Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κονδύλης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κονδύλης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου 2024

Μύθοι και αλήθειες για τον μεγάλο Γιανναρά - επιλογικώς

Θα συνεχίσουμε εδώ τη θεολογική προσέγγιση του μεγάλου μας των νεοελληνικών και θεολογικών γραμμάτων και πραγμάτων Χρ. Γιανναρά. Η στάση μας απέναντί του ήταν ανέκαθεν κριτική. Αυτό όμως δεν μας εμποδίζει να σταθούμε αντικειμενικά και να αναγνωρίσουμε το μέγεθος του ανδρός. Πράγματι, τάραξε τα θεολογικά εγχώρια ύδατα και καυτηρίασε τον δυτικό ευσεβισμό πολλών “καθαρών” χριστιανών αδελφών μας εντός και εκτός πουριτανικών σεχτών. Ο απόηχος της αποτελεσματικής (καθότι και βιωματικής) κριτικής του Γιανναρά φάνηκε στην απίστευτη λάσπη που δέχτηκε από αυτές τις ομάδες και η οποία αμαύρωσε την ορθή κρίση προς το πρόσωπό του και άλλων σπουδαίων της εποχής, όπως του λόγιου μοναχού Θεοκλήτου του Διονυσιάτου. Προ ημερών έμαθα από αξιόπιστη πηγή πως η μεταξύ τους παρεξήγηση λύθηκε με τη συγγνώμη του τελευταίου. Αυτά όμως ας τα αφήσουμε για τους ιστορικούς. Για την ώρα θα συνεχίσουμε αυτό που αρχίσαμε εδώ και κάτι μέρες εξ αφορμής της κοίμησης του ανδρός:

• Προώθησε τις προγαμιαίες σχέσεις – αλλά ούτε μια αράδα στο ογκώδες του έργο δεν μπορεί να βρεθεί επερείδουσα τη σχετική μομφή.

• Είναι ο σεξολόγος θεολόγος και πατέρας του νεονικολαϊτισμού – αλλά μάλλον οι ευσεβιστές των Οργανώσεων εφηύραν αυτή τη συκοφαντία.

• Έκανε άστοχη σύνδεση του σαρκικού με τον θείο έρωτα – αρκεί όμως και μόνο η ανάγνωση του Άσματος Ασμάτων της Αγίας Γραφής για να δείξει το αν λάθεψε ή όχι.

• Αστόχησε σε θεολογικές διατυπώσεις, άρα ήταν αιρετικός – μπορεί, αλλά αυτό δεν τον καθιστά αυτομάτως αιρετικό, διότι ποτέ δεν του υποδείχθηκε κάτι σχετικό από Επίσκοπο ή Σύνοδο και δεν αναίρεσε.

• Ήταν αιρετικός, άσχετα από επίσημες ή μη καταδίκες του – λάθος: α) διότι δεν υπάρχει κανένα ιδιαίτερο σημείο στα έργα του που να εγγίζει την αίρεση και β) θα έπρεπε τότε να χαρακτηρίσουμε πολλούς κληρικούς και λαϊκούς των ημερών μας τοιουτοτρόπως, που έχουν γράψει και διακηρύξει επίσημα και ξεκάθαρα αιρετικές θέσεις (π.χ. οικουμενιστικές, απιστίας στη μεταβολή των Τιμίων Δώρων στην Ευχαριστία και άλλα πολλά έως πάρα πολλά...).

• Υποβάθμισε το κύρος των Ιερών Κανόνων – όχι. Απλά καταπολέμησε τον νομικισμό στην Εκκλησία.

• Υπονόμευσε τη θεοπνευστία των Ιερών Κανόνων – όχι φυσικά. Απλώς κατέδειξε τη σχετικότητα ενίων εξ αυτών και την απολυτοποίησή τους σε βάρος της ελευθερίας του Πνεύματος. Τρανή απόδειξή τούτου η μη εφαρμογή των Κανόνων αυτών στη σημερινή ζωή της Εκκλησίας για λόγους ποιμαντικούς σχεδόν από όλους και, φυσικά, και από τους ίδιους τους επικριτές του.

Κάπου εδώ πρέπει να σταματήσουμε. Τα πολλά λόγια είναι φτώχεια. Άλλωστε στην περίπτωση του πολυγραφότατου Γιανναρά μιλάνε τα έργα του. Ας μπουν στον κόπο να διαβάσουν λίγες σελίδες όσοι πολυτρόπως αγράμματοι τον απαξιώνουν γενικότερα και ειδικότερα…

Κ. Νούσης
Λάρισα, 29/9/2024
 
Ο ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ Ο ΚΑΥΜΕΝΟΣ ΕΥΤΥΧΗΣΕ ΝΑ ΖΗΣΕΙ ΚΑΙ ΝΑ ΕΡΓΑΣΤΕΙ ΚΑΙ ΝΑ ΔΟΞΑΣΤΕΙ ΣΕ ΕΝΑΝ ΑΓΡΑΜΜΑΤΟ ΔΙΑΛΥΜΕΝΟ ΛΑΟ ΤΟΝ ΟΠΟΙΟ ΑΠΟΔΙΟΡΓΑΝΩΣΕ ΠΛΗΡΩΣ. ΕΠΙΤΕΘΗΚΕ ΜΕ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΟ ΦΑΝΑΤΙΣΜΟ ΣΤΟΥΣ ΑΓΙΟΥΣ ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΑΝ ΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΕΣΠΕΙΡΕ ΤΟ ΜΗΔΕΝ ΠΟΥ ΤΟΝ ΓΟΗΤΕΥΣΕ. Η ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ ΑΠΟΚΑΘΗΛΩΣΕ ΜΕ ΔΙΑΦΩΤΙΣΤΙΚΗ ΜΑΕΣΤΡΙΑ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΙΩΑΝΝΗ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΚΟΣ, ΑΝΑΒΑΘΜΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΣΩΜΑ  ΟΠΩΣ ΤΟ ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΕ Ο ΚΟΝΔΥΛΗΣ. ΕΓΡΑΨΕ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΣΤΗΝ ΣΚΙΑ ΤΗΣ Β' ΒΑΤΙΚΑΝΕΙΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ, ΕΚΦΡΑΣΤΗΚΕ ΥΒΡΙΣΤΙΚΑ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΗΝ ΘΕΟΤΟΚΟ, ΑΠΑΙΤΗΣΕ ΣΑΝ ΣΚΟΤΕΙΝΟΣ ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΜΕΝΟΣ ΤΗΝ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΤΗΣ ΑΓΙΟΤΗΤΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗ, ΒΡΗΚΕ ΚΟΙΝΑ ΣΗΜΕΙΑ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗ ΚΑΙ ΤΟΝ ΜΗΔΕΝΙΣΤΗ ΧΑΙΝΤΕΓΚΕΡ, ΕΚΜΗΔΕΝΙΣΕ ΤΑ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΤΟΝΙΖΟΝΤΑΣ ΟΤΙ ΕΠΗΡΕΑΣΤΗΚΑΝ ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ, Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΣ ΤΟΥ ΑΝΑΠΟΔΟΥ ΚΟΣΜΟΥ. Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΛΑΤΡΕΥΕΤΑΙ ΣΑΝ Η ΜΕΤΕΝΣΑΡΚΩΣΗ ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΗ ΧΩΡΙΣ ΤΗΝ ΨΥΧΗ ΤΟΥ ΟΜΩΣ. ΜΙΑ ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΕΞΗΓΗΣΗ ΓΙΑ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΑΝΑΓΚΗ ΤΑ ΕΙΔΩΛΑ ΓΙΑ ΝΑ ΥΠΑΡΞΟΥΝ. ΣΤΑΜΑΤΗΣΕ ΛΕΕΙ ΣΕ ΕΝΑ ΟΝΟΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΟΜΩΣ ΞΕΚΙΝΑ Η ΠΙΣΤΗ ΜΑΣ ΤΟΝ ΔΡΟΜΟ ΤΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΣΩΤΗΡΙΑ. ΑΛΛΗΛΟΥΙΑ!!!! 
ΓΙΑΤΙ ΕΜΕΙΝΕ ΔΕΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΣΤΟ ΙΔΡΥΜΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΤΡΕΛΟΥΣ;

Παρασκευή 29 Ιουλίου 2022

Παναγιώτη Κονδύλη - Η σημερινή Ελλάδα αποτελεί περίπτωση φθίνοντος έθνους (1992)

 

Του Παναγιώτη Κονδύλη via arguments από το βιβλίο Πλανητική πολιτική μετά τον ψυχρό πόλεμο” (1992), αναδημοσιεύθηκε στη LifoΈνα προφητικό κείμενο του στοχαστή Παναγιώτη Κονδύλη για τις αιτίες της ελληνικής παρακμής και για όσα συμβαίνουν στις μέρες μας (γραμμένο το 1992!)

