ophthalmologie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
ophthalmologie ophthalmologies

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ophthalmologie (fr) θηλυκό