Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα «Νεο-ορθοδοξία». Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα «Νεο-ορθοδοξία». Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 9 Μαρτίου 2025

Τὸ πρόβλημα τῆς ἐλευθερίας στὸν Ντοστογιέφσκυ

Νicolas Berdiaeff

Γιὰ τὸν Ντοστογιέφσκι τὸ πρόβλημα τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς μοίρας του εἶναι κατ’ ἐξοχὴν τὸ πρόβλημα τῆς ἐλευθερίας. Ἡ μοίρα τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἡ ὀδυνηρὴ πορεία τοῦ καθορίζονται ἀπὸ τὴν ἐλευθερία, ποὺ στέκεται στὸ κέντρο τῶν ἀντιλήψεων του Ντοστογιέφσκι μὲ ἔνταση καὶ πάθος.

Εἶναι ἀρκετὰ ἐκπληκτικὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἀκόμη δὲν ἔχει ἐπισημανθῆ ἡ ἀλήθεια αὐτή. Πολλὲς φορὲς διάφορες θέσεις ποὺ περιέχονται στὸ Ἡμερολόγιο ἑνὸς συγγραφέως δημιουργοῦν παραπλανητικὴ ἐντύπωση γιὰ τὸν Ντοστογιέφσκι, γιατὶ ἐκεῖ φαίνεται συντηρητικός, ἀντιδραστικὸς καὶ ἐχθρὸς τῆς πολιτικῆς καὶ κοινωνικῆς ἐλευθερίας. Γι’ αὐτὸ πολλοὶ ἀδυνατοῦν νὰ κατανοήσουν τὸ κεντρικὸ σημεῖο στὸ ἔργο τοῦ Ντοστογιέφσκι, γιατὶ αὐτὸ εἶναι τὸ πρόβλημα τῆς ἐλευθερίας, ὁ πυρήνας τῆς φιλοσοφίας του.

Αὐτὸ ποὺ ἔχουν ἀποκαλέσει «σκληρότητα» στὸ ἔργο του, ἐξαρτᾶται στενὰ ἀπὸ τὴν ἐλευθερία. Ὑπῆρξε «σκληρός», γιατὶ δὲν θέλησε νὰ ἀπαλλάξη τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸ βάρος τῆς ἐλευθερίας οὔτε νὰ τὸν ἀπολυτρώση ἀπὸ τὸν πόνο καταστρέφοντας τὴν ἐλευθερία. Ἔρριξε τὸν ἄνθρωπο σὲ μιὰ πελώρια εὐθύνη, ἀνάλογη μὲ τὴν ἀξιοπρέπεια ἑνὸς ἐλευθέρου ὄντος.

Θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ ἀπαλλάξη τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὰ βάσανα, ἂν τοὺς ἔπαιρνε πίσω τὴν ἐλευθερία. Καὶ ὁ Ντοστογιέφσκι ἐρεύνησε ἔντονα αὐτὴ τὴ δυνατότητα, νὰ ἀνακουφισθῆ ὁ ἄνθρωπος, ἀφοῦ θὰ χάση ὅμως τὴν ἐλευθερία τοῦ πνεύματος. Στὸν Ντοστογιέφσκι λοιπὸν βρίσκουμε μεγαλοφυεῖς σκέψεις ποὺ πρέπει νὰ ἐξαρθοῦν κατάλληλα. Ἡ ἐλευθερία γι’ αὐτὸν θίγει τὴν ἀνθρωποδικία καὶ τὴ θεοδικία. Σ’ αὐτὴν πρέπει νὰ ἀναζητηθῆ ἡ δικαίωση τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἡ δικαίωση τοῦ Θεοῦ. Ὁλόκληρη ἡ πορεία τοῦ κόσμου εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἐλευθερίας σὲ μιὰ τραγικὴ ἐκδήλωση ποὺ συνδέεται μὲ τὸ κεντρικὸ αὐτὸ σημεῖο τῆς φιλοσοφίας τοῦ Ντοστογιέφσκι. Στὴν ἐλευθερία ἀναζητεῖ ὅλες τὶς πτυχὲς τῆς ἀνθρώπινης μοίρας. Τὸν ἐνδιαφέρει μόνο ὁ ἄνθρωπος, ὅπως παρουσιάζεται στὸ δρόμο τῆς ἐλευθερίας, ὅπως φαίνεται ἡ μοίρα τοῦ ἀνθρώπου στὴν ἐλευθερία καὶ ἡ μοίρα τῆς ἐλευθερίας στὸν ἄνθρωπο. Ὅλα του τὰ μυθιστορήματα εἶναι τραγωδίες, δοκιμασίες τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας. Ὁ ἄνθρωπος ἀρχίζει νὰ ὑφίσταται, ὅταν ἐπαναστατῆ μὲ τὴν ἐλευθερία, ὅταν ὁδηγῆται στὸν πόνο καὶ στὴν παραφορά, νιώθοντας ἔτσι πὼς εἶναι ἐλεύθερος. Κι ἔτσι ὁ ἄνθρωπος προσπαθεῖ νὰ ἐγγίζη τὰ ἔσχατα βάθη τῆς ἐλευθερίας.

Ὑπάρχουν δύο ἐλευθερίες· ἡ πρώτη εἶναι ἡ ἀρχικὴ ἐλευθερία, ἡ δεύτερη ἡ τελικὴ ἐλευθερία. Ἀνάμεσα στὶς δύο αὐτὲς ἐλευθερίες κεῖται ὁ ἀνθρώπινος δρόμος, γεμάτος ὀδύνες, ὁ δρόμος τῆς διασπάσεως. Ἤδη ὁ Ἅγιος Αὐγουστίνος, στὸν ἀγώνα ποὺ εἶχε κάνει κατὰ τῶν Πελαγιανῶν, εἶχε ἐπισημάνει δύο εἴδη ἐλευθεριῶν, τὴν ἐλάσσονα ἐλευθερία καὶ τὴν μείζονα ἐλευθερία. Ἡ πρώτη ἐλευθερία εἶναι ἡ ἐλευθερία τῆς ἐκλογῆς τοῦ καλοῦ· εἶναι συνδεδεμένη μὲ τὴ δυνατότητα τῆς ἁμαρτίας. Ἡ δεύτερη ἐλευθερία εἶναι ἡ τελικὴ ἐλευθερία – ἡ ἐλευθερία στὸν Θεό, στὴν περιοχὴ τοῦ καλοῦ. Ὁ Αὐγουστίνος ὑπῆρξε ὁ ἀπολογητὴς τῆς δεύτερης ἐλευθερίας, τῆς μείζονος ἐλευθερίας καὶ κατέληξε στὴ διδασκαλία γιὰ τὸν προορισμό. Παρόλο ποὺ γενικὰ στὴν ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση ἐπεκράτησε ὁ ἡμιπελαγιανισμός, ὁ Αὐγουστίνος ἄσκησε μιὰ δυσμενῆ ἐπίδραση στὸν Καθολικισμό. Ἀπ’ αὐτὸν καθιερώθηκε ὁ διωγμὸς καὶ ἡ ἐκτέλεση τῶν αἱρετικῶν. Ἐν πάσῃ περιπτώσει ἕνα εἶναι βέβαιο· δὲν ὑπάρχει μία ἀλλὰ δύο ἐλευθερίες· ἡ ἐλευθερία τῆς ἐκλογῆς τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ καὶ ἡ ἐλευθερία στὴν περιοχὴ τοῦ καλοῦ ἢ καλύτερα ἡ ἄλογη ἐλευθερία. Ὁ Σωκράτης γνώριζε μόνο τὴν πρώτη ἐλευθερία, τοῦ λογικοῦ. Τὰ λόγια του Εὐαγγελίου «Γνώσεσθε τὴν ἀλήθεια καὶ ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς» (Ἰωάν. 8, 32) σχετίζονται πρὸς τὴ δεύτερη ἐλευθερία, τὴν ἐλευθερία ἐν Χριστῷ. Ὅταν λέμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος ὀφείλει νὰ ἀπαλλαγῆ ἀπὸ τὰ κατώτερα στρώματα τῆς ὑπάρξεως, ἀπὸ τὰ πάθη, νὰ παύση νὰ εἶναι σκλάβος τοῦ ἑαυτοῦ του καὶ τοῦ περιβάλλοντος, ἔχουμε ὑπόψη μας τὴ δεύτερη ἐλευθερία. Τὰ μεγαλύτερα ἐπιτεύγματα τῆς ἐλευθερίας τοῦ πνεύματος σχετίζονται πρὸς τὴ δεύτερη αὐτὴ ἐλευθερία. Ὁ πρῶτος Ἀδὰμ καὶ ὁ δεύτερος Ἀδάμ, ὁ Χριστός, ἔχουν διαφορετικὲς ἐλευθερίες. Ἡ ἀλήθεια κάνει τὸν ἄνθρωπο ἐλεύθερο· χρειάζεται ὅμως ὁμολογία τῆς ἀλήθειας χωρὶς κανέναν ἐξαναγκασμό. Ἀλλιώτικα δὲν γίνεται ἀπολύτως τίποτα. Ὁ Χριστὸς δίνει στὸν ἄνθρωπο τὴν τελευταία ἐλευθερία, ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ ὁμολογήση τὴν ἀλήθεια χωρὶς καμιὰ ἀναγκαστικὴ πίεση, «θέλησες τὴν ἐλεύθερη ἀγάπη τοῦ ἀνθρώπου· εἶναι ὑποχρεωμένος νὰ σὲ ἀκολουθήση ἐλεύθερα, νὰ γοητευθῆ καὶ νὰ σκλαβωθῆ ἀπὸ σένα». (Ἀπὸ τὸν Μεγάλο Ἱεροεξεταστή).

Σ’ αὐτὴν τὴν ἐλεύθερη ὁμολογία τῆς ἀλήθειας τοῦ Χριστοῦ βρίσκεται ἡ ἀξιοπρέπεια τοῦ χριστιανοῦ, τὸ βαθὺ νόημα τῆς πίστεως ποὺ εἶναι μία πράξη ἐλευθερίας. Ἡ ἀξιοπρέπεια τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ἀξιοπρέπεια τῆς πίστεώς του προϋποθέτει τὴν ἀναγνώριση τῶν δύο ἐλευθεριῶν· τῆς ἐλευθερίας τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ, καὶ τῆς ἐλευθερίας μέσα στοὺς κόλπους τοῦ καλοῦ· τῆς ἐλευθερίας τῆς ἐκλογῆς τῆς ἀλήθειας καὶ τῆς ἐλευθερίας «ἐν τῇ ἀληθείᾳ».

Ἡ ἐλευθερία δὲν μπορεῖ νὰ ταυτισθῆ μὲ τὸ καλό, μὲ τὴν ἀλήθεια, μὲ τὴν τελειότητα. Ἡ ἐλευθερία ἔχει τὴν ἰδική της αὐτόνομη φύση· ἡ ἐλευθερία εἶναι ἐλευθερία καὶ ὄχι τὸ καλό. Κάθε μείωση καὶ ταύτιση τῆς ἐλευθερίας μὲ τὸ καλὸ καὶ τὴν τελειότητα εἶναι ἄρνηση τῆς ἐλευθερίας, ὁμολογία τῆς βίας καὶ τοῦ ἐξαναγκασμοῦ. Τὸ ἀναγκαστικὸ καλὸ δὲν εἶναι καλό, γίνεται τὸ ἴδιο τὸ κακό. Τὸ ἐλεύθερο καλὸ ὅμως, ποὺ εἶναι τό.μοναδικὸ καλό, προϋποθέτει τὴν ἐλευθερία τοῦ κακοῦ. Ἐδῶ βρίσκεται ἡ τραγωδία τῆς ἐλευθερίας τὴν ὁποία ὁ Ντοστογιέφσκι ἐρεύνησε βαθιὰ καὶ τὴν κατανόησε σωστά. Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἀκριβῶς βρίσκεται τὸ μυστικὸ τοῦ Χριστιανισμοῦ.

Ἔτσι λοιπὸν ξετυλίγεται ἡ τραγικὴ διαλεκτική. Τὸ καλὸ δὲν μπορεῖ νὰ ἔχη καμιὰ σχέση μὲ τὴ βία. Ἡ ἐλευθερία τοῦ καλοῦ προϋποθέτει τὴν ἐλευθερία τοῦ κακοῦ. Ἡ ἐλευθερία τοῦ κακοῦ ὅμως ὁδηγεῖ στὴν καταστροφὴ τῆς ἴδιας τῆς ἐλευθερίας, στὸν ἐκφυλισμό της καὶ σ’ ἕνα εἶδος ἀναγκαιότητος. Ἀπὸ ἄλλη ἄποψη ἐντούτοις ἡ ἄρνηση τῆς ἐλευθερίας τοῦ κακοῦ καὶ ἡ ἀποκλειστικὴ ἐμμονὴ στὸ καλὸ σημαίνει ἄρνηση τῆς ἐλευθερίας καὶ δουλεία σὲ μιὰ ἀναγκαιότητα. Καὶ μιὰ ἀγαθὴ ἀναγκαιότης δὲν εἶναι διόλου τὸ ἀγαθό, γιατὶ ἁπλούστατα αὐτὸ προϋποθέτει τὸ δρόμο τῆς ἐλευθερίας.

Τὸ τραγικὸ αὐτὸ πρόβλημα τῆς ἐλευθερίας βασάνιζε καὶ βασανίζει διαρκῶς τὴ χριστιανικὴ σκέψη. Μὲ αὐτὸ συνδέθηκαν οἱ διαμάχες τοῦ Ἁγίου Αὐγουστίνου καὶ τῶν Πελαγιανῶν, ἡ διδασκαλία γιὰ τὴ σχέση χάριτος καὶ ἐλευθερίας, ἡ ἀμφίβολη στάση τοῦ Λουθήρου ἔναντι τοῦ προορισμοῦ τοῦ Αὐγουστίνου καὶ ἡ ζοφερὴ διδασκαλία τοῦ Καλβίνου ποὺ φαίνεται νὰ ἀρνῆται κάθε δυνατότητα ἐλευθερίας.[ ΧΩΡΙΣ ΤΗ ΧΑΡΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ. ΓΙΑΤΙ ΟΝΟΜΑΖΕΤΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ;]

Ἡ χριστιανικὴ σκέψη καταπιεζόταν πάντοτε ἀπὸ δύο ἐπικίνδυνους πειρασμούς, ἀπὸ δύο φαντάσματα· ἀπὸ τὴν κακὴ ἐλευθερία καὶ ἀπὸ τὴν ἐπιβολὴ τοῦ καλοῦ. Ἔτσι ἡ ἐλευθερία καταστρέφεται εἴτε ἀπὸ τὴν ὁρμὴ τοῦ κακοῦ, ποὺ κρύβει στὰ σπλάχνα της, εἴτε ἀπὸ τὸν ἀναγκασμὸ τοῦ καλοῦ. Οἱ πυρὲς τῆς Ἱερᾶς Ἐξετάσεως ἀποτελοῦν τὸ πιὸ φρικτὸ σημεῖο αὐτῆς τῆς τραγωδίας. Ἐξάλλου ἐδῶ φαίνεται πόσο δύσκολο πράγμα εἶναι νὰ λυθῆ τὸ πρόβλημα αὐτὸ καὶ μὲ τὴ φωτισμένη χριστιανικὴ συνείδηση. Ἡ ἄρνηση τῆς πρώτης ἐλευθερίας ποὺ μπορεῖ νὰ διαλέξη ἀνάμεσα στὴν πίστη καὶ τὴν ἀπιστία, ὁδηγεῖ ἀναπότρεπτα στὸν προορισμό. Χωρὶς τὴν ἐλευθερία καὶ ἡ ἴδια ἡ ἀλήθεια θὰ ὁδηγηθῆ στὴν ἀποδοχὴ αὐτῆς τῆς διδασκαλίας.

Ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία ἐλεύθερα περιέπεσε στὸν πειρασμὸ νὰ ἀρνηθῆ τὴν ἐλευθερία, νὰ ἀρνηθῆ τὴν ἐλεύθερη ἔκφραση τῆς πίστεως καὶ τῆς συνειδήσεως· ἔκλινε ἐπίσης πρὸς τὸν ἐξαναγκασμὸ γιὰ τὴν ἐμμονὴ στὴν ἀλήθεια καὶ γιὰ τὴν ἐκτέλεση καλῶν πράξεων. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ξέφυγε αὐτὸν τὸν πειρασμό, ἀλλὰ καὶ αὐτὴ δὲν μπόρεσε νὰ κατανοήση ὡς πρὸς ὅλο τὸ βάθος τὴν ἀλήθεια γιὰ τὴν ἐλευθερία. Γιατί δὲν ὑπάρχει μόνο ἡ ἐλευθερία «ἐν τῇ ἀληθείᾳ», ἀλλὰ καὶ ἡ ἀλήθεια γιὰ τὴν ἐλευθερία. Μήπως ἡ λύση τοῦ αἰωνίου προβλήματος τῆς ἐλευθερίας πρέπει νὰ ἀναζητηθῆ στὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι μόνο ἡ ἀλήθεια καὶ δὲν δίνει μόνο τὴν ἐλευθερία, ἀλλὰ εἶναι ἐπίσης ἡ ἀλήθεια γιὰ τὴν ἐλευθερία, ἡ ἐλεύθερη ἀλήθεια ποὺ δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ ἡ ἐλεύθερη ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό;[ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΑΝΙΧΑΙΣΜΟ ΣΤΟΝ ΓΝΩΣΤΙΚΙΣΜΟ]

Ἐν προκειμένῳ γίνεται σύγχυση ἀνάμεσα στὶς τυπικὲς καὶ τὶς οὐσιαστικὲς πλευρὲς τῆς ἐλευθερίας. Ἡ πρώτη ἐλευθερία, ὡς τυπικὴ ἐλευθερία1, κινδυνεύει πάντοτε νὰ ἀπορριφθῆ ἀπὸ ἐκείνους ποὺ κατέχουν τὴν ἴδια τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν ἐλευθερία.2 Ἡ δεύτερη ἐλευθερία, ὡς οὐσιαστικὴ ἐλευθερία, κινεῖται μέσα στοὺς κόλπους τῆς ἀλήθειας. Φαίνεται ὅτι ἡ χριστιανικὴ συνείδηση δὲν θέλει νὰ ἀναγνωρίση τὴν τυπικὴ ἐλευθερία, τὴν ἐλευθερία τῆς συνειδήσεως, καὶ νὰ τὴν ὑποστηρίξη σὰν ἕνα τυπικὸ δίκαιο τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Χριστιανισμὸς ἀναγνωρίζει τὴν ἀλήθεια ποὺ ἐλευθερώνει τοὺς ἀνθρώπους. Καὶ ἡ ἀλήθεια αὐτὴ εἶναι ἀποκλειστική. Δὲν ἀνέχεται καμιὰ ἄλλη ἀλήθεια, φυσικὰ οὔτε καὶ τὸ ψέμα. Δὲν ὑπάρχει ὅμως κάποιο σφάλμα σ’ αὐτὴ τὴ φαινομενικὰ ἀπρόσβλητη σκέψη;

Τὸ σφάλμα ἐντοπίζεται στὴν προϋπόθεση ὅτι ἡ ἐλευθερία τῆς συνειδήσεως, ἡ ἐλευθερία τῆς πίστεως, ἡ ἐλευθερία τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ μπορεῖ νὰ ὑποστηριχθῆ μόνο ἀπὸ τὴν τυπικὴ ἄποψη. Ἡ ἐλευθερία δὲν εἶναι τυπικὴ ἀλλὰ οὐσιαστικὴ ἀλήθεια. Ἡ ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ εἶναι αὐτὴ ἡ ἴδια ἡ ἀλήθεια γιὰ τὴν ἐλευθερία. Γι’ αὐτὸ λέμε ὅτι ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι ἡ θρησκεία τῆς ἐλευθερίας. Τὸ περιεχόμενό της, τὸ περιεχόμενο τῆς χριστιανικῆς πίστεως, ἀπαιτεῖ τὴν ἀναγνώριση τῆς ἐλευθερίας τῆς συνειδήσεως, ὄχι μόνο της πρώτης (της τυπικῆς), ἀλλὰ καὶ τῆς δεύτερης (τῆς οὐσιαστικῆς). Ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι ἡ ὑπερνίκηση τῆς τραγωδίας τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς ἀναγκαιότητος. Ἡ χάρη τοῦ Χριστοῦ, αὐτὴ εἶναι ἡ ἐλευθερία, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ καταστραφῆ οὔτε ἀπὸ τὸ κακὸ (λόγου χάρη ἀπὸ τὴν ἀποκλειστικότητα τῆς πρώτης ἐλευθερίας) οὔτε ἀπὸ τὸν ἐξαναγκασμὸ τοῦ καλοῦ (ἀπὸ τὴν ἀποκλειστικότητα τῆς δεύτερης ἐλευθερίας). Ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι ἐλεύθερη ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ μόνο στὴ χάρη τῆς ἐλεύθερης αὐτῆς ἀγάπης ὑπάρχει ἡ συμφιλίωση ἀνάμεσα στὴ θεία καὶ τὴν ἀνθρώπινη ἐλευθερία. Ἡ ἀλήθεια λοιπὸν τοῦ Χριστοῦ ρίχνει τὸ φῶς της ἐπίσης καὶ στὴν πρώτη ἐλευθερία καὶ τὴν καθιστᾶ ὀργανικὸ μέρος της. Ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος, ἡ ἐλευθερία τῆς συνειδήσεως, ἀνήκει στὸ περιεχόμενο τῆς χριστιανικῆς ἀληθείας. Οἱ ἀπόψεις αὐτὲς δὲν κατανοήθηκαν τόσο καλὰ ἀπὸ τοὺς προγενεστέρους, πολὺ λιγώτερο ἐπίσης ἀπὸ τοὺς Καθολικούς. Ὁ Ντοστογιέφσκι λοιπὸν στὸ δρόμο τῆς γνώσεως αὐτῆς τῆς ἀλήθειας προχώρησε πολὺ καὶ μὲ ἐντυπωσιακὸ τρόπο.[ΚΑΘΟΤΙ ΑΓΝΟΗΣΕ ΤΗΝ ΠΡΟΝΟΙΑ Η ΟΠΟΙΑ ΤΟΝ ΚΑΘΟΔΗΓΗΣΕ ΝΑ ΚΟΥΡΕΨΕΙ ΤΟΝ ΕΓΩΙΣΜΟ ΤΟΥ. ΤΗΝ ΜΕΓΑΛΟΜΑΝΙΑ ΤΟΥ. Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΕΠΑΡΣΗΣ ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΕΙ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ.]

Ὁ Ντοστογιέφσκι προβάλλει στὸν ἄνθρωπο τὴ δυνατότητα ὁμολογίας ἐκείνης τῆς ἀλήθειας ποὺ τελικὰ θὰ τὸν καταστήση ἐλεύθερο. Ὅμως ὁ δρόμος αὐτὸς τῆς ἀλήθειας ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο μέσα ἀπὸ σκοτάδια, ἀβύσσους, διασπάσεις καὶ τραγικὲς διαστάσεις. Ὁ δρόμος αὐτὸς δὲν εἶναι οὔτε εὐθὺς οὔτε ὁμαλός. Σ’ αὐτὸν ὁ ἄνθρωπος πλανᾶται, παρασύρεται ἀπὸ ἀπατηλὰ εἴδωλα, ἀπὸ ὀπτασίες ποὺ τὸν ὁδηγοῦν ὁλοένα σὲ πιὸ πυκνὰ σκοτάδια. Ὁ δρόμος αὐτὸς εἶναι μακρὺς καὶ ἡ ἀνηφοριά του διόλου εὔκολη. Εἶναι ὁ δρόμος τῶν δοκιμασιῶν, τῆς ἐμπειρίας τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ. Μόνο μὲ τὸν περιορισμὸ ἢ τὴν κατάργηση τῆς ἐλευθερίας, θὰ μποροῦσε ὁ δρόμος αὐτὸς νὰ συντομευθῆ ἢ νὰ γίνη εὔκολος.[ Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΟΥ ΕΩΣΦΟΡΟΥ, ΤΗΣ ΚΟΛΑΣΕΩΣ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΤΕΡΜΑΤΙΖΕΙ ΣΤΟΝ ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟ] Εἶναι ὅμως ἄξιοι καὶ ἐπιθυμητοὶ ἀπὸ τὸν Θεὸ ἐκεῖνοι ποὺ θὰ ἔρχονταν πρὸς αὐτὸν ὄχι ἀπὸ τὸ δρόμο τῆς ἐλευθερίας καὶ χωρὶς νὰ γνωρίσουν τὸ κακό; Μήπως τὸ νόημα τῆς ἱστορικῆς πορείας δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ αὐτὴ ἡ ἀπαίτηση τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, νὰ τὸν πλησιάση ἀπὸ τὸ δρόμο αὐτὸν τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς ἀγάπης; Ὁ ἄνθρωπος ὅμως κινεῖται πολὺ ἀργὰ σ’ αὐτὸν τὸ δρόμο καὶ πρῶτα πρῶτα ἀντιμετωπίζει πικρὲς ἀπογοητεύσεις καὶ ἀποτυχίες ἐξαιτίας τῆς ἀγάπης του γιὰ μηδαμινὰ καὶ ἀνάξια πράγματα.[ ΠΡΟΚΕΙΜΕΝΟΥ ΝΑ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙ ΤΑ ΠΑΘΗ ΣΕ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑ ΜΕ ΤΟ SPIRITUS CEATOR] Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο δὲν εἶναι χάρη ἀναγκαστική, ἀλλὰ ἐνισχυτικὴ καὶ ἀνακουφιστική. Καὶ πάντοτε, ὅταν ὁ χριστιανικὸς κόσμος προσπαθοῦσε τὴν ἐνέργεια αὐτῆς τῆς χάριτος νὰ τὴν μεταβάλη σὲ μέσο ἐπιβολῆς, τότε καταντοῦσε σὲ σφαλεροὺς ἀντιχριστιανικοὺς δρόμους. Ὁ Ντοστογιέφσκι αὐτὴ τὴ μεγάλη χριστιανικὴ ἀλήθεια γιὰ τὴν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος τὴν ἐγνώρισε βαθιὰ καὶ τὴν ἐπρόβαλε μὲ ἀσυνήθιστη ὀξύτητα.

Ὁ δρόμος τῆς ἐλευθερίας εἶναι ὁ δρόμος τοῦ νέου ἀνθρώπου τῆς χριστιανικῆς ἐποχῆς. Ὁ ἀρχαῖος ἄνθρωπος ἢ ὁ ἄνθρωπος τῆς προχριστιανικῆς Ἀνατολῆς δὲν γνώριζε αὐτὴν τὴν ἐλευθερία· ἦταν κλεισμένος σὲ μιὰ ἀναγκαιότητα, σὲ μιὰ φυσικὴ τάξη, στὴ δύναμη τοῦ πεπρωμένου. Γιὰ πρώτη φορὰ ὁ Χριστιανισμὸς ἔδωσε στὸν ἄνθρωπο τὴν ἐλευθερία, τὴν πρώτη καὶ τὴν ἔσχατη. Στὴ χριστιανικὴ Ἀποκάλυψη φανερώνεται ὄχι μόνο ἡ ἐλευθερία τοῦ δευτέρου Ἀδάμ, τοῦ ἀνθρώπου ποὺ γεννήθηκε γιὰ δεύτερη φορὰ ἀπὸ τὸ πνεῦμα, ἀλλὰ καὶ ἡ ἐλευθερία τοῦ πρώτου Ἀδάμ. Δὲν ἀποκαλύφθηκε μόνο ἡ ἐλευθερία τοῦ καλοῦ ἀλλὰ καὶ ἡ ἐλευθερία τοῦ κακοῦ. Ἡ ἑλληνικὴ σκέψη συνέλαβε μόνο μία ἐλευθερία, τὴν ὀρθολογικὴ ἐλευθερία. Ὁ Χριστιανισμὸς ὅμως ἀποκαλύπτει καὶ τὸ ἄλογο στοιχεῖο τῆς ἐλευθερίας. Τὸ ἄλογο αὐτὸ στοιχεῖο ἀποκαλύπτεται στὸ περιεχόμενο τῆς ζωῆς, ὅπου βρίσκεται καὶ τὸ μυστικὸ τῆς ἐλευθερίας. Ἡ ἑλληνικὴ συνείδηση φοβόταν αὐτὸ τὸ ἄλογο στοιχεῖο καὶ τὸ θεωροῦσε ἄπειρο καὶ ὑλικό. Προσπαθοῦσε νὰ τὸ καταπολεμήση μὲ τὸ στοιχεῖο τῆς μορφῆς καὶ τοῦ πέρατος. Γι’ αὐτὸ ὁ Ἕλλην ἔβλεπε τὸν κόσμο περιορισμένο στὴ μορφή, σὲ ὅρια· δὲν διέκρινε τὶς μακρινὲς διαστάσεις. Ὁ ἄνθρωπος τῆς χριστιανικῆς ἐποχῆς δὲν φοβᾶται πιὰ στὸν ἴδιο βαθμὸ μπροστὰ στὸ ἄπειρο, μπροστὰ στὸ ἄπειρο περιεχόμενο τῆς ζωῆς. Μπροστά του ἀνοίγεται τὸ ἄπειρο, οἱ μακρινὲς προοπτικές. Γι’ αὐτὸ ὁ ἄνθρωπος τῆς χριστιανικῆς ἐποχῆς δημιούργησε μιὰ διαφορετικὴ σχέση πρὸς τὴν ἐλευθερία ποὺ τώρα πιὰ ἀντιτίθεται πρὸς τὰ μορφικὰ στοιχεῖα καὶ τὰ κλειστὰ ὅρια. Ἡ ἐλευθερία προϋποθέτει τὸ ἄπειρο ποὺ γιὰ τὸν Ἕλληνα δὲν ἦταν τίποτα ἄλλο παρὰ μηδὲν καὶ χάος. Γιὰ τὸν ἄνθρωπο τῆς χριστιανικῆς ἐποχῆς ὅμως τὸ ἄπειρο δὲν εἶναι μόνο χάος ἀλλὰ συνάμα καὶ ἡ ἐλευθερία. Οἱ προσπάθειες νὰ προσεγγισθῆ τὸ ἄπειρο παρουσιάστηκαν γιὰ πρώτη φορὰ στὸ χριστιανικὸ κόσμο. Ὁ Φάουστ εἶναι ἕνα φαινόμενο τῆς χριστιανικῆς ἐποχῆς. Στὸν ἀρχαῖο κόσμο θὰ ἦταν ἀδιανόητο ἕνα τέτοιο φαινόμενο. Ἡ φαουστικὴ τάση γιὰ τὸ ἄπειρο εἶναι κυρίως χαρακτηριστικὸ γνώρισμα τῆς χριστιανικῆς Εὐρώπης. Μόνο στὸ χριστιανικὸ κόσμο ἐπίσης εἶναι δυνατὴ ἡ προσωπικότης τοῦ Μπάυρον. Ὁ Μάνφρεντ, ὁ Κάιν, ὁ Δὸν Ζουὰν μόνο σ’ ἕνα χριστιανικὸ περιβάλλον μποροῦσαν νὰ ἐμφανισθοῦν. Αὐτὴ ἡ ἐπαναστατικὴ ἐλευθερία, οἱ ἄγριες, ἀσυγκράτητες καὶ ἀπεριόριστες τάσεις, αὐτὸ τὸ ἄλογο περιεχόμενο τῆς ζωῆς, εἶναι φαινόμενα ἀποκλειστικὰ τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου. Ἡ ἐξέγερση τῆς ἀνθρώπινης προσωπικότητος ἐναντίον τῆς φυσικῆς τάξεως, ἐναντίον τῆς μοίρας εἶναι χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τοῦ χριστιανικοῦ πνεύματος. Ἡ ἑλληνικὴ τραγωδία καὶ οἱ ὑψηλὲς πτήσεις τῆς φιλοσοφίας εἶχαν βέβαια καταδείξει τὴν ἀναγκαιότητα δημιουργίας ἑνὸς ρήγματος στὰ ὅρια τοῦ ἀρχαίου κόσμου. Ἔτσι κατὰ κάποιον τρόπο ἀποτελοῦσαν τὸ προανάκρουσμα τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου. Στὸν ἑλληνικὸ κόσμο ἐντούτοις, στὴν ἀρχαία τραγωδία καὶ τὴ φιλοσοφία, κανένας Φάουστ δὲν βρέθηκε οὔτε ἦταν νοητὴ αὐτὴ ἡ συγκλονιστικὴ μορφὴ τῆς ἐλευθερίας.3

