Étymologie

modifier
Du grec ancien κινάρα, kinára (« artichaut »).

Nom commun

modifier
Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  αγκινάρα οι  αγκινάρες
Génitif της  αγκινάρας των  αγκιναρών
Accusatif τη(ν)  αγκινάρα τις  αγκινάρες
Vocatif αγκινάρα αγκινάρες

αγκινάρα, anginára \aŋ.ɟiˈna.ɾa\ féminin

  1. (Botanique) (Botanique) Artichaut.