σφυράω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σφυράω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
[επεξεργασία]σφυράω
- άλλη μορφή του σφυρίζω
- (προφορικό, μεταφορικά, αργκό) κάνω σεξ, συνήθως ο άνδρας προς τη γυναίκα
- ※ Καλό κομμάτι η Μαίρη. Της τον σφύραγα άνετα, αλλά από τότε που έμαθα οτο τραβιέται με τον Σουρέα, μόνο καλημέρα, καλησπέρα, τα τυπικά.
- Γιάννης Γορανίτης, 24, Αθήνα: Πατάκης, 2017. σελ. 40
- ※ Καλό κομμάτι η Μαίρη. Της τον σφύραγα άνετα, αλλά από τότε που έμαθα οτο τραβιέται με τον Σουρέα, μόνο καλημέρα, καλησπέρα, τα τυπικά.