Η σημερινή Ελλάδα αποτελεί ακριβώς περίπτωση φθίνοντος έθνους, το οποίο εκλαμβάνει τις έμμονες μυθολογικές του ιδέες για τον εαυτό του ως ρεαλιστική αυτεπίγνωση. Δεν είναι διόλου περίεργο ότι η ψυχολογική αυτή κατάσταση συχνότατα παρουσιάζει συμπτώματα παθολογικού αυτισμού γιατί το απαραίτητο υπόβαθρο και πλαίσιο της υγιούς αυτεπίγνωσης είναι η γνώση του ευρύτερου περιβάλλοντος κόσμου, μέσα στον οποίο καλείται να δράσει ένα ατομικό ή συλλογικό υποκείμενο, αποτιμώντας κατά το δυνατόν νηφάλια τις δυνατότητες του και υποκαθιστώντας τη νοσηρά εγωκεντρική αρχή της ηδονής με τη φυσιολογικά εγωκεντρική αρχή της πραγματικότητας. Όπως οι κατώτεροι ζωικοί οργανισμοί, έτσι και οι σημερινοί Έλληνες αντιδρούν με έντονες αντανακλαστικές κινήσεις μονάχα σ’ ό,τι τους ερεθίζει άμεσα και ειδικά·οι δηλώσεις κάποιου «φιλέλληνα» στη Χαβάη ή κάποιου «μισέλληνα» στη Γροιλανδία (κι ας μη μιλήσουμε καθόλου για τα όσα παρεμφερή μαθαίνει κανείς από τις Βρυξέλλες ή την Ουάσιγκτον)
ευφραίνουν ή εξάπτουν, αναλόγως, τα πνεύματα πολύ περισσότερο απ’ ό,τι τα απασχολούν τα ουσιώδη, αν και συχνά αφανή, μεγέθη της πολιτικής και της οικονομίας.
Επίσης ελάχιστοι φαίνεται να ενδιαφέρονται για τα πολιτικά συμπαρομαρτούντα των διαγραφόμενων οικολογικών στενωπών ή για τις προσεχείς συνέπειες της μετανάστευσης των λαών σε μια χώρα τόσο ευπαθή οικολογικά και τόσο έκθετη γεωγραφικά όσο η Ελλάδα. Όμως η έλλειψη, και μάλιστα η άρνηση, της αυτεπίγνωσης δεν φαίνεται μόνον έμμεσα στη στενότητα της πολιτικής κοσμοεικόνας, από την οποία συνήθως αφορμώνται οι συζητήσεις πάνω στην εθνική πολιτική. Φαίνεται και άμεσα, στον τρόπο διεξαγωγής αυτών των συζητήσεων. Στο επίκεντρό τους βρίσκονται δηλ. περισσότερο ή λιγότερο θεμελιωμένες σκέψεις και γνώμες για το ποιά τροπή θα πάρει αυτή ή εκείνη η συγκεκριμένη εξέλιξη και για το αν αυτή ή εκείνη η ενέργεια ενδείκνυται ή όχι, πράγμα πού συχνότατα οδηγεί στη γνωστή και προσφιλή πολιτικολογία και τραπεζορητορεία. Δεν θίγεται όμως ο ακρογωνιαίος λίθος κάθε πολιτικής προβληματικής: ποιά είναι η ταυτότητα και η οντότητα του πολιτικού υποκειμένου, για τις πράξεις, τις παραλείψεις και το μέλλον του οποίου γίνεται λόγος; Πιο συγκεκριμένα: ποιά είναι η σημερινή φυσιογνωμία της Ελλάδας και τι προκύπτει απ’ αυτήν ως προς την ικανότητά της να ασκήσει εθνική πολιτική μέσα στις σημερινές πλανητικές συνθήκες; Η εσωτερική αποσύνθεση, την οποία κανείς αφήνει να προχωρήσει όσο δεν φαίνεται ν’ αντιμετωπίζει άμεσο κίνδυνο, του στερεί τα απαιτούμενα μέσα και περιθώρια ελιγμών όταν η ανάγκη σφίγγει.
Υπάρχει διάχυτη η εντύπωση ότι μόλις εμφανισθεί στο διεθνές προσκήνιο η Ελλάδα (ολόκληρη Ελλάδα!) και υψώσει τη φωνή για τα δίκαιά της, η κοινωνία των εθνών θα αφήσει τις δικές της έγνοιες και θα ενδιαφερθεί για τα ελληνικά αιτήματα, περίπου αποσβολωμένη από την ηθική λάμψη τους. Η προβολή της εξ ορισμού ανώτερης ηθικής διάστασης φαίνεται να απαλλάσσει από τους ταπεινούς μόχθους και τους παραζαλιστικούς λαβυρίνθους της συγκεκριμένης πολιτικής, φαίνεται δηλ. ότι αρκεί να έχει κανείς το δίκαιο με το μέρος του για να έχει κάνει σχεδόν τα πάντα, όσα εξαρτώνται απ’ αυτόν. Στον υπόλοιπο κόσμο εναπόκειται να αντιληφθεί το ελληνικό δίκαιο και να πράξει ανάλογα. Η ελληνική πλευρά συχνότατα θεώρησε και θεωρεί ως αδιανόητο ότι οι άλλοι μπορούν να έχουν (ειλικρινά ή όχι) διαφορετική αντίληψη για το τι είναι δίκαιο·επίσης δυσκολευόταν και δυσκολεύεται να συμφιλιωθεί με τη σκέψη ότι οι άλλοι δεν παίρνουν πάντα τοις μετρητοίς τους ισχυρισμούς της κι ότι χρησιμοποιούν και άλλες πηγές πληροφοριών ή ακούνε και άλλες απόψεις. Εκείνο όμως πού προ παντός αρνείται να κατανοήσει σε μόνιμη βάση η ελληνική πλευρά, καθώς έχει αυτοπαγιδευθεί στις υπεραναπληρώσεις των ηθικολογικών άλλοθι, είναι ότι κάθε ισχυρισμός και κάθε διεκδίκηση μετρούν μόνο τόσο, όσο και η εθνική οντότητα πού στέκει πίσω τους. Όποιος λ.χ. μονίμως επαιτεί δάνεια και επιδοτήσεις για να χρηματοδοτήσει την οκνηρία και την οργανωτική του ανικανότητα δεν μπορεί να περιμένει ότι θα εντυπωσιάσει ποτέ κανέναν με τα υπόλοιπα «δίκαιά» του. Ούτε μπορεί κανείς να περιμένει ότι θα ληφθεί ποτέ σοβαρά υπ’ όψιν μέσα στο διεθνές πολιτικό παιγνίδι, αν δεν έχει κατανοήσει, και αν δεν συμπεριφέρεται έχοντας κατανοήσει, ότι, πίσω και πέρα από τις μη δεσμευτικές διακηρύξεις αρχών ή τις αόριστες φιλοφρονήσεις, τις φιλίες ή τις έχθρες τις δημιουργεί και τις παγιώνει η σύμπτωση ή η απόκλιση των συμφερόντων. Όμως στη βάση αυτή μπορεί να κινηθεί μόνον όποιος έχει την υλική δυνατότητα να προσφέρει τόσα, όσα ζητά ως αντάλλαγμα. Με άλλα λόγια: οι κινήσεις στο πολιτικό-διπλωματικό πεδίο αποδίδουν όχι ανάλογα με το «δίκαιο», το οποίο άλλωστε η κάθε πλευρά ορίζει για λογαριασμό της, αλλά ανάλογα με το ιστορικό και κοινωνικό βάρος των αντίστοιχων συλλογικών υποκειμένων, το οποίο όλοι αποτιμούν κατά μέσον όρο παρόμοια, όπως γίνεται και με τα εμπορεύματα στην αγορά. Επί πλέον καμμιά προστασία και καμμιά συμμαχία δεν κατασφαλίζει τελειωτικά οποίον βρίσκεται μαζί της σε σχέση μονομερούς εξάρτησης. Η αξία μιας συμμαχίας για μιαν ορισμένη πλευρά καθορίζεται από το ειδικό βάρος της πλευράς αυτής μέσα στο πλαίσιο της συμμαχίας. Ισχυροί σύμμαχοι είναι άχρηστοι σ’ όποιον δεν διαθέτει ό ίδιος σεβαστό ειδικό βάρος, εφ’ όσον ανάλογα με τούτο εδώ αυξομειώνεται το ενδιαφέρον των ισχυρών. Ίσως να θεωρεί κανείς «απάνθρωπα» και λυπηρά αυτά τα δεδομένα ? αν όμως ασκεί εθνική πολιτική αγνοώντας τα, αργά ή γρήγορα θα βρεθεί σε μια κατάσταση όπου τη λύπη για την ηθική κατάπτωση των άλλων θα τη διαδεχθεί ο θρήνος για τις δικές του συμφορές.
Η παρατήρηση αυτή μας φέρνει στη δεύτερη από τις δύο μεγάλες φάσεις της εθνικής συρρίκνωσης του ελληνισμού σ’ αυτόν τον αιώνα. Αν η πρώτη είχε κυρίως γεωπολιτικό χαρακτήρα, η δεύτερη, πού άρχισε μετά τη σχετική ολοκλήρωση της πρώτης, χαρακτηρίζεται από τα συμπτώματα και τα συμπαρομαρτούντα ενός παρασιτικού καταναλωτισμού αδιάφορου για τις μακροπρόθεσμες εθνικές του επιπτώσεις, ιδιαίτερα σ’ ό,τι αφορά την ανεξαρτησία της χώρας και την αυτοτέλεια των εθνικών της αποφάσεων. Τον καταναλωτισμό αυτόν δεν τον ονομάζουμε παρασιτικό για να τον υποβιβάσουμε ηθικά, αντιπαρατάσσοντάς του «ανώτερα» και «πνευματικά» ιδεώδη ζωής, όπως κάνουν διάφοροι διανοούμενοι. Θα ήταν εξωπραγματικό και ανόητο να θέλει να αποκόψει κανείς τον ελληνικό λαό στο σύνολό του από τις νέες δυνατότητες της παραγωγής και της τεχνολογίας — και επί πλέον θα ήταν και επικίνδυνο, γιατί μια τέτοια αποκοπή θα συμβάδιζε με μια γενικότερη οικονομική και στρατιωτική καθυστέρηση. Ό όρος «παρασιτικός καταναλωτισμός» χρησιμοποιείται εδώ στην κυριολεξία του για να δηλώσει ότι η σημερινή Ελλάδα, όντας ανίκανη να παραγάγει η ίδια όσα καταναλώνει και μην έχοντας αρκετή αυτοσυγκράτηση — και αξιοπρέπεια — ώστε να μην καταναλώνει περισσότερα απ’ όσα μπορεί να παραγάγει η ίδια, προκειμένου να καταναλώσει παρασιτεί, και μάλιστα σε διπλή κατεύθυνση: παρασιτεί στο εσωτερικό, που υποθηκεύει τους πόρους του μέλλοντος μετατρέποντάς τους σε τρέχοντα τοκοχρεολύσια, και παρασιτεί προς τα έξω, που έχει επίσης δανεισθεί υπέρογκα ποσά όχι για να κάνει επενδύσεις μελλοντικά καρποφόρες αλλά κυρίως για να πληρώσει με αυτά τεράστιες ποσότητες καταναλωτικών αγαθών, τις οποίες και πάλι εισήγαγε από το εξωτερικό. Η εξέλιξη αυτή συντελέσθηκε στο πλαίσιο της μεταπολεμικής προοδευτικής διαπλοκής των διεθνών οικονομικών διαδικασιών γενικά και των ευρωπαϊκών οικονομιών ειδικότερα, ωστόσο θα ήταν λάθος να τη θεωρήσουμε ως ειμαρμένη πού ενέσκηψε πάνω σε μιαν αδύνατη κι ανυπεράσπιστη Ελλάδα, αιχμαλωτισμένη ανέκκλητα στα δίχτυα του «διεθνούς κεφαλαίου». Τέτοιες φαινομενικά περισπούδαστες εξηγήσεις προσφέρουν όσοι οχυρώνονται πίσω από την αγοραία «αριστερή» και «φιλολαϊκή» ρητορική, αρνούμενοι να αναμετρήσουν το μέγεθος των δικών τους ευθυνών, το βάθος των συντελεστών της σημερινής εθνικής κρίσης και την οδυνηρότητα των πιθανών διεξόδων απ’ αυτήν.
Οι πρωταρχικοί λόγοι, πού έθεσαν σε κίνηση τη διαδικασία της εθνικής εκποίησης και της συναφούς πολιτικής αποδυνάμωσης της Ελλάδας σε διεθνές επίπεδο, είναι ενδογενείς και ανάγονται στη λειτουργία του πολιτικού της συστήματος και στη συμπεριφορά όλων των υποκειμενικών του παραγόντων. Με άλλα λόγια: το ελληνικό κοινωνικό και πολιτικό σώμα στο σύνολο του επωφελήθηκε από τη μεταπολεμική πρωτοφανή ανάπτυξη της διεθνούς οικονομίας και άντλησε βραχυπρόθεσμα ωφελήματα απ’ αυτή με αντάλλαγμα τον μακροπρόθεσμο υποβιβασμό της Ελλάδας στην κλίμακα του διεθνούς καταμερισμού της εργασίας και συνάμα τη γενική εθνική της υποβάθμιση. Αυτό έγινε με τη μορφή ενός σιωπηρού, αλλά διαρκούς και κατά μέγα μέρος συνειδητού και επαίσχυντου κοινωνικού συμβολαίου, στο πλαίσιο του οποίου η εκάστοτε πολιτική ηγεσία — «δεξιά», «φιλελεύθερη» ή «σοσιαλιστική», κοινοβουλευτική ή δικτατορική: στο κρίσιμο τούτο σημείο οι αποκλίσεις υπήρξαν ελάχιστες — ανέλαβε τη λειτουργία να ενισχύει γρήγορα και παρασιτικά τις καταναλωτικές δυνατότητες του «λαού» με αντίτιμο την πολιτική του εύνοια ή ανοχή, ήτοι τη διαχείριση της πολιτικής εξουσίας και την κάρπωση των συναφών κοινωνικών και υλικών προνομίων. Βεβαίως, η συναλλαγή αυτή χαρακτήριζε τον ελληνικό κοινοβουλευτισμό από τα γεννοφάσκια του, όμως η πρωτοφανής μεταπολεμική διεθνής οικονομική συγκυρία της προσέδωσε δυνατότητες επίσης πρωτοφανείς: προς άγρα και συγκράτηση της εκλογικής πελατείας μπορούσαν τώρα να προσφερθούν όχι απλώς ανιαρές κρατικές θέσεις, αλλά επί πλέον πολύχρωμες μάζες καταναλωτικών αγαθών και πλήθος δελεαστικών καταναλωτικών δυνατοτήτων. Ενώ όμως η πρώτη προσφορά συνεπαγόταν κυρίως την εκποίηση του κρατικού μηχανισμού και των κρατικών πόρων στην εσωτερική αγορά, η δεύτερη — και πιο πλουσιοπάροχη — απέληγε με εσωτερική αναγκαιότητα στο ξεπούλημα ολόκληρου τού έθνους στη διεθνή αγορά. Αυτό το ξεπούλημα άρχισε με τα μεγάλα, αντίδρομα και ταυτοχρόνως συμπληρωματικά, κύματα της μετανάστευσης και του τουρισμού, για να κορυφωθεί, αλλάζοντας αισθητά όψη και συναισθηματική επένδυση, στην αγορά αυστριακών μπισκότων για σκύλους και στην οργάνωση τριήμερων ταξιδιών στο Λονδίνο για ψώνια, κατασταλάζοντας ενδιαμέσως παχυλές επιδοτήσεις μιας περιττής αγροτικής παραγωγής και την περαιτέρω διόγκωση μιας ημιπαράλυτης δημοσιοϋπαλληλίας. Ποτέ άλλοτε το κράτος και το έθνος δεν βρέθηκαν, χάρη στην απλόχερη μεσολάβηση του «πολιτικού κόσμου», σε τόσο αγαστή σύμπνοια με τον χαρτοπαίχτη της επαρχίας και με το τσόκαρο των Αθηνών.
