΕ ΠΟΙΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ; ΦΑΤΕ ΠΙΕΙΤΕ ΚΑΛΟΠΕΡΑΣΤΕ ΘΑ ΑΝΑΣΤΗΘΟΥΜΕ ΟΛΟΙ;   ΚΑΙ ΕΣΕΙΣ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΠΕΡΙΜΕΝΕΤΕ ΧΟΡΕΥΟΝΤΑΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΛΥΚΟΥΣ; ΟΙ ΠΑΛΗΑΝΘΡΩΠΟΙ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΜΕ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ. ΜΑΣ ΞΕΓΕΛΑΣΑΝ ΟΙ ΑΓΙΟΙ; 
ΟΠΩΣ ΕΛΕΓΕ ΚΑΙ Ο ΦΛΩΡΟΦΣΚΙ. ΓΙΑ ΝΑ ΕΛΕΥΘΕΡΩΘΕΙΤΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΒΑΒΥΛΩΝΕΙΟ ΑΙΧΜΑΛΩΣΙΑ ΜΟΝΟ ΕΝΑΣ ΤΡΟΠΟΣ ΥΠΑΡΧΕΙ. ΝΑ ΓΙΝΕΤΕ ΒΑΒΥΛΩΝΕΙΟΙ. ΠΑΡΟΜΟΙΩΣ ΑΣ ΓΙΝΟΥΜΕ ΟΝΤΟΛΟΓΟΙ ΕΦΟΣΟΝ ΤΟ ΚΑΚΟ ΟΝΤΟΛΟΓΙΚΑ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ. ΑΛΛΗΛΟΥΙΑ!!!!

Πέμπτη 19 Σεπτεμβρίου 2024

Ο Νέος Ελληνισμός ως απώλεια του ελληνικού τρόπου στον Χρήστο Γιανναρά


Του Διονύση Σκλήρη

Μερικές σκέψεις ακόμη για το έργο του Χρήστου Γιανναρά
Για τον Γιανναρά ο Ελληνισμός δεν είναι ιδεολογία, αλλά τρόπος που παραδίδεται οργανικά από γενιά σε γενιά. Η ιδεολογία αποτελεί μια ψευδαισθητική νοησιαρχική κατασκευή που επιβάλλεται επί της πραγματικότητας, ενώ ο τρόπος αποτελεί ένα ήθος που μεταδίδεται και μετέχεται, αλλά διαφεύγει της κατοχής. Ο Νεοέλληνας, ωστόσο, ζει ακριβώς το δράμα της απώλειας αυτού του τρόπου και μια υπεραναπληρωματική ιδεολογικοποίησή του. Για αυτό και αν ενέχεται για κάτι η Δύση από τον θρυλούμενο γιανναρικό «αντιδυτικισμό», αυτό είναι ότι προκάλεσε τον Νεοέλληνα, δηλαδή αυτό το υβρίδιο Ρωμιοσύνης και εκδυτικισμού του σύγχρονου «Ελλαδέξ». Ο Γιανναράς κρίνει κυρίως τον εντός ημών, τον εντός των Νεοελλήνων εκδυτικισμό, που τον βλέπει ως μια απώλεια του ελληνικού τρόπου. Για αυτό και οι Νεοέλληνες καλλιτέχνες που προτείνονται κυρίως από τον Γιανναρά είναι αυτοί που αποτυπώνουν έναν μη ιδεολογικό τρόπο, όπως λ.χ. ο Ιωάννης Μακρυγιάννης ή ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, καθώς και όσοι ανακαλύπτουν εκ νέου τον ελληνικό τρόπο, όπως ο Οδυσσέας Ελύτης, ο Γιώργος Σεφέρης, ο Φώτης Κόντογλου, ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Σπύρος Παπαλουκάς, ο Σπύρος Βασιλείου, ο Ράλλης Κοψίδης, ο Νίκος Εγγονόπουλος, ο Ζήσιμος Λορεντζάτος, ο Γιώργος Θεοτοκάς, ο Δημήτρης Πικιώνης κ.ά. Καταδικάζονται αντιθέτως τόσο οι θεωρούμενοι μεταπράτες, όπως ο Αδαμάντιος Κοραής, όσο και αυτοί που πρωτοτυπούν μεν, πλην με το να κατασκευάσουν τεχνητούς φαντασιακούς κόσμους, όπως θεωρεί ο Γιανναράς ότι κάνει λ.χ. ο Νίκος Καζαντζάκης με το κατασκευασμένο γλωσσικό του ιδίωμα. Βεβαίως, οι επικριτές του Γιανναρά θα τονίσουν συχνά ότι ο ίδιος με τα σαρωτικά σχήματά του κατασκεύασε έναν τεχνητό Ελληνισμό, κομμένο και ραμμένο στα πρότυπα μιας ανταπόκρισης στα μοντερνιστικά δυτικά αδιέξοδα και ως προς αυτό υπήρξε και ένας μετα-δυτικός (κατά ορισμένους ένας «μετ-αποικιακός») σύγχρονος ιδεολόγος. Ποιο είναι, εντέλει, το πραγματικό και ποιο το φαντασιώδες στον Ελληνισμό (για να παραφράσουμε τον τίτλο εμβληματικού έργου του Χρήστου Γιανναρά);

Ελληνισμός: Αόριστος και ορισμένος

To αφήγημα του Χρήστου Γιανναρά για τον Ελληνισμό επέμενε στη συνέχεια μέσα από την ασυνέχεια. Λ.χ. πλάι στην ελληνική συνέχεια ως προς τη γνωσιολογία (μέθεξη αντί για διανοητική κατοχή) τόνιζε την ασυνέχεια στην οντολογία, καθώς, κατά τον Γιανναρά, στη βυζαντινή χριστιανική οντολογία υπάρχει μια απελευθέρωση από την κοσμική αναγκαιότητα και ειμαρμένη της αρχαίας ελληνικής, με τον Τριαδικό Θεό να υποστασιάζει το υπερούσιο είναι του ως ελευθερία. Ο κοινοτισμός μάλιστα του Γιανναρά είχε και ένα θεολογικό αρχέτυπο, καθώς η ενορία, ως εκκλησιαστικός πυρήνας της κοινότητας, θεωρείται ότι αποτελεί εικονισμό ενός Θεού που είναι αγάπη μιας πολλαπλότητας προσώπων στο ίδιο του το Είναι. Εξάλλου, μια ενδεχόμενη φυλετική ασυνέχεια δεν προβληματίζει ιδιαίτερα τον Γιανναρά, αφού ο Ελληνισμός θεωρείται ως παιδεία, κατά τον Ισοκράτη, και ως τρόπος του βίου, στον οποίο μπορεί να εγκεντρισθεί οποιοδήποτε φύλο, έθνος ή φυλή. Αν προσεγγίσουμε τη σκέψη του Γιανναρά σε ένα από τα υπάρχοντα μοντέλα εθνικισμού, τότε θα μιλούσαμε για πολιτισμικό εθνικισμό ή ακόμη και για μεσσιανικό εθνικισμό· σίγουρα πάντως όχι για φυλετικό εθνικισμό, ούτε για μια από τις αποσχιστικές μορφές εθνικισμού. Ο Γιανναράς, εξάλλου, θεωρούσε το έθνος-κράτος ως ταφόπλακα του Ελληνισμού, οπότε με αυτήν την έννοια θα μπορούσε να πει κανείς ότι δεν υπάρχει στη σκέψη του κανένα από τα νεωτερικά είδη εθνικισμού, δηλαδή από τις θεωρήσεις για τα έθνη ως συγκολλητικά στοιχεία ενός έθνους-κράτους. Ο Γιανναράς μάλλον οραματιζόταν έναν αόριστο Ελληνισμό, κατά τον τίτλο έργου του, ο οποίος να διαχέεται σε πλειάδα κρατών ως πολιτισμικός τρόπος, αλλά και να δεξιώνεται πληθώρα λαών, όπως συνέβαινε στις αρχαίες πόλεις-κράτη, στα ελληνιστικά βασίλεια, στην πολυφυλετική ρωμαϊκή αυτοκρατορία, στην πολύπλοκη σχέση κέντρου και διασποράς μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης.

Με αυτήν την έννοια, υπήρχε και ένας αναρχικός αντικρατισμός στη σκέψη του, αφού η κοινότητα θεωρείτο ως το αντίθετο του κράτους. Αυτό μάλιστα αναγόταν ήδη στην αντίθεση Ελληνισμού και Ρώμης, αφού η Ρώμη είναι αυτή που έφερε την έννοια του κράτους και το επεκτατικό imperium, βάσει του οποίου κατέκτησε τον μεσογειακό κόσμο, κάτι που δεν θα μπορούσε να είχε επιτύχει ο Ελληνισμός των πόλεων. Στο Βυζάντιο δε, δίπλα στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία με τους κρατικούς θεσμούς της, επιζούσε ο Ελληνισμός των πόλεων, αλλά πλέον και των ενοριών, των επισκοπών, καθώς και των μοναστικών κοινοβίων, που ενσάρκωναν με έναν αναπάντεχο τρόπο τα ιδανικά της πλατωνικής Πολιτείας, τα οποία δεν είχαν πραγματωθεί στην αρχαιότητα σε πολιτικό επίπεδο.

