mess with

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας mess with
γ΄ ενικό ενεστώτα messes with
αόριστος messed with
παθητική μετοχή messed with
ενεργητική μετοχή messing with

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
mess with < → δείτε τις λέξεις mess και with

mess with (en)

  • τα βάζω με κάποιον, μπλέκομαι με κάποιον ή κάτι που μπορεί να είναι επιβλαβές
    I should advise you not to mess with him.
    Δε θα σε συμβούλευα να τα βάλεις μαζί του.