Jump to content

συναισθηματικός

From Wiktionary, the free dictionary
The printable version is no longer supported and may have rendering errors. Please update your browser bookmarks and please use the default browser print function instead.

Greek

Etymology

Learnedly from the συναισθηματ- stem of συναίσθημα (synaísthima, emotion, sentiment) +‎ -ικός (-ikós), with semantic loan from French sentimental.[1]

Pronunciation

  • IPA(key): /si.ne.sθi.ma.tiˈkos/
  • Hyphenation: συ‧ναι‧σθη‧μα‧τι‧κός

Adjective

συναισθηματικός (synaisthimatikósm (feminine συναισθηματική, neuter συναισθηματικό)

  1. emotional
  2. sentimental

Declension

Declension of συναισθηματικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative συναισθηματικός (synaisthimatikós) συναισθηματική (synaisthimatikí) συναισθηματικό (synaisthimatikó) συναισθηματικοί (synaisthimatikoí) συναισθηματικές (synaisthimatikés) συναισθηματικά (synaisthimatiká)
genitive συναισθηματικού (synaisthimatikoú) συναισθηματικής (synaisthimatikís) συναισθηματικού (synaisthimatikoú) συναισθηματικών (synaisthimatikón) συναισθηματικών (synaisthimatikón) συναισθηματικών (synaisthimatikón)
accusative συναισθηματικό (synaisthimatikó) συναισθηματική (synaisthimatikí) συναισθηματικό (synaisthimatikó) συναισθηματικούς (synaisthimatikoús) συναισθηματικές (synaisthimatikés) συναισθηματικά (synaisthimatiká)
vocative συναισθηματικέ (synaisthimatiké) συναισθηματική (synaisthimatikí) συναισθηματικό (synaisthimatikó) συναισθηματικοί (synaisthimatikoí) συναισθηματικές (synaisthimatikés) συναισθηματικά (synaisthimatiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο συναισθηματικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο συναισθηματικός, etc.)

Derived terms

References

  1. ^ συναισθηματικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language