Ταυτοχρόνως, ο αόριστος αλλά και μαξιμαλιστικός τρόπος με τον οποίο αντιλαμβανόταν ο Γιανναράς τον Ελληνισμό προκαλούσε μία εγγενή απαισιοδοξία για τον μετά το 1830 Νέο Ελληνισμό ως μονότροπη έκπτωση από τον αόριστο Ελληνισμό των προηγούμενων αιώνων. Ο Νέος Ελληνισμός εκλαμβανόταν ως εγκύστωση σε ένα κράτος δυτικού τύπου και για αυτό η επιβίωση του Ελληνισμού εκφραζόταν κυρίως αρνητικά ως μια αντίδραση του Νεοέλληνα για το νεωτερικό κράτος και τη γραφειοκρατία του, όχι τυχαία, αποτυχημένη στη Νέα Ελλάδα. Αν και εξαίρονταν κοινότητες που επιβίωναν, όπως αυτές που περιγράφει ο Παπαδιαμάντης ή ο αόριστος Ελληνισμός της ελληνικής Διασποράς στις πέντε ηπείρους, θρηνολογείτο ειδικά ο μεταπολεμικός εξαστισμός, είτε ως κριτική στις θρησκευτικές οργανώσεις και την πιετιστική προτεσταντική ηθική τους, είτε ως ελεεινολογία για τη συνθήκη του Νεοέλληνα αστού. Η πίστη του Γιανναρά σε έναν νομαδικό ελληνικό εξαιρετισμό θύμιζε, άλλωστε, εντυπωσιακά αντισιωνιστές Εβραίους στοχαστές, οι οποίοι έβλεπαν μια έκπτωση του Εβραϊσμού στο αποκλειστικό έθνος-κράτος του Ισραήλ, προτιμώντας τον νομαδικό Εβραϊσμό της Διασποράς με τον πολιτισμικό τρόπο του. Από αυτή την πλευρά, θα είχε ενδιαφέρον μια συγκριτική μελέτη του Γιανναρά με τους μεγάλους αντι-σιωνιστές Εβραίους φιλοσόφους.
Υπάρχει ελληνικός εξαιρετισμός στον Γιανναρά;
Αυτός ο ελληνικός εξαιρετισμός του Γιανναρά θα μπορούσε, ωστόσο, να θεματοποιηθεί και ως πρόβλημα του κατά Γιανναρά Ελληνισμού στις σχέσεις του με τη Δύση και την Ανατολή. Ο Γιανναράς θεωρούσε ότι κυρίως ο Ελληνισμός πραγμάτωνε την κοινότητα ως αριστοτελική ευσύνοπτη ενέργεια-ενεργοποίηση της ουσίας. Δεν θεωρούσε τον ατομικισμό ως πρωτότυπη δυτική εφεύρεση, αλλά ως κάτι το ορμέμφυτο που υπάρχει και στους πρωτόγονους λαούς· στη Δύση απέδιδε μόνο την τέλεια λυσιτελή του οργάνωση μέσω της νοησιαρχίας, του ορθολογισμού και του ωφελιμισμού. Με την έννοια αυτή, ο Γιανναράς συνήθως δεν θεωρούσε άλλους λαούς με κοινοτική παράδοση ως όντες στο ύψος του Ελληνισμού, ίσως με κάποιες εξαιρέσεις. Σίγουρα ήταν επιφυλακτικός ως προς τη σλαβική Ορθοδοξία. Θεωρούσε ότι και σε σλαβικές εκδοχές της Ορθοδοξίας επικρατούσε μία επιθυμία του επήλυδος ή του νεοφώτιστου να διαφοροποιηθεί συμπλεγματικά από την παραδοσιακή ελληνική μήτρα, την οποία επιθυμία ανίχνευε και στους Φράγκους και στα άλλα γερμανικά φύλα της Δύσης. Πίστευε ότι η έμφαση στην οικουμενικότητα ως γεωγραφική παγκοσμιότητα και ως μαζική ισχύ, που διαπίστωνε σε σλαβικές εκδοχές της Ορθοδοξίας, πρόδιδε την ελληνική έμφαση στην πραγμάτωση της καθολικότητας σε μία συγκεκριμένη ευσύνοπτη τοπικότητα. Η στάση του λ.χ. προς τη Ρωσία ήταν αμφίσημη. Ενίοτε θαύμαζε ενεργά τη δυνατότητα της Ρωσίας να αναδύεται ως εναλλακτικός πόλος, αλλά και ως πολιτισμική αντιπρόταση προς τη Δύση. Κατηγορείτο μάλιστα ως ρωσόφιλος από πολλούς δυτικόφιλους εκσυγχρονιστές. Βεβαίως, είναι αλήθεια ότι η σκέψη του Γιανναρά οφείλει πολλά στους Σλαβόφιλους Ρώσους στοχαστές του 19ου αιώνα, αλλά και στους επίσης αόριστους Ρώσους της Διασποράς του Μεσοπολέμου: Από πολλές απόψεις, το Ορθοδοξία και Δύση στη Νεώτερη Ελλάδα είναι το ελληνικό αντίστοιχο του έργου Δρόμοι της Ρωσικής Θεολογίας του π. Γεωργίου Φλορόφσκι. Από την άλλη, ο Γιανναράς ήταν εξαιρετικά δύσπιστος ως προς αυτό που εξελάμβανε ως ισχύ και μαζικότητα μιας κατ’ αρχήν αυτοκρατορικής ρωσικής εκδοχής της Ορθοδοξίας, η οποία πάλι διά μιας συνέχειας μέσα από την ασυνέχεια εξελίχθηκε σε Σοβιετική Ένωση, όπου, μην ξεχνάμε, η επίκληση του Ορθόδοξου πολιτισμού ήταν σημαντική για τη νίκη ενάντια στον φασισμό, αλλά και μετά το 1989 στον νέο «ρωσικό κόσμο», που θα μπορούσε να ειδωθεί ως αντίπαλον δέος του ελληνικού κόσμου της Ρωμιοσύνης.
Ελληνισμός και Παγκόσμιος Νότος
Το ερώτημα είναι αν στη σκέψη του Γιανναρά η Ορθοδοξία ήταν απλώς μια συνεκδοχή για τον Ελληνισμό, χωρίς να έχει αυταξία σε μία υπερελληνική οικουμενική της διάσταση. Ο προβληματισμός έχει διατυπωθεί διακριτώς τόσο από θεολόγους επικριτές του Γιανναρά, όσο και από πολιτικούς στοχαστές. Για πολλούς θεολόγους, η ανάδειξη του Ελληνισμού ως μοναδικής ορθόδοξης γνησιότητας σήμαινε έναν εγκλωβισμό της Εκκλησίας στον πολιτισμό και ήταν εξαιρετικά προβληματική ως προς την ιεραποστολική δυναμική της Ορθόδοξης Εκκλησίας τόσο κατά την παρουσία ορθοδόξων ενοριών στη Δύση, όσο και ως προς τον παγκόσμιο νότο, όπου θα κριθεί το μέλλον του χριστιανισμού. Ως προς το πρώτο, θα έπρεπε ένας άνθρωπος της Δύσης σε συνάντηση με την Ορθοδοξία να γίνει ειδικά Έλληνας, αποφεύγοντας λ.χ. μια μη ελληνική ορθόδοξη ενορία; Βεβαίως, λόγω της εξαιρετικά διασταλτικής έννοιας του Ελληνισμού στον Γιανναρά, αλλά και της αυστηρής κριτικής του για το πώς οι Νεοέλληνες αποτυγχάνουν παντού να σταθούν στο ύψος του Ελληνισμού, ήτοι όχι μόνο στο «ελληνώνυμο κρατίδιο Ελλαδέξ», αλλά και στη Διασπορά, ελληνική κοινότητα θα ήταν για τον Γιανναρά οποιαδήποτε κοινότητα ανεξαρτήτως φυλετικής ή εθνικής προέλευσης πραγμάτωνε την Ορθοδοξία ως συγκεκριμένη εν τόπω ενσαρκωμένη καθολικότητα αγάπης, κατά τη βυζαντινή μεταμόρφωση του αριστοτελισμού. (Ως αριστοτελισμό εννοούμε εδώ τη μεταφυσική αρχή ότι η καθολικότητα εντοπίζεται στην «οὐσίαν πρώτην» της συγκεκριμένης υποστάσεως και όχι στη γεωγραφική παγκοσμιότητα, όπως και στην ορθόδοξη εκκλησιολογία τονίζεται ότι εκάστη ευχαριστιακή και ενοριακή σύναξη ενσαρκώνει όλο το γεγονός του Χριστού και όχι τμηματικό μέρος του). Ως προς το δεύτερο, θα έπρεπε ένας άνθρωπος του παγκόσμιου νότου να μάθει οπωσδήποτε τον ελληνικό πολιτισμό ως προϋπόθεση της Ορθοδοξίας; Το ερώτημα αυτό ήταν ανοικτό μάλλον προς την κατεύθυνση μιας κατάφασης στον Γιανναρά, όπως άλλωστε ήταν και στον Ρώσο προκάτοχό του π. Γεώργιο Φλορόφσκι.
Αντιδυτικισμός ή αντι-ανατολισμός;
Υπήρξαν, όμως, επικρίσεις και από κοσμικούς πολιτικούς στοχαστές. Κατ’ αρχήν, μήπως το πρόβλημα με τον Γιανναρά δεν είναι ο διαβόητος «αντιδυτικισμός» του (ο οποίος, παρεμπιπτόντως, μοιάζει επίκαιρος σε μια εποχή όπου η Δύση παίζει τα ρέστα της, τζογάροντας τον πλανήτη, ενώ η Ελλάδα έχει καταστεί ένα ευτελές νατοϊκό προτεκτοράτο, διεκδικώντας την «κανονικότητα» του προβλέψιμου καλού παιδιού), αλλά, όλως αντιστρόφως, ο «αντι-ανατολισμός» του; Δηλαδή, με άλλα λόγια ότι ο Γιανναράς δεν διακρίνει πουθενά εκτός Ελληνισμού έναν εξίσου ενδιαφέροντα κοινοτισμό; Για τον Γιανναρά λ.χ. η σλαβική εκδοχή της Ορθοδοξίας συνδέεται περισσότερο με την εκδοχή της οικουμενικότητας ως γεωγραφικής παγκοσμιότητας σε αντίθεση με την έμφαση του Ελληνισμού στην «αριστοτελική» εντόπια καθολικότητα. Το Ισλάμ το θεωρούσε εν πολλοίς ως μία αιρετική παλινδρόμηση σε έναν «προ-ελληνικό» συνδυασμό ατομισμού και κολεκτιβισμού (Ούμα). Ως προς το τελευταίο, βεβαίως, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι η σκέψη του Γιανναρά υπήρξε πρωτοποριακή με την έννοια ότι διέγνωσε έγκαιρα (δεκαετία 1990) ότι από το Ισλάμ θα μπορούσαν πιο εύκολα να ξεπηδήσουν μορφές συμβατές με τη δυτική παγκοσμιοποίηση, ήτοι υβριδικά σχήματα ισλαμικών παραδόσεων και δυτικής νεωτερικότητας. Μόνο που αυτά τα νεοφυή υβρίδια δεν τα ανέλυε ως προς την πρωτοτυπία τους, αλλά τα ανήγαγε σε θεωρούμενες ομοιότητες μεταξύ Ισλάμ και Δύσης κατά ένα αντεστραμμένο χαντινγκτόνειο σχήμα όπου ο ελληνικός πολιτισμός φερόταν περικυκλωμένος από τη δυτική και την ισλαμική εκδοχή του ατομισμού. Περαιτέρω, δεν φαίνεται να υπήρξε στα έργα του Γιανναρά μία συστηματική θεματοποίηση πολιτισμών της Άπω Ανατολής ή της Αφρικής, ούτε μία επιστημονική ανθρωπολογική διαπραγμάτευση του κοινοτισμού.
Η κριτική του δικαιωματισμού
Βεβαίως, δεν πρέπει να υποτιμούμε το γεγονός ότι ο Χρήστος Γιανναράς επίσης πολύ έγκαιρα από τη δεκαετία του 1990 διέγνωσε τον δικαιωματισμό ως την αιχμή του δυτικού πολιτισμικού ιμπεριαλισμού, που αποσαρθρώνει τις παραδοσιακές κοινωνίες σε ένα πλαίσιο αμερικανοκίνητης παγκοσμιοποίησης, όταν πολλοί άλλοι στοχαστές ήταν χαυνωμένοι από την ευφορία του «τέλους της Ιστορίας». Στον δικαιωματισμό ο Γιανναράς επέκρινε κυρίως αφενός το φυσιοκρατικό και ουσιοκρατικό έρεισμα, δηλαδή ότι υπάρχει μία αυτονομημένη φύση όπου εδράζονται τα δικαιώματα κατά μία αντιθεολογική ειδωλολατρία και αφετέρου την εγωτική απαίτηση στους αντίποδες της δυναμικής της ερωτικής σχέσης. Σε ορισμένα σημεία πάντως θα μπορούσαμε να πούμε ότι στον αντιδικαιωματισμό του Γιανναρά υπήρχαν προδρομικώς στοιχεία και της σύγχρονης κριτικής ότι τα δικαιώματα οδηγούν σε αποσπασματικότητα επιμέρους ομάδων με απώλεια της ανθρώπινης καθολικότητας, ήτοι αυτού που σήμερα ονομάζουμε «διαθεματικότητα». Ως προς όλα αυτά, ο Γιανναράς διέθετε πρωτοποριακές αιχμές στη σκέψη του, όσο κι αν επέσυρε τη μήνη για κάποιες μονόπλευρες καταδίκες του πολιτισμού των δικαιωμάτων: Δεν μπορούσε λ.χ. να συλλάβει μία κοινωνική-πολιτισμική βάση για την αναγνώριση των δικαιωμάτων, ούτε θεωρούσε, όπως άλλοι θεολόγοι, ότι μπορεί το χριστιανικό «κατ’ εικόνα» να ήταν το έρεισμα για την εκκοσμικευμένη νεωτερική έννοια της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Ήταν επίσης απορριπτικός και ως προς μια καντιανή εννόηση των δικαιωμάτων ως αιτημάτων για πολιτική συνύπαρξη με νόημα στον ορίζοντα του μέλλοντος.
«Οριενταλιστικός» ή «αντι-αποικιακός » ο ελληνικός εξαιρετισμός;
Το σημαντικότερο επίδικο, πάντως, σήμερα θα ήταν μήπως ο Γιανναράς διέθετε αντιστρόφως έναν οριενταλισμό και όχι οξιντενταλισμό. Υπάρχει η υποψία ότι ο ελληνικός εξαιρετισμός του Γιανναρά σημαίνει εντέλει αφενός μια εσωτερική αυτοκριτική των αδιεξόδων της Δύσης και, αφετέρου, ένα οριενταλιστικό βλέμμα προς την Ανατολή που θεωρείται απλώς ως εξω-ευρωπαϊκή. Αν το γιανναρικό δίλημμα ήταν «ελληνισμός ή βαρβαρότητα» (για να παραφράσουμε την έμφαση του Καστοριάδη σε μια φράση του Μαρξ), τότε μπορεί να ανέκυπτε ένα πρόβλημα ότι ο παγκόσμιος νότος και ανατολή θα θεωρείται από έναν παρόμοιο ελληνικό εξαιρετισμό ως μία κατ’ αρχήν βαρβαρότητα, η οποία θα καλείτο να «εκπολιτιστεί» μέσα από έναν ιδιαζόντως ελληνικό κοινοτισμό. Μόνο που ο Ελληνισμός σε ένα παρόμοιο πλαίσιο θα λειτουργούσε και ως μια μεσιτειακή εκπολιτίστρια δύναμη μεταξύ Δύσης και Ανατολής. Είναι χαρακτηριστικό ότι έχει διατυπωθεί με οξύτατο τρόπο εναντίον του Γιανναρά και η κατηγορία του «ελληνοθωμανισμού». Αυτό σημαίνει κατ’ αρχήν μια αόριστη νοσταλγία για μια εποχή όπου η αστική τάξη της οθωμανικής αυτοκρατορίας ήταν εν πολλοίς ελληνική (αλλά και εβραϊκή και αρμενική), οπότε οι Έλληνες ήταν πρωτοπόροι του οθωμανικού εξαστισμού και εκδυτικισμού πριν τουλάχιστον από τις εθνοκαθάρσεις των αρχών του 20ού αιώνα. Οφείλουμε βεβαίως να θυμηθούμε ότι ο τότε ελληνοθωμανισμός είχε υπάρξει και ένα αγγλοσαξονικό σχέδιο μετά τον τότε πόλεμο της Κριμαίας (1856), οπότε η ελληνοθωμανική σύζευξη θα σταματούσε την προέλαση του πανσλαβισμού προς τον νότο. Στον ψυχροπολεμικό κόσμο μετά το 1945 παρόμοιες αρχές ίσχυσαν σε πλαίσιο αντικομμουνισμού. Ασφαλώς, το όραμα του Γιανναρά για την αποστολή του Ελληνισμού έχει ρίζες σε πολύ παλαιότερες εποχές, ακολουθεί εν πολλοίς τον «αντιστασιακό Ελληνισμό» του Νίκου Σβορώνου, δηλαδή μια αίσθηση ότι ο Νέος Ελληνισμός γεννήθηκε μέσα από τη διπλή του αντίσταση στη Φραγκοκρατία/Ενετοκρατία και στην Τουρκοκρατία. Έχει επίσης διατυπωθεί και η άποψη ότι μπορεί να θεωρηθεί η σκέψη του Γιανναρά ως μία ιδιότυπη εκδοχή νεοελληνικών «μεταποικιακών σπουδών», σαν μια καθ’ ημάς εκδοχή ενός Χόμι Μπάμπα ή μιας Σπίβακ (βλ. σχετικά τη διδακτορική διατριβή του Σωτήρη Μητραλέξη Can the Underdogs Speak? Υποτελείς πολιτικές θεωρίες στη σύγχρονη Ελλάδα, ιδωμένες μέσα από το πρίσμα της κριτικής γεωπολιτικής και της μετα-εκκοσμίκευσης).

