cerae
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]cerae
- γενική ενικού του cera
- δοτική ενικού του cera
- ονομαστική και κλητική πληθυντικού του cera
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]cerae θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό
- πλάκες (συνήθως επικηρωμένες), πινακίδες γραφής και σημειώσεων