εμποδίζω
Étymologie
modifier- Du grec ancien ἐμποδίζω, empodízō.
Verbe
modifierεμποδίζω (embodízo) \em.boˈði.zo\ (voir la conjugaison)
- Empêcher.
- Tο πυκνό χιόνι μάς εμπόδιζε να βαδίσουμε πιο γρήγορα, la neige épaisse nous empêchait de marcher plus vite.
Variantes
modifierApparentés étymologiques
modifier- εμπόδιο (« entrave, obstacle »)
Références
modifier- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (εμποδίζω)