Οπωσδήποτε υπάρχει αυτή η «από τα κάτω» αντιστασιακή αιχμή της σκέψης του Γιανναράς, η οποία θα μπορούσε σε μία σύγχρονη συνάφεια να χαρακτηρισθεί ακόμη και ως αντι-αποικιακή, ήτοι ως μία αντίσταση στον δυτικό αποικισμό των συνειδήσεων. Από την άλλη, είναι επίσης ενδιαφέρον ότι η σκέψη του Γιανναρά θα μπορούσε να γίνει αντικείμενο εργαλειοποίησης για έναν νέο οριενταλισμό προς τον παγκόσμιο νότο στο πλαίσιο ενός εν πολλοίς δυτικού πρότζεκτ. Συχνά, επειδή επιμένουμε στον «αντιδυτικό» Γιανναρά, παραβλέπουμε ότι ο Γιανναράς ήταν επίσης ένας μεγάλος μεταρρυθμιστής. Απλώς διεκδικούσε μεταρρυθμίσεις ιδιάζουσες σε έναν μεθοριακό Ελληνισμό, αντί για απλές μετακενώσεις δυτικών λύσεων. Ο πρώην οργανωσιακός ήταν ένας άνθρωπος που είχε φέρει μια πρωτότυπη πολιτισμική επανάσταση τη δεκαετία του 1970, ήταν ένας πρωτοποριακός εισαγωγέας της υπαρξιστικής απελευθέρωσης, αλλά και ένας άνθρωπος που ξανάγραψε τις εκκλησιαστικές ακολουθίες του γάμου, της βάπτισης και της κηδείας, ώστε να επικαιροποιηθούν στο σήμερα. Επίσης, ένας θεολόγος που ζήτησε να επανερμηνευθούν μακραίωνα χριστιανικά δόγματα, όπως αυτό της «πτώσης», ώστε να είναι συμβατά με τα σημερινά επιστημονικά πορίσματα. Μία από τις εντάσεις του Γιανναρά ήταν αυτή ανάμεσα στην παράδοση και τον εκσυγχρονισμό.