Ο παρασιτικός καταναλωτισμός, όπως τον ορίσαμε παραπάνω, προκάλεσε μια τέτοια διασπάθιση πόρων, ιδιαίτερα στη δεκαετία του 1980ώστε η στενότητα των πόρων θα ακολουθεί στο εξής, και για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, την ελληνική εθνική πολιτική σαν βαρειά σκιά. Οι σημερινές, και οι αναπόδραστες αυριανές, προσπάθειες του «πολιτικού κόσμου» για τη λύση αυτού του πιεστικού προβλήματος δεν αποτελούν διαρθρωτική του αντιμετώπιση, παρά κατά βάθος αποσκοπούν στη δημιουργία συνθηκών πρόσκαιρης ανακούφισης πού θα επιτρέψουν ξανά την ανακύκλωση του προηγούμενου φαύλου παιγνιδιού μεταξύ κομμάτων και ψηφοφόρων. Είναι περιττό να εξηγήσουμε ποιές μακροπρόθεσμες συνέπειες έχει η υφιστάμενη σήμερα στενότητα των πόρων για το μέλλον τού έθνους, δηλ. για την οικονομική ανταγωνιστικότητα του, για την παιδεία του και για την άμυνα του. Εξ αιτίας της στενότητας τούτης η Ελλάδα ξεκινά τον αγώνα δρόμου στην αρχόμενη πολυτάραχη φάση της πλανητικής πολιτικής με ένα επί πλέον σημαντικότατο μειονέκτημα. Η οικονομική της υποπλασία, η οποία χρηματοδοτήθηκε και εξωραΐσθηκε καταναλωτικά με την εκτεταμένη απώλεια της οικονομικής της ανεξαρτησίας, θα περιορίσει πολύ τα περιθώρια των πολιτικών της επιλογών και δραστηριοτήτων, προ παντός όταν θα συγκρουσθούν οι δικές της θέσεις με εκείνες των Ευρωπαίων και άλλων χρηματοδοτών της. Για τη σύγκρουση αυτή, η οποία, δεν αποκλείεται κάποτε να πάρει εκρηκτικές διαστάσεις, θα πούμε μερικά πράγματα αμέσως παρακάτω. Πάντως την πορεία και την έκβασή της τις προδιαγράφει η σημερινή εικόνα της Ελλάδας στον διεθνή, και προ παντός στον κοινοτικό ευρωπαϊκό χώρο. Θα πρέπει κανείς, όπως συμβαίνει κατά κανόνα στη μακάρια ελληνική επικράτεια, να αγνοεί τον χώρο αυτόν ή να έχει πάθει αθεράπευτη εθνικιστική τύφλωση και κώφωση για να μη γνωρίζει ότι στα μάτια των εταίρων της η Ελλάδα είναι σήμερα ένας ανεπιθύμητος παρείσακτος, ένας αναξιοπρεπής επαίτης, ο οποίος ζητά δισεκατομμύρια δολάρια κάθε χρόνο προκειμένου να καταναλώνει πολύ περισσότερα απ’ όσα του επιτρέπουν οι παραγωγικές του δυνατότητες και η παραγωγικότητα της εργασίας του, και ο οποίος επί πλέον, για να διασφαλίσει την παρασιτική του ευημερία, δεν διστάζει να ελίσσεται και να εξαπατά, ενώ ο επαρχιωτισμός και ο ενίοτε παιδικός εγωκεντρισμός του δεν του επέτρεψαν ποτέ να διατυπώσει κάποια ουσιώδη σκέψη ή πρόταση γενικού ευρωπαϊκού ή διεθνούς ενδιαφέροντος. Δεν έχει σημασία αν την εικόνα τούτη τη συμμερίζονται όλοι ανεξαιρέτως και αν ευσταθούν όλες της οι λεπτομέρειες ? βαρύνουσα πολιτική σημασία έχει η γενική της διάδοση και προ παντός η γενική συμφωνία της με τα πραγματικά δεδομένα. Εδώ ήδη φαίνεται καθαρότατα η βαθειά εσωτερική σχέση ανάμεσα στην πολιτική του παρασιτικού καταναλωτισμού και στις τύχες της χώρας μέσα στην κοινωνία των εθνών.
Οι απωθητικοί και αντισταθμιστικοί μηχανισμοί, με τη βοήθεια των οποίων η πολυδαίδαλη και πολυμήχανη νεοελληνική ψυχή παρακάμπτει τους εξευτελισμούς χωρίς ποτέ να τους υπερνικήσει κατά μέτωπο, είναι παλαιοί, δοκιμασμένοι και γνωστοί. Επειδή ο επαίτης κατάγεται, γεωγραφικά τουλάχιστον, από τον τόπο του Περικλή, πιστεύει ο ίδιος ότι δικαιούται να εμφανίζεται με χλαμύδα, τη λευκότητα της οποίας τίποτε, ούτε καν κατάφωρες παραχαράξεις και καταχρήσεις, δεν θα μπορούσε να σπιλώσει. Παράλληλα, οι περιοδικές πατριωτικές εξάρσεις ή αψιθυμίες, από διάφορες αφορμές, επιτρέπουν την ψυχολογικά βολική υπερκάλυψη της εθνικά ολέθριας συλλογικής πρακτικής από το υψιπετές εθνικό φρόνημα, της κοντόθωρης ευδαιμονιστής δραστηριότητας από το μετέωρο παραλήρημα. Επίσης καθιστούν δυνατή την ψευδαίσθηση της ομοψυχίας όταν οι ατομικές βλέψεις και οι προσωπικές επιδιώξεις στην πραγματικότητα αποκλίνουν τόσο, ώστε είναι πια δυσχερέστατο να συντονισθούν με καθοριστικό άξονα τις επιταγές μιας μακρόπνοης εθνικής πολιτικής. Η κραυγαλέα επίδειξη ομοψυχίας υποκαθιστά έτσι την ύπαρξη πρακτικά δεσμευτικής και αποδοτικής ομογνωμίας πάνω σε συγκεκριμένα ζητήματα και συγκεκριμένες λύσεις. Έτσι, ό,τι θα έπρεπε ν’ αποτελεί ψυχολογικό θεμέλιο για την άσκηση εθνικής πολιτικής μετατρέπεται σε ψυχολογικό άλλοθι για τη ματαίωση των προϋπο­θέσεών της, καθώς η διαρκής πατριωτική μέθη εμποδίζει μόνιμα τους ευτυχείς φορείς της να αποκρυσταλλώσουν τη ρητορική εθελοθυσία τους σε κοινές πραγματιστικές πολιτικές αποφάσεις, ήτοι σε μία κατανομή ευθυνών, εργασιών, προσφορών και απολαβών μέσα σ’ ένα μακρόχρονο και δεσμευτικό πρόγραμμα εθνικής επιβίωσης. Όσο περισσότερο η συζήτηση μετατοπίζεται προς την κατεύθυνση τέτοιων αποφάσεων, τόσο γρηγορότερα η μέθη ξεθυμαίνει για να επικρατήσει και πάλι η ατομική ή «κλαδική» λογική του παρασιτικού καταναλωτισμού. Ως συνδετικός ιστός και ως κοινός παρονομαστής απομένει έτσι μία γαλανόλευκος πομφόλυξ.
Το γεγονός, το οποίο περιπλέκει αφάνταστα τη σημερινή ελληνική κατάσταση, κάνοντάς τη να φαίνεται κατ’ αρχήν αδιέξοδη, είναι ότι η υπέρβαση του παρασιτικού καταναλωτισμού ειδικότερα και του κοινωνικού και ιστορικού παρασιτισμού γενικότερα, η εκλογίκευση της οικονομίας και της εθνικής προσπάθειας στο σύνολο της, δεν προσκρούουν απλώς στα οργανωμένα συμφέροντα μιας μειοψηφίας, η οποία στο κάτω-κάτω θα μπορούσε να παραμερισθεί με οποιαδήποτε μέσα και προ παντός με τη συμπαράσταση της μεγάλης πλειοψηφίας. Τα πράγματα είναι ακριβώς αντίστροφα. Η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού όλων των κοινωνικών στρωμάτων έχει εν τω μεταξύ συνυφάνει, κατά τρόπους κλασσικά απλούς ή απείρως ευρηματικούς, την ύπαρξη και τις απασχολήσεις της με τη νοοτροπία και με την πρακτική του παρασιτικού καταναλωτισμού και του κοινωνικού παρασιτισμού. Για να ακριβολογήσουμε, βέβαια, πρέπει να προσθέσουμε ότι σε σχέση με τη σύγχρονη Ελλάδα η έννοια του παρασιτισμού μόνον οξύμωρα μπορεί να χρησιμοποιηθεί: γιατί εδώ δεν πρόκειται για έναν λίγο-πολύ υγιή εθνικό κορμό, ο οποίος έχει αρκετές περισσές ικμάδες ώστε να τρέφει και μερικά παράσιτα ποσοτικώς αμελητέα, παρά για ένα πλαδαρό σώμα πού παρασιτεί ως σύνολο εις βάρος ολόκληρου του εαυτού του, ήτοι τρώει τις σάρκες του και συχνότατα και τα περιττώματα του. Οι κοινωνικές και ατομικές συμπεριφορές, πού ευδοκιμούν μοιραία σε τέτοιο μικροβιολογικό περιβάλλον, συμφυρόμενες με ζωτικότατα κατάλοιπα αιώνων ραγιαδισμού, βαλκανικού πατριαρχισμού και πελατειακού κοινοβουλευτισμού, αποτελούν την άκρα αντίθεση και τον κύριο φραγμό προς κάθε σύλληψη και λύση των προβλημάτων της εθνικής επιβίωσης πάνω σε βάση μακροπρόθεσμης και οργανωμένης συλλογικής προσπάθειας. Η σημερινή ψυχοπνευματική εξαθλίωση του ελληνικού λαού στο σύνολο του δεν νοείται ωστόσο εδώ με τη στενή σημασία των διαφόρων ηθικολόγων, παρά πρωταρχικά ως μέγεθος πολιτικό: έγκειται στην επίμονη και ιδιοτελή παραγνώριση της αδήριτης σχέσης πού υφίσταται ανάμεσα σε απόδοση και απόλαυση, και κατ’ επέκταση στην αδιαφορία απέναντι στην υπονόμευση του εθνικού μέλλοντος εξ αιτίας απολαύσεων μη καλυπτομένων από αντίστοιχη απόδοση.
Ως ελαφρυντικό πρέπει ίσως να θεωρήσει κανείς ότι οι πλείστοι Έλληνες δεν γνωρίζουν καν τι σημαίνει «απόδοση» με τη σύγχρονη έννοια και συχνά πιστεύουν ότι αποδίδουν μόνο και μόνο επειδή ιδροκοπούν, φωνασκούν και τρέχουν από το πρωί ως το βράδυ. Όμως αυτό ελάχιστα μεταβάλλει το πρακτικό αποτέλεσμα. Η δυσαρμονία απόλαυσης και απόδοσης ήταν ανεκτή όσο η απόλαυση ήταν γλίσχρα και όσο η απόδοση δεν μετριόταν πάντα με τα μέτρα των προηγμένων ανταγωνιστικών οικονομιών. Αλλά στις τελευταίες δεκαετίες μεταστράφηκαν και οι δύο αυτοί όροι: τα οικονομικά σύνορα έπεσαν, τουλάχιστον σ’ ό,τι άφορα το μέτρο της απόδοσης, εφ’ όσον δεν είναι δυνατό να αποτιμώνται με άλλο μέτρο απόδοσης τα (συνεχώς αυξανόμενα) εισαγόμενα και με άλλο τα εξαγόμενα, κι επομένως όποιος θέλει να εισαγάγει χωρίς να ξεπουληθεί πρέπει να εξαγάγει ίση απόδοση ? οι αντιλήψεις για το τι σημαίνει απόλαυση προσανατολίσθηκαν, πάλι, μαζικά στα πρότυπα των προηγμένων καταναλωτικών κοινωνιών, έτσι ώστε η απόσταση απ’ αυτά να γίνεται από τους πλείστους αισθητή ως στέρηση. Έτσι η διάσταση ανάμεσα σε απόλαυση και απόδοση έγινε εκρηκτική, με αποτέλεσμα τον τελευταίο καιρό να ξαναγίνουν επίκαιρες ορισμένες στοιχειώδεις οικονομικές αλήθειες πού η Ελλάδα νόμιζε ότι τις είχε ξεπεράσει με την απλή μέθοδο του δανεισμού. Με δεδομένες όμως τις νοοτροπίες και τις συμπεριφορές πού επισημάναμε παραπάνω, οι αλήθειες αυτές δεν επενέργησαν ως καταλύτης παραγωγικών ενεργειών, παρά μάλλον ως καταλύτης αντεγκλήσεων, η στειρότητα των οποίων επέτεινε τη συλλογική αμηχανία και αβουλία. Πράγματι, για όποιον δεν είναι εξ επαγγέλματος και ιδιοτελώς υποχρεωμένος (λ.χ. ως πολιτικός) να τρέφει και να διαδίδει ψευδαισθήσεις, είναι προφανές ότι η χώρα βυθίζεται στον κοινωνικό λήθαργο και στη συλλογική απραξία, ήτοι η κοινωνική πράξη έχει υποκατασταθεί από αντανακλαστικές κινήσεις: το νευρόσπαστο κινείται κι αυτό, όμως δεν πράττει. Η αίσθηση της αποσύνθεσης είναι γενική και δεσπόζει σε όλες τις συζητήσεις, ενώ η εξ ίσου διάχυτη δυσφορία εκτονώνεται όλο και ευκολότερα, όλο και συχνότερα σε προκλητική επιθετικότητα και σε επιδεικτική χυδαιότητα.
Η σημερινή κατάσταση του «πολιτικού κόσμου» δεν απέχει ουσιαστικά από τη γενική κατάσταση του περιούσιου λαού και αποτελεί επίσης ισχυρότατο εμπόδιο για την εκλογίκευση της εθνικής πολιτικής. Αν ο «πολιτικός κόσμος» κάποτε εμφανίζεται χειρότερος από τον «λαό», ενώ είναι απλώς ίδιος, ο λόγος είναι ότι ο «λαός» ή όσοι μιλούν εκάστοτε στο όνομά του έχουν ένα τακτικό πλεονέκτημα απέναντι στον «πολιτικό κόσμο»: μπορούν να τον αποκαλούν ανίκανο η διεφθαρμένο χωρίς να φοβούνται δυσάρεστες συνέπειες — απεναντίας μάλιστα, αποκτούν πολύτιμους και εξαργυρώσιμους τίτλους δημοσίων κηνσόρων. Αλίμονο όμως σ’ έναν κοινοβουλευτικό πολιτικό αν τολμήσει να αποκαλέσει τον δήμο ηλίθιο ή ιδιοτελή κι αδιάφορο για το εθνικό μέλλον? η σταδιοδρομία του σε μεγάλο βαθμό εξαρτάται από την ικανότητά του να εγκωμιάζει τις μεγάλες ψυχικές αρετές και την ευθυκρισία ή τουλάχιστον το αλάνθαστο ένστικτο «του λαού μας». Ωστόσο δεν έχουμε ενδείξεις για να υποθέσουμε ότι πολλοί Έλληνες πολιτικοί στις ημέρες μας αντιμετωπίζουν το δίλημμα της επιλογής μεταξύ παρρησίας και σταδιοδρομίας. Είναι οι ίδιοι, στη μέγιστη πλειοψηφία τους, τόσο ζυμωμένοι με τις διάφορες (όχι αναγκαία τις ίδιες πάντοτε) εκφάνσεις εκείνου πού συνιστά τη σημερινή ψυχοπνευματική εξαθλίωση του ελληνικού λαού, ώστε δεν χρειάζεται καν να κρύψουν μία περιφρόνηση, την οποία δεν έχουν αρκετό επίπεδο για να αισθανθούνμάλλον θαυμάζοντας τον λαό θαυμάζουν τον εαυτό τους ως ηγέτη του και μάλλον δείχνοντας κατανόηση προς τους άλλους επαιτούν επιείκεια γι’ αυτούς τους ίδιους.