Σημειώσεις

1. Σ. Μ. Ἡ ἐλευθερία ὡς πρὸς τὴ δυνατότητα τῆς ἐκλογῆς τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ.
2. Σ. Μ. Ζοῦν ἐντὸς τῆς ἐλευθερίας ἢ πιστεύουν ἁπλῶς ὅτι κατέχουν τὴν ἀλήθεια.
3. Σ. Μ. Ἡ ἑλληνικὴ φιλοσοφία βέβαια τόνισε τὴ φυσικὴ συγγένεια τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ πνεύματος πρὸς τὸν αἰώνιο κόσμο. Ἔτσι, ὅπως φαίνεται λόγου χάρη στὸν Πλάτωνα, ἡ ἀνθρώπινη ψυχὴ εὔκολα μποροῦσε νὰ προσεγγίση τὸν αἰώνιο κόσμο. Παρόλα αὐτὰ ἡ ὁρμὴ τῆς ψυχῆς ποὺ πήγαινε νὰ ταυτισθῆ μὲ τὸν αἰώνιο κόσμο δὲν ἦταν αὐτὴ ποὺ ἔσπαζε τὰ σύνορα. Γιὰ τὸν Ἕλληνα καὶ αὐτὴ ἡ αἰωνιότης εἶναι κόσμος περιορισμένος, κλειστὸς μέσα στὰ μορφοποιητικὰ στοιχεῖα τοῦ χάους. Γι’ αὐτὸ στὴν προκειμένη περίπτωση πρέπει νὰ συμφωνήσουμε ἀπόλυτα μὲ τὶς ἀπόψεις τοῦ Μπερντιάεφ. Ἡ δυναμικὴ ἔννοια τοῦ ἀπείρου εἶναι σύλληψη τοῦ χριστιανικοῦ πνεύματος.

Ἀπὸ τὸ βιβλίο Τὸ πνεῦμα τοῦ Ντοστογιέφσκι, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ. Μτφρ. Νίκου Ματσούκα και το περιοδικό Πειραϊκή εκκλησία τεύχος 255 Ιανουάριος 2014 Αφιέρωμα στον Ντοστογιέφσκυ.


Ο ΜΠΕΡΝΤΙΑΕΦ Ο ΔΑΣΚΑΛΟΣ: ΗΡΘΕ ΠΡΟΣΩΠΟ ΜΕ ΠΡΟΣΩΠΟ ΜΕ ΤΟ ΧΡΙΣΤΟ ΚΑΙ ΤΟΥ ΔΙΔΑΞΕ ΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΚΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ. ΕΜΕΙΣ ΘΑ ΣΟΥ ΔΩΣΟΥΜΕ ΤΟ 99% ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ ΜΑΣ ΚΑΙ ΕΣΥ ΠΡΟΣΘΕΣΕ ΤΟ 1% ΤΟΥ ΔΙΚΟΥ ΣΟΥ ΚΑΙ ΣΩΣΕ ΜΑΣ.
ΕΥΤΥΧΩΣ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΝΟΙΑ ΤΟΥ ΜΑΣ ΦΩΤΙΖΕΙ ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΑΣΗΜΟ ΟΡΑΜΑ ΤΟΥ ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ. ΧΩΡΙΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑ, ΦΙΛΑΜΕ ΤΟ ΧΩΜΑ, ΞΕΦΕΥΓΟΝΤΑΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΗΣΥΧΑΣΜΟ ΚΑΙ ΛΕΜΕ ΝΑΙ ΣΤΑ ΠΑΘΗ ΥΠΕΡΒΑΙΝΟΝΤΑΣ ΤΑ  ΛΟΓΩ ΤΟΥ ΧΟΡΤΑΣΜΟΥ ΜΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΦΘΟΡΑΣ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ ΜΑΣ. Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΧΩΡΙΣ ΑΛΗΘΕΙΑ. Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΟΥ ΝΑΡΚΙΣΣΟΥ, ΤΗΣ ΝΕΟΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ.

Πέμπτη 6 Μαρτίου 2025

B) ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ "PERSONA DEI" ΣΤΟΝ ΣΕΛΛΙΝΓΚ (Schelling)

Στις πηγές της νεωτερικής θεολογίας (ΧX)

Συνέχεια από: Δευτέρα 3 Μαρτίου 2025

Τώρα πια ο Σέλλινγκ δεν αντιπαραθέτει τον «θεϊσμό» και τον «πανθεϊσμό» για να συλλάβει το απόλυτο στην μορφή ενός «παν-εν-θεϊσμού». Διακρίνοντας «πανθεϊσμό» και «μονοθεϊσμό», επεξεργάζεται αυτόν τον τελευταίο σε μια πρωτότυπη και γοητευτική ταυτοχρόνως παρουσίαση.

Ο τελευταίος Σέλλινγκ συνεχίζει να απωθεί τον θεϊσμό του Γιακόμπι, τον οποίο ταυτίζει με τον Διαφωτισμό, καθώς δεν ικανοποιεί κατά την γνώμη του, ούτε το αίσθημα ούτε την διάνοια. Προσκολλημένος πάντοτε στην προϋπόθεση της φιλοσοφίας της ταυτότητος, θέλει ταυτόχρονα να υπερβεί και τον πανθεϊσμό, αλλά να τον υπερβεί στοχαστικά, πραγματοποιώντας τις νόμιμες προθέσεις του, και όλα αυτά σε έναν «μονοθεϊσμό» στον οποίο ο θεός μπορεί να είναι ολότης η οποία περιέχει τα πάντα, απρόσωπη ζωή και ταυτοχρόνως αυτοσυνειδησία δηλαδή διαφοροποίηση ανάμεσα σε υποκείμενο και αντικείμενο και τοιουτοτρόπως ΠΡΟΣΩΠΟ.

Πώς όμως είναι δυνατόν ο θεός να είναι το απόλυτο, το όλον των πραγμάτων και της Ιστορίας και ταυτόχρονα ένας άλλος, ξεχωριστός, Κύριος του Είναι και έτσι ΠΡΟΣΩΠΟ; Αυτή θα μπορούσαμε να πούμε είναι η ερώτηση γύρω από την οποία κινείται ολόκληρη η φιλοσοφία του γέρο-Σέλλινγκ, την ίδια στιγμή όμως, ας μην ξεχνάμε, ότι η απάντηση ερευνάται σε μια τιτάνεια αντιπαράθεση, σε μια πάλη σώμα με σώμα του στοχασμού με το δόγμα του χριστιανικού θεού, τον Τριαδικό θεό.

Ήδη από το 1802 ο Σέλλινγκ είχε δηλώσει πως ο θεός και η Ιστορία έχουν μια ενδόμυχη αμοιβαιότητα, με την έννοια πως ο θεός ενσαρκώνεται από την αιωνιότητα στην περατότητα και επιστρέφει στην αιωνιότητα με μια μοναδική πράξη αυτογνωσίας και αυτοβεβαιώσεως. Στην συνέχεια όμως ο Σέλλινγκ, μέσα στο πλαίσιο της φιλοσοφίας της ταυτότητος, δεν ενδιαφέρεται πλέον για το Τριαδικό δόγμα, καθώς το σημείο εκκίνησης του στοχασμού είναι τώρα η απόλυτη ελευθερία του θεού στην δημιουργία του κόσμου. Βεβαίως ο θεός συνεχίζει να διαθέτει μια αναφορά στην Ιστορία, αλλά δεν διαλύεται σ’ αυτή, όπως σκεφτόταν κατ’ αρχάς ο Σέλλινγκ. Ακόμη και στα 1811 ο φιλόσοφος, παρουσιάζει ένα προτύπωμα του στοχασμού του γύρω από την Αγία Τριάδα το οποίο δεν ξαναεμφανίζεται, όπου η αΐδιος λειτουργία και η Ιστορία της Σωτηρίας των θείων προσώπων δεν είναι ακόμη διαφοροποιημένες.

Στην τελευταία όμως φιλοσοφία του Σέλλινγκ το Τριαδικό δόγμα επιστρέφει θριαμβευτικά. Στην «Φιλοσοφία της αποκαλύψεως» είναι το θεμελιώδες δόγμα ολοκλήρου του Χριστιανισμού, παρότι δεν είναι μια ιδέα αποκλειστικώς Χριστιανική, καθώς είναι αρχαία όσο και ο κόσμος.

Διακρίνει, ακόμη, μια στενή σχέση ανάμεσα στον τριαδικό θεό και στην Ιστορία και παρότι παρουσιάζεται και στην μυθολογία και στην Παλαιά Διαθήκη, απεκαλύφθη πλήρως μόνον με τον Χριστό. Φτάνει δε να αναγνωρίζει ο ίδιος πως η θέση του είναι ένας καθαρός Σαβελλιανισμός, και να δηλώσει πως έχει σαν σκοπό του να τον υπερβεί, όπως επίσης και τον Αρειανισμό. Δεν κατόρθωσε όμως τελικά παρά μόνον την αναγνώριση πως στην Ιστορική οικονομία τα τρία πρόσωπα είναι μόνον τρεις μορφές της μοναδικής θείας ουσίας, καθεμία από τις οποίες έχει διαφορετική σχέση με τον κόσμο.

Στην «Φιλοσοφία της αποκαλύψεως» ο Σέλλινγκ δεν ξεκινά μεθοδολογικά από την «οικονομική Τριάδα», δηλαδή από την Ιστορική σωτηριολογική δραστηριότητα κάθε προσώπου, για να αναρωτηθεί στη συνέχεια, γύρω από την «Τριάδα καθεαυτή», την μόνιμη (immanente) τριάδα. Παραμένοντας πιστός στον «Ιδεαλισμό» του θέλει να κατασκευάσει a priori τις συνθήκες με τις οποίες έγινε δυνατή η Δημιουργία και η Ιστορία, ξεκινώντας από την «απόλυτη προσωπικότητα», στην οποία ολόκληρη η θεότης πραγματοποιείται «προοδεύοντας» σε τρεις διαφορετικές προσωπικότητες. Αυτό το εσωτερικό γίγνεσθαι της θεότητος ή όπως το ονομάζει ο Σέλλινγκ, αυτή η «θεογονία» είναι αναμφισβήτητα ένα αποκαλυπτικό γεγονός, αλλά είναι ταυτοχρόνως συνδεδεμένο «αναγκαίως» στο αιώνιο θεμέλιό του. Τοιουτοτρόπως η Ιστορία στην ολότητά της είναι ένα τριαδικό ένδυμα, αλλά παρόλες τις προσπάθειες που κατέβαλε δεν κατόρθωσε να την διακρίνει από την αιωνιότητα. Η Ιστορία για τον Σέλλινγκ είναι η μοναδική μορφή, στην οποία μας επιτρέπεται να ομιλούμε για άπειρο.

Εάν μας επιτρέπεται να μιλήσουμε πριν της ώρας της για μια μεγάλη διαμάχη, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η στάση του Hegel και του Σέλλινγκ απέναντι στον Χριστιανισμό συνθέτει την φιλοσοφική συμφωνία τους και την διαφωνία τους. Και οι δύο ξεκινούν από την ιδέα πως η γνώση της αντικειμενικής πραγματικότητος του θεού πραγματοποιείται στην φιλοσοφία, συγκεκριμένα δε στην φιλοσοφία της θρησκείας. Για τον Hegel όμως η αποκεκαλυμμένη θρησκεία φανερώνει και αποκαλύπτει ολόκληρο το Μυστήριο, το οποίο στη συνέχεια ξεδιπλώνεται στον στοχασμό και στην δυναμική της έννοιας. Έτσι για τον Hegel ο θεός είναι άπειρη προσωπικότης, άπειρη ελευθερία μόνον στο τέλος της κινήσεως, της προόδου, όταν το πνεύμα το οποίο εξήλθε από τον εαυτό του επιστρέφει εις εαυτόν. Η Ιστορία του θεού είναι η αυτομεσιτεία, η αντίφαση τοποθετημένη και λυμένη, απαντημένη. Η ενσάρκωση του θεού είναι η απλή φανέρωση της ουσιώδους ενότητος του θεού με τον άνθρωπο. Εν συντομία λοιπόν, ο θεός του Hegel είναι ταυτόχρονα απόλυτη πραγματικότης και απόλυτος Ιδεαλισμός.

Ο θεός του τελευταίου Σέλλινγκ είναι απόλυτη πραγματικότης και επομένως αμείωτος σε μία ταυτότητα αντιθέτων. Η αποκάλυψη υψώνεται πάνω σ’ ένα σκοτεινό απλησίαστο βάθος, στην απόλυτη υπερβατικότητα του θεού. Γι’ αυτόν, όπως θα πει αργότερα ο Κίρκεγκαρντ, υπάρχει μία διαλεκτική αποκαλύψεως και αποκρύψεως, σχεδόν ένας Λουθηρανικός θεός κρυμμένος (Deus absconditus) και ένας θεός αποκεκαλυμμένος (Deus revelatus), σε ένα είδος θεϊκής είρωνιας, με την οποία η κυρίαρχη ελευθερία του Δημιουργού σώζεται μέσα στην ίδια πρόοδο αποκαλύψεως και αποκρύψεως. Για τον τελευταίο Σέλλινγκ η θεϊκότης του θεού σαν actus Purissimus παραμένει άθικτη, δεν εισέρχεται στην κοσμική πρόοδο. Η ενσάρκωση του θεού δεν στηρίζεται στην προσωπική ταυτότητα του θεού με τον άνθρωπο: Η «μορφή δούλου» φανερώνει την δόξα του Μονογενούς Υιού, αφαιρώντας του την δόξα της μορφής του θεού η οποία τύλιγε και έκρυβε την θεότητα.

Αμέσως μετά όμως είμαστε υποχρεωμένοι να αναγνωρίσουμε πως ο Σέλλινγκ σαν καλός Ιδεαλιστής που ήταν, ανακατεύει και συγχύζει την τάξη της γνώσεως με την τάξη του Είναι, ομολογώντας την ταυτότητά τους. Αυτή η φιλοσοφία της ταυτότητος τον εμποδίζει να διακρίνει ανάμεσα στην αιώνια «θεογονία» και στην ιστορική «θεογονία». Εκμηδενίζοντας τοιουτοτρόπως την τόσο επιθυμητή ελευθερία του θεού και την τόσο αγαπητή του ελευθερία του ανθρώπου. Πρέπει να προσθέσουμε πως στην «φιλοσοφία της αποκαλύψεως» αναδεικνύεται μια πολύ δυνατή κατανόηση της οικονομίας της σωτηρίας, η οποία όμως συνθλίβεται μέσα στην χαώδη εκλογίκευση των χριστιανικών περιεχομένων, καταστρέφοντας έτσι τις καλές του προθέσεις. Για τον Σέλλινγκ η ομολογία πίστεως προσφέρεται από την συμφωνία των φιλοσόφων, από την συμφωνία των ανώτερων πνευμάτων και στο τέλος από την αυταπάτη του ότι είναι ο «οραματιστής όλων των αρμονιών».

