γευσιγνώστης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γευσιγνώστης < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γευσιγνώστης αρσενικό (θηλυκό γευσιγνώστρια)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γευσιγνώστης
|