κίτσον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Κυπριακά (el-cyp)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κίτσον < (άμεσο δάνειο) αγγλική kitchen
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κίτσον ουδέτερο
- η κουζίνα
Πηγές
[επεξεργασία]- Ξυδόπουλος, Γεώργιος (2017). Στοιχεία νεοελληνικών διαλέκτων. Αθήνα: Πατάκης, σελ. 12.