latawiec
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]latawiec < latać
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]latawiec (pl) αρσενικό
- ο χαρταετός
- (οικείο) ο μπερμπάντης
- Συγγενικά latawica
latawiec < latać
latawiec (pl) αρσενικό