ΠΗΓΗ:https://www.facebook.com/share/p/Tb1yLrRxMdNmP5c6/
 Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com 
 
O ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ.  " Ο κοινοτισμός μάλιστα του Γιανναρά είχε και ένα θεολογικό αρχέτυπο, καθώς η ενορία, ως εκκλησιαστικός πυρήνας της κοινότητας, θεωρείται ότι αποτελεί εικονισμό ενός Θεού που είναι αγάπη μιας πολλαπλότητας προσώπων στο ίδιο του το Είναι."
ΕΞΑΡΤΑΤΑΙ ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΨΕΥΔΟΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ ΣΑΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΠΡΟΣΩΠΩΝ. Η ΕΠΙΤΥΧΙΑ ΤΟΥ ΕΞΑΡΤΗΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΟΚΡΥΨΗ ΤΗΣ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗΣ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ ΑΠΟ ΤΟ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ. ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΑΝΤΙΚΑΤΕΣΤΗΣΕ ΤΟΝ ΝΟΥ ΤΗΝ ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΨΥΧΗΣ. 
ΠΩΣ ΠΡΟΚΥΠΤΕΙ ΕΛΛΗΝΑΣ; ΑΠΟΦΑΤΙΚΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ!!!

Παρασκευή 23 Φεβρουαρίου 2024

Διονύσης Σκλήρης , " Τα 400 κεφάλαια περί αγάπης του Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού " , 41


ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΙΣΤΗ Εκκλησιαστική Ζωή και Ασκητικό Ήθος Εκατοντάδα τρίτη, λβ’ μέρος [Η υπέρβαση της φιλοσοφικής ειδωλολατρίας], από τα «Κεφάλαια περί Αγάπης του Οσίου Μαξίμου του Ομολογητού», από το βιβλίο: Μαξίμου του Ομομολογητού, Άπαντα τα έργα, τ. 14, Πατερικαί Εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς», σελ.274. Η Σμ. Καράγιωργα συζητά το θέμα με τον Διονύσιο Σκλήρη, δρ. Βυζαντινής Φιλολογίας.

Δευτέρα 22 Ιανουαρίου 2024

Οι λόγοι των όντων και ο Λόγος Χριστός κατά τον άγιο Μάξιμο Ομολογητή

 Διονύσης Σκλήρης
Ο άγιος Μάξιμος Ομολογητής (π. 580-662) ζει σε μια μεταιχμιακή εποχή, στο τέλος της Ύστερης Αρχαιότητας και στις αρχές του καθαυτό Μεσαίωνα, η οποία σφραγίστηκε από την οριστική κατάρρευση της ελληνορωμαϊκής οικουμένης στη Μεσόγειο με την άνοδο του Ισλάμ. Σε συνάφεια με το ιστορικό αυτό πλαίσιο, η περίοδος χαρακτηρίστηκε από την πάλη της Ορθόδοξης θεολογίας με τις αιρέσεις του Μονοθελητισμού και του Μονοενεργητισμού, οι οποίες απετέλεσαν κρατικές προσπάθειες να επιτευχθεί συμβιβασμός με τις ανατολικές επαρχίες, όπου ήταν διαδεδομένος ο Μονοφυσιτισμός, μέσω μιας συμβιβαστικής φόρμουλας ότι ο Χριστός είχε δύο φύσεις, αλλά μία θέληση και ενέργεια. Ο άγιος Μάξιμος στην προσπάθειά του να βεβαιώσει την πίστη στις δύο θελήσεις και δύο ενέργειες του Χριστού αντίθετα προς το κρατικό δόγμα, ανέπτυξε μία ανθρωπολογία της θελήσεως, σύμφωνα με την οποία το θέλημα(η θέληση) αποτελεί μία αναπόσπαστη δύναμη της ανθρώπινης ψυχής, εξίσου πρωταρχική με τον νου. Αυτή η πλήρης καταξίωση και λεπτομερής φιλοσοφική ανάπτυξη της ανθρώπινης θελήσεως, την οποία κατά τη Δυοθελητική θεολογία προσέλαβε ο Χριστός ως θεμελιώδη πτυχή της ανθρώπινης φύσης, αποτελεί μία από τις σημαντικότερες συμβολές του αγίου Μαξίμου στην ιστορία της σκέψης, η οποία μπορεί να παρομοιαστεί με την ανάλογη έμφαση που δόθηκε στη θέληση στο πλαίσιο της φιλοσοφίας του Αυγουστίνου Ιππώνος στη Δύση, αν και η σκέψη του αγίου Μαξίμου ανήκει σε μια διαφορετική, ανατολική, γραμμή σκέψης.[ΑΛΛΟ ΘΕΛΗΣΗ ΑΛΛΟ ΒΟΥΛΗΣΗ]

Για να φτάσει όμως σε αυτό το συμπέρασμα της σημασίας της θελήσεως, ο άγιος Μάξιμος αξιοποίησε τη φιλοσοφία των λόγων των όντων, η οποία σημαίνει κατ’ αρχήν ότι κάθε φύση έχει αναπόσπαστα ουσιώδη χαρακτηριστικά, τα οποία προκύπτουν από τον ειδητικό και μορφικό ορισμό της ως προς την υπερβατική αρχή της, που είναι ο λόγος[ΤΟΥ ΝΟΥ]. Απώτερος σκοπός της ύστερης σκέψης του αγίου Μαξίμου ήταν να καταδείξει ότι η θέληση ανήκει ουσιωδώς στον λόγο της ανθρώπινης φύσης. Με την έμφασή του στους λόγους των όντων, ο άγιος Μάξιμος ολοκληρώνει στο τέλος της Ύστερης Αρχαιότητας μια μεγάλη ελληνική μεταφυσική παράδοση που συνθέτει τον Πλατωνισμό και τον Αριστοτελισμό, ενώ απηχεί επιδράσεις και πολλών άλλων ρευμάτων της ελληνικής σκέψης. Στο κεφάλαιο αυτό, θα εξετάσουμε μία από τις σημαντικότερες συμβολές του στη φιλοσοφία, ήτοι τη θεωρία των λόγων των όντων, η οποία διαπερνά τη σύνολη σκέψη του;;;. Θα δούμε τη χριστιανική μετάπλαση της φιλοσοφικής έννοιας του λόγου και τη συμπλήρωσή της από τον «τρόπον ὑπάρξεως» σε ένα νέο εννοιολογικό δίπολο.

Η σχέση ανάμεσα στον Έναν Λόγον και τους πολλούς. Οι διαφορετικές σημασίες του όρου λόγος.

O λόγος στη σκέψη του αγίου Μαξίμου έχει τη σημασία της εκδήλωσης του Θεού, η οποία ταυτοχρόνως εξηγεί τα όντα, αλλά συνδυάζεται και με μια σειρά από άλλες σημασίες, τις οποίες θα αναπτύξουμε.

α) Ο λόγος ως ἕν, ως ὄν, ως γνωστόν, ως ἀλήθεια και ως ἀγαθόν

Ακολουθώντας μία από τις κύριες σημασίες του ρήματος λέγω, αυτή του συλλέγω, ο όρος λόγος σημαίνει και στη σκέψη του αγίου Μαξίμου μία διαδικασία συλλογής και ενοποίησης. Αυτό είναι προφανές κυρίως στο ρήμα «ἀναλέγειν», που ο άγιος Μάξιμος το χρησιμοποιεί για να δηλώσει ότι ο νους «ἀναλέγει» τους λόγους των όντων,[1] ότι δηλαδή συλλέγει το ενιαίο και καθολικό νόημα μιας πολλαπλότητας όντων, τα οποία αναφέρει στον λόγο ως νόημα τους. Βρίσκουμε, επομένως, στη μαξιμιανή κατανόηση του λόγου μία σύμπτωση περισσότερων εννοιών: α) Τη λογική υπαγωγή ενός όντος στη γενικότητα ή καθολικότητά του, ήτοι στη μεγαλύτερη ενοποίησή του. β) Τη γνωσιολογική εξήγηση του όντος που το καθιστά νοητό, γνωστό και, εντέλει, ἀληθές. Ο λόγος αποτελεί έτσι ένα τελικό αίτιο, μία αρχή λογική και τελεολογική του όντος. γ) Ο λόγος αναφέρεται σε αυτό που είναι πράγματι το ον, στο ὄντως ὄν.[2] Ο λόγος αποτελεί μία πραγματικότητα πιο πλήρη από αυτές τις οποίες συλλέγει. Παρ’ όλα αυτά, στο οντολογικό επίπεδο, ο λόγος δεν καταργεί την διαφοράν, αλλά μόνο την διάστασιν.[3] Αυτή η λογική, γνωσιολογική και οντολογική αρχή είναι ταυτοχρόνως ένα καθήκον· είναι το ἀγαθόν[4] ενός όντος. Ο λόγος ως ηθική νόρμα είναι προφανής κυρίως στη μαξιμιανή έννοια του κατὰ φύσιν, η οποία πρέπει να κατανοηθεί ακριβέστερα ως «κατὰ τὸν λόγον τῆς φύσεως».

