βαθμολογώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βαθμολογώ < βαθμός + -λογώ

βαθμολογώ

  1. βάζω έναν βαθμό σε κάτι ή κάποιον αξιολογώντας την επίδοσή του
    αν ο πρώτος βαθμολογητής βάλει σε μια έκθεση 14 και ο δεύτερος τη βαθμολογήσει με 18, το γραπτό πάει για αναβαθμολόγηση

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]