Μεταξύ τους έχει άλλωστε εμπεδωθεί, αν όχι η ξεκάθαρη συνείδηση, πάντως η πρακτική του ότι αποτελούν κι αυτοί, όπως και όλες οι άλλες κοινωνικές ομάδες, κλάδο με ειδικά συμφέροντα, με μόνη τη διαφορά ότι ο κλάδος αυτός εξυπηρετεί τα ειδικά του συμφέροντα διαχειριζόμενος ή εκποιώντας τα γενικά συμφέροντα προς όφελος πολυπληθέστατων τρίτων. Η ακραία και oλεθριότερη περίπτωση αυτής της πρακτικής ήταν η ένταξη της χώρας στον δρόμο του παρασιτικού καταναλωτισμού και η εκσυγχρονισμένη εμπέδωση του κοινωνικού παρασιτισμού με αντάλλαγμα την εύνοια «του λαού», ήτοι τη νομή της εξουσίας. Ένας τέτοιος «πολιτικός κόσμος» δεν θα είναι ποτέ ικανός ως σύνολο να θέσει και να λύσει το πρόβλημα της εθνικής πολιτικής και της εθνικής επιβίωσης παρά μόνον ευκαιριακά και φραστικά. Είναι ο ίδιος όχι μόνο προαγωγός, αλλά και προϊόν του κοινωνικού παρασιτισμού, ανήμπορος ως εκ της φύσεώς του να αντιταχθεί στον «λαό», όταν ο «λαός» απαιτεί την εκποίηση του έθνους για να καταναλώσει περισσότερα και να εργασθεί λιγότερο. Πέρα απ’ αυτό, είναι ανίκανος να κάνει κάτι τι διαφορετικό απ’ ό,τι κάνει λόγω του επιπέδου και του ποιού του. Ότι ο σημερινός ελληνικός «πολιτικός κόσμος», κοινοβουλευτικός και εξωκοινοβουλευτικός, αποτελείται ως επί το πολύ από πρόσωπα ελαφρά έως φαιδρά, δεν αποτελεί καν κοινό μυστικό ? αποτελεί πηγή δημόσιας θυμηδίας, συχνά με τη σύμπραξη των ίδιων των διακωμωδούμενων. Οι λίγοι, πού έχουν γνώση και συνείδηση, πού κάτι είχαν και κάτι διατηρούν μέσα στους ρηχούς, καριερίστες ή απλώς ψευτόμαγκες συναδέλφους τους, καταπίνουν κι αυτοί τη γλώσσα τους ή μιλούν με πρόσθετες περιστροφές όταν τα θέματα γίνονται οριακά για την πολιτική τους επιβίωση.
Η κομματικοποίηση των μεγάλων θεμάτων της εθνικής πολιτικής και η άγρια εσωτερική τους εκμετάλλευση είναι πασίγνωστη ήδη από το γεγονός ότι οι πάντες την επιρρίπτουν στους πάντες — διαιωνίζοντας την. Στο σημείο αυτό γίνεται εμφανέστατη η εθνική ανεπάρκεια τού ελληνικού «πολιτικού κόσμου» και συνάμα ο οργανικός του συγχρωτισμός με τη σημερινή κατάσταση της ελληνικής κοινωνίας, ο οποίος τον καθιστά ανίκανο να της αντιπαραταχθεί για να την καθοδηγήσει. Ο κατακερματισμός των αντιλήψεων για την ελληνική εθνική πολιτική, ο μικροπολιτικός της χειρισμός και η σύνδεση της με ζητήματα προσωπικού γοήτρου αντανακλούν τον κατακερματισμό του κοινωνικού σώματος, τον αποπροσανατολισμό του συνόλου λόγω του ιδιοτελούς και παρασιτικού προσανατολισμού των ατόμων και των ομάδων. Σ’ αυτό το πλαίσιο θα ήταν βέβαια μάταιο ν’ αναμένει κανείς από τους συγκαιρινούς Έλληνες διανοουμένους να δώσουν εκείνοι ό,τι αδυνατεί να δώσει ο κατά τεκμήριο αρμοδιότερος «πολιτικός κόσμος». Όχι μόνον επειδή οι ίδιοι είναι κατακερματισμένοι σε ομάδες επίσης κατακερματισμένες σε εν πολλοίς αυτιστικά άτομα, όχι μόνον επειδή η γενική τους μόρφωση θυμίζει ως προς το ποιόν και τη συγκρότησή της τον αεριτζίδικο και αυτοσχεδιαστικό χαρακτήρα της ελληνικής οικονομικής δραστηριότητας, όχι μόνον επειδή για τις παγκόσμιες πολιτικοοικονομικές εξελίξεις γνωρίζουν συνήθως ακόμα λιγότερα και από τα όσα επιφανειακά και ασυνάρτητα γράφονται στις ελληνικές εφημερίδες, αλλά και για έναν πρόσθετο λόγο: επειδή αντιλαμβάνονται την πολιτική με βάση φιλολογικές ή ηθικολογικές κατηγορίες και επιχειρούν πολιτικές αποφάνσεις στο επίπεδο των αντίστοιχων νερουλών γενικεύσεων.
Δεν είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς ότι, από ψυχολογική άποψη, η ευρωπαϊκή πανάκεια αποτελεί μιαν ακόμη  μεταμφίεση του όψιμου  επιχώριου ευδαιμονισμού,  ο οποίος ονειρεύεται ανεξάντλητες πηγές επιδοτήσεων και συνάμα την έμμεση τουλάχιστον διασφάλιση των συνόρων από ξένα όπλα, έτσι ώστε να κατοχυρωθεί από όλες τις πλευρές και να «την αράξει». Ωστόσο ακόμα και μία γνώση των διεθνών πραγμάτων τόσο ατελής, όσο αυτή πού συναντάται κατά κανόνα στην Ελλάδα, θα αρκούσε για να θεωρηθεί πρακτικά έωλη μία ουσιώδης προϋπόθεση της ευρωπαϊκής προοπτικής, δηλ. η πεποίθηση ότι η «Ευρώπη» θα αποτελέσει κάποτε, αν όχι μία πραγματική πολιτική ενότητα, πάντως ένα σύνολο κρατών ικανό να δρα σε κάθε περίπτωση ενιαία και αποφασιστικά ? τόσο η ένταση των πλανητικών ανταγωνισμών όσο και η όξυνση του προβλήματος της Ινδοευρωπαϊκής ηγεμονίας, ιδιαίτερα μετά τη γερμανική επανένωση, μάλλον τις κεντρόφυγες παρά τις κεντρομόλες δυνάμεις θα ενισχύσει στην ευρωπαϊκή ήπειρο, κι ας μη μιλήσουμε καθόλου για την επικείμενη διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας ή για τις μελλοντικές εξελίξεις στην ανατολική Ευρώπη. Οι τριγμοί πού ακούγονται στα θεμέλια του ευρωπαϊκού πολιτικού συστήματος, καθώς στις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές χώρες το κύρος των κατεστημένων κομμάτων καταπίπτει, ενώ νέα ανέρχονται ? η διαγραφόμενη για το άμεσο μέλλον οικονομική στασιμότητα και η συνεπόμενη στενότητα των πόρων οι οικολογικές και πληθυσμιακές αναταραχές: όλα αυτά, μαζί και με άλλα, θα ρίξουν το κάθε έθνος πίσω στις δι­κές του δυνάμεις, καθώς είναι ευκολότερο να συμμετέχουν όλοι στην κοινή ευημερία παρά ο ένας να βαστάζει τα βάρη του άλλου. Στην περίπτωση αυτή, στους κόλπους της «Ευρώπης» μάλλον θα είχαμε έναν συνασπισμό των ισχυρών με σκοπό ν’ απαλλαγούν από τους αδύνατους ή ανίκανους παρά την αδελφική διανομή προς ανακούφιση όσων ολιγώρησαν ή υστέρησαν.
Ώστε η «ευρωπαϊκή ένταξη» διόλου δεν θα λύσει τα μεγάλα προβλήματα της ελληνικής εθνικής πολιτικής κατά τον ευθύγραμμο τρόπο πού φαντάζονται πολλοί Έλληνες «ευρωπαϊστές», ποζάροντας από τώρα ως ξεσκολισμένοι και υπερώριμοι «Ευρωπαίοι». Όμως επίσης δεν θα τα έλυνε μία ελληνοκεντρική αναδίπλωση, η οποία ναι μεν είναι χρήσιμη για να θυμάται κανείς που και που ότι σε τελευταία ανάλυση πρέπει να σταθεί στα δικά του τα πόδια, εφ’ όσον ούτε από το πετσί του μπορεί να βγει, ωστόσο καθίσταται επιζήμια όταν ως πρόταση συνάπτεται με διάφορες ανιστόρητες ανοησίες πού αντιπαραθέτουν στην «πνευματική» Ανατολή την «υλόφρονα» Δύση κτλ. Τέτοιες αντιλήψεις μπορούν να χρησιμεύσουν μονάχα ως ιδεολογικές υπεραναπληρώσεις λαών συχνά ταπεινωμένων και με ελάχιστη συνεισφορά στον σύγχρονο πολιτισμό, δεν προσφέρονται όμως ως πυξίδα μιας εθνικής πολιτικής πάνω στον σημερινό πλανήτη. Γιατί, θέτοντας στο επίκεντρο ηθικά ή μεταφυσικά μεγέθη, φενακίζουν τα πνεύματα, καθώς επικαλύπτουν κάτω από διανοουμενίστικες αοριστολογίες την καθοριστική σημασία της μεθόδου του οικονομείν για μία σύγχρονη κοινωνία και τους υπαρξιακούς κινδύνους μιας ουσιώδους ολιγωρίας στο σημείο αυτό. Εδώ πρέπει να υπογραμμισθεί ότι η συνήθης αντιπαράθεση των εκσυγχρονιστικών τάσεων προς την καλλιέργεια της εθνικής παράδοσης είναι απλουστευτική και παραπλανητική.
Μονάχα η ευόδωση της εκσυγχρονιστικής προσπάθειας επιτρέπει την επιτυχή άμιλλα με άλλα έθνη και έτσι χαρίζει την αυτοπεποίθηση εκείνη, η οποία επιτρέπει την απροβλημάτιστη αναστροφή με την εθνική παράδοση και καθιστά ψυχολογικά περιττό τον πιθηκισμό. Αντίθετα, η ανικανότητα ενός έθνους να συναγωνισθεί τα άλλα σε ό,τι σήμερα — καλώς η κακώς — θεωρείται κεντρικό πεδίο της κοινωνικής δραστηριότητας θέτει σε κίνηση έναν διπλό υπεραναπληρωτικό μηχανισμό: τον πιθηκισμό ως προσπάθεια να υποκαταστήσεις με επιφάσεις ό,τι δεν κατέχεις ως ουσία και την παραδοσιολατρία ως αντιστάθμισμα του πιθηκισμού. Απ’ αυτή την άποψη, ο πτωχοπροδρομικός ελληνοκεντρισμός και ο κοσμοπολίτικος πιθηκισμός αποτελούν μεγέθη συμμετρικά και συναφή, όσο κι αν φαινομενικά εκπροσωπούν δύο κόσμους εχθρικούς μεταξύ τους. Μονάχα ο εκσυγχρονισμός στη βάση μιας μακρόπνοης εθνικής πολιτικής και εθνικής ανανέωσης θα δημιουργήσει συνθήκες ψυχικής υγείας, έτσι ώστε και η αναγκαιότητα του εκσυγχρονισμού (στη μορφή της τεχνικής-οικονομικής ορθολογικότητας) να καταφάσκεται και η στενότητα της παράδοσης να γίνεται αισθητή, και οι επικίνδυνες αντινομίες του σύγχρονου κόσμου να διαπιστώνονται ψύχραιμα και η εθνική παράδοσηνα βιώνεται δίχως συμπλέγματα κατωτερότητας ή ανωτερότητας.
Και η τελευταία τάση, για την οποία θα μιλήσουμε ακροθιγώς σε σχέση με την ελληνική εθνική πολιτική, δεν διαθέτει κάποιον αξιόλογο και μαζικό πολιτικό φορέα, αλλά είναι μάλλον διάχυτη, όπως και η προηγούμενη.Απλώνεται σε διάφορους βαθμούς ασάφειας κυρίως μέσα στον χώρο της ευρύτερης αριστεράς, μολονότι κάποτε συνοδοιπορεί με την πολιτική της ευρωπαϊκής ένταξης, αν και εφ’ όσον απ’ αυτήν αναμένεται η άμβλυνση των εθνικισμών και η προαγωγή της ειρήνης ή της συναδέλφωσης μεταξύ των λαών μέσω της απάλειψης των συνόρων, της καθολικής εφαρμογής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κτλ. κτλ. Τέτοιοι, κατά βάθος απολιτικοί, ευσεβείς πόθοι αποτελούν κατ’ ουσία την αριστερή εκδοχή ή παραλλαγή του μαζικοδημοκρατικού ευδαιμονισμού, ο οποίος ονειρεύεται μία κατάσταση, όπου συλλογικές προσπάθειες και συλλογικές θυσίες θα είναι περιττές, και την απροθυμία του γι’ αυτές την ντύνει με ψευτοηθικές δεοντολογίες. Μετά την κατάρρευση του κομμουνιστικού κινήματος, οι παρεμφερείς αντιλήψεις εκπληρώνουν μία πρόσθετη ψυχολογική λειτουργία.
Πολλοί, των οποίων οι ελπίδες, οι διαγνώσεις και οι προγνώσεις διαψεύσθη­καν παταγωδώς και οι οποίοι τώρα δεν έχουν αρκετή αξιοπρέπεια για να σωπάσουν και να αναρωτηθούν μήπως είναι ανίκανοι να καταλάβουν τι γίνεται στον κόσμο, παρά αντίθετα συνεχίζουν απτόητοι τη φιλόδοξη πολιτική ή συγγραφική τους σταδιοδρομία επικαλούμενοι την ακατάλυτη πίστη τους στο «μέλλον του άνθρωπου» και στην «πρόοδο» — πολλοί τέτοιοι, λοιπόν, ζητούν σήμερα υποκατάστατα των παλαιών ορθόδοξων σοσιαλιστικών ουτοπιών σε θολούς ειρηνισμούς και σε οικουμενιστικές ηθικολογίες. Νομίζουν ότι με τον τονισμό του μεγάλου κοινού ανθρωπιστικού παρονομαστή και με την υπόμνηση του πάντα αδιάπτωτου ανθρωπιστικού τους φρονήματος θα ρίξουν μία γέφυρα ανάμεσα στις χθεσινές και στις σημερινές τους τοποθετήσεις, σβήνοντας έτσι από τη μνήμη των άλλων τις πολιτικές τους γκάφες και διασκεδάζοντας τις εύλογες αμφιβολίες, ως προς τις πνευματικές τους ικανότητες σ’ ό,τι αφορά στη σύλληψη πολιτικών καταστάσεων. Ο κόπος τους φαίνεται ωστόσο να πηγαίνει χαμένος. Γιατί και τα καινούργια τους θεολογούμενα απέχουν, το ίδιο όπως και τα παλιά, παρασάγγες από τις κινητήριες δυνάμεις της σύγχρονης πλανητικής ιστορίας και από τον χαρακτήρα της πολιτικής. Είναι πολιτικά νήπιος όποιος αναφέρεται στις δήθεν γενικές σύγχρονες τάσεις για υπέρβαση του εθνικού κράτους και για τη βαθμιαία πτώση των συνόρων, αποσιωπώντας ότι είναι δύο πολύ διαφορετικά πράγματα να περνούν τα σύνορα σου στρατιές τουριστών και να τα περνούν τα στρατεύματα ενός γειτονικού κράτους. Και εξ ίσου πολιτικά νήπιοι είναι όσοι φαντάζονται ότι τα «ανθρώπινα δικαιώματα» μπορούν ν’ αποτελέσουν αμετακίνητο κριτήριο για την άσκηση εθνικής πολιτικής, παραγνωρίζοντας τη συγκεκριμένη επήρεια και χρήση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε κάθε πολιτική συγκυρία.