β) Οι «λόγοι ἐν τῷ Λόγῳ»

Επιπλέον, οι λόγοι δεν αποτελούν ανεξάρτητες και εξωτερικές αρχές, αλλά είναι εσωτερικευμένοι στον Λόγον του Θεού.[5] Ο Μάξιμος Ομολογητής ακολουθεί εδώ τη νεοπλατωνική ανάπτυξη του πλατωνισμού. Στον νεοπλατωνισμό, ακολουθώντας μία μακρά φιλοσοφική διαδικασία, η οποία έχει ρίζες και στον ίδιο τον Πλάτωνα, οι ιδέες μεταμορφώνονται από ανεξάρτητες εξωτερικές αρχές σε σκέψεις εσωτερικευμένες στον Νου. Παρομοίως, κατά τον Μάξιμο Ομολογητή, οι λόγοι εντοπίζονται στην υπόσταση του Λόγου. Υπάρχει βεβαίως η σημαντική διαφορά ότι κατά τον άγιο Μάξιμο, που ακολουθεί περισσότερο μια ιουδαιοχριστιανική αλεξανδρινή παράδοση η οποία ανάγεται στον Φίλωνα, οι ἐν τῷ Λόγω λόγοι δεν είναι νόες ή νοήσεις, όπως στον Νεοπλατωνισμό, και αυτό έχει τη σημαντική συνέπεια ότι πρόκειται μάλλον για λογικές μορφώσεις του νου διά της εξωτερίκευσης ή ακόμη και για λεκτικά ενεργήματα, όπως θα λέγαμε στη σύγχρονη φιλοσοφία της γλώσσας και της επιτέλεσης. Αλλά σε κάθε περίπτωση, υπάρχει το κοινό με τον Νεοπλατωνισμό ότι οι λόγοι δεν είναι ανεξάρτητες ειδητικές αρχές, αλλά οπωσδήποτε εσωτερικευμένες σε μία ευρύτερη θεία καθολικότητα, η οποία μάλιστα στον Χριστιανισμό έχει τόσο υποστατικό, όσο και προσωπικό χαρακτήρα.

Είναι, ωστόσο, πρωτοποριακή και η ίδια η αλλαγή που συμβαίνει εντός του Νεοπλατωνισμού: Καθώς οι ιδέες δεν τίθενται εντός του Νου, δεν αναφέρονται πλέον μόνο στο γενικό και το καθολικό, αλλά επίσης στο συγκεκριμένο και το ατομικό.[6] Παρομοίως, στον Μάξιμο Ομολογητή, που ολοκληρώνει με γενναίο τρόπο μία τάση της φιλοσοφίας της Ύστερης Αρχαιότητας, οι λόγοι, παρόλο που έχουν μια ενοποιητική λειτουργία, καθώς αναφέρουν το ον στην καθολικότητα του νοήματός του, δεν αφορούν μόνο στις ουσίες και τις γενικές φύσεις, στα καθόλου, αλλά αναφέρονται επίσης στα μερικά όντα,[7] στα «καθ’ ἕκαστον»[ΟΥΣΙΩΝΟΥΝ],[8] ή ακόμη και στις κινήσεις ή στις ιδιότητές τους.[9] Καθώς οι λόγοι εντοπίζονται στον Λόγο του Θεού, αφορούν σε ο,τιδήποτε μπορεί να νοήσει ή να θελήσει ο Θεός, σε ο,τιδήποτε μπορεί να έχει νόημα, ακόμη κι αν αυτό δεν αποτελεί καθ’ εαυτό μία γενική πραγματικότητα. Βεβαίως, το ότι ένα ον ή ιδιότητα ή ακόμη και γεγονός διαθέτει λόγον, σημαίνει ότι ακεραιώνεται σε μία καθολικότητα νοήματος. Ωστόσο, η αλήθεια δεν είναι απλώς συνάρτηση της γενικότητας. Πρόκειται για μια ρηξικέλευθη φιλοσοφική κίνηση καταξίωσης της ατομικότητας από τον Μάξιμο Ομολογητή, η οποία, από κάποιες απόψεις, προδιαγράφει τη νεωτερική έμφαση στο άτομο.;;;;

Για τον άγιο Μάξιμο, οι λόγοι προϋπάρχουν της κτίσεως εντός του Λόγου[ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ] του Θεού, και εν συνεχεία πραγματώνονται μέσα στην κτίση στον αρμόζοντα χρόνο.[10] Αν και θα ήταν καλύτερο να πούμε ότι ο Θεός δεν υπάρχει «πριν» από τον χρόνο, αλλά απλώς «εκτός» χρόνου ή ακόμη καλύτερα ότι είναι άχρονος, οπότε και οι άκτιστοι θείοι λόγοι δεν «προϋπάρχουν», αλλά απλώς διαθέτουν αφενός μία άχρονη ύπαρξη και αφετέρου μία ἐν χρόνῳ πραγμάτωση. Πρόκειται πάντως για μια διαλεκτική σχέση ανάμεσα στον αιώνιο λόγον και στον αρμόζοντα καιρόν, η οποία καταξιώνει ριζικά τον χρόνο και την Ιστορία ως αποφασιστικούς παράγοντες για την έκβαση και την πραγμάτωση των λόγων[Η ΠΡΟΝΟΙΑ]. Αυτό σημαίνει ότι δεν είναι όλα δοσμένα στην αρχή της κτίσεως: υπάρχει εξέλιξη, καθώς νέα όντα έρχονται διαρκώς στην ύπαρξη, ακόμη κι αν ερείδονται οντολογικώς σε «προϋπάρχοντες» ή, μάλλον, σε άχρονους λόγους. Οι λόγοι έχουν ένα χαρακτήρα δημιουργικού και ποιητικού αιτίου, αλλά επίσης διατηρούν τα όντα σε μία συνεκτική ύπαρξη.[11] Έχουν, εξάλλου, μία γνωσιολογική αξία για τον Θεό. Ο Θεός γνωρίζει τα όντα και «πριν» τη δημιουργία τους διά των λόγων Του,[12] ή, για να το θέσουμε αλλιώς, γνωρίζει τα όντα ως λόγους Του. Ο Μάξιμος Ομολογητής διακρίνει μεταξύ του ότι ο Θεός γνωρίζει τον Εαυτό Του μέσα από την ουσία Του, αλλά γνωρίζει τα όντα μέσα από τη Σοφία Του, η Οποία ταυτίζεται με τη Δευτέρα Θεία Υπόσταση του Λόγου και της Σοφίας του Θεού. Εξάλλου, ο Μάξιμος Ομολογητής, ακολουθώντας έναν τυπικά ελληνικό τρόπο σκέψης, ομιλεί συχνά για δύο κινήσεις: μία κίνηση επεκτάσεως και διαστολῆς του Ενός Λόγου στους πολλούς λόγους, και μία κίνηση ἐπιστρεπτικῆς ἀναφορᾶς και συστολῆς των πολλών λόγων στον Ένα Λόγον.[13]Ωστόσο, αυτή η τελευταία κίνηση πραγματώνεται με την Ενσάρκωση του Λόγου στους αντίποδες της ελληνικής σκέψης. Σε αυτό το πλαίσιο, η «προΰπαρξη» των λόγων στον Λόγον και η επιστρεπτική αναφορά τους σε Αυτόν διατυπώνεται στο πλαίσιο μιας χριστολογικής διαλεκτικής μεταξύ του ενός Λόγου, ήτοι της υποστάσεως του Υιού, και των πολλών λόγων, που αναφέρονται στην πληθώρα των κτιστών. Σε αυτή τη διαλεκτική μεταξύ του ενός και των πολλών, συντίθεται η ενότητα και η ποικιλία.[14]


[1]Βλ. Κεφάλαια Περὶ Θεολογίας καὶ τῆς Ἐνσάρκου Οἰκονομίας τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ PG 90,1096A.
[2]Περὶ Διαφόρων Ἀποριῶν PG 91,1257A.
[3]Eἰς τὴν Προσευχὴν τοῦ Πάτερ Ἡμῶν CCSG 23,33,122-34,124 PG 90,877Β και Περὶ Διαφόρων Ἀποριῶν PG 91,1312-1313.
[4]Για τη σχέση μεταξύ λόγου και ἀγαθοῦ, βλ. Mυσταγωγία CCSG69,318-26,336PG 91,673C-D.
[5]Mυσταγωγία CCSG 69,30,486-31,506 PG 91,681C-684A· CCSG 69,42,685-691 PG 91, 692CD, CCSG 69,51,813-817 PG 91,700B·CCSG 69, 708B-C·Περὶ Διαφόρων Ἀποριῶν PG 91,1077C-1080B, 1156AB, 1205C, 1285C-1288A· Πρὸς Θαλάσσιον CCSG 7,239,7-24PG 90,377C.
[6]Ο λόγος είναι ότι η αρχή της διαφοράς ή ακόμη και της εξατομίκευσης δεν εντοπίζονται σε μία ανεξάρτητη αρχή της ύλης, αλλά ανάγονται στη νοερά αρχή, η οποία και παράγει την ίδια την ύλη.
[7]Περὶ Διαφόρων ἈποριῶνPG 91,1313A.
[8]Βλ.Περὶ Διαφόρων Ἀποριῶν PG 91,1080A.
[9]Βλ .Περὶ Διαφόρων Ἀποριῶν PG 91,1228A-1229A.
[10]PG91,1080A-1081A· 1328Β-1329B.
[11]PG91,1080A-B·1228A-C·1329A-Β.
[12]PG91,1081A·1328ΒC.
[13]PG91,1285C· 1077C-1081C·1205C· Mυσταγωγία CCSG69,61,993-996PG91,708B.
[14]PG91,1077C, PG 91,1228Β-C.


