πούππα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πούππα < λατινική pupa (αγαλμάτιον)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πούππα θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]