ισχυρός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ισχυρός | η | ισχυρή | το | ισχυρό |
γενική | του | ισχυρού | της | ισχυρής | του | ισχυρού |
αιτιατική | τον | ισχυρό | την | ισχυρή | το | ισχυρό |
κλητική | ισχυρέ | ισχυρή | ισχυρό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ισχυροί | οι | ισχυρές | τα | ισχυρά |
γενική | των | ισχυρών | των | ισχυρών | των | ισχυρών |
αιτιατική | τους | ισχυρούς | τις | ισχυρές | τα | ισχυρά |
κλητική | ισχυροί | ισχυρές | ισχυρά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ισχυρός < αρχαία ελληνική ἰσχυρός < ἰσχύς
Επίθετο
[επεξεργασία]ισχυρός, -ή, -ο
- που έχει δύναμη, ισχύ (σωματική, ψυχική, νομική κ.ά.)
- που βρίσκεται σε θέση ισχύος
- που δεν υποχωρεί
- που δύσκολα αμφισβητείται, κλονίζεται ή αντικρούεται
- που έχει μεγάλη ένταση
- αποτελεσματικός, δραστικός
- (γραμματική) ο γραμματικός τύπος που αποτελεί την πλήρη μορφή
- (πληροφορική) συνώνυμο του ασφαλής κωδικός πρόσβασης
- ※ Χρησιμοποιείτε πάντοτε ισχυρούς κωδικούς πρόσβασης που συνδυάζουν κεφαλαία με πεζά γράμματα, αριθμούς και σύμβολα. Οι απλοί κωδικοί πρόσβασης δεν συνδυάζουν αυτά τα στοιχεία. Ισχυρός κωδικός πρόσβασης: Y6dh!et5. Απλός κωδικός πρόσβασης: House27. [1]
- υπερώνυμα: κωδικός πρόσβασης
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- ισχυρότερος
- ανίσχυρα
- ανίσχυρος
- ισχυρά
- ισχυρογνώμονας
- ισχυρογνωμοσύνη
- ισχυρογνώμων
- ισχυροποίηση
- ισχυροποιώ
- ισχυρώς
- πανίσχυρος
- → δείτε τη λέξη ισχύς
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]- ισχυρό φύλο: το φύλο που επιβάλλεται στο άλλο (κάποιοι ισχυρίζονται πως είναι το ανδρικό, άλλοι επιμένουν πως πρόκειται για το γυναικείο!)
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- το δίκαιο του ισχυροτέρου: όταν, κατά παράβαση των γραπτών ή ηθικών αρχών δικαίου, επιβάλλεται αυτό που θεωρεί δίκαιο ο στρατιωτικά, αριθμητικά ή σωματικά δυνατότερος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ισχυρός
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Κρυπτογράφηση βάσης δεδομένων, χρησιμοποιώντας κωδικό πρόσβασης βάσης δεδομένων. Πρόσβαση 2021-07-16.