Στην τελευταία περίοδο της σκέψης του το ενδιαφέρον του Σέλλινγκ για τα Χριστιανικά δόγματα επικεντρώνεται λοιπόν στο πρόσωπο του θεού. Τώρα υποστηρίζει την Τριάδα, αλλά στον επαναπροσδιορισμό που επιδιώκει όλα γίνονται «πρόοδος». Ο θεός λέει τώρα ο Σέλλινγκ, στην απόλυτη ενότητα των πρωτογενών δυναμεών του, είναι ο πατέρας, η δημιουργός προσωπικότης, η οποία παράγει ένα ομογενές προς εαυτόν ον ως προς το είδος, το οποίο όμως πρέπει να αναπτυχθεί και να φθάσει στην ισότητα αυτή, ξεκινώντας από μια εν δυνάμει κατάσταση. Η αναγκαία ύπαρξη η οποία εξέρχεται της ενότητος και βρίσκεται σε ένταση με τον πατέρα, είναι ο Υιός, γεννηθείς, χωρίς να διαθέτει όμως πραγματοποιημένη την πληρότητά του, ο οποίος γίνεται αληθινός Υιός, μόνον όταν επανέρχεται στην ενότητα έχοντας ήδη κατακτήσει μια δική του αυτόνομη προσωπικότητα, παρότι ταυτόσημη με τον πατέρα. Ταυτόχρονα όμως ο Υιός, το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, εξαρτάται από το θείο γίγνεσθαι της δημιουργίας. Αυτή η εξάρτηση η οποία τίθεται από την ύπαρξη της δημιουργίας αφορά και το τρίτο πρόσωπο ακόμη δε και το πρώτο πρόσωπο, του Πατρός, ως προς το ότι είναι δημιουργός και ως προς το γεγονός πως οι δυνάμεις, στο πρώτο πρόσωπο, αποκαθίστανται σ’ αυτό στην ενότητά τους. Ο Υιός ονομάζεται γεννηθείς και άκτιστος, αλλά η κτίσις ορίζεται σαν απαραίτητη συνθήκη της γεννήσεως του Υιού, καθώς χωρίς αυτή δεν θα ήταν δυνατή η ένταση των δυνάμεων, η επιστροφή στην ενότητα και η εγκατάσταση του Υιού σαν αυτόνομο πρόσωπο. Μόνον στο τέλος αυτού του γίγνεσθαι ο θεός είναι πραγματικός στα τρία του πρόσωπα: Ο άνθρωπος είναι το ον στο οποίο πραγματοποιείται αυτή η αποκατάσταση-πραγματοποίηση του θεού.

Για τον τελευταίο Σέλλινγκ λοιπόν ο θεός είναι πρόοδος, και καθότι πρόοδος, εισέρχεται στην πρόοδο του κόσμου, τόσο ώστε στο τέλος δεν υπάρχει ένας αληθινός κόσμος extra Deum, έξω απ’ τον θεό, αλλά δεν υπάρχει ούτε ένας αληθινός θεός extra mundum. Η φιλοσοφία του Σέλλινγκ όπως και του Hegel, καταλήγει στην άρνηση του Τριαδικού θεού του χριστιανικού δόγματος. Οπωσδήποτε, παρατηρεί ο Löwith, έχει κάποιους δεσμούς με τον Χριστιανισμό, η παραδοχή ότι ο θεός έχει μια αδυναμία προς τον άνθρωπο και ότι σ’ αυτή του την αδυναμία είναι πιο δυνατός από τον άνθρωπο. «Πάνω σ’ αυτή την αδυναμία του θεού για τον άνθρωπο -φτάνει να υπογράφει συμφωνίες μαζί του, τον τιμωρεί, τον αγαπάει και θέλει να αγαπηθεί από το αντικείμενο της αγάπης του- στηρίζεται ολόκληρη η άνθρωπο-θεολογία της Χριστιανικής σκέψης με όλες της τις Μεταφυσικές συνέπειες και σε όλες τις εκκοσμικευμένες της μορφές τις κοινωνικές και ανθρωπιστικές». Παρόλα αυτά, εάν ο θεός δεν «είναι» εις εαυτόν, στην απόλυτη υπερβατικότητά του, πως μπορεί να είναι για μας Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα, μ’ έναν τρόπο δηλαδή Σωτήριο και ελευθερωτικό; Στην πραγματικότητα για τον Σέλλινγκ, ο θεός δεν είναι, αλλά γίνεται Τριάδα. Ο άνθρωπος με την σειρά του πραγματοποιείται στο εσωτερικό μιας θεογονικής προόδου στην οποία ο θεός δεν είναι ούτε υπαρκτός, ούτε ανύπαρκτος, αλλά καθαρή ελευθερία, Βούληση που δεν θέλει τίποτε, χωρίς σκοπούς και επιθυμίες. Όλες οι θέσεις λοιπόν του τελευταίου Σέλλινγκ απέχουν τόσο από την Ιστορική Χριστιανική πίστη της Εκκλησίας, όσο και από τον θεϊσμό και τον αθεϊσμό του Διαφωτισμού.

Από την εποχή της κατηγορίας για Αθεϊσμό, της φιλοσοφίας, από εκείνη την διασταύρωση κατηγοριών για αθεϊσμό οι οποίες δεν άφησαν κανέναν ανέπαφο, ούτε αυτόν τον ίδιο τον «μεγάλο Ιεροεξεταστή» τον Γιακόμπι, μέχρι την μοντέρνα συζήτηση για το πρόσωπο του θεού, μάλιστα δε από ολόκληρη την περιπέτεια της σκέψης που ξεκίνησε από το Cogito του Καρτέσιου και κατέληξε στον Μηδενισμό των ημερών μας, μπορούμε να εξάγουμε μια προειδοποίηση!

Η διάλυση του Τριαδικού δόγματος, που ακολούθησε το Cogito, δεν καταλήγει μόνον στον θεϊσμό ούτε στον αγνωστικισμό: Γι’ αυτή την ίδια την λογική του, μια ενυπάρχουσα ανάγκη απαιτεί, στον Δυτικό πολιτισμό, τον αθεϊσμό. Εάν δεν ξαναπροσλάβουμε το αρχαίο δόγμα της Εκκλησίας, του μοναδικού θεού σε τρία πρόσωπα, δεν θα κατορθώσουμε ποτέ μας να ελευθερωθούμε από την μοίρα του άθεου μηδενισμού.

Πώς να κατορθώσουμε όμως να πιστέψουμε ξανά την Αγία Τριάδα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος χωρίς να αγνοήσουμε και χωρίς να ειδωλοποιήσουμε την περιπέτεια της μοντέρνας φιλοσοφίας;


Αμέθυστος

Δευτέρα 3 Μαρτίου 2025

A) ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ "PERSONA DEI" ΣΤΟΝ ΣΕΛΛΙΝΓΚ (Schelling)-10

 Συνέχεια από: Σάββατο 15 Φεβρουαρίου 2020

Στις πηγές της νεωτερικής θεολογίας (ΧΙX)

Αυτός ο μεγάλος Ιεροεξεταστής πού υπήρξε ο Γιακόμπι, δεν θα μπορούσε από τήν ίδια του την λογική συνέπεια, να μήν κατηγορήσει για αθεϊσμό, και τήν φιλοσοφία τού Σέλλινγκ. Διότι και στον Σέλλινγκ διαλύεται ο «προσωπικός θεός». Η «δεύτερη κόρη» τής κριτικής φιλοσοφίας τού Kant είναι ακριβώς η φυσική φιλοσοφία τού Σέλλινγκ: Η διδασκαλία του για το “ΕΝΑ ΟΛΟ” (Alleinheitslehre) δεν είναι παρά μια αντιστροφή ή μετάλλαξη της φιλοσοφίας του Σπινόζα, δηλαδή ένας ιδεαλιστικός υλισμός. Εναντίον αυτού του ιδεαλιστικού ή υπερβατικού υλισμού ο Γιακόμπι επαναλαμβάνει όσα είχε προσάψει στον υπερβατικό ηθικισμό τού Φίχτε: Η νόηση χωρίς προσωπικότητα είναι ένας παραλογισμός, ο ίδιος ακριβώς παραλογισμός με εκείνη τήν θεμελιακή ύλη ή πρωτογενές θεμέλιο, που είναι το ΟΛΟΝ αλλά όχι το ΕΝΑ, δηλαδή ένα και κανένα, η τελειότης τής ατέλειας, το απολύτως ακαθόριστο, το οποίο μάλιστα ονομάζεται θεός από όσους δεν θέλουν να γνωρίσουν τον αληθινό θεό, αλλά διστάζουν επίσης να τον αρνηθούν με τα χείλη.

Ο άνθρωπος κατά τον Γιακόμπι, δεν μπορεί να απαρνηθεί τον προσωπικό θεό, ένα «αιώνιο ΕΣΥ που να απαντά στο δικό μου ΕΓΩ» όπως έλεγε ο Σέλλινγκ, τραβώντας στα άκρα αυτή την σκέψη.

Ο Σέλλινγκ από την μεριά του αντιδρούσε λέγοντας πως από την άμεση νόηση δεν μπορούμε να φθάσουμε, όπως υπέθετε και ο Γιακόμπι, σ’ έναν προσωπικό θεό. «Η καθαρή και άμεση γνώση τής νοήσεως μπορεί να είναι τέτοια μόνον μέσω τού απολύτου νόμου της, δηλαδή μιας γνώσεως τής αντιφάσεως, δηλαδή την απόλυτη ταυτότητα του απείρου και του πεπερασμένου, η οποία είναι η υπέρτατη πραγματικότης. Αυτή η γνώση δίνει επίσης και την γνώση τού θεού καθότι η ουσία εκείνης τής απολύτου ταυτότητος είναι ήδη αυτός ο ίδιος ο θεός ή για να μιλήσουμε πιο συγκεκριμένα, είναι αυτή η ίδια ουσία η οποία μεταλλάσσεται σ’ έναν προσωπικό θεό. Όλο αυτό όμως δεν μπορούμε να το ονομάσουμε γνώση του προσωπικού θεού»!!!

«Μια άμεση γνώση τού προσωπικού θεού –συνεχίζει ο Σέλλινγκ– μπορεί να είναι επίσης μόνον προσωπική γνώση, βασισμένη και αυτή όπως και κάθε άλλη γνώση πάνω στην πρακτική μιάς πραγματικής εμπειρίας. Αυτή η γνώση όμως δεν έχει θέση στην φιλοσοφία, δεν αφορά την νόηση. Η ύπαρξις όμως τού θεού σαν προσωπική ύπαρξις είναι το αντικείμενο, μάλιστα δε ιδιαιτέρως τής επιστήμης και όχι μόνον γενικώς αλλά σαν το υπέρτατο και τελικό αντικείμενο, ο σκοπός τών βλέψεών της, για τον οποίο η επιστήμη πάλεψε διαμέσου όλων τών αιώνων και τον οποίο κατόρθωσε στους χρόνους μας, μέσω της φιλοσοφίας την οποία ο καλός μας άνθρωπος (ο Γιακόμπι) κατηγορεί για αθεΐα». Είναι η ιδιαιτερότης ακριβώς τής φιλοσοφίας σαν επιστήμης να δηλώσει πως δεν “υπάρχει” θεός, επειδή ακριβώς ο θεός είναι πάνω από την νόηση και είναι αντικείμενο βεβαιότητος μόνον τής πίστεως.

Ο Γιακόμπι λοιπόν κατηγορούσε τον Σέλλινγκ για αθεΐα, καθώς προσπαθούσε να θεοποιήσει τήν Φύση και να καταχραστεί λόγω αυτού τού σκοπού, θρησκευτικές έννοιες! Ο Σέλλινγκ λοιπόν απαντούσε από την μεριά του, από το ένα μέρος πως ο «επιστημονικός θεϊσμός» τού Γιακόμπι ήταν ανύπαρκτος και εάν έστω υπήρχε κάπως σε κάποιο μέρος ήταν ολότελα άγνωστος και από το άλλο μέρος πως η φυσική του φιλοσοφία δεν αφορούσε το σύνολο τού συστήματος και επομένως δεν απέκλειε καταρχάς έναν προσωπικό θεό. Μια «προσωπική ουσία» η οποία είναι δημιουργός και καθοδηγητής τού κόσμου, κατά τον Σέλλινγκ, δεν μπορεί να μην συγκινεί σαν ένα θαύμα και να μην μεταφέρει σ’ έναν εκστατικό ενθουσιασμό όποιον επιδιώκει να λύσει το αίνιγμα τής πραγματικότητος και να ενοποιήσει τό Όλον.

Όσον αφορά όμως τον στοχασμό τού πρώτου Σέλλινγκ, ακόμη και μια τέτοια τοποθέτηση δεν είναι σίγουρο πως μπορεί να βρει αντιστοιχίες. Ίσως είναι μια επιτυχημένη υπεράσπιση αλλά στα νιάτα του ο φιλόσοφος έδινε την εντύπωση πως προωθούσε ένα είδος «ηθικού αθεϊσμού» ο οποίος πίστευε στην αθανασία τού ανθρώπου και αδιαφορούσε για τον χριστιανικό θεό ή καλύτερα, πίστευε σ’ έναν «απόλυτο» θεό και στον τρόπο που αποκαλυπτόταν στην συνείδησή του.

Στο χαοτικό μάγμα τής σκέψης του θα μπορούσαμε να βρούμε ίσως κάποια ίχνη υπερβατικότητος, ένα είδος Μονισμού, «παν-εν-θεϊσμού», έναν «μόνιμο θεϊσμό», ο οποίος συνελάμβανε το Είναι όλων των πραγμάτων στον θεό και το Είναι του θεού σε όλα τα πράγματα. Η μεταστροφή λοιπόν του Σέλλινγκ στην φιλοσοφία τής Ταυτότητος έφερνε μαζί της έναν θεό σαν όλον και ένα όλον σαν θεό, ένα απόλυτο δηλαδή στο οποίο ο θεός, χωρίς κυριότητα και ελευθερία πάνω στο ΕΙΝΑΙ, βρίσκεται σε αναγκαία σχέση με τον κόσμο μέσα στον οποίο και μέσω του οποίου ξεδιπλώνεται. Σ’ ένα τέτοιο όραμα φυσικά, ο θεός δεν θα μπορούσε με οποιονδήποτε τρόπο να είναι πρόσωπο ή διαφορετικά θα έπρεπε να τον στοχαστούμε μόνον σαν μια καθολική προσωπικότητα η οποία περιέχει τα πάντα.

Όλοι αυτοί οι περιορισμοί στον στοχασμό του νεαρού Σέλλινγκ πήγαζαν από μια θέληση η οποία σκόπευε να συνδέσει τον Καντ με τον Σπινόζα. Με τον φιλόσοφο τού Könisberg χάραξε η αυγή, αλλά ο Σέλλινγκ ήθελε να είναι πιστός στο πνεύμα και όχι στο γράμμα της κριτικής φιλοσοφίας. Έτσι λοιπόν μαζί με τον Σπινόζα ξεκινά από τo απόλυτο, αλλά δεν το τοποθετεί όπως ο Σπινόζα στο αντικείμενο, αλλά στο υποκείμενο. Για τον νεαρό Σέλλινγκ δηλαδή ο θεός είναι κάτι παραπάνω από την «ηθική τάξη τού κόσμου» τού Καντ, αλλά δεν είναι ούτε το απόλυτο αντικείμενο του Σπινόζα. Ο θεός είναι ταυτότης γνώσεως καί υπάρξεως, υποκειμένου καί αντικειμένου (ψυχής και σώματος). Αυτή η ταυτότης είναι κάτι ζωντανό και δυναμικό. Αυτό που στόν Kant ήταν η πρόοδος τής ηθικής αυτοσυνειδήσεως γίνεται η πρόοδος τού απολύτου και τοιουτοτρόπως τής ιστορίας τού κόσμου. Μόνο μ’ αυτόν τον τρόπο, στα μάτια τού Σέλλινγκ, μπορούσε να πραγματοποιηθεί ο στόχος τής υπερβατικότητος τού Kant και μαζί να διατηρηθεί η ελευθερία τού ανθρώπου.