Ας επαναλάβουμε, κλείνοντας, ότι σκοπός των σύντομων αυτών παρατηρήσεων δεν ήταν, ούτε μπορούσε να είναι, η διατύπωση συγκεκριμένων προτάσεων πάνω στα συγκεκριμένα προβλήματα πού αντιμετωπίζει σήμερα η ελληνική εξωτερική πολιτική. Θελήσαμε να τονίσουμε την απλή και στοιχειώδη αλήθεια, ότι μία τελεσφόρα και μακρόπνοη εθνική πολιτική μπορεί ν’ απορρεύσει μονάχα από μιαν ακμαία εθνική οντότητα ως conditio sine qua non. Το τι θα κάμει στα επί μέρους όποιος διαθέτει την απαραίτητη τούτη προϋπόθεση εξαρτάται από τον εκάστοτε διεθνή συσχετισμό δυνάμεων, από τις εκάστοτε ανάγκες και επιδιώξεις του. Για να περπατήσει κανείς πρέπει πρώτα-πρώτα να έχει πόδια ? το που, πώς και πότε θα πάει, δεν το ξέρει πάντοτε εκ των προτέρων και δεν το καθορίζει πάντοτε ο ίδιος. Συχνότατα η σημερινή ελληνική εθνική πολιτική θυμίζει κάποιον ο οποίος δεν ανησυχεί γιατί δεν έχει πόδια, πιστεύοντας ότι στην κρίσιμη στιγμή θα του φυτρώσουν φτερά. Η στάση αυτή δεν προμηνύει τίποτε καλό. Πράγματι, μία νηφάλια εκτίμηση μάλλον θα κατέληγε στο πόρισμα ότι είναι άκρως αμφίβολο αν η Ελλάδα θα μπει στον επίπονο και τραχύ δρόμο της εσωτερικής ανόρθωσης, πού μόνος θα της έδινε τις προϋποθέσεις για την άσκηση εθνικής πολιτικής ικανής ν’ αντεπεξέλθει στις εξαιρετικά δυσχερείς συνθήκες της σημερινής πλανητικής συγκυρίας. Μάλλον θα συνεχίσει να αιωρείται αμήχανα μεταξύ ευρωπαϊκών ελπίδων και υπεραναπληρωτικού νευρωτικού εθνικισμού, ανήκοντας στην Ευρώπη με τον πιθηκισμό της και στα Βαλκάνια με ό,τι γνησιότερο έχει: τη μιζέρια και τον επαρχιωτισμό της.

