σφυράω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σφυράω < λείπει η ετυμολογία

σφυράω

  1. άλλη μορφή του σφυρίζω
  2. (προφορικό, μεταφορικά, αργκό) κάνω σεξ, συνήθως ο άνδρας προς τη γυναίκα
    ※  Καλό κομμάτι η Μαίρη. Της τον σφύραγα άνετα, αλλά από τότε που έμαθα οτο τραβιέται με τον Σουρέα, μόνο καλημέρα, καλησπέρα, τα τυπικά.
    Γιάννης Γορανίτης, 24, Αθήνα: Πατάκης, 2017. σελ. 40

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]