σφυροβολία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σφυροβολία οι σφυροβολίες
      γενική της σφυροβολίας των σφυροβολιών
    αιτιατική τη σφυροβολία τις σφυροβολίες
     κλητική σφυροβολία σφυροβολίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σφυροβολία < σφύρ(α) + -ο- + -βολία, (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική hammer throw)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σφυροβολία θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]