Αυτό επιβάλλεται να πει όποιος επιχειρεί σήμερα μία διάγνωση πέρα από επιθυμίες και φόβους, συμπάθειες και αντιπάθειες. Ούτε αγνοώ ούτε λησμονώ τις άκρως τιμητικές ατομικές εξαιρέσεις έναντι των κανόνων πού διέπουν τη λειτουργία της σημερινής ελληνικής κοινωνίας. Όμως οι εξαιρέσεις δεν μπορούν ν’ αποτελέσουν το αντικείμενο μιας σύντομης κοινωνιολογικής και πολιτικής ανάλυσης, όταν οι κανόνες είναι τόσο εξόφθαλμοι και τόσο επαχθείς. Πολλοί ίσως βρουν υπερβολικά καυστικές διάφορες εκφράσεις απ’ όσες χρησιμοποιήθηκαν στην παραπάνω περιγραφή. Θα είναι ασφαλώς εκείνοι πού ακόμα δεν κατάλαβαν ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχουν πια περιθώρια για μισόλογα και διακριτικούς.

Δευτέρα 16 Αυγούστου 2021

Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΠΑΝΑΦΟΡΑ ΚΑΙ Η ΕΛΛΑΔΑ (Α)

Αν δεν υπάρχουν παγκόσμιες απειλές, δεν υπάρχει ανάγκη παγκόσμιας διακυβέρνησης – άσχετα εάν το ζητούμενο της δεν είναι η αντιμετώπιση κρίσεων, αλλά πολλά άλλα, όπως ο έλεγχος των φυσικών πόρων, του πληθυσμού και του εμπορίου. Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι η πρώτη φορά που μια κρίση χρησιμοποιείται για να προωθήσει ριζοσπαστικές λύσεις – ενώ οι κρίσεις αποτελούσαν ανέκαθεν ευκαιρία για την προώθηση συγκεκριμένων στόχων, όπως έχει αναλυθεί στο βιβλίο «Το Δόγμα του Σοκ» και σε πολλά άλλα.  Έχει επίσης αναφερθεί από την Χίλαρι Κλίντον κατά την κρίση του 2008, από τον τότε Υπουργό Οικονομικών των ΗΠΑ κοκ. Ανάλογη ευκαιρία θεωρούνται οι τρομοκρατικές επιθέσεις για την εγκατάσταση ενός αστυνομικού κράτους ή για τον έλεγχο της εξουσίας – όπως συνέβη με την πυρπόληση του Reichstag από τους ναζί. Με δεδομένο δε το ότι, αναφέρεται από τον Dr. Fauci και άλλους πως μπορεί να υπάρξει μία άλλη πανδημία ή μία μετάλλαξη, ένα συνομωσιολογικό σενάριο μπορεί να είναι το εξής: η παρούσα πανδημία δεν ήταν παρά μια πρόβα, έτσι ώστε να τελειοποιηθούν οι τεχνικές ελέγχου των μαζών. Σε αυτό το πλαίσιο κάποιες μικρότερες χώρες, όπως η Ελλάδα, μπορεί να λειτούργησαν ως πειραματόζωα ή ως «λαγοί» για κάποια μέτρα – θυμίζοντας την πρόταση της Ελλάδας για ψηφιακό πιστοποιητικό εμβολίων που υιοθέτησε η ΕΕ. Κάτι τέτοιο δεν μπορούσε να προέλθει από άλλους ηγέτες της ΕΕ, επειδή αντιμετώπιζαν πολλές αντιδράσεις – οπότε επιλέχθηκε η Ελλάδα που ο λαός της αποδέχεται τα πάντα αδιαμαρτύρητα, μετά την επιβολή των μνημονίων.  

.Ανάλυση

– του Παναγιώτη Χατζηπλή

Η Μεγάλη Επαναφορά (Great Reset), είναι ένας όρος που κυκλοφορεί αρκετά μέσα στην πανδημία – σε μία πανδημία που συνοδεύεται από ένα πρωτοφανές πέπλο συνωμοσιολογίας. Στην ουσία πρόκειται για ένα σετ προτάσεων που αφορούν τον επανασχεδιασμό του τρόπου που θα λειτουργήσει ο κόσμος μετά την πανδημία. Οι αλλαγές δε αυτές είτε αποτελούν απόρροια της πανδημίας, είτε υπαγορεύονται από την ανάγκη να προληφθούν νέες πανδημίες, είτε είναι απλά χρήσιμες για βελτίωση του τρόπου ζωής –  κατά την άποψη βέβαια των εμπνευστών της ιδέας που ανήκουν στη διεθνή ελίτ.

Όλα αυτά όμως αφού έχουν παρουσιασθεί δημοσίως στον κύκλο του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ των ισχυρών όλου του κόσμου (πηγή) και σε συνεντεύξεις (πηγή) – ενώ υπάρχει μία ιστοσελίδα, αφιερωμένη στο συγκεκριμένο θέμα (πηγή). Το ΔΝΤ έχει εισάγει με τη σειρά του έναν συναφή όρο – το «Global Economic Reset» που αφορά στην εξάλειψη των κοινωνικών ανισοτήτων, με την αύξηση των δημοσιονομικών δαπανών (πηγή).

Το τι σημαίνει η Μεγάλη Επαναφορά περιγράφεται κυρίως στο βιβλίο «COVID-19, Τhe Great Reset». Συγγραφείς του είναι ο Klaus Schwab, ο ιδρυτής του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ, Γερμανός μηχανικός και οικονομολόγος, καθώς επίσης ο Thierry Malleret – ένας Γάλλος οικονομολόγος, συνεργάτης του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ.

Παρά το πέπλο συνωμοσιολογίας που το περιβάλλει, δεν είναι παρά ένα βιβλίο όπως «Το Τέλος της Ιστορίας» του Φουκουγιάμα, το «Γιατί Αποτυγχάνουν τα Έθνη» του Ασέμογλου, «H Σύγκρουση των Πολιτισμών» του Χάντινγκτον και πολλά άλλα. Αυτό που ελκύει την προσοχή όμως είναι το ότι, οι κατευθύνσεις της πρότασης αυτής, όπως και τα σλόγκαν που τη συνοδεύουν, για παράδειγμα το «Build Back Better», δηλαδή το χτίσιμο ενός καλύτερου κόσμου μετά την πανδημία, επαναλαμβάνονται από πολλά δημόσια πρόσωπα και ηγέτες διεθνώς. Δικαιολογημένα λοιπόν δημιουργείται η απορία εάν πρόκειται για κάτι συντονισμένο, δηλαδή για μια συνομωσία της παγκοσμιοποιημένης ελίτ ή είναι απλά μιμητισμός.

Η συνωμοσιολογία θα είχε κάποια βάση, αν κάποιος αποδείκνυε ότι η πανδημία είναι αποτέλεσμα ανθρώπινης παρέμβασης, όπως στο σενάριο της διαφυγής του ιού από το εργαστήριο της Wuhan που τώρα εξετάζεται πάλι, με σκοπό να επιβληθούν ορισμένες αλλαγές στην παγκόσμια οικονομία. Τότε το βιβλίο δεν είναι θεωρία, αλλά αφηγείται κάποια προσχεδιασμένα βήματα που πρέπει να εφαρμοσθούν – όπως τα βήματα σε ένα συνομωσιολογικό σενάριο που περιλαμβάνεται σε ένα email από τον Καναδά (πηγή).

Το σενάριο αυτό αναφέρεται σε μια επικείμενη οικονομική διόρθωση, στη μετάβαση σε ένα κατώτατο εγγυημένο εισόδημα (UBI επίδομα) και στην 100% διαγραφή χρεών (World Debt Reset(Relief) program) των ιδιωτών – με αντάλλαγμα όλη τους την περιουσία και τον εμβολιασμό τους υπό το καθεστώς ηλεκτρονικού διαβατηρίου. Θυμίζει πάντως εν μέρει το νέο πτωχευτικό νόμο που ψήφισε η ελληνική κυβέρνηση – ενώ θα επεξηγούσε τη μανία της για υποχρεωτικό καθολικό εμβολιασμό.

Η κρίση ως ευκαιρία

Συνεχίζοντας, φαίνεται πως η σχετική συνωμοσιολογία έφτασε σε τέτοια επίπεδα, ώστε να αναγκασθεί ακόμη και το Reuters να δημοσιεύσει άρθρο, με στόχο να διαψεύσει το ότι, προωθείται κύμα πανδημίας, για να κατασχεθεί η περιουσία του κόσμου μέσω των χρεών έναντι της διαγραφής τους –  καθώς επίσης για να προωθηθεί το εμβολιαστικό πρόγραμμα διεθνώς (πηγή). Γιατί αλήθεια ένοιωσε την ανάγκη να προβεί σε κάτι τέτοιο το Reuters;

Στην περίπτωση τώρα που δεν είναι ανθρώπινο δημιούργημα η πανδημία, εξίσου συνομωσιολογικό θα ήταν να προσπαθεί το βιβλίο και οι εμπνευστές του «Great Reset» να χρησιμοποιήσουν την πανδημία και το χειρισμό της για να «περάσουν» κάποιες προτεραιότητες της παγκόσμιας ελίτ – όπως είναι η ψηφιοποίηση και η δημιουργία του λεγόμενου «techno-state», καθώς επίσης η εδραίωση της παγκόσμιας διακυβέρνησης. Η χρησιμότητα της παγκόσμιας διακυβέρνησης άλλωστε, στηρίζεται στην ανάγκη αντιμετώπισης παγκοσμίων προβλημάτων – όπως είναι η κλιματική αλλαγή ή μια νέα πανδημία.

Με απλά λόγια, αν δεν υπάρχουν παγκόσμιες απειλές, δεν υπάρχει ανάγκη παγκόσμιας διακυβέρνησης – άσχετα εάν το ζητούμενο της δεν είναι η αντιμετώπιση κρίσεων, αλλά πολλά άλλα, όπως ο έλεγχος των φυσικών πόρων, του πληθυσμού και του εμπορίου.

Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι η πρώτη φορά που μια κρίση χρησιμοποιείται για να προωθήσει ριζοσπαστικές λύσεις – ενώ οι κρίσεις αποτελούσαν ευκαιρία, για την προώθηση συγκεκριμένων στόχων, όπως έχει αναλυθεί στο βιβλίο «Το Δόγμα του Σοκ» και σε πολλά άλλα.  Έχει επίσης αναφερθεί από τη Χίλαρι Κλίντον κατά την κρίση του 2008 (πηγή), από τον τότε Υπουργό Οικονομικών των ΗΠΑ κοκ. Ανάλογη ευκαιρία θεωρούνται οι τρομοκρατικές επιθέσεις για την εγκατάσταση ενός αστυνομικού κράτους ή για τον έλεγχο της εξουσίας – όπως συνέβη με την πυρπόληση του Reichstag από τους ναζί.

Με δεδομένο δε το ότι, αναφέρεται από τον Dr. Fauci και άλλους πως μπορεί να υπάρξει μία άλλη πανδημία ή μία μετάλλαξη, ένα συνομωσιολογικό σενάριο μπορεί να είναι το εξής: η παρούσα πανδημία δεν ήταν παρά μια πρόβα, έτσι ώστε να τελειοποιηθούν οι τεχνικές ελέγχου των μαζών. Σε αυτό το πλαίσιο κάποιες μικρότερες χώρες, όπως η Ελλάδα, μπορεί να λειτούργησαν ως πειραματόζωα ή ως «λαγοί» για κάποια μέτρα – θυμίζοντας την πρόταση της Ελλάδας για ψηφιακό πιστοποιητικό εμβολίων που υιοθέτησε η ΕΕ. Κάτι τέτοιο δεν μπορούσε να προέλθει από άλλους ηγέτες της ΕΕ, επειδή αντιμετώπιζαν πολλές αντιδράσεις – οπότε επιλέχθηκε η Ελλάδα που ο λαός της αποδέχεται τα πάντα αδιαμαρτύρητα, μετά την επιβολή των μνημονίων.

Περαιτέρω, το βιβλίο «The Great Reset» εμφανίζεται σε πολλές φωτογραφίες στο γραφείο του πρωθυπουργού στο Μαξίμου και μάλιστα σε περίοπτη θέση – όπως φαίνεται στη φωτογραφία του άρθρου. Είναι πάντοτε εκεί, τόσο σε φωτογραφίες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όσο και κατά τις τηλεδιασκέψεις με την ΕΕ – κάτι που προκαλεί απορία, όσον αφορά το λόγο που συμβαίνει. Το συμβουλεύεται αλήθεια διαρκώς ή αποτελεί κάποιο συνθηματικό, όπως ισχυρίζονται ορισμένοι; (πηγή).

Παρά το ότι όμως θα αντισταθούμε στον πειρασμό να δούμε το «Great Reset» και την εμφάνιση του στο Μαξίμου ως συνωμοσιολογία, όποιος διαβάσει το βιβλίο θα διαπιστώσει ότι, πολλά από αυτά που αναφέρει εφαρμόζονται κατά την διάρκεια της πανδημίας τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς. Το δε Economist έγραψε πως ο Μητσοτάκης είναι ο αγαπημένος μαθητής της Ευρώπης (εικόνα) – ότι μιλάει αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά και…Νταβός! (πηγή).

