ιμάντας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ιμάντας | οι | ιμάντες |
γενική | του | ιμάντα | των | ιμάντων |
αιτιατική | τον | ιμάντα | τους | ιμάντες |
κλητική | ιμάντα | ιμάντες | ||
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ιμάντας < αρχαία ελληνική ἱμάς
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ιμάντας αρσενικό
- το λουρί
- στις περισσότερες σύγχρονες μοτοσυκλέτες χαμηλού κυβισμού η κίνηση μεταδίδεται με ιμάντα και όχι με αλυσίδα