Έργο Γιώργου Κόρδη: Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής (1921)


ΣΤΗΝ ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΘΕΟΣ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΤΙΣ ΚΟΙΝΕΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ ΑΚΤΙΣΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ.
Η ΥΠΟΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΥΙΟΥ ΚΑΙ ΛΟΓΟΥ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΟΙΝΗ. 
ΔΕΝ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΘΕΛΗΣΗ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΤΟΥ ΕΝΣΑΡΚΩΘΕΝΤΟΣ ΘΕΟΥ.
Η ΝΕΟΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΤΑΥΤΙΖΕΙ ΤΗΝ ΒΟΥΛΗΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΘΕΛΗΣΗ ΚΑΙ ΘΕΤΕΙ ΣΕ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΥΣ ΚΟΣΜΟΥΣ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΜΑΞΙΜΟ ΜΕ ΤΟΝ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟ. 
Ο ΟΠΟΙΟΣ ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΕ ΕΝΑΝ ΑΜΦΙΒΑΛΛΟΜΕΝΟ ΝΟΜΟ ΤΟΥ ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ, ΜΑΘΗΤΟΥ ΤΟΥ ΠΛΩΤΙΝΟΥ, ΑΝΑΙΡΩΝΤΑΣ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ ΤΗΝ ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΛΩΤΙΝΟΥ ΣΤΟΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ.

Τετάρτη 11 Οκτωβρίου 2023

Από την κάθαρση στην θέωση - κ. Διονύσιος Σκλήρης


Η πορεία από την κάθαρση του ανθρώπου μέχρι και τη θέωση είναι μια μακρά διαδικασία η οποία, φυσικά, δεν είναι απλή ή εύκολη. Στην ιστορία της Εκκλησίας μας, πλήθος αγίων ήρθαν σε επίγνωση της ανθρώπινης αδυναμίας τους και προσπάθησαν καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής τους να φτάσουν κοντά στον Θεό και να επιστρέψουν στην κατάσταση στην οποία μας έπλασε ο Θεός. Μέσα από αυτή τη μακρά διαδικασία ο άνθρωπος φτάνει στη θέωση, στη κοινωνία με τον Θεό, ο Οποίος του δόθηκε ολόκληρος μέσα από την Σάρκωσή Του, το Πάθος και την Ανάστασή Του. Μέσα από την Εκκλησία ο άνθρωπος μπορεί να γίνει μέλος του Σώματος του Χριστού και μέσα από αυτό το Σώμα να φτάσει πιο κοντά στη θέωση, ακολουθώντας πάντοτε τον λόγο του Θεού και την καθοδήγηση των Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας μας. Με τον κ. Διονύσιο Σκλήρη, θεολόγο και συγγραφέα.


ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΡΑ. ΑΡΚΕΙ ΝΑ ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΠΟΙΗΣΟΥΜΕ ΤΗΝ ΑΔΥΝΑΜΙΑ ΜΑΣ ΚΑΙ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΠΟΛΛΕΣ ΠΟΡΤΕΣ ΘΑ ΜΠΟΡΕΣΟΥΜΕ ΝΑ ΓΙΝΟΥΜΕ ΜΕΛΗ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ. ΜΕ ΤΙΣ ΔΙΚΕΣ ΜΑΣ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΕΣ ΕΙΝΑΙ ΕΦΙΚΤΟ ΔΙΟΤΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΕΝΑΝΘΡΩΠΗΣΕ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΑΙ ΠΛΗΡΩΣΕ ΤΟ ΤΙΜΗΜΑ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ.
 ΚΑΙ Ο ΠΕΛΑΓΙΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΛΑ ΚΡΑΤΕΙ.
 ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΑΠΛΗ ΑΛΛΑ ΔΥΣΚΟΛΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ.  
Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ, ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ, ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ, ΟΧΙ ΤΗΣ ΑΔΥΝΑΜΙΑΣ, ΤΗΣ ΚΑΙΝΗΣ ΚΤΙΣΗΣ ΚΑΙ ΟΧΙ ΤΗΣ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ, ΕΙΝΑΙ ΠΑΛΗΟΣ, ΠΡΟΝΕΩΤΕΡΙΚΟΣ, ΑΦΟΡΟΥΣΕ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ ΧΩΡΙΣ ΕΠΙΓΝΩΣΗ. 
ΠΟΙΟΙ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟΙ ΟΙ ΜΕΤΑΠΑΤΕΡΕΣ ΠΟΥ ΟΔΗΓΟΥΝ ΣΤΗΝ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ; ΟΙ ΓΝΩΣΤΟΙ ΜΑΣ ΜΑΘΗΤΕΣ ΤΩΝ ΡΩΣΩΝ ΤΗΣ ΔΙΑΣΠΟΡΑΣ, ΑΡΧΗΣ ΓΕΝΟΜΕΝΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΦΛΩΡΟΦΣΚΙ.

Δευτέρα 24 Απριλίου 2023

«Ο άνθρωπος είναι πνευματικός κηπουρός της φύσης» – Συνέντευξη στον Διονύση Σκλήρη

[Ο Τζον Μίλμπανκ [John Milbank] είναι ένας πολύπλευρος Χριστιανός φιλόσοφος με έργο στη Θεολογία, τη Φιλοσοφία, την Κοινωνική Θεωρία, την Πολιτική Θεολογία, τη Φιλοσοφία της Τέχνης, την Πολιτισμική Κριτική κ.ά. Γεννημένος στο Χέρτφορντσαϊρ το 1952, έχει σπουδάσει Σύγχρονη Ιστορία στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και Θεολογία στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, ενώ η Διδακτορική του Διατριβή στο Πανεπιστήμιο του Μπίρμινγκχαμ αφορούσε στη σκέψη του Τζιανμπατίστα Βίκο [Giambattista Vico (1668-1744)], του συγχρόνου ιδρυτή της Φιλοσοφίας της Ιστορίας, με έμφαση στην αναλογία της δημιουργίας (βλ. και το μετέπειτα έργο του The Religious Dimension in the Thought of Giambattista Vico, 1668-1744, Εdwin Mellen Press, Νέα Υόρκη 1991-92). Καθοριστική για την εξέλιξή του ήταν η επίδραση του τ. Αρχιεπισκόπου του Κάντερμπερι Ρόουαν Γουίλιαμς [Rowan Williams (γ. 1950)], ενώ το έργο με το οποίο έγινε ευρύτερα γνωστός είναι η μελέτη του για τη σχέση Θεολογίας και Κοινωνικής Θεωρίας (Theology and Social Theory: Beyond Secular Reason, Blackwell, Οξφόρδη 1990). Το θεολογικό πρόγραμμα του Μίλμπανκ έχει ως θεμέλιο την εμπειρία της μεθέξεως, βασιζόμενη στην εκκλησιαστική μετοχή στο Σώμα του Χριστού, η οποία θεωρείται ότι εκπληρώνει το αντίστοιχο αίτημα της πλατωνικής φιλοσοφίας. Μία από τις οξύτερες διαστάσεις του στοχασμού του Μίλμπανκ είναι η κριτική του στη νεωτερικότητα, την οποία γενεαλογεί στον νομιναλισμό του ύστερου μεσαιωνικού σχολαστικισμού και δη στη σκέψη του Ιωάννη Δουνς Σκώτου [Duns Scotus (π. 1265-1308)] και του Γουλιέλμου του Όκαμ [William of Ockham (π. 1287-1347)]. Ο Μίλμπανκ είναι βασικός εκφραστής του κινήματος «Ριζοσπαστική Ορθοδοξία» (Radical Orthodoxy), το οποίο φιλοδοξεί να συνδυάσει την παραδοσιακή Θεολογία και την πρωτοπορία του φιλοσοφικού μεταμοντερνισμού, προβαίνοντας έτσι σε μία αμφιμέτωπη κριτική της νεωτερικότητας. Βασικά αιτήματα της «Ριζοσπαστικής Ορθοδοξίας» είναι να αρθούν οι διχασμοί ανάμεσα στη φύση και τη χάρη, τον λόγο και την πίστη, το κοσμικό και το ιερό κ.ο.κ. Η «Ριζοσπαστική Ορθοδοξία» είναι ένα γενναίο κίνημα επανερμηνείας των πηγών με τρόπο που να καθίσταται επίκαιρος στην εποχή της ύστερης νεωτερικότητας.