Είχε δίκιο τελικά ο Φίχτε, κατά τον Σέλλινγκ, να μην αποδίδει στον θεό συνείδηση και προσωπικότητα: Η συνείδηση είναι συγκέντρωση και συμμάζεμα και εδώ ακριβώς βρίσκεται η δύναμις της ατομικότητος. Ο θεός, εάν είναι θεός, δεν μπορεί να είναι πεπερασμένος αλλά ούτε και άπειρος, μπορεί να είναι μόνον μια ζωντανή ταυτότης απείρου και πεπερασμένου. Γι’ αυτό ακριβώς έκανε λάθος ο Φίχτε και όλη η μοντέρνα φιλοσοφία από τον Καρτέσιο και έπειτα, διότι ο θεός, εάν είναι θεός, δεν μπορεί να είναι ένα αφηρημένο eus realissimum, αλλά μόνον μια δυναμική «ζωντανή ενότης δυνάμεων», ένας θεός υπονοούμενος ο οποίος φανερώνεται, ο οποίος δεν είναι πρόσωπο αλλά γίνεται προσωπικός.

Όπως έχει αρχίσει να διακρίνεται, σ’ αυτή την θέληση τής coincidentia oppositorum (ενώσεως τών αντιθέτων) βρίσκεται και η αρχή τής περαιτέρω αναπτύξεως τής σκέψης τού Σέλλινγκ. Αυτή η προσπάθεια να μεσιτεύσει έναν ζωντανό θεό, ο οποίος αγκαλιάζει και οργανώνει το Είναι και την Ιστορία, μ’ έναν θεό προσωπικό, που αντιτίθεται στα πράγματα και τα υπερβαίνει, είναι η βασική προϋπόθεση τής μαρτυρικής πορείας τής φιλοσοφίας τής ταυτότητος τού Σέλλινγκ. Σ’ αυτό το σημείο μπορούμε να κατανοήσουμε γιατί, για τον νεαρό Σέλλινγκ, ο θεός δε μπορεί να είναι παρά ένα «εγώ», ένα απόλυτο υποκείμενο, χωρίς κανένα αντικείμενο να το περιορίζει, διότι διαφορετικά δεν θα ήταν απόλυτοΓι’ αυτόν τον λόγο δε, εντελώς παραδόξως, ακριβώς επειδή είναι ένα «ΕΓΩ», ο θεός δεν μπορεί να είναι πρόσωπο. Για να τον εννοήσουμε σαν πρόσωπο πρέπει να τον συλλάβουμε ανθρωπομορφικά, με την έννοια πως η ζωή του και το πρόσωπό του, σε αναλογία με την ζωή και το πρόσωπο τού ανθρώπου, θα έπρεπε να ανέχεται ένα άλλο πρόσωπο. Διαλεκτικά θα μπορούσαμε να πούμε, πως για τον Σέλλινγκ όπως και για τον Φίχτε, χωρίς αντίθεση δεν υπάρχει ζωή, δεν υπάρχει πρόσωπο. Το πρόσωπο ψάχνει το πρόσωπο. Ένας θεϊκός θεός λοιπόν, όπως σκέφτεται σ’ αυτό το σημείο της ωρίμανσής του ο Σέλλινγκ θα εισάγει στο σύστημά του τήν μεγάλη του ανακάλυψη, την διάκριση δηλαδή εννοίας και πραγματικότητος, ουσίας και υπάρξεως.

Τοιουτοτρόπως ο Σέλλινγκ θα αναγνωρίσει πώς κατέχουμε τον θεό, αλλά μόνο στην έννοια, και αυτό δεν σημαίνει απαραιτήτως πως ο θεός είναι το αποτέλεσμα τής αντικειμενικής προόδου. Στα πλαίσια μιας φιλοσοφίας η οποία θα ήθελε να δοκιμαστεί στην ζωή, ο θεός, λέει ο γέρο-Σέλλινγκ, πρέπει να αποδειχθεί στην πραγματικότητά του. Για το συγγραφέα της «Φιλοσοφίας τής αποκαλύψεως» (1854), μέσα σε μια ιστορική ατμόσφαιρα εντελώς καινούρια, μετά τον θάνατο του Hegel, ο θεός δεν εισέρχεται πλέον στην κίνηση τής έννοιας, σ’ έναν Βακχικό θρίαμβο, όπου όλα κυλούν και δονούνται. Ο θεός αναγνωρίζεται σαν ο ύπερ-υπαρκτός, αυτός που υπάρχει πάνω από το Είναι και ο οποίος δεν είναι μόνον το τέλος και το αποτέλεσμα τής σκέψεως, αλλά είναι επίσης αρχή και θεμέλιο, actus Purus, το οποίο προηγείται κάθε εξαντικειμενοποιήσεώς του σε Potentia Universalis.

Ο Hegel όπως γνωρίζουμε πλέον κάνει τον θεό έννοια και την έννοια θεό, μια έννοια που ξεδιπλώνεται και προοδεύει διαλεκτικά για να φτάσει μόνον στο τέλος σ’ αυτό που είναι στ’ αλήθεια. Για τον τελευταίο Σέλλινγκ όμως, ο θεός είναι μεν απόλυτη έννοια, η οποία συλλαμβάνεται στην διανοητική έκσταση και η οποία αναζητείται πρώτη-πρώτη στήν σκέψη αλλά και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο κάτι επιθυμητό. Στην κατηγορία τού Hegel ότι μ’ αυτόν τον τρόπο το απόλυτο είναι σαν να εξερράγη στην αρχή σαν ένας πυροβολισμός, ο Σέλλινγκ ανταπαντά πως το πιστόλι, από το οποίο εξερράγη το απόλυτο, είναι απλά η βούληση να το αποκτήσουμε και επομένως είναι η ελευθερία.


(Συνεχίζεται)

"Για τον νεαρό Σέλλινγκ δηλαδή ο θεός είναι κάτι παραπάνω από την «ηθική τάξη τού κόσμου» τού Καντ, αλλά δεν είναι ούτε το απόλυτο αντικείμενο του Σπινόζα. Ο θεός είναι ταυτότης γνώσεως καί υπάρξεως, υποκειμένου καί αντικειμένου (ψυχής και σώματος). Αυτή η ταυτότης είναι κάτι ζωντανό και δυναμικό. Αυτό που στόν Kant ήταν η πρόοδος τής ηθικής αυτοσυνειδήσεως γίνεται η πρόοδος τού απολύτου και τοιουτοτρόπως τής ιστορίας τού κόσμου. Μόνο μ’ αυτόν τον τρόπο, στα μάτια τού Σέλλινγκ, μπορούσε να πραγματοποιηθεί ο στόχος τής υπερβατικότητος τού Kant και μαζί να διατηρηθεί η ελευθερία τού ανθρώπου."

ΑΥΤΗ Η ΘΕΩΡΙΑ ΕΥΔΟΚΙΜΗΣΕ ΣΤΗΝ ΝΕΟΟΡΘΟΔΟΞΙΑ  ΜΕ ΤΗΝ ΒΟΗΘΕΙΑ ΤΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΜΑΤΟΣ ΩΣΤΕ ΝΑ ΕΞΑΣΦΑΛΙΖΟΝΤΑΙ ΟΙ ΕΝΤΟΛΕΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ, ΤΗΣ ΧΑΡΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ, ΤΟΥ ΧΡΙΣΜΑΤΟΣ.

Αμέθυστος

Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου 2025

Κάλλιστος Γουέαρ - Το ανθρώπινο πρόσωπο ως εικόνα της Αγίας Τριάδος (6)

 Συνέχεια από: Τρίτη 25 Φεβρουαρίου 2025

Το ανθρώπινο πρόσωπο ώς εικόνα της Αγίας Τριάδος.

εκδόσεις ΠΑΡΡΗΣΙΑ, 2013

"Η πνευματική Διαθήκη του Κάλλιστου Ware".

Το ανθρώπινο πρόσωπο ως κοινωνία

Αλλά κάθε διαπροσωπική θεώρηση της Αγίας Τριάδος, όπως αυτή θεμελιώνεται στην έννοια που οι Καππαδόκες Πατέρες έδωσαν στη θεία κοινωνία, δεν είναι κατ᾽ ανάγκην τριθειστική. Έχει το εξής ασύγκριτο πλεονέκτημα: περιγράφει την Τριάδα, παρουσιάζοντας τον Θεό με όρους αμοιβαίας αγάπης. Διότι, όπως ο Richard of St. Victor πολύ σωστά το αντιλήφθηκε, μόνον η αμοιβαία αγάπη παρέχει, στα πλαίσια της ανθρώπινης εμπειρίας μας, το λιγότερο ατελές ανάλογο της θείας ζωής.

AΦΟΥ ΜΙΛΗΣΑΜΕ έως εδώ για τον αιώνιο κύκλο της αγάπης εντός της Τριάδος, ας ρίξουμε τώρα μια ματιά στον κύκλο ο οποίος διευρύνεται έτσι, ώστε να αγκαλιάζει τη δημιουργία.
 Τι μου λέει η πίστη στην Τριάδα για τον εαυτό μου; Τι υπονοεί για τη θεολογία του ανθρώπινου προσώπου, ιδιαιτέρως η «κοινωνική» προσέγγιση της Τριάδος; Αφού προσπαθήσαμε να ερμηνεύσουμε τον Θεό ως αμοιβαία αγάπη, ας προσπαθήσουμε να κάνουμε το ίδιο και για τον άνθρωπο.

«Ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ᾿ εἰκόνα ἡμετέραν καί καθ᾽ ὁμοίωσιν» (Γέν. 1:26). Γιατί ο Θεός μιλά εδώ στον πληθυντικό: «ποιήσωμεν, ἡμετέραν»; Οι Χριστιανοί στοχαστές από το δεύτερο αιώνα και μετά πολύ γρήγορα διέκριναν ότι η φράση αυτή αναφέρεται στην Αγία Τριάδα. Ο Βαρνάβας στην Επιστολή του θεωρεί ότι τα λόγια αυτά απευθύνονται από τον Πατέρα προς τον Υιό· την ίδια εξήγηση δίνει και ο Ιουστίνος, ενώ ο Θεόφιλος και ο Ειρηναίος παρουσιάζουν τον Πατέρα να μιλά και προς τον Υιό και προς το Πνεύμα. Έτσι, τα τρία Πρόσωπα της Τριάδος δείχνουν να «διαβουλεύονται» πριν δημιουργήσουν τον άνθρωπο. Η δημιουργία του ανθρώπου είναι μια «συνοδική» πράξη, από κοινού έργο των τριών Προσώπων της θείας Τριάδος, ενώ η εικόνα του Θεού μέσα μας είναι έτσι σαφώς η εικόνα της Τριάδος. Τα λόγια που ακολουθούν αμέσως μετά στο πρώτο κεφάλαιο της Γενέσεως επεκτείνουν και εμβαθύνουν στο Τριαδικό νόημα της εικόνας: «Καί ἐποίησεν ὁ Θεός τόν άνθρωπον, κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ ἐποίησεν αὐτόν, ἄρσεν καί θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς» (1:27).[ΤΟ ΑΡΣΕΝ ΚΑΙ ΘΗΛΥ ΔΕΝ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΟ ΚΑΤ΄ΕΙΚΟΝΑ ΚΑΙ ΟΜΟΙΩΣΗ ΤΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ ΑΛΛΑ ΣΤΗΝ ΠΤΩΣΗ] Η θεία, Τριαδική εικόνα δε δίδεται μόνο στον άνδρα ή μόνο στη γυναίκα, αλλά και στους δύο μαζί· ολοκληρώνεται στη μεταξύ τους κοινωνία.[Η ΘΕΙΑ ΕΙΚΟΝΑ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΑΥΤΕΞΟΥΣΙΟ. ΚΑΙ ΤΟ ΑΥΤΕΞΟΥΣΙΟ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΣΧΕΣΙΑΚΟ] Η εικόνα του Θεού ως «Όντος κοινωνικού» συνδιαλέγεται με την ανθρωπότητα διατηρώντας απαραμείωτο τον κοινωνικό της χαρακτήρα. Είναι εικόνα «σχεσιακή», η οποία αντανακλάται στη σχέση μεταξύ άνδρα και γυναίκας, στον πρωταρχικό αυτό κοινωνικό δεσμό που αποτελεί το θεμέλιο όλων των άλλων μορφών κοινωνικής ζωής. Μόνο μέσα σε μια διαπροσωπική κοινωνία μπορεί να επιτευχθεί σωστά η ομοίωση προς την Τριάδα.[ΓΙΑΤΙ Η ΕΝΑΝΘΡΩΠΗΣΗ;]

Αν έτσι –κατ' εικόνα του Τριαδικού Θεού– είναι πλασμένοι οι άνθρωποι, τότε όλα όσα είπαμε προηγουμένως για τον Θεό ως Τριάδα επιβεβαιώνονται και για το ανθρώπινο πρόσωπο. Πρέπει να δούμε την Τριάδα, κατά τον Raimundo Panikkar, ως «το υπέρτατο παράδειγμα προσωπικών σχέσεων».[ΕΝΑ ΣΧΕΣΙΑΚΟ ΤΡΙΓΩΝΟ ΑΣ ΠΟΥΜΕ] «Το δόγμα της Τριάδος», επιμένει, «δεν είναι μια απλή θεωρία για το βάθος του Θεoύ αλλά και μια ένδειξη για το ύψος του Ανθρώπου». Ξεκινώντας από το λόγο του Ευαγγελιστού «Ο Θεός αγάπη εστί», ο William Blake πολύ σωστά προσθέτει: «Ο Άνθρωπος αγάπη εστί»(“Jerusalem”, παράγραφος 96, 1.26). Ο Θεός δεν είναι αυτο-αγάπη, αλλά αμοιβαία και μοιραζόμενη αγάπη, άρα το ίδιο αληθεύει και για το ανθρώπινο πρόσωπο. Ο Θεός, είπαμε πιο πάνω, είναι δόσιμο, αυτοπροσφορά, αλληλεγγύη· το ίδιο και ο άνθρωπος, η εικόνα του Θεού.[Ο ΜΠΛΕΙΚ ΕΖΗΣΕ ΤΟ ΣΧΕΣΙΑΚΟ ΤΡΙΓΩΝΟ ΤΟΥ ΠΥΘΑΓΟΡΑ]

Επειδή ο Θεός είναι Ον σχεσιακό, ο κατ' εικόνα Του πλασμένος άνθρωπος είναι και αυτός ον σχεσιακό. Πολύ σωστά υποδεικνύει ο John Macmurray ότι, ως πρόσωπα, είμαστε ό,τι είμαστε μόνο εν σχέσει με άλλα πρόσωπα:[ΦΟΒΕΡΟ. ΚΑΙ ΟΤΑΝ ΔΕΝ ΕΙΜΑΣΤΕ ΜΕ ΑΛΛΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΡΟΣΩΠΑ;]

«Ο Εαυτός υπάρχει μόνο σε δυναμική σχέση με τον Άλλον... ο Εαυτός συγκροτείται δια της σχέσης του με τον Άλλον, υπάρχει δια των σχέσεών του». (John Macmurray, Persons in Relation, London, 1961, σελ. 17, όπως παρατίθεται στο Gunton, The One, the Three and the Many, σελ. 6). Αλλά, όπως ο Gunton παρατηρεί, ο Macmurray δε συνδέει το σχεσιακό χαρακτήρα του ανθρώπινου προσώπου με το δόγμα της Αγίας Τριάδος.

Δεν υπάρχει αληθινό πρόσωπο παρά μόνον όταν υπάρχουν τουλάχιστον δύο πρόσωπα που να επικοινωνούν μεταξύ τους· άνθρωπος σημαίνει διάλογος.

