στέφω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- στέφω < αρχαία ελληνική στέφω
Προφορά
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]στέφω
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]στέφω
- στεφανώνω
- γεμίζω, πληρώ
- θέτω πέριξ, ολόγυρα, σαν στεφάνι
- περικυκλώνω
- περιστρέφω
- παθητικό: στεφανώνομαι, με στεφανώνουν
- μέσο: βάζω στο κεφάλι μου
- μέσο: περιστρέφω
Συγγενικά
[επεξεργασία]- στέφη και στέφος (στέμμα, διάδημα, στεφάνι)
- στέμμα, στεφάνωμα
- ἐπιστεφής (για ποτήρι γεμάτο μέχρι τα χείλη, τη στεφάνη, το στόμιο)
- στεφανίζω
- στεφανίσκος
- στεφανόω
- στεφανηπλόκος και στεφανηπλοκέω
- στεφανηφόρος και στεφανηφορέω ξαι στεφανηφορία
Τύποι που απαντούν
[επεξεργασία]ἔστεφον (Ιλιάδα) και στέφον (Ηισόδος), μέλλ. στέψω σε τραγικούς, αόρ. ἔστεψα στέψομαι παθ. μέλλ. στεφθήσομαι αόρ. ἐστεψάμην ἐστέφθην παρακ.ἔστεμμαι