Σε σχέση τώρα γενικότερα με το βιβλίο, οι συγγραφείς του αναφέρουν πως «είναι κάτι μεταξύ έρευνας και παρουσίασης απόψεων, για το πώς η πανδημία θα επηρεάσει τον κόσμο ή πώς θα πρέπει να τον επηρεάσει». Υποστηρίζεται στην εισαγωγή ότι, η πανδημία θα αλλάξει τον κόσμο, όπως έκανε ο λιμός στην εποχή του Ιουστινιανού το 541-542 ή τα μικρόβια που έφεραν οι Ευρωπαίοι εξερευνητές και εξαφάνισαν τους Αζτέκους και Ίνκας ή η μεγάλη πανώλη στην Ευρώπη το 1347-1351. Χωρίζεται δε στα εξής τρία μέρη:

(α) Στο πρώτο μέρος, με τον τίτλο «Μακροοικονομική Επαναφορά», παρουσιάζεται ο μακροοικονομικός αντίκτυπος της πανδημίας σε πέντε βασικούς τομείς: οικονομία, κοινωνία, γεωπολιτική, περιβάλλον και τεχνολογία.

(β) Στο δεύτερο μέρος, με τον τίτλο «Μικροοικονομική Επαναφορά», εξετάζονται οι μικροοικονομικές επιπτώσεις σε συγκεκριμένους κλάδους της οικονομίας που είτε ευνοούνται (τεχνολογία, υγεία), είτε ζημιώνονται άλλες περισσότερο και άλλες λιγότερο (πχ τουρισμός, υπηρεσίες, αεροπορικές μεταφορές, ψυχαγωγία, λιανικό εμπόριο, παιδεία, ακίνητη περιουσία), είτε πρέπει να προσαρμοστούν (τράπεζες, ασφάλειες, αυτοκινητοβιομηχανία, ηλεκτροπαραγωγή)

(γ) Στο τρίτο μέρος, με τον τίτλο «Προσωπική Επαναφορά» αναφέρονται οι συνέπειες της πανδημίας σε προσωπικό επίπεδο – στην ψυχική υγεία και στην αλλαγή συνηθειών.

Εμείς θα αναφερθούμε σε ορισμένα μέρη του βιβλίου, συγκρίνοντας τα με αυτά που συμβαίνουν στην Ελλάδα – όχι με τη σειρά αλλά τυχαία, με κριτήριο τη σημασία που τους δίνουμε. Στα πλαίσια αυτά, θα ξεκινήσουμε από την παγκοσμιοποίηση και τον εθνικισμό.

Παγκοσμιοποίηση και εθνικισμός

Καθώς αρχίζουν να είναι ορατά τα ζημιογόνα αποτελέσματα της παγκοσμιοποίησης, όπως είναι η μείωση της απασχόλησης στην βιομηχανία σε χώρες υψηλού εισοδήματος, αυξάνεται ταυτόχρονα το ρίσκο από την παγκοσμιοποίηση του οικονομικού κεφαλαίου – ειδικά μετά την κρίση του 2008.

Είναι λογικό λοιπόν να υπάρχει αντίδραση στην παγκοσμιοποίηση, ακόμη και όταν οι οικονομίες είναι ισχυρές, εάν κλιμακώνεται η ανισότητα. Στη δεξιά κομματική πλευρά, η αντίδραση ωθείται από την έγνοια της εθνικής ασφάλειας και του προστατευτισμού που ήδη ευρισκόταν σε άνοδο. Τώρα όμως μπορούν να συστρατευτούν μαζί της και οι άλλες δυνάμεις που βλέπουν να απειλούνται από την παγκοσμιοποίηση. Στην αριστερά και στα πράσινα κόμματα, η αντίδραση εκπορεύεται από την ανάγκη μείωσης των μετακινήσεων και των εκπομπών CΟ2.

Οι συγγραφείς εξετάζουν την δυνατότητα αναβίωσης του Εθνικού Κράτους, υπό το πρίσμα του τριλήμματος του D. Rodrik – όπου υπάρχουν τρείς επιλογές: Παγκοσμιοποίηση, Δημοκρατία και Εθνικό κράτος (ανάλυση). Οι επιλογές αυτές δεν μπορούν να συνυπάρχουν ταυτόχρονα, αλλά μόνο έως δύο την κάθε στιγμή, εις βάρος της τρίτης. Δηλαδή, από τη στιγμή που υπάρχει παγκοσμιοποίηση και δημοκρατία, δεν μπορεί να υπάρχει το Εθνικό Κράτος κοκ.

Η ενδυνάμωση των εθνικών συνόρων είναι ορατή για λόγους ασφάλειας, έναντι της αύξησης των μεταναστευτικών ροών – επίσης για λόγους εμπορικού προστατευτισμού.  Ακόμη και χωρίς την πίεση, έχει ήδη γίνει αντιληπτό ότι, η εμπορική εξάρτηση από τις διεθνείς αλυσίδες παραγωγής σε κάποιες περιπτώσεις είναι εκτός ορίων. Πως μπορούν για παράδειγμα οι Η.Π.Α. να δεχθούν ότι, το 97% των αντιβιοτικών προέρχονται από Κίνα; ‘Η τα microchips μέσω των οποίων χακάρονται συσκευές, όπως το σκάνδαλο με το nano chip;

Είναι όμως αδύνατον να σταματήσει η παγκοσμιοποίηση από τη μια στιγμή στην άλλη. Πρέπει να γίνει σταδιακά, για να αποφευχθούν οι βίαιες αντιδράσεις – επειδή διαφορετικά μπορεί να καταλήξουμε να έχουμε εμπορικό ή και πραγματικό πόλεμο, καθώς επίσης εθνοκαθάρσεις.

Η πιο εμφανής αλλαγή που θα μειώσει την παγκοσμιοποίηση, θα συμβεί με το «σπάσιμο» των διεθνών αλυσίδων παραγωγής – δηλαδή της πρακτικής κατασκευής «Just-in-time», με πολιτική πίεση από δεξιά και αριστερά. Ο περιορισμός των αλυσίδων παραγωγής δεν μπορεί όμως να γίνει χωρίς σημαντικές δαπάνες για τον επανασχεδιασμό της παραγωγής. Η Ιαπωνία, για παράδειγμα, παρέχει 243 δις γεν για την  υποστήριξη της αποχώρησης των εταιριών της από την Κίνα. Μια εναλλακτική στην παγκοσμιοποίηση μπορεί να είναι η περιφερειοποίηση – η οποία εφαρμόζεται με τη συνεργασία και το εμπόριο μεταξύ των χωρών της ΕΕ που οι συγγραφείς θεωρούν επιτυχή.

Αξιολόγηση Εφαρμογής για την Ελλάδα

Γενικά δεν υπάρχει στρατηγική από την κυβέρνηση και από το Ελληνικό πολιτικό σύστημα, στις νέες συνθήκες μειούμενης παγκοσμιοποίησης – κανένα ενδιαφέρον για παραγωγή από την παρασιτική Ελληνική επιχειρηματική ελίτ που ζει κυρίως από το κράτος και από τα ΕΣΠΑ. Ως συνέταιρος στην ουσία του παγκοσμιοποιημένου κεφαλαίου – γεγονός που επεξηγεί γιατί δεν ενδιαφέρθηκε για την υπερχρέωση και για τα μνημόνια.

Τέτοιες αναφορές υπάρχουν από τον Παναγιώτη Κονδύλη, από τον επικεφαλής του Σχεδίου Αμερικανικής βοηθείας μετά τον πόλεμο Michael Porter κοκ. – οπότε γιατί να αλλάξει τώρα αυτή η ελίτ, όταν ειδικά στα χρόνια της ΕΕ έχει αποδυναμωθεί η ενδογενής συσσώρευση κεφαλαίου προς όφελος της μεταπρατικής;

Σε κάθε περίπτωση, δεν υπάρχει σχεδιασμός συμμετοχής στην αλυσίδες παραγωγής ή ανάπτυξη της ενδογενούς παραγωγής. Ούτε καν για τη  διεκδίκηση τεχνολογικών επενδύσεων από την ΕΕ – έτσι ώστε, μέσα από την ανάπτυξη και τις εξαγωγές, να γίνει αποπληρωμή του δημοσίου χρέους, όπως έγινε με την ρύθμιση του χρέους της Γερμανίας το 1953. Ανάλογο ενδιαφέρον δεν υπάρχει ούτε από την ΕΕ  – αλλά μόνο η συνεχής απαξίωση και η εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων της χώρας.

Η δραστηριοποίηση εντός της ΕΕ λειτουργεί σωστά για το βορρά, αλλά όχι για το νότο που δεν έχει ωφεληθεί καθόλου, όσον αφορά την αύξηση του ΑΕΠ – ενώ αυξάνονται τα χρέη του. Ειδικά η Ελλάδα έχει δει την οικονομία της να υποβαθμίζεται, σε σχέση με την προστιθέμενη αξία (αποβιομηχάνιση) – επίσης σε όρους ΑΕΠ, λόγω των μνημονίων. Ούτε καν όσον αφορά το εμπόριο η χώρα δεν έχει εκμεταλλευθεί την κοινή αγορά. Το αντίθετο μάλιστα συμβαίνει: η Ελλάδα έχει εμπορικό έλλειμα προϊόντων με την ΕΕ που εν μέρει καλύπτεται από τουρισμό.

Ειδικότερα, η Ελλάδα έχει από τα μικρότερα ποσοστά εμπορίου εντός της ΕΕ – σχεδόν στο ήμισυ του συνόλου του εξωτερικού εμπορίου της (γράφημα). Αντίθετα, στις χώρες της πρώην Ανατολικής Ευρώπης και στην Πορτογαλία, το ποσοστό αυτό φτάνει στο 75%. Την ίδια στιγμή, οι συγκεκριμένες χώρες έχουν μία πιο ανεξάρτητη πολιτική εντός της ΕΕ – όπως φαίνεται από τις αντιδράσεις για το μεταναστευτικό στην Αν. Ευρώπη ή στον τερματισμό των μνημονίων στην Πορτογαλία.

Προνομιακός χώρος δραστηριοποίησης σε περιφερειακό επίπεδο για την Ελλάδα είναι η ευρύτερη Μεσόγειος – περισσότερο τα Βαλκάνια στην εγγύτερη παραδοσιακά γεωγραφική περιοχή και η Μέση Ανατολή, όπου τώρα γίνονται διπλωματικά ανοίγματα. Οι χώρες αυτές είναι αναπτυσσόμενες, υπάρχουν κάποιες κοινές αναφορές στην ιστορία και στη θρησκεία, ενώ η Ελλάδα μπορεί να έχει ένα σημαντικό γεωπολιτικό βάρος. Δραστηριοποιούταν άλλωστε με επιτυχία σε αυτές τις περιοχές την δεκαετία του 2000 – έως ότου τα μνημόνια και οι δανειστές απαίτησαν την αποχώρησης της.

Συμπερασματικά λοιπόν, εδώ δεν υπάρχει ευθυγράμμιση με τις προβλέψεις του Great Reset – επειδή δεν γίνεται καμιά προετοιμασία για τον περιορισμό της παγκοσμιοποίησης με την ενδυνάμωση της εγχώριας παραγωγής, με τη συμμετοχή σε αλυσίδες εφοδιασμού και με την αύξηση του γεωπολιτικού βάρους σε περιφερειακό επίπεδο.

Το αντίθετο ακριβώς συμβαίνει με το θέμα της Παγκόσμιας Διακυβέρνησης, με το οποίο θα ασχοληθούμε σε επόμενο άρθρο – όπου ο Κ. Μητσοτάκης εμφανίζεται φανατικός θιασώτης της, είτε είναι ο ΠΟΥ στην πανδημία, είτε η σύμβαση του Μαρόκου στο μεταναστευτικό, είτε η συμφωνία για την κλιματική αλλαγή των Παρισίων, είτε η ΕΕ. Ενδεχομένως επειδή μόνο υπό αυτές τις προϋποθέσεις δανείζεται και σπαταλάει χρήματα στο πελατειακό του κράτος – σαν να μην υπάρχει αύριο και αδιαφορώντας για την αλλαγή του ιδιοκτησιακού καθεστώτος της Ελλάδας που ευρίσκεται σε εξέλιξη. Με απλά λόγια, ξεπουλάει κυριολεκτικά την Ελλάδα και τους Έλληνες – ενδιαφερόμενος μόνο για τον εαυτό του.


Η Μεγάλη Επαναφορά και η Ελλάδα (α) – The Analyst

Τετάρτη 7 Οκτωβρίου 2020

Ο Παναγιώτης Κονδύλης για τον Αρχαίο Ελληνικό Πολιτισμό

αναδημοσίευση από τον ΕΚΗΒΟΛΟ
απόσπασμα από συνέντευξη του Π. Κονδύλη στον Σ. Τσακνιά
περιοδικό «ΔΙΑΒΑΖΩ», τ.384, Απρίλιος 1998

.

