Αίγυπτος
Substantivo
editarΑίγυπτος, (Aígyptos), próprio
- (País) Egito
Αίγυπτος, (Aígyptos), próprio
Αίγυπτος • Αιθιοπία • Ακτή Ελεφαντοστού • Αλγερία • Ανγκόλα • Γκάμπια • Γκαμπόν • Γκάνα • Γουινέα-Μπισσάου • Γουινέα • Δημοκρατία του Κονγκό • Ερυθραία • Εσουατίνι • Ζάμπια • Ζιμπάμπουε • Ισημερινή Γουινέα • Καμερούν • Κεντροαφρικανική Δημοκρατία • Κένυα • Κομόρες • Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό • Λεσότο • Λιβερία • Λιβύη • Μαδαγασκάρη • Μαλάουι • Μάλι • Μαρόκο • Μαυρίκιος • Μαυριτανία • Μοζαμβίκη • Μπενίν • Μποτσουάνα • Μπουρκίνα Φάσο • Μπουρούντι • Ναμίμπια • Νίγηρας • Νιγηρία • Νότια Αφρική • Νότιο Σουδάν • Ουγκάντα • Πράσινο Ακρωτήριο • Ρουάντα • Σάο Τομέ και Πρίνσιπε • Σενεγάλη • Σεϋχέλλες • Σιέρα Λεόνε • Σομαλία • Σουδάν • Τανζανία • Τζιμπουτί • Τόγκο • Τσαντ • Τυνησία