«Δεδομένου ότι η αμοιβαιότητα αποτελεί συστατικό στοιχείο του προσώπου, συνεπάγεται ότι “εγώ” έχω ανάγκη από “σένα” για να είμαι ο Εαυτός μου»!(Macmurray, Persons in Relation, σελ. 69).

Η ανθρώπινη ταυτότητά μας ή είναι κοινωνική ή δεν είναι τίποτε. Ο αυθεντικός άνθρωπος δεν είναι εγωκεντρικός, αλλά έχει ως κέντρο του τους αδελφούς του. Τότε μόνον είμαι αληθινά άνθρωπος, αληθινό πρόσωπο, αν σχετίζομαι με τους άλλους καθ᾽ ομοίωσιν της Αγίας Τριάδος, αν εκφράζω τον εαυτό μου, όπως ο Θεός, σε μια σχέση μεταξύ του «Εγώ και του Εσύ». Δε θα είμαι πρόσωπο, αν δεν αντικρίζω τους άλλους, αν δεν κοιτάζω προς αυτούς και δεν τους επιτρέπω να κοιτάζουν προς εμένα. Συνειδητοποιώ τον εαυτό μου ως πρόσωπο –πρόσωπο και όχι απλώς άτομο– μόνον εφ' όσον χαιρετίζω τους άλλους ως πρόσωπα.[ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΕΙΑ ΠΩΣ ΜΠΛΕΚΟΝΤΑΙ;] Κατά το λόγο του Μεγάλου Βασιλείου, 
«Τίς οὐκ οἶδε ὅτι ἥμερον καί κοινωνικόν ζῶον ὁ ἄνθρωπος καί οὐχί μοναστικόν, οὐδέ ἄγριον; Οὐδέν γάρ οὕτως ἴδιον τῆς φύσεως ἡμῶν ὡς τό κοινωνεῖν ἀλλήλοις καί χρήζειν ἀλλήλων καί ἀγαπᾶν τό ὁμόφυλον»(Όροι κατά πλάτος, iii I).

Και όλα αυτά, επειδή ο Θεός είναι Τριάς. Πλασμένος κατ' εικόνα της Τριάδος, ο άνθρωπος έχει αδελφούς και αδελφές, είναι αυτός που στην Κυριακή Προσευχή λέει όχι «δος μοί», αλλά «δος ἡμῖν», λέει «ἡμῶν» και όχι «ἐμοῦ». Στη μικρή ιστορία του Ντοστογιέφσκυ "Η γυναίκα και το κρεμμύδι", μόλις η γυναίκα είπε «είναι δικό μου το κρεμμύδι, κι όχι δικό σου», τότε αμέσως το κρεμμύδι χωρίστηκε στα δυό και εκείνη έπεσε και πάλι στη λίμνη της φωτιάς. Αρνούμενη να μοιραστεί, μη καταφέρνοντας να πεί «είναι το κρεμμύδι μας», αρνήθηκε στο πρόσωπό της την ομοίωση με την Τριάδα. Είμαι άνθρωπος σημαίνει μοιράζομαι. Επειδή πιστεύουμε ότι ο Θεός δεν είναι απλώς Ένας, αλλά και Τρισυπόστατος, είμαστε, κατά τον στάρετς Ζωσιμά, «υπεύθυνοι για όλους και για όλα». Κι όχι μόνο στην Ευχαριστία, αλλά καθ' όλη τη διάρκεια της Λειτουργίας της ανθρώπινης ζωής, προσφέρουμε «κατά πάντα και διά πάντα». «Μη φύλαξ του αδελφού μου ειμί εγώ;» Η απάντηση στην ερώτηση του Κάιν βρίσκεται στο Τριαδικό δόγμα.

Θεωρώντας την ανθρώπινη φύση υπό το φως της Τριάδος, μπορούμε τώρα να κάνουμε τη διάκριση ανάμεσα στο άτομο και στο πρόσωπο (Βλ. Βλαδίμηρου Λόσκυ, Μυστική Θεολογία). Παρ' όλο που οι δυο αυτοί όροι συχνά χρησιμοποιούνται αδιαφοροποίητοι, ως συνώνυμοι, στην πραγματικότητα υπάρχει μια ζωτική διαφορά μεταξύ τους. Το άτομο είναι απομονωμένο, χωριστό από τα άλλα ανθρώπινα πλάσματα, είναι ο άνθρωπος-ανταγωνιστής. Το πρόσωπο σχετίζεται και κοινωνεί, είναι ο συν-άνθρωπος. Αποκομμένος από τους άλλους, στραμμένος στον εαυτό του, χωρίς σχέσεις, ο καθένας μας γίνεται άτομο –μια μονάδα που μετριέται στην απογραφή του πληθυσμού– όχι όμως αυθεντικό πρόσωπο. Οι σχέσεις μας είναι αυτές που μας κάνουν πρόσωπα· γιατί ένα πρόσωπο μπορεί να υπάρξει μόνο εκεί όπου πληρούται η δυνατότητα ύπαρξης κάθε άλλου προσώπου, δηλαδή εντός ενός κόσμου που μοιράζεται. Η οντολογική πρόταση που δίνει προτεραιότητα στην έννοια του προσώπου, γνωστή με το φιλοσοφικό όρο Προσωποκρατία, βρίσκεται έτσι στον αντίποδα του ατομικισμού. Σηματοδοτεί ακριβώς την καθ' ομοίωση της Τριάδος κοινωνία, στοιχείο που διαφοροποιεί το πρόσωπο από το άτομο. Κατ' εικόνα της Τριάδος δεν είναι πλασμένο το άτομο, αλλά το πρόσωπο.

«Ώστε να είναι όλοι ένα», λέει ο Ιησούς στην αρχιερατική προσευχή προς τον Πατέρα Του, «όπως (καθώς) Εσύ, Πατέρα, είσαι ενωμένος μ' εμένα κι εγώ μ᾽ Εσένα. Για να είναι ένα μεταξύ τους, όπως εμείς είμαστε ένα. Εγώ ενωμένος μαζί τους κι Εσύ ενωμένος μαζί μου, ώστε να αποτελούν μια τέλεια ενότητα» (Ιω. 17:21-23). «Καθώς», λέει ο Χριστός. Μας φέρνει στο νου το Πλατωνικό «όπως επάνω έτσι και κάτω», ή τη φράση από την Κυριακή Προσευχή «ως εν ουρανώ και επί της γης». Εμείς οι άνθρωποι, εικόνες της Τριάδος, καλούμαστε να υλοποιούμε επί γης την κίνηση της Θείας περιχώρησης, αναπαράγοντας εδώ κάτω την αμοιβαία αγάπη που συνδέει ατελεύτητα στον ουρανό τον Πατέρα με τον Υιό και το Πνεύμα, Αυτό το Τριαδικό «καθώς» είναι ζωτικής σημασίας για τη σωτηρία μας. Κατά τους λόγους του σύγχρονου Αγιορείτου Ηγουμένου της Μονής Σταυρονικήτα, πατρός Βασιλείου:

«Η τριαδική αγάπη διαστέλλει το χώρο σε παράδεισο: παράδεισο ελευθερίας, απαλλαγμένο από μέριμνα, φόβο και μίσος. Καταργείται η αδιαφάνεια. Τα πάντα λάμπουν ως κρύσταλλον. Καταργείται το αδιαχώρητο. Οι πάντες χωρούν άνετα: “Γέγονε ως επέταξας και ιδού τόπος εστί” (Λουκ. 14,22). Κάθε μια νέα παρουσία δεν είναι στρίμωγμα –κέντημα καχυποψίας– αλλά εύρυνση, παροχή νέου χώρου και χαράς. “Χαρά ότι εγεννήθη άνθρωπος εις τον κόσμον” (Ιω.16,21). Γιατί δεν έχομε συνωστισμό όχλου, αλλά περιχώρηση αγαπωμένων προσώπων. Οι πάντες βρίσκονται μέσα στους πάντες».[ΟΠΩΣ ΣΤΑ ΓΟΜΟΡΡΑ;]

Το Τριαδικό «καθώς» βρίσκει την εφαρμογή του σε κάθε επίπεδο της ανθρώπινης κοινωνίας. «Κοινωνικό μας πρόγραμμα είναι το δόγμα της Αγίας Τριάδος», έλεγε ο Ρώσος στοχαστής του 19ου αιώνα Nikolai Fedorov. (Παρατίθεται στο Olivier Clement, L' Eglise Orthodoxe, Paris 1961).

Κάθε κοινωνική ομάδα – οικογένεια, ενορία, Μητρόπολη, εκκλησιαστικό συμβούλιο, σχολείο, γραφείο, εργοστάσιο, έθνος – καλείται να μεταμορφωθεί διά της Χάριτος σε ζωντανή εικόνα της θείας περιχωρήσεως. Πρέπει να αντανακλά αυτό που ονομάσαμε «εν ποικιλία ενότητα» του Θεού, να συμφιλιώνει και να εναρμονίζει τη διαφορετικότητα με την ενότητα, την ελευθερία με την αμοιβαία αλληλεγγύη, κατά το πρότυπο της Τριάδος. Η πίστη μας στον Τριαδικό Θεό μας δεσμεύει να εναντιωνόμαστε σε κάθε μορφή εκμετάλλευσης, αδικίας και διάκρισης. Στον αγώνα μας για τα ανθρώπινα δικαιώματα, ενεργούμε εις το όνομα της Τριάδος.

ΤΟΣΟ ΑΝΟΗΤΟΣ ΚΑΙ ΑΓΑΘΟΣ Ο ΣΧΩΡΕΜΕΝΟΣ ΠΟΥ ΜΑΣ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΙ ΧΩΡΙΣ ΕΝΔΟΙΑΣΜΟΥΣ ΤΗΝ ΠΗΓΗ ΤΗΣ ΚΑΚΟΔΟΞΙΑΣ ΤΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΑΠΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ. 

" «Καί ἐποίησεν ὁ Θεός τόν άνθρωπον, κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ ἐποίησεν αὐτόν, ἄρσεν καί θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς» (1:27) Η θεία, Τριαδική εικόνα δε δίδεται μόνο στον άνδρα ή μόνο στη γυναίκα, αλλά και στους δύο μαζί· ολοκληρώνεται στη μεταξύ τους κοινωνία.[Η ΘΕΙΑ ΕΙΚΟΝΑ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΑΥΤΕΞΟΥΣΙΟ. ΚΑΙ ΤΟ ΑΥΤΕΞΟΥΣΙΟ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΣΧΕΣΙΑΚΟ] Η εικόνα του Θεού ως «Όντος κοινωνικού» συνδιαλέγεται με την ανθρωπότητα διατηρώντας απαραμείωτο τον κοινωνικό της χαρακτήρα. Είναι εικόνα «σχεσιακή», η οποία αντανακλάται στη σχέση μεταξύ άνδρα και γυναίκας, στον πρωταρχικό αυτό κοινωνικό δεσμό που αποτελεί το θεμέλιο όλων των άλλων μορφών κοινωνικής ζωής. Μόνο μέσα σε μια διαπροσωπική κοινωνία μπορεί να επιτευχθεί σωστά η ομοίωση προς την Τριάδα.[ΓΙΑΤΙ Η ΕΝΑΝΘΡΩΠΗΣΗ;] "

ΤΟ ΑΡΣΕΝ ΚΑΙ ΘΗΛΥ ΔΕΝ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΟ ΚΑΤ'ΕΙΚΟΝΑ ΒΕΒΑΙΩΣ. ΠΟΙΑ ΥΠΟΣΤΑΣΗ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΘΗΛΥ; ΑΝΑΦΕΡΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΠΤΩΣΗ, ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΕΙΝΑΙ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΟΝΟΣ. ΔΙΟΤΙ ΗΞΕΡΕ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΠΟΥ ΤΟΥΣ ΔΙΔΑΣΚΕ ΑΘΑΝΑΤΑ ΡΗΜΑΤΑ ΟΤΙ ΘΑ ΑΙΣΘΑΝΟΝΤΟ ΗΔΗ ΣΑΝ ΘΕΟΙ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΕ ΤΟ ΑΙΣΘΗΜΑ ΑΥΤΟ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΘΑΝΑΤΟ, ΕΙΝΑΙ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΟ, ΑΛΛΑ Η ΣΧΕΣΗ ΣΤΑΘΗΚΕ ΠΙΟ ΔΥΝΑΤΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΛΟΓΟ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΟΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΣΗΜΕΡΑ, ΟΠΩΣ ΗΤΑΝ ΧΘΕΣ, ΟΠΩΣ ΘΑ ΣΥΝΕΧΙΣΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΜΕΧΡΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΔΕΥΤΕΡΑΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣ. ΤΟ ΚΑΤ'ΕΙΚΟΝΑ ΑΥΤΟ ΧΑΘΗΚΕ ΑΜΕΤΑΚΛΗΤΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΩΣΤΕ Ο ΚΥΡΙΟΣ
ο Θεός Λόγος ήθελε ν’ ανακαινίσει το κατ’ εικόνα, γι’ αυτό έγινε άνθρωπος!

Αν ομολογήσουμε τον Χριστό τέλειο Θεό και τέλειο άνθρωπο, οπωσδήποτε θα του τα αποδώσουμε όλα τα γνωρίσματα της φύσεως και του Πατέρα και της μητέρας του· διότι έγινε άνθρωπος, για να κερδίσει αυτό που χάθηκε.

Έτσι, λοιπόν, προσλαμβάνει όλο τον άνθρωπο και το πιο ωραίο μέρος της υπάρξεώς του που ασθένησε, ώστε να χαρίσει τη σωτηρία σε όλο (τον άνθρωπο).

Νους, δηλαδή, χωρίς σοφία και γνώση δεν μπορεί ποτέ να υπάρξει· εάν στερείται την ενέργεια και την κίνηση, τότε είναι και ανύπαρκτος.

Επειδή ο Θεός Λόγος ήθελε ν’ ανακαινίσει το κατ’ εικόνα, γι’ αυτό έγινε άνθρωπος. Και τι άλλο είναι το κατ’ εικόνα, παρά ο νους;

Άφησε, λοιπόν, το καλύτερο και πήρε το κατώτερο; Ναι, διότι ο νους βρίσκεται στο μεταίχμιο του Θεού και της σάρκας· με τη μία συγκατοικεί, ενώ του Θεού είναι εικόνα.

Ο νους, λοιπόν, συνενώνεται με το νου· και ο νους συνδέει την καθαρότητα του Θεού με την υλικότητα του σώματος. Διότι, εάν ο Χριστός προσλάμβανε ψυχή χωρίς νου, τότε θα έπαιρνε ψυχή άλογου ζώου.

Εφόσον μάλιστα είπε ο Ευαγγελιστής ότι ο Λόγος έγινε σάρκα, πρέπει να γνωρίζουμε ότι στην Αγία Γραφή ο άνθρωπος άλλοτε λέγεται ψυχή, όπως στο (χωρίο) «ο Ιακώβ εισήλθε στην Αίγυπτο με εβδομήντα πέντε ψυχές», και άλλοτε λέγεται σάρκα, όπως στο (χωρίο) «κάθε σάρκα θα γνωρίσει τη σωτηρία του Θεού».

Ο Κύριος, λοιπόν, δεν έγινε άψυχη σάρκα ούτε ψυχή χωρίς νου, αλλά άνθρωπος. Το λέει και ο ίδιος: «Γιατί με χτυπάς, έναν άνθρωπο που σας λέει την αλήθεια;».

Προσέλαβε, λοιπόν, σάρκα εμπλουτισμένη με λογική και νοερή ψυχή, η οποία κυβερνά τη σάρκα, αλλά την ίδια την εξουσιάζει η θεία φύση του Λόγου.

Τρίτη 25 Φεβρουαρίου 2025

Κάλλιστος Γουέαρ - Το ανθρώπινο πρόσωπο ως εικόνα της Αγίας Τριάδος (5)

  Συνέχεια από: Πέμπτη 20  Φρβρουαρίου 2025

Το ανθρώπινο πρόσωπο ώς εικόνα της Αγίας Τριάδος.