«Θεωρώ την εντρύφηση μου στα κλασσικά γράμματα ως ένα από τα μεγάλα ευτυχήματα και τα αναντικατάστατα ερείσματα της πνευματικής μου συγκρότησης. Η εντρύφηση αυτή άρχισε στα πρώτα εφηβικά μου χρόνια, παίρνοντας σχεδόν την μορφή μανίας, και διαρκεί, με διάφορες εντάσεις και διακοπές πλέον, έως σήμερα. Χαριτολογώντας εξομολογούμαι σε φίλους μου ότι, καθώς μ’ ευχαριστεί τόσο το διάβασμα, δεν θα έπρεπε ποτέ να κάνω επάγγελμα μου το γράψιμο, και αναθυμάμαι με φθόνο τον λόρδο Χένρυ, στο Πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέυ, ο οποίος έλεγε ότι το διάβασμα του άρεσε τόσο, ώστε δεν του έκανε όρεξη να γράψει ο ίδιος βιβλία.

Τώρα, όποτε φαντάζομαι ότι θα ξέμπλεκα με όλα τα βάσανα του γραψίματος και θα αφιέρωνα τον χρόνο μου στην απόλαυση του διαβάσματος, το πρώτο που μου έρχεται στο νου είναι η κλασσική γραμματεία, ελληνική και λατινική, σ’ όλη της την έκταση. Αν ο αναγνώστης τη γνωρίζει ο ίδιος, τότε περιττεύει να του εξηγήσω το γιατί· αν πάλι δεν τη γνωρίζει, τότε είναι άσκοπο. Ωστόσο επιθυμώ ν’ απαντήσω, έστω και μέσες-άκρες, στην ερώτηση σας εξαίροντας μερικά σημεία ιδιαίτερης προσωπικής σημασίας.

Πρώτα-πρώτα, η εξοικείωση με την αρχαιοελληνική και τη λατινική γλώσσα, ως συντακτικά και γραμματικά μορφώματα και ως αντίστοιχα ρυθμισμένες εκφραστικές δυνατότητες, σήμανε για μένα τη μεγάλη και πειθαρχημένη μύηση στο φαινόμενο «γλώσσα» εν γένει, και μάλιστα μέσα από μιαν άκρως προνομιακή πρόσβαση. Γλώσσες, όπου τα περιγράμματα των λέξεων και των φράσεων δεν τα θολώνουν τα –γόνιμα ή άγονα, αδιάφορο– νεφελώματα του νεώτερου υποκειμενισμού, μοιάζουν με κυκλώπεια τείχη χτισμένα με ξερολιθιά, με οφθαλμοφανείς τις αρμοδεσιές και χειροπιαστά τα ερείσματα, με αδρές τις αντιστοιχίες ανάμεσα στο σημαίνον και στο σημαινόμενο, στο πελέκημα του λόγου και στη λάξευση του στοχασμού.

Η σαφήνεια και η απλότητα δεν είναι εδώ αιτήματα προβαλλόμενα εκ των έξω, αλλά απόρροια και κριτήριο εσωτερικού βάθους. Έχω αγαπήσει πολλούς νεώτερους συγγραφείς που υφολογικά στέκονται στους αντίποδες αυτού του ιδεώδους. Όταν όμως πρέπει να γράψω ο ίδιος, δεν μπορώ παρά να ακολουθήσω τις δικές μου υφολογικές κλίσεις, να βρω τους κατάλληλους αγωγούς για να διοχετεύσω τη δική μου σκέψη.

Και ακριβώς η δόμηση της σκέψης μου με φέρνει κοντά στο διαυγές και κατά το δυνατόν απέριττο ύφος, πολύ περισσότερο γιατί πιστεύω, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για θεωρητικά κείμενα, ότι η πνευματική εντιμότητα απαγορεύει την επικάλυψη ατελειών της σκέψης με φιοριτούρες και λεκτικές ακροβασίες. Ειδικότερα, η γλώσσα, όπου πρωτογράφω τα βιβλία μου, προσφέρει εξαιρετικά πλεονεκτήματα στον γνώστη των κλασσικών γλωσσών: η γερμανική διατηρεί πολύ περισσότερο απ’ ό,τι άλλες γλώσσες τις συντακτικές δομές και τους λεκτικούς τρόπους της αρχαιοελληνικής και της λατινικής.

Ιδιαίτερα οι απεριόριστες σχεδόν δυνατότητες διαπλοκής κυρίων και δευτερευουσών προτάσεων εντός μακρών περιόδων επιτρέπουν την ακριβή άρθρωση πολυεπίπεδων διανοημάτων, όπου στη συντακτική πλοκή αποτυπώνεται ανάγλυφα η πλοκή και η υφή των σχέσεων μεταξύ των διαφόρων διαστάσεων του νοήματος. Σε καμμιά άλλη απ’ όσες γλώσσες γνωρίζω δεν θα μπορούσε να αποδοθεί τόσο καλά το θουκυδίδειο ύφος λ.χ. Σε Γερμανούς αναγνώστες μου, οι οποίοι με ρωτούν πώς μπορώ να γράφω αβίαστα σε μιά ξένη γλώσσα, και μάλιστα με αξιώσεις προσωπικού ύφους, απαντώ ότι τούτο οφείλεται κατά μεγάλο μέρος στην τριβή μου με τις κλασσικές γλώσσες. Όσοι τις κατέχουν καταλαβαίνουν εύκολα τι εννοώ.

Πέρα από τη γλώσσα, αλλά όχι άσχετα προς αυτήν, κλασσική είναι μιά σκέψη ή μια εποχή της ιστορίας του πνεύματος όταν διατυπώνει με αναντικατάστατη εννοιολογία προβλήματα διηνεκώς επανερχόμενα, δηλαδή προβλήματα, στα οποία προσκρούει με εσωτερική αναγκαιότητα κάθε βαθύτερος στοχασμός – κοντολογής, έσχατα προβλήματα. Πώς είναι όμως δυνατό να έχει διαχρονική κλασσική αξία ό,τι νοήθηκε και εκφράσθηκε σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο;

Όπως στην ανθρώπινη κατάσταση γενικότερα υπάρχουν ορισμένα μεγέθη συνεχώς ανακυκλούμενα, παρά την εκάστοτε διαφορετική κοινωνικοϊστορική τους επένδυση, έτσι και η ανθρώπινη σκέψη κινείται γύρω από ορισμένα θεμελιώδη μεγέθη, οι βασικοί συνδυασμοί των οποίων είναι αριθμητικά περιορισμένοι, άρα περιορισμένες είναι και οι έσχατες επιλογές. Στην αρχαία Ελλάδα έγινε κάτι πράγματι εκπληκτικό: σε σχετικό σύντομο χρονικό διάστημα, και μέσα από τις εσωτερικές αναγκαιότητες της κίνησης του στοχασμού, ανακαλύφθηκαν και συνοψίσθηκαν οι έσχατες αυτές επιλογές.

Όποιος π.χ. μελετήσει προσεκτικά και σ’ όλες της τις πτυχές την αντιπαράθεση σοφιστικής και Πλάτωνος θα διαπιστώσει ότι εδώ συνοψίστηκε, κατά τρόπο κυριολεκτικά ανυπέρβλητο, ό,τι κατά βάθος ταλανίζει έκτοτε, γεννώντας παράλληλα ποικίλες ενδιάμεσες λύσεις, τη δυτική σκέψη και όχι μόνον αυτή: το δίλημμα «μεταφυσική ή μηδενισμός», όπου η ηθική διάσταση του προβληματισμού συνάπτεται συνειδητά με τη γνωσιοθεωρητική ή κοσμολογική.

Αυτό ούτε άλλαξε, ούτε και θα μπορούσε ν’ αλλάξει, γιατί εδώ τον λόγο τον έχουν τα σταθερά μεγέθη, για τα οποία μιλήσαμε. Αλλά μήπως ο Θουκυδίδης δεν κατέστησε ορατές, κατά τρόπο εννοιολογικά επαρκή, ορισμένες σταθερές της πολιτικής συμπεριφοράς και των διεθνών σχέσεων, ούτως ώστε ν’ αποτελεί σήμερα (εκτός Ελλάδος, εννοείται) υποχρεωτικό ανάγνωσμα όσων ασχολούνται ουσιαστικά με τέτοια ζητήματα. Εδώ πρέπει ίσως να προλάβω μιά παρεξήγηση.

Το κλασσικό δεν εξαντλείται στο αρχαιοελληνικό, όπως ήθελαν να πιστεύουν οι αρχαιολάτρες της παλαιάς ουμανιστικής σχολής. Η νεώτερη φιλοσοφία, κοινωνιολογία, ιστοριογραφία και λογοτεχνία έχουν κι αυτές τους κλασσικούς τους, με την έννοια που δώσαμε παραπάνω στον όρο. Η αναστροφή με τους αρχαίους κλασσικούς όχι μόνον δεν μπορεί να συνιστά κανενός είδους πρόσκομμα στην προσοικείωση των νεώτερων, αλλά έχει το αντίθετο αποτέλεσμα: εθίζει το πνεύμα στην απαρέσκεια έναντι των εκάστοτε συρμών και διδάσκει πώς να συγκροτεί κανείς την παιδεία του πάνω σε εδραία και μόνιμα θεμέλια.

Πολλοί, έχοντας αφοσιωθεί περίπου υπαρξιακά σε μια πνευματική μόδα, χάνουν τον προσανατολισμό τους μόλις αυτή περάσει και τρέχοντας ξοπίσω της σ’ όλη τους τη ζωή στενεύουν αδιάκοπα τον ορίζοντά τους. Συνιστώ ένθερμα στους νεώτερους, που ενδιαφέρονται να συστηματοποιήσουν στα σοβαρά τα πνευματικά τους ενδιαφέροντα, να το κάμουν με αφετηρία τους αρχαίους και νεώτερους κλασσικούς, επιστρέφοντας αδιάκοπα σ’ αυτούς. Έτσι και χρόνο θα εξοικονομήσουν, μπαίνοντας απ’ ευθείας στην καρδιά των προβλημάτων, και θα αποφύγουν τον πνευματικό εκείνο εξευτελισμό που υφίσταται όποιος, αγνοώντας ευρύτερες συνάφειες και μακρές προϊστορίες, ατενίζει χάσκοντας τον εκάστοτε διερχόμενο διάττοντα αστέρα.

Στον βαθμό όπου κατανοούσα καλύτερα τους μηχανισμούς της ιδεολογικής και ουτοπικής σκέψης, την κλασική αρχαιότητα την έφερνε κοντύτερα μου ένα ακόμα γνώρισμα της: η απουσία εσχατολογίας και ευθύγραμμων αντιλήψεων για το ιστορικό γίγνεσθαι, οι οποίες ως γνωστόν έχουν ιουδαιοχριστιανική προέλευση και εκκοσμικεύθηκαν τόσο από τον σοσιαλιστικό μαρξισμό όσο και από τον καπιταλιστικό φιλελευθερισμό.

Για να αποφευχθεί η υστερία μπροστά στον πλήρη και αμετάκλητο θάνατο, νομιμοποιήθηκε κοσμοθεωρητικά η υστερία της εσχατολογίας. Όποιος μαθαίνει να ζει χωρίς ρητές ή άρρητες εσχατολογίες και χωρίς ηθικισμούς ως υποκατάστατα τους, πρέπει και να μάθει να πεθαίνει, πλήρως και αμετάκλητα, με γαλήνη και φαιδρότητα ψυχής.

Αν κάπου μπορεί να πάρει κανείς αυτό το ύψιστο μάθημα, είναι από την κλασσική αρχαιότητα, η οποία αγνόησε την ευθεία γραμμή με την αίσια απόληξη για να προσηλωθεί στην θέαση και βίωση του αΐδιου κύκλου».

.

Σελίδα Πηγής
Εικόνα: «Ο χωρισμός της Ηρούς και του Λεάνδρου», έργο του Joseph 

Mallord William Turner από τη Wiki

https://averoph.wordpress.com/2020/

Original text
Rate this translation
Your feedback will be used to help improve Google Translate