νῦ ἐφελκυστικόν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- νῦ ἐφελκυστικόν < νῦ & ἐφελκυστικόν, ουδέτερο του ἐφελκυστικός
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]νῦ ἐφελκυστικόν ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)
- (γραμματική) το εφελκυστικό νι
- ※ 1ος κε αιώνας ⌘ Διονύσιος Ἁλικαρνασσεύς, Περί συνθέσεως ονομάτων, ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΣΤ΄
- καὶ ὁ ἀντὶ τοῦ ἐποίησεν ‘ἐποίησε’ λέγων χωρὶς τοῦ ν καὶ ‘ἔγραψε’ ἀντὶ τοῦ ἔγραψεν λέγων
- ※ 8ος/9ος αιώνας [γλώσσα: όψιμη ελληνιστική] ⌘ Γεώργιος Χοιροβοσκός, Σχόλια σὺν θεῷ εἰς τοὺς ῥηματικοὺς κανόνας ἀπὸ φωνῆς Γεωργίου τοῦ Χοιροβοσκοῦ, σελ.22[1]
- Ἰστέον δὲ ὅτι τὸ τύπτουσι καὶ τὰ ὅμοια γίνονται ἐφελκυστικὰ τοῦ ν, οἷον τύπτουσιν γράφουσιν· ὥσπερ γὰρ ἔχομεν μαθεῖν, ὅτι το ε ἐν τοῖς ῥήμασι γίνεται ἐφελκυστικὸν τοῦ ν, ὡς ἐν τῷ ἔτυπτε ἔτυπτεν, ἔλεγε ἔλεγεν, ἔγραφε ἔγραφεν
- ※ 1ος κε αιώνας ⌘ Διονύσιος Ἁλικαρνασσεύς, Περί συνθέσεως ονομάτων, ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΣΤ΄
Αναφορές
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- ἐφελκυστικός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐφελκυστικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.