εκδόσεις ΠΑΡΡΗΣΙΑ, 2013

"Η πνευματική Διαθήκη του Κάλλιστου Ware".

Το «κοινωνικό» δόγμα και η κριτική του

Πριν όμως εξετάσουμε ποιες θα μπορούσαν να είναι αυτές οι πρακτικές συνέπειες, πρέπει να υπερνικήσουμε μια σοβαρή δυσκολία: μήπως έχουμε παρεκκλίνει προς έναν τριθεισμό; Αντιτείνουν συχνά στην «κοινωνική» ερμηνεία της Τριάδος, έτσι όπως προσπαθήσαμε εδώ να την παρουσιάσουμε, ότι υπονομεύει τη θεία ενότητα, δίνοντας την εντύπωση ότι υπάρχουν τρεις Θεοί και όχι ένας. [ΤΕΛΙΚΑ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΔΥΟ ΜΕΤΑ ΤΟ ΦΙΛΙΟΚΒΕ]

Το 1745, ο Πάππας Βενέδικτος XV, για τον ίδιο ακριβώς λόγο, επέκρινε τον τρόπο με τον οποίον απεικονίζει την Τριάδα ο Rublev, δηλαδή με τρεις διακριτές μορφές (Hans Kfing, On being a Christian, London 1977, σελ. 474). 

Εκείνοι που σήμερα περιγράφουν μια «κοινωνική» Τριάδα – λέει η κριτική – ανιχνεύουν στους πατερικούς όρους «πρόσωπο» και «υπόσταση» τη σύγχρονη έννοια περί προσώπου. Στην εποχή μας η λέξη «πρόσωπο» έχει έντονα υπογραμμισμένα τα ψυχολογικά χαρακτηριστικά, τα οποία σε μεγάλο βαθμό απουσιάζουν (έτσι υποστηρίζουν) από τον αρχαίο ελληνικό όρο «πρόσωπον» και «υπόστασις». Σήμερα το «πρόσωπο» κατανοείται υποκειμενικά, με όρους αυτογνωσίας, ενώ ο πατερικός όρος κατείχε έναν πιο αντικειμενικό χαρακτήρα. Εκκινώντας από τη σύγχρονη έννοια του προσώπου ως διακριτού κέντρου αυτο-συνειδησίας, γνώσεως, αισθημάτων και βουλήσεως, οι υποστηρικτές της «κοινωνικής» προσέγγισης (έτσι υποστηρίζουν όσοι την επικρίνουν) οδηγούνται στο να αποδώσουν τρία τέτοια κέντρα στη Θεότητα, οπότε στην πραγματικότητα επιβεβαιώνουν την ύπαρξη τριών Θεών. Όταν όμως οι Πατέρες μιλούν για τρία Πρόσωπα ή τρεις Υποστάσεις, ποτέ δεν έχουν την πρόθεση να επιβεβαιώσουν τρία διακριτά κέντρα συνείδησης στον Θεό.[ΔΥΟ ΤΟ ΕΞΗΣ ΕΝΑ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ]

Αυτά είναι λοιπόν τα αντίθετα επιχειρήματα, και αξίζει να τα πάρουμε στα σοβαρά. Είναι ασφαλώς αλήθεια ότι οι υπό συζήτηση ελληνικοί όροι είναι λιγότερο ψυχολογικοί, λιγότερο εσωστρεφείς, από τη σύγχρονη έννοια του προσώπου. Τα όσα ακολουθούν δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια σύντομη περίληψη ενός σύνθετου θέματος. Για πληρέστερη επεξεργασία, βλ. Prestige, God in Patristic Thought Cyril C. Richardson, The Doctrine of the Trinity (New York 1958).

Το «πρόσωπον» στα ελληνικά σχηματίζεται από το «προς» και «όψις» και στην κυριολεξία του σημαίνει ότι «κοιτάζω προς ...». Το λατινικό του ισοδύναμο «persona» έχει την κυριολεκτική σημασία «ηχώ διά μέσου...» (per + sonare)[ΕΙΝΑΙ ΑΚΡΙΒΩΣ Η ΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΜΥΘΟΥ ΤΟΥ ΝΑΡΚΙΣΣΟΥ, Ο ΟΠΟΙΟΣ ΑΚΟΥΕΙ ΤΗΝ ΗΧΩ ΤΩΝ ΛΟΓΩΝ, ΤΙΣ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΖΕΙ ΚΑΤΑ ΤΟ ΔΟΚΟΥΝ ΤΗΝ ΠΡΟΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΑΝΗΚΟΥΝ. ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΒΑΣΗ ΤΟΥ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟΥ. ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΟΝΟΜΑΖΟΥΜΕ ΕΓΩ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΧΕΙ ΣΑΝ ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΗΝ ΕΠΑΡΣΗ, ΤΗΝ ΒΟΥΛΗΣΗ ΓΙΑ ΔΥΝΑΜΗ.]. Ένα πρόσωπο, λοιπόν, ή persona, σημαίνει μια διακριτή οντότητα με την οποία κάποιος επικοινωνεί κοιτάζοντάς την ή ακούγοντάς την να μιλά.[ΣΤΗΝ ΟΠΟΙΑ, ΣΤΟΝ ΕΑΥΤΟ] Σε καμία από τις δύο περιπτώσεις;;;δεν αντιστοιχεί η κύρια έμφαση στην υποκειμενικότητα, στον ιδιαίτερο τρόπο εσωτερικής αίσθησης ή αυτοσυνειδησίας του κάθε προσώπου. Οι όροι έχουν μια αντικειμενική αναφορά, υποδεικνύοντας τον τρόπο με τον οποίο το πρόσωπο φανερώνεται σε έναν εξωτερικό παρατηρητή· δεν υπονοούν αυτο-συνειδησία, αλλά συνάντηση και επικοινωνία. Έτσι, στην περίπτωση της Τριάδος, όταν οι αρχαίοι Χριστιανοί συγγραφείς διακρίνουν Πατέρα, Υιόν και Άγιο Πνεύμα ως τρία πρόσωπα ή personas, δε θέτουν τρία διακριτά κέντρα αυτοσυνειδησίας στον Θεό, απλώς δηλώνουν ότι ο Πατήρ, ο Υιός και το Πνεύμα εκφράζουν ο καθένας ένα ιδιαίτερο «πρόσωπο», ή «όψι» ή «φωνή» της θείας υπάρξεως.[ΣΑΒΕΛΛΙΟΣ, ΤΡΟΠΟΣ ΥΠΑΡΞΕΩΣ]

Το ίδιο μπορούμε να πούμε και για τον όρο «υπόστασις». Η λέξη προκύπτει από το ρήμα υφίστημι, το οποίο, όταν είναι μεταβατικό σημαίνει «στήνω» η «τοποθετώ κάτω από...», όταν, δε, είναι αμετάβατο σημαίνει «έχω πραγματική υπόσταση». Έτσι, αν το κατανοήσουμε μεταβατικά, η υπόσταση σημαίνει αυτό το οποίο στέκεται «κάτω από ιδιότητες ή γνωρίσματα», δίνοντάς τους σταθερότητα και γνήσια ύπαρξη· αν πάλι θεωρήσουμε ότι η «υπόστασις» προκύπτει από το αμετάβατο ρήμα, τότε σημαίνει κάτι το οποίο έχει σταθερή ύπαρξη, ευστάθεια και διάρκεια, κατ' αντιπαράθεση με την οφθαλμαπάτη ή την παροδική φάση. Για άλλη μια φορά, λοιπόν, η έννοια είναι αντικειμενική μάλλον παρά υποκειμενική. Δεν αντιλαμβανόμαστε την υπόσταση κατ' αρχήν με όρους αυτοσυνειδησίας, αλλά ως σημαίνουσα αυτό που έχει συμπαγή και ιδιαίτερη ύπαρξη, κάτι το μοναδικό, διαφοροποιούμενο και μόνιμο. Αν, λοιπόν, ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα διακρίνονται ως τρεις Υποστάσεις, αυτό σημαίνει, όπως και προηγουμένως, όχι κατ᾽ ανάγκην ότι είναι τρία διακριτά κέντρα αυτοσυνειδησίας, αλλά ότι κάθε ένας από αυτούς έχει διακριτό και μόνιμο «τρόπο υπάρξεως».[ΧΩΡΙΣ ΟΥΣΙΑ;]

Από όλα αυτά, ο Karl Barth αντλεί το συμπέρασμα ότι αυτό που εμείς σήμερα εννοούμε με τον όρο «προσωπικότης», στην περίπτωση του Θεού, θα πρέπει να αποδοθεί όχι στα τρία Πρόσωπα ή Υποστάσεις, αλλά στη μία Ουσία. Ο Θεός δεν είναι τρεις προσωπικότητες, αλλά μία, δεν είναι τρία «εγώ» αλλά «Ένα» επί τρία (Barth, Church Dogmatics II, Edimburgh 1936, σελ. 403). Ο Barth συνεπώς προτιμά να μιλά όχι για τρία Πρόσωπα στην Αγία Τριάδα, αλλά για τρεις «τρόπους ύπαρξης»[Η ΕΝΟΤΗΣ ΚΑΙ Η ΔΙΑΦΟΡΑ ΑΜΕΛΗΤΕΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ] (Barth,Dogmatics in Outline, σελ.42).  

Ο Karl Rahner, στο βιβλίο του The Trinity, (New York 1970), υιοθετεί μια παράλληλη θέση και μιλά για τρεις «τρόπους ύπαρξης», ενώ ο John Macquarrie στις Αρχές της Χριστιανικής Θεολογίας (1977) μιλά για τρεις «κινήσεις ύπαρξης».[ΑΝΑΣΤΗΘΗΚΕ Ο ΣΑΒΕΛΛΙΟΣ]

Αναμφίβολα ο Barth δίνει μια σημαντική άποψη. Δεν πρέπει να θεωρήσουμε ότι οι θεολόγοι στοχαστές με τη λέξη «πρόσωπο» ή «υπόσταση» εννοούσαν ακριβώς αυτό που εμείς σήμερα εννοούμε όταν λέμε «πρόσωπο» ή «προσωπικότητα». Η έννοια που έχουμε για το «πρόσωπο» έχει υποστεί, με το πέρασμα των αιώνων, δυσδιάκριτες ίσως, αλλά σημαντικές διαφοροποιήσεις. Η νέα γνώση που αποκτήθηκε κατά την περίοδο της Αναγέννησης, και πιο πρόσφατα μέσα απ᾽ το έργο του Φρόυντ, του Γιούγκ και άλλων ερευνητών της ψυχολογίας, μας έκαναν πολύ πιο ευαίσθητους στις εσωτερικές διαδικασίες της αυτοσυνειδησίας. Ωστόσο, θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί ώστε να μην υπερτιμούμε το μέγεθος της διαφοροποίησης. Το πρόσωπο δεν είναι απλώς μια σύγχρονη ανακάλυψη. Στον ελληνικό κλασικό κόσμο υπήρχε αναμφισβήτητα η έννοια του προσώπου ως συνειδητού υποκειμένου,[ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΓΩ ΑΜΟΙΡΕ ΣΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΣ, ΥΠΑΡΧΕΙ Ο ΝΟΥΣ ΚΑΙ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΑΝΟΗΤΟΙ, ΟΠΩΣ ΕΜΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ, ΑΛΛΑ ΜΕ ΘΕΛΗΣΗ ΚΑΙ ΛΟΓΟ] μια έννοια εμφανής και στην Καινή Διαθήκη και στα Πατερικά κείμενα. Όταν, στο Ευαγγέλιο, ο Ιησούς προσεύχεται στον Πατέρα Του και ο Πατήρ απαντά, δε θα ήταν καθόλου λανθασμένο εκ μέρους μας να θεωρήσουμε ότι βρισκόμαστε μπροστά στο διάλογο δύο συνειδητών υποκειμένων, δύο «προσώπων» με τη σύγχρονη έννοια. Έχουμε κάτι πολύ ευρύτερο από την αλληλεπίδραση μεταξύ «δύο τρόπων υπάρξεως». Το δε τέταρτο Ευαγγέλιο, κατανοεί με πολύ συγκεκριμένο τρόπο τη σχέση μεταξύ Πατρός και Υιού, αυτόν της αμοιβαίας αγάπης (Ιω, 3:35, 10:17, 15:9, 17:23-24), Αλλά οι «κινήσεις» ή οι «τρόποι ύπαρξης» δεν μπορούν να αγαπούν η μία την άλλη, αφού μόνο τα πρόσωπα είναι ικανά για αμοιβαία αγάπη. 

Αφήνει άραγε η προσέγγιση του Barth αρκετό περιθώριο για τη διαπροσωπική αυτή, Τριαδική αγάπη; 

Αν το «κοινωνικό» δόγμα, ωθούμενο στα άκρα, κινδυνεύει να γίνει τριθειστικό, μήπως σε θεολόγους όπως ο Barth, ο Rahner και ο Macquerrie διακρίνουμε μια αντίστοιχη τάση προς την αντίθετη κατεύθυνση του modalism; [modalism: θεωρία, γνωστή ως τροπικός μοναρχιανισμός, διατείνεται ότι ο Θεός φανέρωσε τον εαυτό του «ως Πατέρα κατά τη Δημιουργία και όταν δόθηκε ο Νόμος, ως Γιο στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού, και ως Άγιο Πνεύμα μετά την ανάληψη του Χριστού»].

Μήπως έτσι κινδυνεύουμε να αποπροσωποποιήσουμε την Τριάδα; Αυτό είναι κάτι που ενοχλεί τόσο τους Ορθοδόξους όσο και τους Ρωμαιοκαθολικούς. Βλ. για παράδειγμα Joseph A. Bracken, What are they saying about the Trinity? (New York 1979).

Νομίζω ότι ο Newman ήταν αυτός που κάποτε περιέγραψε τη θεολογία ως «το λόγο που συναρθρώνεται με την αναίρεσή του στην κατεύθυνση μιας γόνιμης έκβασης», και αυτό όντως ισχύει για την Τριαδολογία. Πρέπει συνεχώς να «λέμε» και να «αναιρούμε», ελέγχοντας και εξισορροπώντας τη μια προσέγγιση με την άλλη.[ΓΕΡΜΑΝΙΚΟΣ ΙΔΕΑΛΙΣΜΟΣ ΑΜΟΙΡΕ. ΜΠΑΛΩΜΑΤΑ ΣΕ ΣΚΙΣΜΕΝΟ ΧΙΤΩΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ ΤΟΥ ΠΛΗΘΟΥΣ.]  Αυτό ισχύει και για την «κοινωνική» προσέγγιση, και για τις άλλες. Αλλά κάθε διαπροσωπική θεώρηση της Αγίας Τριάδος, όπως αυτή θεμελιώνεται στην έννοια που οι Καππαδόκες Πατέρες έδωσαν στη θεία κοινωνία, δεν είναι κατ᾽ ανάγκην τριθειστική. Έχει το εξής ασύγκριτο πλεονέκτημα: περιγράφει την Τριάδα, παρουσιάζοντας τον Θεό με όρους αμοιβαίας αγάπης. Διότι, όπως ο Richard of St. Victor πολύ σωστά το αντιλήφθηκε, μόνον η αμοιβαία αγάπη παρέχει, στα πλαίσια της ανθρώπινης εμπειρίας μας, το λιγότερο ατελές ανάλογο της θείας ζωής.

ΟΠΩΣ ΒΛΕΠΟΥΜΕ ΟΥΤΕ ΜΕ ΤΟΥΣ ΜΕΤΑΠΑΤΕΡΙΚΟΥΣ ΝΕΟΟΡΘΟΔΟΞΟΥΣ ΕΧΟΥΜΕ ΤΟΝ ΙΔΙΟ ΘΕΟ, ΟΥΤΕ ΤΟΝ ΙΔΙΟ ΑΝΘΡΩΠΟ. ΜΟΝΟ Ο ΚΥΡΙΟΣ, ΑΝ ΘΕΛΟΥΜΕ, ΘΕΡΑΠΕΥΕΙ ΠΑΣΑΝ ΝΟΣΟΝ ΚΑΙ ΠΑΣΑΝ ΜΑΛΑΚΙΑΝ. Ο ΚΑΛΛΙΣΤΟΣ ΔΕΝ ΘΕΛΗΣΕ.

Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2025

Κάλλιστος Γουέαρ - Το ανθρώπινο πρόσωπο ως εικόνα της Αγίας Τριάδος (3)

Συνέχεια από: Τρίτη 18 Φεβρουαρίου 2025

 Το ανθρώπινο πρόσωπο ώς εικόνα της Αγίας Τριάδος.

εκδόσεις ΠΑΡΡΗΣΙΑ, 2013

"Η πνευματική Διαθήκη του Κάλλιστου Ware".

«Ο Θεός ως κοινωνία»

Από Ορθόδοξη άποψη, θα μπορούσαμε να αποδώσουμε δύο μειονεκτήματα σ᾽ αυτό το σχήμα (του Αυγουστίνου). Πρώτον, φαίνεται να οδηγεί κατ' ευθείαν στο Filioque, στο δόγμα δηλαδή της διπλής εκπόρευσης του Αγίου Πνεύματος και από τον Πατέρα και από τον Υιό. Στην πραγματικότητα, όμως, ο Αυγουστίνος δεν ήταν ποτέ οπαδός του Filioque, διότι, όπως και οι Καππαδόκες, θεωρούσε τον Πατέρα ως αρχή, ως την υπέρτατη πηγή και προέλευση της ύπαρξης εντός της Θεότητος.[ΕΝΩ ΕΙΝΑΙ Η ΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣ] Επέμενε ότι το Πνεύμα εκπορεύεται εκ του Πατρός «κατ' αρχάς» (principaliter), και εκ του Υιού κατά μίαν έννοια δευτερεύουσα και παράγωγη· όλα όσα έχει ο Υιός τα λαμβάνει εκ του Πατρός, έτσι εκ του Πατρός λαμβάνει και τη δύναμη να εκπορεύει το Άγιο Πνεύμα (De Trinitate XV. xvii. 29). Ο Πατήρ παραμένει για τον Αυγουστίνο αυτό που οι Καππαδόκες ονόμαζαν «πηγαία θεότητα».[ΜΠΕΡΔΕΨΕ ΤΟ ΟΜΟΙΟΥΣΙΟ ΜΕ ΤΟ ΟΜΟΟΥΣΙΟ]

Μια δεύτερη και, κατά τη γνώμη μου, πιο σοβαρή αντίρρηση στο Αυγουστίνειο σχήμα είναι ότι τείνει να αποπροσωποποιεί το Πνεύμα. Εκείνος βέβαια ασφαλώς και πίστευε ότι το Πνεύμα είναι πρόσωπο κατά το γνησιότερο τρόπο, αυτό όμως δεν φαίνεται στην αναλογία την οποία υιοθέτησε. Διότι, ενώ ο Αγαπών και ο Αγαπώμενος είναι και οι δύο πρόσωπα με την πληρέστερη έννοια του όρου, της αμοιβαίας μεταξύ τους αγάπης δεν είναι πρόσωπο δίπλα στα άλλα δύο. Το «πρότυπό» του λοιπόν έχει το μειονέκτημα να είναι διπρόσωπο αντί για τριπρόσωπο. Χαρακτηρίζεται όμως από ένα εκπληκτικό πλεονέκτημα: ερμηνεύει τον Θεό με όρους αμοιβαίας αγάπης. «Ο Θεός αγάπη εστί» (Α΄ Ιω. 4:8) – αυτό κυρίως μας λέει το δόγμα της Αγίας Τριάδος.[ΠΑΡΟΤΙ Η ΑΓΑΠΗ ΕΙΝΑΙ ΑΚΤΙΣΤΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ Η ΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ]

Την έννοια του Θεού ως αμοιβαία αγάπη επεξεργάστηκε κατά πολύ πληρέστερο και τριαδικό τρόπο ο τελευταίος από τους τρεις μάρτυρές μου, ένας αυτόχθων Σκωτσέζος, ο Richard of St Victor (απεβίωσε το 1173), στο τρίτο βιβλίο του έργου του De Trinitate, το οποίο τώρα είναι πια διαθέσιμο και σε αγγλική μετάφραση. Θεωρώ το έργο αυτό ως μια από τις πιο συγκινητικές και πειστικές παρουσιάσεις της Τριαδικότητος του Θεού που έχω ποτέ διαβάσει. Δεν πρόκειται για μια απόδειξη του Τριαδικού δόγματος με την αυστηρή έννοια του όρου –παρότι ο Richard ενδεχομένως να είχε και αυτή την πρόθεση– αναμφίβολα όμως επεξηγεί αποτελεσματικά τη σημασία του δόγματος. Ο Richard ξεκινά από την έννοια ότι ο Θεός είναι αγάπη. Από τη στιγμή που η αγάπη συνιστά την τελείωση της ανθρώπινης φύσεως, την υψηλότερη πραγματικότητα την οποία μπορούμε να γευθούμε προσωπικά ως εμπειρία,[ΑΦΟΥ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΓΙΑΤΙ Η ΕΝΑΝΘΡΩΠΗΣΗ;ΑΚΥΡΩΝΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ;] τότε η αγάπη είναι αυτή που μπορεί να μας φέρει πιο κοντά στον Θεό[ΟΧΙ Η ΕΝ ΧΡΙΣΤΩ ΜΕΤΑΝΟΙΑ.ΑΓΑΠΑ ΚΑΙ ΚΑΝΕ Ο,ΤΙ ΘΕΣ;] εκφράζει καλύτερα από οτιδήποτε άλλο γνωρίζουμε, την τελειότητα της θείας φύσεως. Αλλά η αυτο-αγάπη δεν είναι αληθινή αγάπη. Η αγάπη είναι δώρο και αντίδωρο, κι έτσι για να είναι πλήρης πρέπει να είναι αμοιβαία. Απαιτεί ένα «εσύ» κι ένα «εγώ» και τότε μόνον μπορεί να υπάρξει πραγματικά, όταν υπάρχουν πολλά και διαφορετικά πρόσωπα: «Η τελειότητα ενός προσώπου απαιτεί συντροφικότητα με κάποιο άλλο» (De Trinitate, ΙΙΙ.6). Αυτό ισχύει όχι μόνο για τους ανθρώπους, αλλά και για τον Θεό: η θεία αγάπη, όπως και η ανθρώπινη, χαρακτηρίζεται από μοίρασμα και κοινωνία.[ΕΤΣΙ Η ΚΤΙΣΗ ΚΑΙ Η ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΠΡΟΣ ΑΥΤΗ ΕΚΑΝΕ ΤΟΝ ΘΕΟ ΑΛΗΘΙΝΟ ΘΕΟ] «Το πλήρωμα της δόξας», λέει ο Richard, «απαιτεί να μην απουσιάζει και εκείνος που θα μοιραστεί αυτή τη δόξα. Στην περίπτωση του Θεού, όπως και στην περίπτωση των ανθρώπων, τίποτε δεν είναι πιο ένδοξο ... από το να επιθυμείς να μην έχεις τίποτε που να μη θέλεις να το μοιραστείς» (De Trinitate, ΙΙΙ.4&6). Αν, λοιπόν, ο Θεός είναι αγάπη, είναι αδύνατον να είναι ένα μόνο πρόσωπο που αγαπά τον εαυτό του. Πρέπει να είναι τουλάχιστον δύο πρόσωπα, ο Πατήρ και ο Υιός, που αγαπώνται αμοιβαία.[Η ΔΟΞΑ ΛΟΙΠΟΝ ΤΟΥ ΘΑΒΩΡ ΕΝΑΙ ΕΝΑ ΤΕΤΑΡΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΗΣ ΘΕΟΤΗΤΟΣ. ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΜΙΛΑ ΚΑΙ ΕΥΔΟΚΕΙ;]

Τώρα ο Richard κάνει ένα ακόμη βήμα στο επιχείρημά του. Για να είναι πλήρης η αγάπη, δεν αρκεί να είναι μόνον «αμοιβαία» αλλά και «μεθεκτή», να μπορεί δηλαδή να μοιράζεται. Ο κλειστός κύκλος της αμοιβαίας αγάπης μεταξύ δύο προσώπων εξακολουθεί να υπολείπεται της τελειότητος. Για να υπάρχει τέλεια αγάπη, πρέπει οι δύο να μοιράζονται την αμοιβαία αγάπη τους με έναν τρίτο. «Η τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβον» (Α΄ Ιω. 4:18)˙ η αγάπη στην τέλεια μορφή της δεν είναι εγωιστική, δε χαρακτηρίζεται από ζήλεια, δε φοβάται μήπως υπάρξει αντίπαλος. Όπου η αγάπη είναι τέλεια, τότε, ο αγαπών όχι μόνον αγαπά τον αγαπώμενο ως ένα δεύτερο εαυτό, αλλά επιθυμεί να έχει ο αγαπώμενος την επιπλέον χαρά να αγαπά έναν τρίτο, μαζί με τον αγαπώντα, και να αγαπάται εξίσου από αυτόν τον τρίτο.[ΕΝΑ ΤΡΙΓΩΝΟ ΑΓΑΠΗΣ ΑΣ ΠΟΥΜΕ ΜΕ ΒΕΡΜΟΥΔΑ]

«Το μοίρασμα της αγάπης δεν μπορεί να υπάρχει μεταξύ ολιγοτέρων των τριών προσώπων... Τότε μόνο δικαιούμεθα να μιλήσουμε για μετοχή αγάπης, όταν ένα τρίτο πρόσωπο αγαπάται από δύο πρόσωπα κατά τρόπο αρμονικό και από κοινού, και η αγάπη των δύο προσώπων διοχετεύεται σε μια αγάπη, διά της φλόγας της αγάπης για έναν τρίτο» (De Trinitate, ΙΙΙ.14&19).

Στην περίπτωση του Θεού, αυτός ο «τρίτος» με τον οποίον οι άλλοι δύο μοιράζονται την αμοιβαία τους αγάπη είναι το Άγιο Πνεύμα, το οποίο ο Richard ονομάζει «συν- αγαπώμενο» (De Trinitate, ΙΙΙ.15).

Έτσι, ο Richard βλέπει τον Θεό, όπως και οι Καππαδόκες Πατέρες, με όρους διαπροσωπικής κοινωνίας. Στο επιχείρημά του υπάρχει μια κίνηση από την αυτο-αγάπη (ο Πατήρ μόνος) προς την αμοιβαία αγάπη (Πατήρ και Υιός) και προς τη μεθεκτή αγάπη (Πατήρ, Υιός και Άγιον Πνεύμα). Σε όλο αυτό, όπως και ο ίδιος αναγνωρίζει, δεν μας προσφέρει τίποτε περισσότερο από μια αναλογία˙ και η αναλογία αυτή είναι ατελής, όπως όλες οι αναλογίες είναι αναπόφευκτα ατελείς, όταν αναφέρονται στη θεία ζωή, διότι η Τριάς – έτσι  προειδοποιεί τον αναγνώστη του – είναι μυστήριο «υπεράνω της κατανοήσεώς σου»[ΑΛΛΑ ΟΧΙ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ ΜΟΥ] (De Trin. III.10). Του είναι ασφαλώς άγνωστη η αποφατική προσέγγιση στην Τριάδα. Ωστόσο η αναλογία του παραμένει βαθιά πειστική, με λιγότερα μειονεκτήματα από οποιοδήποτε άλλο εναλλακτικό «πρότυπο».

Ο Θωμάς ο Ακινάτης διαφώνησε με την αναλογία του Richard, με το επιχείρημα ότι, ενώ για τους ανθρώπους αληθεύει ότι μόνο στη συντροφικότητα μπορούν να απολαύσουν το αγαθό, δεν μπορούμε όμως να υποστηρίξουμε το ίδιο για τον Θεό. Δεδομένου ότι Εκείνος είναι Πανάγαθος, δε χρειάζεται σύντροφο για τη δική Του αυτο-εκπλήρωση και τελειότητα. Η αγάπη, ισχυρίστηκε ο Ακινάτης, είναι αγώνας να κερδίσεις κάτι το οποίο ακόμη δεν κατέχεις˙ υπονοεί κάποια έλλειψη ή ανεπάρκεια, και θα ήταν αδιανόητο ότι στον Θεό υπάρχει κάποιο έλλειμμα σε κάτι. Έτσι, η αναλογία του Richard που εδράζεται στο μοίρασμα της αγάπης μεταξύ των ανθρώπων, δεν μπορεί να εφαρμοστεί στον Θεό(Summa Theologiae 1.32.1 ad 2). Αλλά, προς υπεράσπιση του Richard, θα πρέπει να αναρωτηθούμε πόσο Χριστιανική είναι η εικόνα του Ακινάτη για τον Θεό, ως Όντος αυτάρκους, που δε χρειάζεται τίποτε και κανέναν πέραν αυτου˙[ΤΟΝ ΚΑΛΛΙΣΤΟ ΑΣ ΠΟΥΜΕ] μήπως αυτό μας ανάγει στο Εν των Νεοπλατωνικών, το αμετάβλητο, υπερβατικό, που νοεί και γνωρίζει τον εαυτό του και όχι στον Πατέρα του Κυρίου ημών Ιησου Χριστού; Η δυναμικότερη περί Θεού οπτική του Richard, με όρους αμοιβαιότητας και κοινωνίας είναι πλησιέστερη προς το πνεύμα της Γραφής. Και όταν ο Ακινάτης χαρακτηρίζει την αγάπη ως έλλειμμα, αυτό μας φέρνει στο νού το επιχείρημα του Πλάτωνα στο Συμπόσιο, όπου ο έρωτας «από έλλειψη των αγαθών και των ωραίων, ποθεί αυτά ακριβώς, επειδή του λείπουν». Και ασφαλώς ο Richard έχει δίκιο να θεωρεί την αγάπη, όχι ως προσπάθεια να αποκτήσει κανείς κάτι που του λείπει, αλλά ως στάση αυτοπροσφοράς.[ΑΥΤΟ ΤΟ ΑΥΤΟ ΠΩΣ ΣΥΓΚΡΟΤΕΙΤΑΙ ΧΩΡΙΣ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ, ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ, ΕΦΟΣΟΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΧΕΙΣ ΓΙΑ ΝΑ ΠΡΟΣΦΕΡΕΙΣ. ΕΔΩ ΟΙ ΝΕΟΟΡΘΟΔΟΞΟΙ ΚΗΡΥΤΤΟΥΝ ΟΤΙ ΠΡΟΗΓΕΙΤΑΙ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ. ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ;] Η αληθινή ουσία της αγάπης έγκειται όχι στο να παίρνει αλλά στο να δίνει˙ αγαπώ δε σημαίνει κατ᾽ αρχήν ότι καλύπτω μια δική μου έλλειψη, αλλά ότι προσφέρω τον εαυτό μου ως δώρο στον άλλο. Ο Richard έβλεπε μακρύτερα από το Θωμά Ακινάτη. Το δόγμα της Αγίας Τριάδος είναι ένας τρόπος να πούμε ότι η αιώνια ύπαρξη του Θεού είναι ύπαρξη που προσφέρεται.

ΣΚΕΦΤΕΤΑΙ ΑΡΑ ΥΠΑΡΧΕΙ. ΘΛΙΒΕΡΟ ΘΥΜΑ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΤΗΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΟΣ ΚΑΙ ΤΗΣ SOLA SCRIPTURA. ΣΥΜΜΕΤΕΙΧΕ ΣΤΗΝ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΗΣ ΦΙΛΟΚΑΛΙΑΣ ΥΠΟΤΙΘΕΤΑΙ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ. ΚΑΙ; ΧΩΡΙΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ.

Original text
Rate this translation
Your feedback will be used to help improve Google Translate