Συναντήσαμε τον Τζον Μίλμπανκ τον Σεπτέμβριο του 2021 στο Φριβούργο της Ελβετίας, στο πλαίσιο του συνεδρίου για τη σκέψη του π. Σεργίου Μπουλγκάκοφ [Sergei Bulgakov / Серге́й Никола́евич Булга́ков (1871-1944)] «Οικοδομώντας τον Οίκο της Σοφίας», το οποίο συνδιοργάνωσαν το Πανεπιστήμιο του Φριβούργου, το Πανεπιστήμιο του Fordham (Νέα Υόρκη) και η Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών Βόλου. Είχαμε την ευκαιρία να συζητήσουμε για το ποιο είναι το βαθύτερο νόημα της Σοφιολογίας, δηλαδή της Θεολογίας του π. Σεργίου Μπουλγκάκοφ για τη Σοφία του Θεού, για το πνευματικό νόημα με το οποίο επενδύει τον φυσικό κόσμο και για την οικολογική της επικαιρότητα. Καθώς επίσης και για το τι σημαίνει η «Τριαδική Οντολογία», το νέο πρόγραμμα πάνω στη μεταφυσική του Τζον Μίλμπανκ με άξονα το μυστήριο της Αγίας Τριάδας, όπως αυτό αντανακλάται στην ευρύτερη τριαδική δομή του κόσμου, και επίσης για τις συμφωνίες αλλά και διαφορές του με σημαντικούς ομοτέχνους του στους ζώντες φιλοσοφικούς διαλόγους που εξελίσσονται κυρίως στον αγγλόφωνο κόσμο. –Δ.Σ.]

⸙⸙⸙

Ο πιο πρόσφατος στοχασμός σας επικεντρώνεται στο μυστήριο της Αγίας Τριάδας και στις γενικότερες συνεπαγωγές του για κάθε οντολογία. Τι σημαίνει ο όρος «Τριαδική Οντολογία» που χρησιμοποιείτε;

Με τον όρο «Τριαδική Οντολογία» εννοώ όλη η κτιστή πραγματικότητα μετέχει στην Τριάδα και για αυτό έχει μια θεμελιωδώς Τριαδική δομή, ώστε η βαθύτερη κατηγορική οργάνωση του κόσμου να είναι τριαδική. Υπάρχουν στοχαστές που το εξερεύνησαν αυτό στο παρελθόν, όπως ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής [π. 580-662], ο Νικόλαος Κουζάνος [1401-1464], ο π. Σέργιος Μπουλγκάκοφ κ.ά.

Αυτό σημαίνει μία εικόνα ή απήχημα της Τριάδος στον κόσμο ή είναι κάτι πιο βαθύ;

Δεν είναι απλώς ότι μπορείς να βρεις μέσα στον κόσμο εικονισμούς της Αγίας Τριάδας· είναι ότι ο κόσμος υπάρχει απλώς και μόνο ως μία αναλογία της αγίας Τριάδας, δηλαδή ως μία μετοχή στην Αγία Τριάδα. Για παράδειγμα, έχουμε στον ιερό Αυγουστίνο Ιππώνος [354-430] την ψυχολογική αναλογία, δηλαδή την αναλογία ανάμεσα στην Αγία Τριάδα και τη δομή της ανθρώπινης ψυχής. Πρόκειται για κάτι που είναι πολύ παραπάνω από μία απλή εικόνα. Εννοεί ο Αυγουστίνος ότι η βασική δομή της πραγματικότητας αποτελεί έναν κόσμο και ότι βλέπουμε τον εν χρόνῳ κόσμο στη μνήμη, την κατανόηση και τη θέληση. Αλλά κατά μία έννοια όλα τα κτίσματα συντίθενται από μνήμη, κατανόηση και θέληση. Για τον Αυγουστίνο η προτεραιότητα του χρόνου είναι συνέπεια της Τριαδολογίας και του γεγονότος ότι ο κόσμος αναδύεται συνεχώς από το μη ον. Οπότε ο ερχομός των όντων στο είναι αντανακλά τη γένεση και την επιστροφή των πάντων στον Θεό διά του Υιού εν τω Πνεύματι.

Αυτός είναι ένας χρονικός τρόπος προσέγγισης, ενώ άλλοι στοχαστές έχουν προβεί σε περισσότερο χωρικές προσεγγίσεις. Το επιχείρημα του π. Σεργίου Μπουλγκάκοφ είναι ότι πιο βαθιά από τις αριστοτελικές κατηγορίες έχουμε τις γραμματικές κατηγορίες του υποκειμένου, του κατηγορήματος και του συνδέσμου (copula) μεταξύ τους, τις οποίες κατανοεί με έναν πολύ ρεαλιστικό τρόπο. Αυτό είναι περισσότερο προφανές για την ανθρώπινη σχέση με τον κόσμο. Το επιχείρημα είναι ότι τα πάντα είναι ένα πρωτο-υποκείμενο που προσπαθεί να οριστεί. Γι’ αυτό υπάρχει δυναμισμός, επειδή τα πάντα είναι σχεσιακά. Υπάρχει, δηλαδή, σχεσιακότητα και στην κτίση, όπως ακριβώς και στον Θεό. Υπάρχει μία εσωτερική διάσταση στο καθετί, ο κόσμος είναι εντός του νοός. Αλλά είναι επίσης αληθές και το αντίστροφο, ήτοι ότι εγώ ως ένα νοούν πρόσωπο είμαι μέσα στον κόσμο. Οπότε ούτε ο απόλυτος ρεαλισμός ούτε ο απόλυτος υποκειμενικός ιδεαλισμός είναι αληθείς. Διαμεσολαβούνται από την πράξη και αυτό συνιστά μια εικόνα της Τριάδας. O π. Σέργιος Μπουλγκάκοφ προσπαθεί να υπερβεί την προτεραιότητα είτε του ρεαλισμού, είτε του ιδεαλισμού, είτε του πραγματισμού. Μία Τριαδική προοπτική κρατάει και τα τρία στοιχεία σε ισορροπία. Σχετιζόμαστε με τον κόσμο με αυτούς τους τρεις διαφορετικούς τρόπους, γιατί τα πάντα έχουν μία δομή υποκειμένου, κατηγορήματος και συνδέσμου.

Ένας τρίτος τρόπος να δούμε το ίδιο θέμα είναι αυτός που βρίσκουμε στον Μάριο Βικτωρίνο [4ος αιώνας], αλλά και στον άγιο Μάξιμο Ομολογητή και στον Ιωάννη Σκώτο Εριγένη [815-877], δηλαδή μια αναλογία (που έρχεται από τον Νεοπλατωνισμό) του είναι, της ζωής και της νόησης. Ενώ ο Αυγουστίνος θεωρεί το Τριαδικό Είναι με όρους νοήσεως, η εναλλακτική είναι να δούμε την τριαδική δομή ως ζωή οπότε ξεκινάμε από το είναι, ο δεύτερος όρος αναφέρεται στη ζωή και ο τρίτος στην πραγματοποίηση της νοήσεως. Επομένως, αν η μία θεώρηση της Τριάδας είναι σχετική με τον χρόνο και η δεύτερη σχετική με τον χώρο, αυτή είναι σχετική με την κίνηση.

Ο Ζαν Λουί Κρετιέν [Jean-Louis Chrétien (1952-2019)] επιμένει ότι στον Πλωτίνο [204-270] ο νους είναι επέκεινα της αντίθεσης μεταξύ στάσεως και ηρεμίας. Έχει, δηλαδή, διαφορετική θεώρηση από αυτήν που επικράτησε με τον Θωμά Ακινάτη [1225-1274]. Κατά τον Πλωτίνο, η σκέψη είναι μια πιο έντονη κίνηση, μια υψηλότερη μορφή κενώσεως. Το Απόλυτο είναι επέκεινα της αντιθέσεως κινήσεως και ηρεμίας, όπως βλέπουμε και στον Μάριο Βικτωρίνο και στον άγιο Μάξιμο Ομολογητή. Ύστερα από αυτήν την πλωτίνεια θεώρηση ίσως μπορούμε να καταλάβουμε καλύτερα το ότι ενώ ο Θεός είναι αμετάβλητος, δεν είναι απλώς σε ηρεμία και ακίνητος. Υπάρχει ένα είδος γίγνεσθαι στον Θεό, το οποίο όμως δεν φτάνει να είναι μια διαδικασία. Αυτή είναι και η μαξιμιανή θεώρηση. Αυτό που επιχειρώ, λοιπόν, με το έργο μου είναι να εξετάσουμε μία σύνθεση αυτών των τριών τριαδικών θεωρήσεων χρόνου, χώρου και κινήσεως.

Αυτή η λεγόμενη «γλωσσολογική στροφή» στη σκέψη του π. Μπουλγκάκοφ σε τι διαφέρει από τη διάσημη «γλωσσολογική στροφή» στη σκέψη του Λούντβιχ Βίτγκενσταιν [Ludwig Wittgenstein (1889-1951)];

Είναι διαφορετική με την έννοια ότι o π. Μπουλγκάκοφ λέει ότι η ίδια η δομή της πραγματικότητας είναι γλωσσική. Ο Βιτγκενστάιν είναι πολύ ενδιαφέρων, αλλά είναι υπερβατιστής, δηλαδή θεωρεί ότι η γλώσσα είναι ο δικός μας τρόπος να βλέπουμε την πραγματικότητα που καθ’ εαυτήν μας υπερβαίνει,, ενώ ο π. Μπουλγκάκοφ ισχυρίζεται ότι η ίδια η δομή της πραγματικότητας είναι σαν μια γλώσσα. Αυτό θυμίζει περισσότερο τον Γουάιτχεντ [Alfred North Whitehead (1861-1947)] και τον πολύ πρώιμο Μουρ [Gordon Edward Moore (1873-1958)], ο οποίος, πριν επηρεαστεί από τον Φρέγκε [Gottlob Frege (1848-1925)] και εμπλακεί στην αναλυτική φιλοσοφία, είχε μια πολύ ρεαλιστική μεταφυσική με την οποία υπαινισσόταν ότι η πραγματικότητα είναι στη δομή της προτασιακή. Δηλαδή οτιδήποτε υπάρχει συγκροτεί μία πρόταση. O Γουάιτχεντ μπορεί να είναι ένας αμφιλεγόμενος θεολόγος, αλλά είναι ένας πολύ ενδιαφέρων μεταφυσικός και πολύ κοντά στον Μπερξόν [Henri Bergson (1859-1941)]. Λέει μάλιστα ρητά ότι είναι μπερξονιανός, άλλωστε και ο Μπερξόν είναι μέρος της ίδιας γραμμής σκέψης.

Βρίσκετε παράλληλα μεταξύ του βιταλισμού του Μπερξόν και αυτού του π. Μπουλγκάκοφ;

Απολύτως! Δεν μπορεί κανείς να αγνοήσει τα στοιχεία βιταλισμού σε κάτι που προσεγγίζει τον πανψυχισμό στον Μπουλγκάκοφ. Και αυτό είναι πολύ επίκαιρο για εμάς σήμερα, καθώς θέτουμε υπό ερώτηση το πώς θεωρούμε τον φυσικό κόσμο, τα φυτά και τα ζώα, καθώς και τη σχέση μας μαζί τους σε μία περσοναλιστική προοπτική. Ενώ ο Βλαντιμίρ Λόσκι [Vladimir Lossky / Владимир Николаевич Лосский (1903-1958)] έχει πολύ ωραία πράγματα να πει για το πρόσωπο, η Σοφιολογία του π. Μπουλγκάκοφ εξερευνά καλύτερα τη σχέση προσώπου και ουσίας. Αυτό το ανέδειξε πολύ σωστά ο Ρόουαν Γουίλιαμς.

Είσαστε από πολλές απόψεις ένας συνοδοιπόρος του τ. Αρχιεπισκόπου του Κάντερμπουρι Ρόουαν Γουίλιαμς, όμως πλέον έχετε και κάποιες διαφορές στη σκέψη σας από αυτόν. Πώς θα συνοψίζατε τις σημαντικότερες διαφορές σας;

Βρίσκομαι γενικά σε μία θεμελιώδη συμφωνία με τον Ρόουαν Γουίλιαμς. Συνομιλούμε για ορισμένα Χριστολογικά ερωτήματα και τη σχέση τους με την κτίση. Εδώ υπάρχει ίσως μία ανολοκλήρωτη ατζέντα. Φαίνεται σαν ο Ντέιβιντ Μπέντλεϊ Χαρτ [David Bentley Hart (γ. 1965)], o π. Τζον Μπερ [John Behr (γ. 1966)] και εγώ να έχουμε μία ανάγνωση του νεοχαλκηδονισμού στον άγιο Μάξιμο Ομολογητή που τείνει να πει ότι η Ενσάρκωση έχει καταστεί ένα εγγενές στοιχείο του κτιστού και υπάρχει μια αιωνιότητα σε αυτό, ώστε δεν μπορείς να ξεχωρίσεις τον Θεό από την αιώνια πλέον πρόσληψη της ανθρωπότητας. Ο άγιος Μάξιμος γράφει ότι ο Θεός ενσαρκώνεται στα πάντα. Ο Ρόουαν Γουίλιαμς ανησυχεί μήπως υπάρξει εδώ ένας κίνδυνος διολίσθησης στον πανθεϊσμό, ενώ από την άλλη εμείς ανησυχούμε μήπως σε αντίθετη περίπτωση έχουμε ένα υπόλειμμα Νεστοριανισμού, ως έναν συναγωνισμό ανάμεσα στο πεπερασμένο και το άπειρο. Βεβαίως, δεν χρειάζεται να δούμε την ένωση στον Χριστό ως ένα είδος συγχώνευσης των φύσεων με κάποιον χυδαίο θεολογικώς τρόπο. Σε αυτό συμφωνούμε ασφαλώς όλοι. Η ένωση είναι βεβαίως μια προσωπική ένωση. Αλλά τότε ανακύπτει το πρόβλημα πώς διακρίνουμε τη δική μας σχέση με τον Θεό, όπου υπάρχει ένας ανταγωνισμός απείρου και πεπερασμένου από την ένωση που βρίσκουμε στον Χριστό.

Και το ερώτημα που τίθεται είναι: Το να λέμε ότι ο Χριστός είναι Θεός και άνθρωπος, άπειρος και πεπερασμένος είναι ένα παράδοξο. Και γι’ αυτό οι νεοχαλκηδόνειοι μίλησαν για μία ἀντίδοσιν ιδιωμάτων. Αυτό είναι και το νόημα των παραδόξων, όπως ότι το Βρέφος στη φάτνη έχει δημιουργήσει τον κόσμο. Ή ότι η προέλευση του Ιησού από τη Μαρία τίθεται πλάι στην προέλευσή Του από τον Πατέρα. Οπότε αν η μία ένσταση είναι ο δυνητικός κίνδυνος ροπής προς τον πανθεϊσμό, η αντίρροπη ένσταση που έχουμε εμείς είναι αν έχουμε μία πλήρη απόδοση της Θεανθρώπινης ενότητας στην αντίθετη περίπτωση, η οποία να έχει ένα περιεχόμενο και η οποία βέβαια να εκφράζει με παράδοξο τρόπο ταυτοχρόνως την άπειρη και την πεπερασμένη φύση. Το διακύβευμα είναι αν περιλαμβάνεται η ολοκληρία της φύσεως στην Ενσάρκωση, όπως λένε ο απόστολος Παύλος αλλά και ο ιερός Αυγουστίνος με τη θεώρηση του όλου Χριστού (Christus totus). Τότε βεβαίως η διάκριση παραμένει παρά την ένωση και δεν φτάνουμε σε πανθεϊσμό. Έχουμε όμως μια σαφέστερη αίσθηση της αιωνιότητας της πρόσληψης της κτιστής ανθρώπινης φύσης από τον Λόγο, καθώς και των συνεπειών που αυτή έχει για όλο το φυσικό περιβάλλον. Βεβαίως οι σύγχρονες αυτές συζητήσεις δεν σημαίνουν μια εντρύφηση στην αιρεσιολογία, αλλά έναν ζώντα διάλογο με διακύβευμα την απόδοση δικαιοσύνης σε όλες τις διαφορετικές διαστάσεις του μυστηρίου του Χριστού με τρόπο που να είναι υπαρξιακά επίκαιρος.

Θα μπορούσε να υπάρξει μία οικολογική θεολογία που να βασίζεται σε αυτή τη θεώρηση; Ποιος είναι ο επίκαιρος χαρακτήρας της;

Ζωγραφική (λεπτομέρεια): Μαρία Φιλοπούλου
Αυτή η προσέγγιση μας επιτρέπει να δούμε και την ανθρώπινη ύπαρξη και τη φυσική ύπαρξη ως απόλυτες. Δεν μπορούμε να είμαστε ανθρώπινα πρόσωπα αν δεν είμαστε μέσα στον φυσικό κόσμο. Αλλά είμαστε επίσης η κορωνίδα της δημιουργίας. Οπότε οδηγούμαστε σε μία ανθρωπιστική οικολογία ή σε αυτό που ο Πάπας Φραγκίσκος αποκάλεσε μία πλήρη και ακέραιη οικολογία (integral ecology). O κίνδυνος ορισμένων οικολογιών είναι να καταστούν αντιανθρώπινες, ενώ επίσης υπάρχουν ορισμένες οικολογίες που είναι υπερβολικά τεχνοκρατικές. Οι πιο σοφοί οικολόγοι σημειώνουν το παράδοξο ότι εφόσον διανύουμε τώρα την «Ανθρωπόκαινο» εποχή, παρ’ όλο που έχουμε κάνει μεγάλη ζημιά στη φύση, μόνο εμείς οι άνθρωποι μπορούμε και να δώσουμε μία λύση στο πρόβλημα. Για να το θέσω με τον απλούστερο τρόπο θα πρέπει συνεχώς να διαχειριζόμαστε το κλίμα εφεξής σαν ένας κηπουρός. Δεν θα υπάρξει πλέον ένα μέλλον στο οποίο οι άνθρωποι δεν θα διαχειρίζονται το κλίμα. Η Σοφιολογία ενθαρρύνει τον σεβασμό του περιβάλλοντος. Αυτό είναι και το νόημα της Πατερικής διδασκαλίας ότι η κτίση έρχεται στο είναι μέσα από μία νοητική και πνευματική διεργασία. Δεν μπορούμε πλέον να έχουμε μία καρτεσιανή στάση, ότι ο κόσμος είναι απλώς μία νεκρή μηχανή την οποία έχει κατασκευάσει ένας Θεός-μηχανικός, χωρίς αυτό το γεγονός να έχει μια βαθύτερη πνευματική διάσταση. Χρειαζόμαστε επειγόντως μια Χριστιανική οικολογία που να θεωρεί τη φύση όχι ως ένα μηχανικό, αλλά ως ένα βαθιά πνευματικό γεγονός. Και με αυτήν την έννοια ο άνθρωπος δεν είναι ο διαχειριστής μιας φύσης-μηχανής, όπως στο νεωτερικό καρτεσιανό κοσμοείδωλο, αλλά ο πνευματικός κηπουρός μιας φύσης που φέρει την τριαδική οντολογική σφραγίδα. Αυτό είναι, θα λέγαμε, το επίκαιρο μήνυμα της Σοφιολογίας.

Πηγή

ΜΙΛΑΜΕ ΕΔΩ ΧΤΥΠΑ Η ΚΑΡΔΙΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ. ΜΑΣ ΦΩΤΙΣΕ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ. ΓΥΜΝΑΣΜΕΝΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ.

 Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΣΚΛΗΡΗΣ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑΣ ΜΟΝΤΕΡΝΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΧΡΙΣΤΟ.

Original text
Rate this translation
Your feedback will be used to help improve Google Translate